Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 12/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 12/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούσας: εταιρίας ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Καραγκούνη, με δήλωση. Και

Εφεσίβλητου: ………., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο Ευδοκία Κώτση.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.6.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφαση 125/2020 δέχθηκε την αγωγή. Κατά της τελευταίας απόφασης η εναγόμενη άσκησε την από 24.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στο Εφετείο ………/2020) για τις 18.3.2020, αλλά δεν διεξήχθη, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη, με την πράξη 95/2021 της Προέδρου Εφετών, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η οποία (πράξη) έλαβε τον ίδιο αριθμό έκθεσης κατάθεσης με αυτόν της κατάθεσης της έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για τον προσδιορισμό δικασίμου (………../2020), προσδιορίστηκε η συζήτησή της αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 21 του ν. 4786/2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις, που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ύστερα από δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I.Η από 24.2.2020 έφεση της εναγομένης κατά της οριστικής απόφασης 125/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η από 25.6.2018 αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. γ´ του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ. Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος) – ………., με την από 25.6.2018 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ιστορούσε ότι μεταβίβασε στον ………. την εταιρική του συμμετοχή στην εναγόμενη, η οποία τότε έφερε την επωνυμία “……….” και με το από 14.12.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό αποχώρησε από την τελευταία, της οποίας τροποποιήθηκε το καταστατικό και η επωνυμία σε “………..”. Ότι για τη μεταβίβαση αυτή συμφώνησαν να του καταβάλει ο ………. το ποσό των 150.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσοστό αυτού (ενάγοντος) στο ενεργητικό της εταιρίας. Ότι η εναγόμενη – ομόρρυθμη εταιρία αναδέχθηκε το χρέος του νεοεισερχόμενου ως άνω εταίρου και εξέδωσε προς τούτο, εις διαταγήν του (ενάγοντος) τις ειδικά αναφερόμενες δεκατρείς μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, συνολικού ποσού 150.000 ευρώ. Ότι η εναγόμενη εταιρία δεν του έχει καταβάλει το ποσό δύο από τις επιταγές αυτές, ποσών 13.000 και 14.000 ευρώ και με ημερομηνία έκδοσης 30.1.2012 και 30.6.2012 αντίστοιχα. Ότι επειδή οι τελευταίες επιταγές δεν εμφανίστηκαν προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, εξέπεσε του δικαιώματός του να αξιώσει τα πιο πάνω ποσά, ενώ έχει παραγραφεί και η αξίωσή του από αυτές. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των επιταγών αυτών (27.000 ευρώ), από την υποκείμενη σχέση (αναδοχή χρέους από την μεταβίβαση της εταιρικής του μερίδας) και επικουρικά, για την περίπτωση που αυτή έχει παραγραφεί, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατέστη πλουσιότερη (η εναγομένη), κατά το ποσό αυτών, το οποίο δεν κατέβαλε, με αντίστοιχη δική του ζημία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361 και 904 επ. του Α.Κ., την απέρριψε, λόγω παραγραφής, ως προς την κύρια βάση της και τη δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 27.000 ευρώ. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή και ως προς την επικουρική της βάση αυτή. Σημειωτέον δε, ότι το νόμιμο της αγωγής πρέπει να συμπληρωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 471, 472 του Α.Κ. και 60 του ν. 5960/1933.

ΙΙΙ. Κατά το ν. 5960/1933 η έκδοση ή οπισθογράφηση επιταγής και η παράδοσή της ακολούθως στο δανειστή κατά κανόνα θεωρείται ως υπόσχεση χάριν καταβολής σε σχέση με το από τη βασική σχέση υφιστάμενο χρέος του οφειλέτη. Πρόκειται απλώς για προσπάθεια πληρωμής, το χρέος όμως εξοφλείται το πρώτο, όταν ο δανειστής ικανοποιηθεί οριστικά από την επιταγή. Ο δανειστής, ο οποίος αντί για μετρητά δέχεται να λάβει επιταγή, υποχρεούται κατ’ αρχήν να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του από την επιταγή. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται αναστολή του απαιτητού από τη βασική έννομη σχέση. Όταν ο κομιστής της επιταγής δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από την απαίτηση από την επιταγή, λόγω απώλειας ή έκπτωσης των δικαιωμάτων του από αυτήν ή παραγραφής της αξίωσης από την επιταγή (άρθρο 40 του ν. 5960/1933), οφείλει να ανατρέξει στη βασική έννομη σχέση. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 60 του ν. 5960/1933 περί επιταγής ορίζεται ότι “εν περιπτώσει είτε εκπτώσεως του κομιστού είτε παραγραφής της εξ επιταγής αναγωγής, χωρεί κατά του εκδότου ή κατά των οπισθογράφων, αγωγή εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού”. Βάσει της άνω διάταξης η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του άρθρου 60 του ν. 5960/1933 είναι η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού του κοινού δικαίου της Α.Κ. 904. Δεν παρέχεται δηλαδή με τη διάταξη του άρθρου 60 του ν. 5960/1993 μια αυτόνομη αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατ’ απόκλιση από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 904 επ. του Α.Κ., αλλά και η αξίωση αυτή ταυτίζεται με τις διατάξεις του Α.Κ., με μοναδική εξαίρεση το θέμα της παραγραφής της σχετικής αξίωσης. Για την άσκηση τέτοιας αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού απαιτούνται: α) η έκδοση τυπικά ισχυρής επιταγής, β) έκπτωση του κομιστή λόγω μη τήρησης των κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 διατυπώσεων ή παραγραφής της από την επιταγή αξίωσης του δανειστή και γ) ζημία του ενάγοντος κομιστή της επιταγής και αντίστοιχος πλουτισμός του εναγομένου, υπό την προεκτεθείσα έννοια (Α.Π. 1386/2013 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, δεχόμενο ότι η από 25.6.2018 αγωγή ήταν ορισμένη, απορρίπτοντας τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της. Ο λόγος αυτός της έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο ζητείται η απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής ως απαράδεκτης (λόγω αοριστίας), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι ως προς τη βάση αυτή, η αγωγή απορρίφθηκε λόγω παραγραφής, ύστερα από ένσταση που αυτή προέβαλε (εκκαλούσα – εναγόμενη). Κατά συνέπεια, δεν δημιουργείται ουσιαστικό δεδικασμένο, βλαπτικό για την τελευταία και ως προς τη γέννεση και ουσιαστική ύπαρξη της αξίωσης, ακόμη κι αν το δικαστήριο την είχε κρίνει πλεοναστικά και χωρίς ανάγκη, αφού στοιχείο της ένστασης παραγραφής είναι η διαδρομή του χρόνου και η προταθείσα δήλωση της εκκαλούσας και όχι η ουσιαστική ύπαρξη της απαίτησης που παραγράφηκε (Α.Π. 41/2012 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου και Α.Π. 1459/2000 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 743). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί, κατά το σκέλος αυτό, ο σχετικός λόγος της έφεσης. Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου της έφεσης, σχετικά με την αοριστία της αξίωσης του άρθρου 60 του ν. 5960/1933, η οποία είναι η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού του κοινού δικαίου του άρθρου 904 του Α.Κ., η από 25.6.2018 αγωγή του εφεσίβλητου, είναι αρκούντος ορισμένη, αφού περιέχει, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, όλα τα αναγκαία στοιχεία, ήτοι την έκδοση τυπικά ισχυρών επιταγών, την έκπτωση του κομιστή λόγω μη τήρησης των κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 διατυπώσεων, αλλά και της παραγραφής της αξίωσης του δανειστή από την επιταγή, τη ζημία του εφεσίβλητου – κομιστή των επιταγών και του αντίστοιχου πλουτισμού της εκκαλούσας, υπό την προεκτεθείσα έννοια. Εξάλλου, υπάρχει άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του εφεσίβλητου και του πλουτισμού της εκκαλούσας, διότι η τελευταία απαλλάχθηκε της υποχρέωσής της να καταβάλει το ποσό των επιταγών, αφού πλουτισμό συνιστά και η εξοικονόμηση δαπανών από τον οφειλέτη (Α.Π. 66/2007 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου και Α.Π. 45/2006 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1396). Τέλος, το αν σώζεται ο πλουτισμός, ανεξαρτήτως του ότι τούτο αναφέρεται στην από 25.6.20018 αγωγή, δεν αποτελεί στοιχείο αυτής, διότι τεκμαίρεται ότι υπάρχει, αλλά ένσταση, που έπρεπε να επικαλεστεί και να προτείνει η εκκαλούσα – εναγόμενη (Α.Π. 450/2020, Α.Π. 286/2019 αμφότερες στην ιστοσελίδα Αρείου Πάγου και Α.Π. 2167/2013 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Σημειωτέον ότι ζήτημα άμεσης περιουσιακής μετακίνησης για τη στήριξη αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού θα ανακύψει, λόγω έλλειψης αιτιώδους συνάφειας, σε περίπτωση που καταβάλει το αιτούμενο ποσό η εκκαλούσα, και ασκήσει αγωγή επειδή κατέβαλε ξένο χρέος, οπότε θα πρέπει να στραφεί κατά του πραγματικού οφειλέτη τρίτου – ………., ο οποίος θα είναι ο αδικαιολογήτως πλουτίσας, εφόσον απαλλάχθηκε από το χρέος του προς τον εφεσίβλητο (Α.Π. 1136/2019, Α.Π. 279/2013 αμφότερες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου και Α.Π. 898/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 170). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης και ως προς το τελευταίο σκέλος αυτού. Τέλος, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη η αγωγή του εφεσίβλητου, ως προς τη βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επειδή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, όπως και η κύρια βάση της αγωγής. Τούτο δε, διότι η αγωγή του άρθρου 60 του ν. 5960/1933 παρέχεται στον κομιστή της επιταγής για την περίπτωση έκπτωσής του ως προς την αξίωση από την επιταγή, όπως συνέβη και στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προβάλλεται κατά δικονομική επικουρικότητα, ήτοι υπό τη ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας, όμοια, απέρριψε σιγή, τον ισχυρισμό αυτό της εκκαλούσας, έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αυτός της έφεσης.

V. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ως προς την ένσταση παραγραφής και για την επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι οι επιταγές που έχει στα χέρια του ο εφεσίβλητος, του παραδόθηκαν στις 19.1.2010 και επομένως, έως τις 29.1.2017, όταν και άσκησε την πρώτη του αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Ωστόσο, κατά τη διάταξη του άρθρου 60 παρ. 2 του ν. 5960/1933, η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, παραγράφεται μετά πενταετία από τη χρονολογία έκδοσης της επιταγής, ως χρονολογία δε, λαμβάνεται υπόψη η αναγραφόμενη στην επιταγή, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι ή όχι η πραγματική (Ι. Μάρκου Δίκαιο Επιταγής, β´ έκδοση, άρθρο 60 αρ. 5, σελ. 272). Κατά συνέπεια, οι υπό κρίση επιταγές, που φέρουν ημερομηνία έκδοσης 30.1.2012 η πρώτη και 30.6.2012 η δεύτερη, δεν είχαν υποπέσει στην ως άνω πενταετή παραγραφή, κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής του εφεσίβλητου, στις 29.1.2017, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη, με την απόφαση 17/3.1.2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εφόσον δε, εντός εξαμήνου (στις 29.6.2018) ασκήθηκε η, ορισμένη πλέον, νέα από 25.6.2018 αγωγή, η παραγραφή θεωρείται ότι διακόπηκε, κατ’ άρθρο 263 παρ. 2 του Α.Κ., με την προηγούμενη αγωγή. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης και να συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης ως προς τα ανωτέρω, κατ’ άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.

VΙ. Ως προς τους λοιπούς λόγους της έφεσης, από την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων …, …/4.5.2017 και …./22.5.2017, που δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, στο πλαίσιο της δίκης που κρίνεται η διαφορά [(Α.Π. 259/2005 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1396 και Α.Π. 1132/2000 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 1664) – (κατά την εκδίκαση της ίδιας αγωγής, που είχε κριθεί ως αόριστη και επανεγέρθηκε, αφού καλύφθηκε η αοριστία)], τις οποίες προσκομίζει η εκκαλούσα, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσίβλητου, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης …../28.4.2017 (ως προς τις δύο πρώτες) και ……./16.5.2017 (ως προς την τρίτη) του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ………, τις ένορκες εξετάσεις μαρτύρων με αριθμούς ……. και ……../18.10.2018, που δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., τις οποίες προσκομίζει η εκκαλούσα, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσίβλητου, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ………../15.10.2018 του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. (οι ένορκες εξετάσεις μαρτύρων …….. και ………/4.10.2018, που δόθηκαν ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., κατά παράβαση του άρθρου 421 του Κ.Πολ.Δ., αφού ο τελευταίος δεν ήταν αρμόδιος προς τούτο, εφόσον η κατοικία των μαρτύρων βρισκόταν στον Κορυδαλλό Αττικής – εκτός της έδρας του, δεν λαμβάνονται υπόψη (Μον.Εφ.Πειρ. 150/2020 και Μον.Εφ.Δωδ. 215/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Π. Ρεντούλης σε Χαρ. Απαλλαγάκη ΚΠΟΛΔ έκδοση 4η, τόμος Ι, άρθρο 421 αρ. 3 – σημειωτέον ότι με τη διάταξη του άρθρου 23 του ν. 4842/2021 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 424 του Κ.Πολ.Δ., η οποία, έστω και αν δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, δηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να εξακολουθήσουν να θεωρούνται ανυπόστατες ένορκες βεβαιώσεις για σοβαρά σφάλματα, όπως αυτό της λήψης τους από αναρμόδιο όργανο, ανεξαρτήτως δικονομικής βλάβης, όπως θα ισχύει για επουσιώδη διαδικαστικά σφάλματα), της ένορκης βεβαίωσης …../19.5.2017, η οποία δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας, στο πλαίσιο της δίκης που κρίνεται η διαφορά [(Α.Π. 259/2005 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1396 και Α.Π. 1132/2000 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 1664) – (κατά την εκδίκαση από το αρμόδιο δικαστήριο – Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς της ίδιας αγωγής, που είχε κριθεί ως αόριστη και επανεγέρθηκε, αφού καλύφθηκε η αοριστία)], την οποία προσκομίζει ο εφεσίβλητος, κατά την οποία παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας (Α.Π. 26/2020 ό.π.), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη (η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 26.3.1984 ιδιωτικό συμφωνητικό συστάθηκε, από τον ……… και τον εφεσίβλητο ……, η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “………….”, η οποία δημοσιεύτηκε νόμιμα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επειδή, περί το έτος 2009, ο εφεσίβλητος αποφάσισε να αποχωρήσει από την ως άνω εταιρία, συμφώνησε με τον υιό του ως άνω συνεταίρου του, ……., να του μεταβιβάσει την εταιρική του μερίδα (50% – το άλλο 50% ανήκε στον ……..). Η μεταβίβαση αυτή έλαβε χώρα στις 14.12.2009, προς τούτο δε, τροποποιήθηκε το καταστατικό της εταιρίας, η επωνυμία της οποίας μεταβλήθηκε σε “…………” – εκκαλούσα. Εξάλλου, ως έδρα της (εκκαλούσας) παρέμεινε, το ευρισκόμενο στον Πειραιά, επί της οδού ………, μίσθιο, ιδιοκτησίας των αρχικών συνεταίρων (………. και ……..), όπως ίσχυε από τις 24.4.1991. Το τίμημα, για την ως άνω μεταβίβαση της εταιρικής μερίδας του εφεσίβλητου, συμφωνήθηκε στο ποσό των 150.000 ευρώ, ήτοι το ήμισυ της περιουσίας της εταιρίας, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 300.000 ευρώ. Σημειωτέον πως συμφωνήθηκε ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να λάβει και το 50% της άυλης αξίας της εταιρίας, ποσού 100.000 ευρώ, ποσό το οποίο και έλαβε (με τραπεζική επιταγή αντίστοιχου ποσού). Λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο περί οικογενειακής επιχείρησης, συμφωνήθηκε η εκκαλούσα – εταιρία να αναδεχθεί το χρέος του ……….. Προς τούτο λοιπόν, η εκκαλούσα υπό την εταιρική επωνυμία εξέδωσε δεκατρείς μεταχρονολογημένες επιταγές συνολικού ποσού 150.000 ευρώ (κάθε μία από τις τέσσερις πρώτες, ποσού 12.500 ευρώ, με αναγραφόμενες ημερομηνίες έκδοσης 30.6.2010, 30.8.2010, 30.10.2010 και 30.12.2010 αντίστοιχα, κάθε μία από τις επόμενες έξι, ποσού 10.000 ευρώ, με αναγραφόμενες ημερομηνίες έκδοσης 28.2.2011, 30.4.2011, 30.6.2011, 30.8.2011, 30.10.2011 και 30.12.2011 αντίστοιχα, η ενδέκατη με αριθμό ………., ημερομηνία έκδοσης 30.1.2012, ποσού 13.000 ευρώ και πληρώτρια την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., η δωδέκατη με αριθμό ………, ημερομηνία έκδοσης 30.4.2012, ποσού 13.000 ευρώ και πληρώτρια την ίδια ως άνω Τράπεζα και η δέκατη τρίτη με αριθμό ………, ημερομηνία έκδοσης 30.6.2012, ποσού 14.000 ευρώ και πληρώτρια την Εμπορική Τράπεζα). Για τις επιταγές αυτές, η εκκαλούσα κατέβαλε τα αναφερόμενα ποσά, ως προς τις δέκα πρώτες και τη δωδέκατη με ημερομηνία έκδοσης 30.4.2012 και έλαβε τα σώματά τους. Αντίθετα, δεν καταβλήθηκαν στον εφεσίβλητο τα ποσά που αναφέρονται στην ενδέκατη και στη δέκατη τρίτη από τις ανωτέρω επιταγές (13.000 και 14.000 ευρώ αντίστοιχα). Ωστόσο, ο τελευταίος δεν τις εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή, εκπίπτοντας του δικαιώματός του να αξιώσει τα πιο πάνω ποσά από αυτές, ενώ έχει παραγραφεί και η σχετική αξίωσή του (από τις επιταγές). Επομένως, η εκκαλούσα κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη, κατά το ποσό των 27.000 ευρώ (των δύο επιταγών), το οποίο δεν κατέβαλε, με αντίστοιχη ζημία του εφεσίβλητου. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, όπως εκτίθεται και στην αγωγή του εφεσίβλητου, τα περιουσιακά στοιχεία της, κατά το χρόνο αποχώρησης του τελευταίου, ανέρχονταν στο ποσό των 201.420 ευρώ, με αποτέλεσμα το ποσό που έλαβε από τις δέκα πρώτες επιταγές (110.000 ευρώ), να καλύπτει το μερίδιό του (50%). Ο ισχυρισμός της αυτός δεν ευσταθεί, διότι ο εφεσίβλητος δεν υπολόγισε την αξία του ενεργητικού της εκκαλούσας στο ποσό των 201.420 ευρώ, αλλά επικαλέστηκε με την αγωγή του ενδεικτικά την αξία κάποιων περιουσιακών στοιχείων της εκκαλούσας, στα οποία, όπως ανέφερε σε άλλο σημείο της αγωγής, για τον υπολογισμό του ποσοστού του, προστέθηκαν και χρήματα από ανεξόφλητα τιμολόγια πελατών. Επιπλέον, η εκκαλούσα δεν αιτιολογεί την αιτία της καταβολής στο εφεσίβλητο, ποσού 110.000 ευρώ, αντί αυτού των 100.000 ευρώ, που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, έπρεπε να λάβει. Επίσης, δεν αιτιολογεί το λόγο, για τον οποίο, πάντα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ο εφεσίβλητος έλαβε και το ποσό των 23.234 ευρώ από κοινό λογαριασμό με το συνεταίρο του, ενώ η αξία της μερίδας του ανερχόταν σε 100.000 ευρώ και είχε ήδη λάβει 110.000 ευρώ. Αλλά δεν αποδείχθηκε και η αιτία για την οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, δόθηκε το ποσό των 13.000 ευρώ, που ενσωματώθηκε στη δωδέκατη επιταγή. Η τελευταία με τις από 4.5.2017 προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της από 23.1.2017 αγωγής του εφεσίβλητου, με την οποία ζητούσε την είσπραξη των δύο επιταγών (ενδέκατης και δέκατης τρίτης, συνολικού ποσού 27.000 ευρώ), που απορρίφθηκε ως αόριστη, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι τρεις επιταγές (όχι μόνο η ενδέκατη και η δέκατη τρίτη, αλλά και η δωδέκατη, όλων συνολικού ποσού σαράντα χιλιάδων ευρώ), δόθηκαν για την εξόφληση μισθωμάτων. Ωστόσο, με την απόφαση 4154/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση από τον εφεσίβλητο της από 12.7.2017 αγωγής για την καταβολή μισθωμάτων, ουδεμία αναφορά γίνεται στην εξόφληση μισθωμάτων μέσω επιταγών. Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης και την άσκησης από τον εφεσίβλητο της αγωγής για την είσπραξη των ως άνω δύο επιταγών (ενδέκατης και δέκατης τρίτης), μετά την κάλυψη της αοριστίας της, η εκκαλούσα μετέβαλε την αιτία, για την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, εξέδωσε τις επίδικες επιταγές (ενδέκατη και δέκατη τρίτη) και την τρίτη (δωδέκατη). Έτσι, ισχυρίστηκε ότι μόνο οι δύο επίδικες δόθηκαν για μισθώματα του ακινήτου, το οποίο μισθωνόταν σ’ αυτήν (όπου και διατηρεί την έδρα της), κατά 50% από τον εφεσίβλητο. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι δεν δόθηκαν προς εξόφληση, αλλά ως εγγύηση για την καταβολή των μισθωμάτων των τριών ετών (2010 έως και 2012), τα οποία συμφωνήθηκε να καταβληθούν μετά το τέλος του 2011, όταν και θα είχαν εξοφληθεί οι δέκα πρώτες επιταγές προς τον εφεσίβλητο. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι, αν και κατέβαλλε κάθε μήνα τα μισθώματα, ο εφεσίβλητος δεν της επέστρεψε τις δύο επιταγές. Αλλά και ο νέος αυτός ισχυρισμός της δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αφού, κατ’ αρχήν δεν αποδείχθηκε πως αναφέρθηκε (ο ισχυρισμός) και στην ως άνω μισθωτική δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 4154/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οφειλόμενο ποσό από μισθώματα για το χρονικό διάστημα 2010 έως 2013 ανερχόταν σε 27.972 ευρώ [(36 μήνες Χ 777 ευρώ (750 ευρώ το μηνιαίο μίσθωμα πλέον χαρτόσημου 3,6% 27 ευρώ)] και όχι σε 27.000 ευρώ, όσο και το συνολικό ποσό των δύο επίδικων επιταγών. Εξάλλου, η εκκαλούσα για να αιτιολογήσει την ύπαρξη της τρίτης επιταγής, ισχυρίστηκε το πρώτον με την από 22.10.2018 προσθήκη των προτάσεων της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μετά την κάλυψη της αοριστίας της αγωγής του εφεσίβλητου, ότι δόθηκε ως εγγύηση και προς εξασφάλιση του τελευταίου, για την εξόφληση οφειλών, που αυτή είχε αναλάβει πριν την αποχώρησή του, προς την εταιρία ….. Όμως και ο ισχυρισμός της αυτός δεν ευσταθεί, αφού, εάν η εκκαλούσα – ομόρρυθμη εταιρία είχε οφειλές προς την εταιρία ….., οι οποίες είχαν αναληφθεί πριν την αποχώρηση του εφεσίβλητου, τότε αυτός (εφεσίβλητος), ως ευθυνόμενος αλληλέγγυα, κατά τον Εμπορικό Νόμο, θα έπρεπε να παράσχει εγγύηση προς την εκκαλούσα και πάντως, όχι η τελευταία προς εκείνον. Τα ανωτέρω δεν μπορούν να αναιρεθούν από τις ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζονται από την εκκαλούσα. Σημειωτέον ότι, αν και είχαν δοθεί ένορκες βεβαιώσεις από τον πρώην συνεταίρο του εφεσίβλητου ………. και την κόρη του ………., κατά την εκδίκαση της αρχικής αγωγής του εφεσίβλητου, που απορρίφθηκε ως αόριστη, δεν γινόταν καμία αναφορά σ’ αυτές για τη δωδέκατη επιταγή (ότι είχε δοθεί από την εκκαλούσα προς τον εφεσίβλητο ως εγγύηση για τις οφειλές της, προς την εταιρία …….). Ωστόσο, μετά την μεταβολή των ισχυρισμών της εκκαλούσας, ως προς την αιτία για την οποία δόθηκαν οι τρεις τελευταίες επιταγές (ενδέκατη, δωδέκατη και δέκατη τρίτη), δόθηκαν νέες ένορκες βεβαιώσεις από τους ίδιους (…….. και ……….), στις οποίες πλέον γινόταν αναφορά στο ότι με τις επίδικες επιταγές δεν εξοφλήθηκαν τα μισθώματα, καθώς και ότι η δωδέκατη επιταγή είχε δοθεί ως εγγύηση στον εφεσίβλητο για οφειλές προς την εταιρία …….. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι οι επίδικες επιταγές δεν αφορούσαν στο τίμημα της μεταβίβασης του μεριδίου του εφεσίβλητου προς το ………., χρέος το οποίο αυτή αναδέχθηκε, αλλά ότι δόθηκαν ως εγγύηση για την καταβολή μισθωμάτων, που εξοφλήθηκαν και η εκκαλουμένη που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Τέλος και η ένσταση της εκκαλούσας, που επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης, με την οποία διατείνεται ότι η αξίωση του εφεσίβλητου ασκείται καταχρηστικά, επιχειρώντας να λάβει το ποσό των επιταγών για δεύτερη φορά, αν και έχουν εξοφληθεί τα μισθώματα, για τα οποία αυτές δόθηκαν, είναι, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αβάσιμος. Εξάλλου, αβάσιμος είναι και ο ίδιος ισχυρισμός, με τη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος του εφεσίβλητου, διότι δεν αδράνησε επί επτά έτη, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, αλλά, μετά την πάροδο των αναγραφόμενων ημερομηνιών στις επιταγές (30.1.2012 και 30.6.2012), οχλούσε την εκκαλούσα, κατ’ αρχήν προφορικά, μέσω των εκπροσώπων της και του πρώην συνεταίρου του …………., όπως προκύπτει από όσα κατέθεσε με την ένορκη βεβαίωση ………/2017 ο ………., ο οποίος έχει γνώση αυτών, τόσο ως σύζυγος της αδερφής του εφεσίβλητου, αλλά και της φιλικής σχέσης, που διατηρεί με αυτόν. Επιπλέον, εφόσον δεν καταβλήθηκαν τα ποσά των δύο επιταγών, ο εφεσίβλητος απέστειλε την από 14.6.2016 εξώδικη διαμαρτυρία προς την εκκαλούσα, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ……../30.6.2016 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……… Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια, απέρριψε την προβληθείσα από την τελευταία ένσταση, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυ-τήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος αυτός της έφεσης.

VΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η τελευταία ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου, με αριθμό ………., που κατατέθηκε από την εκκαλούσα και να καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του (άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 24.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2020 έφεση της εταιρίας με την επωνυμία “………..”, κατά της οριστικής απόφασης 125/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων ογδόντα (1.080) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ