ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 47 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Ι. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)”, με ΑΦΜ …….., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, ως καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Γαρυφαλλιά Φραντζή με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αικατερίνη Καλλιγερίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΙΙ. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, με ΑΦΜ ……., που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εδρεύει στην Αθήνα, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, που κατοικεί στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Παναγιώτα Φραντζή
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αικατερίνη Καλλιγερίδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” (Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα, ……. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, εν προκειμένω δε από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών Πειραιά (Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά), που εδρεύει στον Πειραιά (…….), ως οιονεί καθολικού διαδόχου δυνάμει του ν. 4387/2016 του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών” (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Γαρυφαλλιά Φραντζή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……….., η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΙΙΙ. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας ……………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Αθανάσιο Κοντόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ………….. η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,
ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της και εδρεύει στην Αθήνα, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, που κατοικεί στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Παναγιώτα Φραντζή,
ΠΡΟΣ ΟΥΣ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ: 1. Ανώνυμη τραπεζική εταιρία …………., 2. Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Ενιαίας Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, εν προκειμένω δε από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών Πειραιά (Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά), που εδρεύει στον Πειραιά (…….), ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών” (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.).
Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……….”, του ΕΝΙΑΙΟΥ ΦΟΡΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ) ΝΠΔΔ και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……….” την από 17-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Επίσης το εκκαλούν ΝΠΔΔ με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΠΔΔ” είχε ασκήσει ενώπιον του αμέσως παραπάνω Δικαστηρίου κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “………..” την από 25-1-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) ανακοπή κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 2083/2019 απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω ανακοπές, απέρριψε την ανακοπή του ΕΦΚΑ και δέχθηκε την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τον επικουρικό λόγο αυτής και μεταρρύθμισε τον υπ’ αριθ. ……../2018 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… κατά το ποσό των 1.929,41 ευρώ, κατατάσσοντας το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο έναντι του καθ’ ου η ανακοπή ΕΦΚΑ.
Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e- ΕΦΚΑ)” με την από 15.7.2020, με Γ.Α.Κ. …./2020 και με Ε.Α.Κ. …./2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 15.7.2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 27.7.2020 με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Την ίδια απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 9.6.2021, με Γ.Α.Κ. …/2021 και με Ε.Α.Κ. …/2021 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 15.7.2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 11.6.2021 με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Επίσης, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………..”, υπό την ιδιότητά της που αναφέρεται πιο πάνω άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…………” και κατά του εκκαλούντος στην από 9.6.2021 έφεση Ελληνικού Δημοσίου, την από 22.7.2021 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 1.9.201, με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 και δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Οι παραπάνω εφέσεις η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των παρόντων διαδίκων και η δικαστική πληρεξούσιος Ν.Σ.Κ. , ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, όσες πληρεξούσιοι παρέστησαν με δήλωση και η πληρεξούσια δικηγόρος του Ν.Σ.Κ., αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι παρακάτω εφέσεις: 1) η από 15.7.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)” ως καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “………….” προς εξαφάνιση της 2083/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και 2) η από 9.6.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…………”, του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)” και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…………..” προς εξαφάνιση της ίδιας ως άνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Δεδομένου ότι οι παραπάνω εφέσεις υπάγονται αμφότερες στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, δικάζονται με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ και προσβάλλουν την ίδια απόφαση, κρίνονται συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν κατ’ άρθρο 246 σε συνδυασμό με το άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς με τη συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Η από 15.7.2020 έφεση έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, στις 15.7.2020, προ πάσης επιδόσεως, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 14.6.2019 και από τον χρόνο δημοσίευσής της μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν παρήλθε διετία. Επομένως, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της εφέσεως δεν απαιτείται για τον εκκαλούντα ΕΦΚΑ η κατάθεση παραβόλου κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, καθώς με το άρθρο 62 παρ.3 περ. Θ’ του ν. 4387/2016 εξαιρείται από τη σχετική υποχρέωση. Επισημαίνεται ότι τη δίκη στη θέση της εφεσίβλητης τράπεζας συνεχίζει ως καθολική διάδοχος αυτής η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, λόγω της διάσπασης δι’ απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της εφεσίβλητης με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την πιο πάνω επωνυμία, διαδικασία που ολοκληρώθηκε στις 20.3.2020. Η διάσπαση και η σύσταση του νέου πιστωτικού ιδρύματος έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 και των άρθρων 57 παρ.3 και 59-74 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν. Με την καταχώριση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) των στοιχείων που απαιτεί ο νόμος συντελέστηκε η διάσπαση και η σύσταση του νέου πιστωτικού ιδρύματος (άρθρα 68 και 69 παρ.2 και 70 παρ.1 του ν. 4601/2019). Περαιτέρω, η από 9.6.2021 έφεση έχει ασκηθεί επίσης νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9.6.2021 κι εμπρόθεσμα προς πάσης επιδόσεως κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς κατά τα προαναφερόμενα η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 14.6.2019 και μέχρι την άσκηση της εν λόγω έφεσης δεν παρήλθε διετία. Πρέπει, λοιπόν και η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “………………”, στην οποία καίτοι επιδόθηκε πιστό αντίγραφο της από 9.6.2021 εφέσεως με πράξη ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση (βλ. την υπ’ αριθ. ………./17.6.2021 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. που επέδωσε λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της τράπεζας στην αρμόδια για την παραλαβή επιδιδόμενων εγγράφων υπάλληλο, ………. κατ’ άρθρο 129 παρ. 1 ΚΠολΔ), αυτή, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, οπότε δικάζεται σαν να ήταν παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης [άρθρο 19 § 1 του του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931)], ενώ για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης έναντι της απούσας τρίτης εφεσίβλητης, το εκκαλούν Δημόσιο προσκομίζει τα απαιτούμενα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ διαδικαστικά έγγραφα. Επίσης, σημειώνεται ότι όπως προκύπτει και από τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το δεύτερο εφεσίβλητο ν.π.δ.δ., αυτό εμφανίζεται με νέα επωνυμία και δη ως «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ e-ΕΦΚΑ». Περαιτέρω, η εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρία με την επωνυμία “……………..”, που έχει αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015, στην οποία έχει ανατεθεί, σύμφωνα με το από 6.12.2019 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων, η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρίας με την επωνυμία “………….”, στην οποία φέρεται να έχουν πωληθεί δυνάμει της από 26.7.2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβιβασθεί δυνάμει της από 6.12.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές για τις οποίες κατατάχθηκε στον επίδικο πίνακα κατάταξης η τρίτη εφεσίβλητη στην από 9.6.2021 έφεση, ανώνυμη τραπεζική εταιρία “…………” άσκησε το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την από 22.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της παραπάνω τρίτης εφεσίβλητης και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζητώντας να απορριφθεί η με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 έφεση του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση. Επί της πρόσθετης αυτής παρέμβασης σημειώνονται τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται, με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1260/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1329/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1171/2012, ΧρΙΔ 2013, σελ. 34). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 177/2017 ΤΝΠ στην Νόμος, ΑΠ 1485/2006 στην ΤΝΠ Νόμος). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017, σελ. 1156, ΕφΠειρ 111/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔ/νη 2012, σελ. 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011, ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ` του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ»: Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015: Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον, οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ό.π, ΑΠ 877/2019, ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η προαναφερόμενη εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρεία με την επωνυμία «………..», με την ως άνω ιδιότητά της άσκησε την παραπάνω αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, την 1.9.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) και επιδόθηκε νόμιμα με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβασης-τρίτη εφεσίβλητη (βλ. την προσκομιζόμενη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. …./6.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………), αλλά και στο καθ’ου η παρέμβαση- εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο και μάλιστα με επίδοση για λογαριασμό του: α) στον νόμιμο εκπρόσωπό του, Υπουργό Οικονομικών, μέσω του εξουσιοδοτημένου για την παραλαβή των σχετικών δικογράφων Παρέδρου του Ν.Σ.Κ. …….. (βλ. την υπ’ αριθ. ……../6.9.2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικ. επιμελητή ………), β) στον νόμιμο εκπρόσωπό του, Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, μέσω του εξουσιοδοτημένου για την παραλαβή των σχετικών δικογράφων Παρέδρου του Ν.Σ.Κ. ………. (βλ. την υπ’ αριθ. ………/6.9.2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικ. επιμελητή ……….) και γ) στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, με παραλαβή από την εντεταλμένη υπάλληλο για την παραλαβή εγγράφων, ………., Εφοριακό ΠΕ (βλ. την υπ’ αριθ. ………/6.9.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται με τις προτάσεις του το Ελληνικό Δημόσιο ότι δεν έχει γίνει επίδοση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά. Επίσης, η προσθέτως παρεμβαίνουσα έχει επιδώσει την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση προς κοινοποίηση στους δύο άλλους εφεσίβλητους της ως άνω από 9.6.2021 έφεσης, “…………..” (βλ. την υπ’ αριθ. …….’/6.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) και “Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e- Ε.Φ.Κ.Α.)” (βλ. την υπ’ αριθ. ……../6.9.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………. και την υπ’ αριθ. ……../6.9.2021 έκθεση επίδοσης της πιο πάνω αναφερόμενης δικ. επιμελήτριας …….., η τελευταία προς το Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά, ως εκπροσωπείται από τον Διευθυντή του Περιφερειακού ΚΕΑΟ, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ). Η προσθέτως παρεμβαίνουσα επικαλείται με την ως άνω από 22.7.2021 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της “…………..” ως έννομο συμφέρον της για την άσκηση αυτής, ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων για τις οποίες κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και των οποίων δικαιούχος τυγχάνει πλέον η εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρεία με την επωνυμία “………..” κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, ως ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, η οποία έχει νόμιμα συσταθεί με ΓΕΜΗ …………. και αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και της Πράξης …./19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχει τροποποιηθεί με την Πράξη …/8-1-2019 της ίδιας Επιτροπής, έχει αναλάβει τη διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “………..”, οδός ………….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στην από 6.12.2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003, με αριθμό πρωτοκόλλου ……../6-12-2019 στον τόμο .. με αύξοντα αριθμό …) και κατά την από 5.12.2019 συμφωνία των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή. Στην ως άνω εταιρία “………..”, η τρίτη εφεσίβλητη στην από 9.6.2021 έφεση, “…………….” έχει πωλήσει δυνάμει της από 26.7.2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβιβάσει δυνάμει της από 6.12.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων (αντίγραφο της οποίας καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.8 του ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/6.12.2019 στον τόμο …. με α.α. ….), ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια μαζί με τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων και μεταξύ των εν λόγω απαιτήσεων είναι και οι επίδικες απαιτήσεις της τρίτης εφεσίβλητης κατά της καθ’ ης η εκτέλεση, οφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………..” από τρεις δανειακές συμβάσεις (βλ. προσκομιζόμενη Καταγραφή Εκχωρημένων Απαιτήσεων προς ………. ως ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αρ. Πρωτ. ../6-12-19 από το καταχωρηθέν στα βιβλία Ν. 2844/2000 στον τόμο … και αύξ. αρ. … που υπογράφει στις 6.12.2019 ο Προϊστάμενος του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών ………), για μέρος των οποίων η “…………..” κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης ως εγχειρόγραφη δανείστρια και τυχαία, για το ποσό των 20.023,71 ευρώ. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και πρέπει να συνεκδικαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ.1, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, με την από 9.6.2021 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατά τα άρθρα 80 και 83 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κύριας διαδίκου, τρίτης εφεσίβλητης στην από 9.6.2021 έφεση και της προσθέτως παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, αντιπροσωπευόμενης της τρίτης εφεσίβλητης που είναι απούσα από την προσθέτως παρεμβαίνουσα που παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.
Με την από 17.10.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) ανακοπή του την οποία άσκησε από κοινού με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………….”, του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)” και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………” το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο εξέθετε ότι με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης, σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. …./2014 α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθ. …./2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια εταιρεία με την επωνυμία “……………”, μετά της κάτωθι αυτού από 21.2.2014 επιταγής προς εκτέλεση, στις 4.3.2014, εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικά ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ……….. στις 30.5.2018, ακίνητο της οφειλέτριας στον Δήμο Πειραιά Αττικής, όπως αυτό περιγράφεται στην υπ’ αριθ. ……./2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, με υπερθεματίστρια την πρώτη καθ’ ης επισπεύδουσα έναντι πλειστηριασματος ποσού 653.000 ευρώ. Ότι στην ανωτέρω Συμβ/φο ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλο για να ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα αναγγέλθηκε, το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά για συνολικό ποσό απαιτήσεών του κατά της οφειλέτριας 212.510,33 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 161.466,17 ευρώ αφορούσε σε απαιτήσεις από Φ.Π.Α., ποσό 8.142,61 ευρώ σε απαιτήσεις από Φ.Μ.Υ. (παρακρατούμενοι φόροι) και ποσό 42.901,55 ευρώ σε λοιπούς φόρους, πλέον στα ποσά αυτά των προσαυξήσεων. Ότι στην ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο αναγγέλθηκαν ως δανειστές η πρώτη καθ’ης τράπεζα για συνολικό ποσό 1.502.714,33 ευρώ, έντοκα μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, το δεύτερο καθ’ου ν.π.δ.δ. για το συνολικό ποσό των 116.988,37 ευρώ και η τρίτη καθ’ ης τράπεζα για το ποσό των 716.063,24 ευρώ εντόκως από την 20.1.2017 και με ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Ότι εκ των ανωτέρω αναγγελθέντων δανειστών, η πρώτη καθ’ης τράπεζα είχε εγγράψει επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, πλην άλλων και α’ σειράς προσημείωση υποθήκης για ποσό 390.000 ευρώ, η οποία τράπηκε σε υποθήκη στις 16.11.2016, καθώς και β’ σειράς προσημείωση υποθήκης για ποσό 330.000 ευρώ. Ότι λόγω μη επάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος για την κάλυψη των εξόδων της εκτέλεσης και για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον υπ’ αριθ. ………./2018 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, αφού προαφαίρεσε από το συνολικό πλειστηρίασμα, ποσού 653.000 ευρώ, το ποσό των 6.446,92 ευρώ ως έξοδα εκτέλεσης, κατέταξε επί του εναπομείναντος πλειστηριάσματος ποσού 646.553,08 ευρώ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975, 976 και 977 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά από την αντικατάστασή τους (τα άρθρα 975 και 977 ΚΠολΔ) από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015, τους αναγγελθέντες δανειστές, ως εξής: α) στο 65%, ήτοι στο ποσό των 420.259,50 ευρώ την πρώτη καθ’ης επισπεύδουσα τραπεζική εταιρεία, αφενός μεν προνομιακά και οριστικά ως α’ ενυπόθηκη δανείστρια για ποσό 390.000 ευρώ και αφετέρου προνομιακά μεν αλλά τυχαία, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, για ποσό 30.259,50 ευρώ ως β’ προσημειούχο δανείστρια, β) στο 25%, ήτοι στο ποσό των 161.638,27 ευρώ, συμμέτρως το Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά και τη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της από Φ.Π.Α. και δη: το μεν Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά στο ποσό των 67.909,82 ευρώ (έναντι συνολικής απαίτησης του 116.988,37 ευρώ), τη δε Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά στο ποσό των 93.728, 45 ευρώ (έναντι συνολικής απαίτησής της από Φ.Π.Α. ποσού 161.466,17 ευρώ) οριστικά και προνομιακά αμφότερους και γ) στο 10%, ήτοι στο ποσό των 64.655,31 ευρώ, συμμέτρως μεν, αναλόγως του ύψους της αναγγελθείσας απαίτησής τους, την πρώτη καθ’ ης επισπεύδουσα τράπεζα για ποσό 44.631,60 ευρώ και την τρίτη καθ’ ης τράπεζα για ποσό 20.023,71 ευρώ, ως εγχειρόγραφες δανείστριες και τυχαία, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους. Ότι ωστόσο η ως άνω κατάταξη του Ελληνικού Δημοσίου είναι εσφαλμένη, καθώς εφαρμοστέες είναι εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 975, 976 και 977 του ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους (τα άρθρα 975 και 977 ΚΠολΔ) από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015 και όπως ίσχυσε η διάταξη του άρθρου 61 παρ.1 εδ.β’ του ΚΕΔΕ, που προστέθηκε με το άρθρο 33 του ν. 4141/2013, αφού η πρώτη επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια εταιρεία στις 4.3.2014, ήτοι πριν από την έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων του ΚΠολΔ, χωρίς να ενδιαφέρει ο χρόνος της τυχόν επίδοσης νέας επιταγής προς εκτέλεση και δεδομένου ότι στην παράγραφο 3 εδ.α’ του άρθρου 1 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015 με τίτλο “Μεταβατικές Διατάξεις” ορίζεται ότι “3. Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016…”. Ότι κατ’ εφαρμογή, λοιπόν, του προϊσχύσαντος του ν. 4335/2015 δικαίου, έπρεπε η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος να κατατάξει το Ελληνικό Δημόσιο: α) για τις μεν απαιτήσεις του από Φ.Π.Α., ήτοι για ποσό 161.466,17 ευρώ στην 2η τάξη των γενικών προνομίων, προ όλων των αναγγελθέντων δανειστών και προ πάσης διαιρέσεως του πλειστηριάσματος, σε ολοσχερή εξόφληση των εν λόγω απαιτήσεών του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ.1 εδ. β’ του Κ.Ε.Δ.Ε., το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 33 του ν. 4141/2013 και 975 ΚΠολΔ και β) για το σύνολο των λοιπών (πλην Φ.Π.Α.) απαιτήσεών του, ήτοι για ποσό 51.044,16 ευρώ, στο 1/3 του εναπομείναντος, μετά την αφαίρεση του Φ.Π.Α., πλειστηριάσματος, ήτοι σε ποσό 161.695,64 ευρώ, σε ολοσχερή εξόφληση των εν λόγω απαιτήσεών του, στην 5η θέση των γενικών προνομίων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975, 976 και 977 ΚΠολΔ. Ζητούσαν, λοιπόν, οι ανακόπτοντες να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος υπ’ αριθ. ………/2018 πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, προνομιακά και οριστικά, επιπλέον του ποσού των 93.728,45 ευρώ, για το οποίο ήδη έχει καταταγεί, και: α) στο ποσό των 67.737,72 ευρώ (=161.466,17 ευρώ – 93.728,45 ευρώ), για τις αναγγελθείσες προνομιακές απαιτήσεις του από Φ.Π.Α. (2η τάξη γενικών προνομίων), σε ολοσχερή εξόφληση αυτών, μετ’ αποβολή των καθ’ων και β) στο ποσό των 51.044,16 ευρώ, για τις λοιπές (πλην Φ.Π.Α.) αναγγελθείσες προνομιακές απαιτήσεις του (5η τάξη γενικών προνομίων), σε ολοσχερή εξόφληση αυτών, μετ’ αποβολή των καθ’ ων κατ’ αποδοχή του πρώτου λόγου της ανακοπής. Άλλως, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος ορθά εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975, 976 και 977 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους (τα άρθρα 975 και 977 του ΚΠολΔ) από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015, οι ανακόπτοντες υποστήριζαν ότι και πάλι ο ανακοπτόμενος πίνακας θα πρέπει να μεταρρυθμισθεί, διότι η παραπάνω υπάλληλος παρέλειψε να κατατάξει το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, στο 25% του εναπομείναντος μετά από την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης πλειστηριάσματος και για τις απαιτήσεις του από φόρο μισθωτών υπηρεσιών (Φ.Μ.Υ.), ενώ κατ’ ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων θα είχε πράξει τούτο, αφού πρόκειται για παρακρατούμενο φόρο, οπότε οι ανακόπτοντες, επικουρικά, σε περίπτωση απόρριψης του πρώτου λόγου ανακοπής, ζητούσαν να μεταρρυθμισθεί ο πίνακας κατάταξης, ώστε το Ελληνικό Δημόσιο να καταταγεί, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, προνομιακά και οριστικά, επιπλέον του ποσού των 93.728,45 ευρώ, για το οποίο έχει ήδη καταταγεί και στο ποσό των 1.929,41 ευρώ, για τις αναγγελθείσες προνομιακές απαιτήσεις του από Φ.Μ.Υ. (3η τάξη γενικών προνομίων), σε μερική εξόφληση αυτών, μετ’ ισόποση αποβολή του δεύτερου καθ’ ου, κατ’ αποδοχή του δεύτερου, επικουρικώς προβαλλόμενου, λόγου ανακοπής τους.
Περαιτέρω, το ν.π.δ.δ. “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ”, ήδη “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)” με την από 15.7.2020 (με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020) ανακοπή του κατά της τράπεζας “…………….” στρεφόμενο κατά του ίδιου ως άνω πίνακα κατάταξης, αφού εξέθετε το ίδιο ως άνω ιστορικό αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της οφειλέτριας εταιρίας “…………..” και ότι συντάχθηκε ο ως άνω ………./2018 πίνακας κατάταξης δανειστών της Συμβ/φου Αθηνών …….., λόγω μη επάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος να καλύψει τις απαιτήσεις της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, οπότε κατετάγησαν οι δανειστές κατά τον τρόπο και τα ποσά που εκτίθενται ανωτέρω στην προηγούμενη ανακοπή, υποστήριζε ότι εσφαλμένως κατετάγη προνομιακά και οριστικά η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα ως ενυπόθηκη δανείστρια στο ποσό των 390.000 ευρώ και ως προσημειούχος δανείστρια στο ποσό των 30.259,50 ευρώ, δηλαδή στο συνολικό ποσό των 420.259,50 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 65% του πλειστηριάσματος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 8 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των παραπάνω άρθρων του ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν την προαναφερόμενη τροποποίηση και οριζόταν στο άρθρο 975 ΚΠολΔ ότι μεταξύ άλλων οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης ικανοποιούνται πριν τη διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977 ΚΠολΔ, ήτοι πριν την ικανοποίηση των απαιτήσεων με ειδικά προνόμια. Ότι έπρεπε να τύχουν εφαρμογής οι προγενέστερες του ν. 4335/2015 διατάξεις, καθώς το κριτήριο για την εφαρμογή των νέων διατάξεων του ν. 4335/2015 σχετικά με την κατάταξη των αναγγελλόμενων δανειστών στον πίνακα κατάταξης είναι ο χρόνος της επίδοσης της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση στη διενεργούμενη εκτελεστική διαδικασία (και όχι ο τυχόν χρόνος επίδοσης νέας επιταγής προς εκτέλεση) να είναι μετά την 1.1.2016, ενώ αν είναι προγενέστερη η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση εφαρμόζονται οι προϊσχύσασες του ν. 4335/2015 διατάξεις σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015 που ορίζει ότι “Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016”. Επίσης, το ανακόπτον με τον δεύτερο λόγο ανακοπής του παραπονείτο για τα προαφαιρεθέντα από το πλειστηρίασμα έξοδα του πλειστηριασμού, λόγω αοριστίας του σχετικού κονδυλίου του πίνακα κατάταξης. Ζητούσε, λοιπόν, να μεταρρυθμισθεί ο εν λόγω υπ’ αριθ. ……../2018 πίνακας κατάταξης δανειστών, με σκοπό να αποβληθεί από την κατάταξη η καθ’ ης τραπεζική εταιρεία μέχρι του ποσού αναγγελίας του ΕΦΚΑ, ύψους 116.988,37 ευρώ και σε αυτό να καταταγεί ο ΕΦΚΑ δια του Διευθυντή του ΚΕΑΟ Πειραιά-ΕΦΚΑ.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω ανακοπές κατά του ως άνω πίνακα κατάταξης δανειστών, αφού έκρινε την πρώτη ανακοπή καθ’ ο μέρος ασκήθηκε από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ως απαράδεκτη, απέρριψε στο σύνολό της την ανακοπή του ν.π.δ.δ. “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ” και τον πρώτο κύριο λόγο ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου που αφορούσε σε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το ν. 4335/2015, λόγω νομικής αβασιμότητας καθώς λόγω της δικονομικής φύσης των προνομίων κρίσιμος χρόνος ως προς το ζήτημα της ύπαρξης και της σειράς τους είναι ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης και εν προκειμένω του υπ’ αριθ. ………/2018 πίνακα κατάταξης, ενώ δέχθηκε την από 17.10.2018 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά τον επικουρικό της λόγο, μεταρρύθμισε τον ως άνω πίνακα κατάταξης, απέβαλε το καθ’ου η ανακοπή (ΕΦΚΑ) κατά το ποσό των 1.929,41 ευρώ, απ’ όπου και αυτό κατατάχθηκε στην 3η τάξη των γενικών προνομίων του 25% του πλειστηριάσματος και κατέταξε προνομιακά και οριστικά στην ίδια θέση το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ως προς το εν λόγω ποσό των 1.929,41 ευρώ, προς μερική ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαίτησής του, ύψους 212.510,33 ευρώ.
Με την από 15.7.2020 έφεσή του το ν.π.δ.δ. “ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e- ΕΦΚΑ)” παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία από την εκκαλούμενη απόφαση της μεταβατικής διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015 σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του νόμου αυτού για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016, ως προς την οποία (διάταξη) το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν βρίσκει εφαρμογή αναφορικά με τη σειρά των προνομίων στον πίνακα κατάταξης, ενώ κατά το εκκαλούν έπρεπε να γίνει δεκτός ο λόγος της ανακοπής του ότι η σειρά των προνομίων στον πίνακα κατάταξης κρίνεται με βάση τα ισχύοντα κατά τον χρόνο επίδοσης της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση, εφαρμοζόμενου εν προκειμένω του άρθρου 977 ΚΠολΔ, ως ίσχυε προ του ν. 4335/2015 και να καταταγεί το εκκαλούν-ανακόπτον στη θέση της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης τράπεζας “…………”. Αντίστοιχα, με την από 9.6.2021 έφεσή του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο αφενός με τον πρώτο λόγο της ζητεί να διορθωθεί το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης κατά το μέρος που έγινε δεκτή η ανακοπή του, καθώς εκ παραδρομής αναφέρεται ότι γίνεται δεκτή “η με ημερομηνία 25-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ../…/2018) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου” αντί του ορθού “η από 17-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2018) ανακοπή”, καθώς η ανακοπή του ΕΦΚΑ και όχι η δική του είναι αυτή που έχει τα στοιχεία από 25-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018), αφετέρου ζητεί να εξαφανιστεί η 2083/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και να γίνει δεκτή και ως προς τον πρώτο λόγο της η από 17.10.2018 ανακοπή του, καθώς κατά τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ως προς τη σειρά των προνομίων στον πίνακα κατάταξης εφαρμόζεται το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο της κατάταξης του ανακοπτόμενου πίνακα, ενώ αν ερμήνευε ορθά τον νόμο, θα έκρινε ότι για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, κρίσιμος είναι ο χρόνος επίδοσης της (πρώτης) επιταγής προς εκτέλεση και όχι ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης. Επιπλέον δε επικαλείται το άρθρο 43 του ν. 4715/2020 που κατά το εκκαλούν περιέχει ερμηνευτική διάταξη και που ορίζει τα εξής: “Κατά την αληθή τους έννοια, οι διατάξεις: α) της περ. 19 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 της παρ.2 του ν. 4446/2016 και (β) του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α’ 87) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος των παραπάνω νόμων. Για την κατάταξη των πιστωτών στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψιν το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση…”. Ότι ο εν λόγω νόμος είναι γνήσιος ερμηνευτικός και όχι ψευδοερμηνευτικός και ότι συνεπώς αυτός ως προς την παραπάνω διάταξη του άρθρου 43, δεν ισχύει από τη δημοσίευσή του στο Φ.Ε.Κ., ήτοι από την 1.8.2020, αλλά αναδρομικά σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ.1 και 2 του Συντάγματος. Περαιτέρω το εκκαλούν υποστηρίζει ότι επί διαδοχικής επίδοσης περισσότερων επιταγών προς εκτέλεση, κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη των διατάξεων του ν. 4335/2015 είναι ο χρόνος επίδοσης της αρχικής (πρώτης) επιταγής προς εκτέλεση και όχι ο τυχόν χρόνος επίδοσης νεότερης επιταγής, καθώς ναι μεν κατά το άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ, εάν μετά από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και δεν ακολουθήσει άλλη διαδικαστική πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης αποδυναμώνεται η επιταγή, πλην όμως πρέπει να γίνει δεκτό ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι οικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της επίδοσης της επιταγής, οι οποίες αίρονται μόνο με την ακύρωση αυτής, κατόπιν άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και έκδοσης σχετικής απόφασης.
Επί του παραπάνω (κοινού) λόγου ανακοπής των εκκαλούντων στις δύο εφέσεις, λεκτέα τα εξής: Η μετάβαση από το παλαιό δικονομικό δίκαιο στο νέο που εισήγαγε ο ν. 4335/2015 που επέφερε σημαντικές αλλαγές και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προκαλεί αναπόφευκτα σύγκρουση του παλαιού και του νέου νομοθετικού καθεστώτος, την οποία καλούνται να επιλύσουν οι μεταβατικές διατάξεις του ανωτέρω νόμου σε διαδικασίες που δεν είχαν ολοκληρωθεί κατά τη δημοσίευση του ν. 4335/2015. Σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρου ένατου παρ. 3 και 4 του ν. 4335/2015 «3. Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος-ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ Κ.Πολ.Δικ.) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος. 4. Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016.» Με τον εν λόγω κανόνα, ο νομοθέτης ακολούθησε τη βασική αρχή διαχρονικού δικαίου του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ επιλέγοντας την υπαγωγή της εκτελεστικής διαδικασίας στο σύνολό της στον νέο νόμο με κριτήριο τον χρόνο επίδοσης της επιταγής ή επί πτωχευτικής διαδικασίας από τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Με τον κανόνα αυτόν αντιμετωπίσθηκε η διαδικασία εκτέλεσης ως οργανική ενότητα, ώστε το σύνολο της διαδικασίας να υπάγεται στο ίδιο καθεστώς (παλιό ή νέο) με γνώμονα τον χρόνο επίδοσης της επιταγής, που αποτελεί την έναρξη της διαδικασίας (άρθρο 924 του ΚΠολΔ) ή αντίστοιχα επί πτώχευσης τον χρόνο κήρυξης αυτής [βλ. Βασιλ. Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατά τους ν. 4335/2015, 4472/2017 και 4512/2018), ΕΠολΔ 2017, σελ. 587, 588]. Σε ό,τι αφορά, όμως, το διαχρονικό δίκαιο του πίνακα κατάταξης και των προνομίων, ο κανόνας διαχρονικού δικαίου του ν. 4335/2015 αλλά και του ν. 4512/2015, που επίσης τροποποίησε τους κανόνες των προνομίων, δεν περιλαμβάνει ειδικό κανόνα για τη ρύθμιση του δικαίου των προνομίων. Σε αντίστοιχη επιλογή, να μην περιλάβει τέτοιον ειδικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για τα προνόμια, είχε προβεί και ο νομοθέτης του ΚΠολΔ με το άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ κατά το οποίο: «Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του. Η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από τότε που επιδόθηκε η επιταγή σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση». Η παραπάνω επιλογή ήταν μάλλον αναμενόμενη, καθώς ήδη από την ΠολΔ/1835 είχε αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία ο κανόνας ότι η ύπαρξη του προνομίου και η σειρά κατάταξης του προνομιούχου δανειστή διέπονται από το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης (ΟλΑΠ 329/1937, ΕΕΝ 1937, σελ. 832, ΑΠ 402/1966, ΕλλΔνη 1967, σελ. 265, ΑΠ 49/1944, Θ ΜΔ, σελ. 245). Υπό το καθεστώς του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, με τον οποίο εισήχθη η αρχή της ενιαίας ρύθμισης του συνόλου της εκτελεστικής διαδικασίας με κρίσιμο τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, η αρχή αυτή επιβίωσε ως εξαιρετικός κανόνας. Με αυτόν τον τρόπο, διασπάται η εν λόγω αρχή και καθίσταται κρίσιμος για τη ρύθμιση των προνομίων όχι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής αλλά ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης, ως ειδική εκδήλωση της αντίθετης αρχής, ότι κάθε διαδικαστική πράξη κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει όταν επιχειρείται (Χατζηϊωάννου, ό.π., σελ. 596, 597). Τούτο, καθώς, δεδομένου ότι η σύνταξη πίνακα κατατάξεως αποτελεί άσκηση οιονεί δικαστικού έργου, πρέπει να υπόκειται σε κανόνες διαχρονικού δικαίου ανάλογους με εκείνους που ισχύουν στις δίκες περί την εκτέλεση (βλ. ΕφΑθ 830/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 224, 225). Έτσι, κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι κάθε διαδικαστική πράξη (όπως εν προκειμένω η σύνταξη του πίνακα κατάταξης) κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει όταν επιχειρείται, γίνεται δεκτό ότι τα προνόμια δεν κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο τον ισχύοντα κατά τον χρόνο γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της εκτελέσεως ή ακόμη αυτόν της κήρυξης της πτώχευσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών (ΟλΑΠ 21/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 574, Κουσούλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ, σελ. 2082). Ειδικότερα, ως προς τη δικονομική φύση των γενικών προνομίων παρατηρείται ότι αυτά, όπως απαριθμούνται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ αίρουν τη μεταξύ περισσότερων ενοχικών δικαιωμάτων σύγκρουση και μάλιστα προς διπλή κατεύθυνση. Αφενός αποκλείουν ορισμένες ενοχικές απαιτήσεις (μη προνομιούχες) από την περιουσία εν γένει του οφειλέτη όταν δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα, αφετέρου δε ρυθμίζουν τη σειρά ικανοποιήσεως μεταξύ περισσότερων προνομιακών απαιτήσεων. Επιτελούν δηλαδή λειτουργία συγχρόνως αρνητική και θετική. Δεν προσπορίζουν όμως στο δικαιούχο τους ένα επιπλέον, σε σχέση με την απαίτηση δικαίωμα, ούτε έχουν κοινό με αυτήν γενεσιουργό λόγο, απλώς τη χαρακτηρίζουν, προσδίδοντάς της ορισμένη ιδιότητα που «ενοικεί (εμπεριέχεται)», σ’ αυτήν τούτη την απαίτηση, ή κατ’ άλλη ισοδύναμη διατύπωση αποτελούν εύνοια του νομοθέτη «απονεμομένην εις ορισμένην απαίτησιν». Η εκδήλωση, όμως, της συγκεκριμένης ιδιότητας- που συνίσταται στην εξουσία προτιμήσεως της απαιτήσεως έναντι άλλων μη προνομιακών ή λιγότερο προνομιακών- προϋποθέτει σύγκρουση, που εμφανίζεται το πρώτον στο στάδιο της εκτελέσεως, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: αναγγελία περισσότερων δανειστών, ανεπάρκεια πλειστηριάσματος και άρνηση του οφειλέτη να τους ικανοποιήσει εκούσια. Μετά την έναρξη της εκτελέσεως και την αναγγελία των δανειστών, τα γενικά και τα προνόμια εν γένει αποκτούν διαδικαστική αυτοτέλεια έναντι της απαιτήσεως, στην οποία αφορούν και επιτελούν δικονομική λειτουργία, απεξαρτημένη από την απαίτηση. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τα ειδικά προνόμια, χαρακτηριστικό τους είναι ότι προϋποθέτουν βέβαια την απαίτηση (βλ. λ.χ. άρθρα 1210, 1258 ΑΚ), παράλληλα όμως διατηρούν- ιδίως ως προς τη σύσταση και την απόσβεσή τους- ορισμένη αυθυπαρξία έναντι αυτής (βλ. λ.χ. 1211, 1240, 1243, 1257, 1267, 1318 ΑΚ, 1005 παρ.3 ΚΠολΔ), εισάγουν επομένως περιορισμένα παρεπόμενο, ανεξάρτητο κατά τα λοιπά επιπλέον δικαίωμα και δεν της προσδίδουν απλώς ορισμένη ιδιότητα. Απόλυτη εξάρτηση, όμως, έχουν να επιδείξουν τα ειδικά προνόμια σε σχέση με το βαρυνόμενο πράγμα, που εξακολουθεί, παρά τις ενδεχόμενες νομικές μεταβολές του να είναι υπέγγυο έναντι του συγκεκριμένου βάρους (εμπράγματος χαρακτήρας των προνομίων- άρθρο 973 ΑΚ- βλ. λ.χ. άρθρα 1223, 1237, 1287, 1288, 1294, 1295 ΑΚ), παρέχει δηλαδή δικαίωμα καταδιώξεως του πράγματος, στα χέρια όποιου κι αν βρίσκεται. Ωστόσο, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο, τα ειδικά προνόμια (ιδίως η εμπράγματη ασφάλεια) οφείλουν τον προνομιακό τους χαρακτήρα στην εξουσία καταδιώξεως συγκεκριμένου πράγματος, κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης λειτουργούν κατά το δικονομικό δίκαιο, σε σχέση με τις λοιπές απαιτήσεις (κυρίως τα γενικά προνόμια αλλά και με τα άλλα ειδικά προνόμια, στην τελευταία περίπτωση με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας), όταν οπλισθούν, όπως και τα γενικά προνόμια, με εξουσία προτιμήσεως, ακολουθώντας τη σειρά ικανοποίησης που ορίζουν τα καθαρά δικονομικού χαρακτήρα άρθρα 975-977 ΚΠολΔ (βλ. σχετικά Χαρ. Απαλαγάκη, Ζητήματα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνομίων, Δίκη 24, σελ. 843, ιδίως σελ. 855, 856, 858). Αντίθετα, αν γίνει δεκτός ο χαρακτηρισμός των προνομίων ως ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεως, τότε πρέπει αυτά να κρίνονται με βάση το δίκαιο που ίσχυε όταν γεννήθηκε η απαίτηση. Η λύση, όμως, αυτή θα οδηγούσε στην εφαρμογή, κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, διαφορετικού δικαίου για κάθε κατατασσόμενη απαίτηση, ανάλογα με τον χρόνο γενέσεώς της. (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα/Ειδικό μέρος, Β’ έκδοση, 2017, σελ. 720). Ομοίως, αν κριθεί ότι και στο στάδιο της κατατάξεως των δανειστών, πρέπει να εφαρμοστεί ο γενικός διαχρονικού δικαίου κανόνας που υιοθέτησε για τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και της πτώχευσης ο ν. 4335/2015 (άρθρο 1, άρθρο «ένατο», παρ.3: κρίσιμος για την μεν ατομική αναγκαστική εκτέλεση ο χρόνος της επίδοσης της επιταγής, για την δε πτώχευση ο χρόνος κήρυξης της πτώχευσης πριν την 1.1.2016), ερμηνεία που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην αρεοπαγητική θέση ότι η διανομή συνιστά τμήμα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΟλΑΠ 1/2010, στη Νόμος), η διανομή του πλειστηριάσματος ή του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, θα εξακολουθεί για απροσδιόριστο ακόμη χρόνο να πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τις καταργημένες πλέον ρυθμίσεις των άρθρων 975επ. του ΚΠολΔ (βλ. ερμηνεία που έδωσε η απόφαση της ΟλΑΠ 21/1994, όπως και η παγιωμένη έκτοτε νομολογία, υπό το πανομοιότυπο νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 50 ΕισΝΚΠολΔ, ότι δηλαδή η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων πρέπει να κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών). Η λύση ότι η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης είναι και από τελολογική άποψη ορθή, καθώς ικανοποιεί πληρέστερα το σκοπό του ν. 4335/2015, που με τα νέα άρθρα 975επ. ΚΠολΔ, επιδιώκει την ορθολογικότερη και δικαιότερη διανομή του πλειστηριάσματος ή εν προκειμένω του ενεργητικού της πτώχευσης. Διαφορετικά, θα ματαιωνόταν ο σκοπός αυτός, καθώς για απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα θα εφαρμόζονταν οι προηγούμενες ρυθμίσεις (Φαλτσή, ό.π., σελ. 721, 722). Εξάλλου, αν ο δικονομικός νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει το ζήτημα διαφορετικά, θα το έπραττε ρητά, αφενός ενόψει αντίστοιχης νομοθετικής «πρακτικής» ήδη π.χ. με το άρθρο 41 παρ.5 του ν. 3863/2010 όταν προέβλεψε ειδικά για τον χρόνο εφαρμογής των προνομίων, αφετέρου, ενόψει της εν γνώσει του νομοθέτη κρατούσας ερμηνευτικής εκδοχής, όπως διαπλάσθηκε ήδη υπό την ισχύ του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, αλλά και της υπό το προϊσχύσαν δίκαιο της ΠολΔ [βλ. Χρήστο Δ. Ευθυμίου, Ζητήματα κατάταξης κατά τη «σύγκρουση» εμπραγμάτως εξασφαλισμένων- προνομιούχων και εγχειρόγραφων δανειστών σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου (Μετά τους Ν 4335/2015 και Ν 4512/2018), Δ.Ε.Ε. 2018, σελ. 1300επ., ιδίως σελ. 1304, 1305, αντίθετη η Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015 (2016), σελ. 61 επ. με επίκληση της απουσίας αντίθετης ειδικής ρυθμίσεως και λόγων επιείκειας, όπως και η ΜονΠρΒολ 99/2017 στη Νόμος]. Η ανωτέρω άποψη ενισχύεται και από τα εξής: Η έναρξη της εκτέλεσης αφορά μόνο τον επισπεύδοντα και όχι τους αναγγελλόμενους δανειστές, η σύγκριση δε των απαιτήσεων όλων τους θα γίνει το πρώτον κατά την κατανομή του πλειστηριάσματος από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού με συνέπεια να ενδείκνυται ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ, όπως και επί δικών περί την εκτέλεση (κατά το άρθρο 12 ΕισΝΚΠολΔ “Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του, ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο”). Η εν λόγω άποψη ήταν η κρατούσα και υπό την ισχύ του ν. 4335/2015 (βλ. ενδεικτικά αποφάσεις του Εφετείου Πειραιά επί του εν λόγω θέματος, ΕφΠειρ 369/2020, 478/2019, 434/2019, ΜονΕφΠειρ 512/2019 στο efeteio-peir.gr). Εντούτοις, στο άρθρο 43 του όλως πρόσφατου ν. 4715/2020 (Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας κ.λπ), το οποίο φέρει τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς τον χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις” ορίζεται στο εδ. α’ αυτού ότι οι διατάξεις του άρθρ. 1.8ου του ν. 4335/2015 (δηλ. οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β’ ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο, που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση. Από τον συνδυασμό των δύο παραπάνω εδαφίων, κατά το μέρος τους το αναφερόμενο στην εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο νομοθέτης του ν. 4715/2020 εκλαμβάνει ως διαδικασίες εκτέλεσης, που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη, όσες άρχισαν με επίδοση επιταγής προς εκτέλεση (επιταγής όμως βάσει της οποίας άρχισε η εκτέλεση), πριν την 1.1.2016. Γι’ αυτές επιλέγεται η εφαρμογή του προϊσχύσαντος δικαίου των προνομίων και η κατάρτιση του πίνακα κατάταξης κατά το προϊσχύσαν άρθρο 977, χωρίς ο χρόνος σύνταξής του να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή. Οι νεότερες αυτές διατάξεις έρχονται σε αντίθεση με την κρατούσα νομολογία, που επέλυσε κατά τα προαναφερόμενα με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα του κρίσιμου χρόνου για τη στάθμιση των προνομίων σε περίπτωση συγκρούσεώς τους βάσει της υφιστάμενης μεταβατικής διάταξης του ν. 4335/2015, η οποία κρίθηκε ότι δεν περιελάμβανε το δίκαιο των προνομίων, ενώ μπορούν να διατυπωθούν και σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τον πραγματικό χαρακτήρα τους ως ερμηνευτικό (ήδη διατυπώθηκε η θέση ότι έχουν ψευδοερμηνευτικό χαρακτήρα, βλ. ΜονΠρΙωανν 473/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, Διαμαντόπουλο, Διαχρονικό δίκαιο των προνομίων σε πίνακα κατάταξης ο οποίος συνετάγη μετά την έναρξη ισχύος των ν. 4335/2015, 4336/2015 και 4446/2016, κατόπιν περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας (Γνμ), ΕπΑκ 2020, σελ. 701-704, Κωνσταντίνου Κουτσογεώργου, Εφέτη Θράκης, Σκέψεις σχετικά με τον κανόνα του άρθρου 43 Ν. 4715/2020 για το εφαρμοστέο διαχρονικό δίκαιο των προνομίων, δημοσιευθείσα στις 26.2.2021 στην ende.gr, επίσης ότι η διάταξη αυτή λόγω της αναδρομικής της εφαρμογής αναδιατάσσει την περιουσιακού δικαίου τάξη και έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 17 και 77 παρ. 2 του Συντάγματος: Ρούσσης, Περιουσιακά δικαιώματα δανειστών στη μέγγενη νομοθετικού πατερναλισμού, ΕφΑΔ2020, σελ. 1270-1271. Η άποψη αυτή ενισχύεται ακόμη και από την ΑιτΕκθ που συνοδεύει το ανωτ. Άρθρο 43, όπου αναφέρεται ότι η κρατούσα νομολογία οδηγήθηκε στη θέση της ελλείψει ρητής ή πάντως σαφούς αντίθετης ρύθμισης). Οι επιφυλάξεις αυτές ενισχύονται και από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο νομοθέτης του ν. 4335/2015 είχε βούληση να καταργήσει τα γενικά υπερπρονόμια του προϊσχύσαντος δικαίου και δεν δίστασε να το πράξει, ενώ είχαν διατυπωθεί τότε ήδη σοβαρές επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα της κατάργησης ιδίως των υπερπρονομίων των εργατικών απαιτήσεων εν μέσω της έντονης οικονομικής κρίσης, που έπληττε τη χώρα το έτος 2015. Παρά ταύτα η ρητώς εκπεφρασμένη βούληση του νεότερου νομοθέτη είναι η εφαρμογή του προϊσχύσαντος δικαίου στις ως άνω περιπτώσεις, η ύπαρξη δε σποραδικώς αντίθετων από την κρατούσα, απόψεων στη νομολογία και στη θεωρία (βλ. ΜονΠρΒολ 99/2017, ΝΟΜΟΣ και Χ. Απαλαγάκη, Η δικονομική μεταχείριση των εργατικών απαιτήσεων στην αναγκαστική εκτέλεση μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΔΕΕ 2016, σελ. 441), παρείχε έστω και ελάχιστο, περιθώριο ερμηνευτικής επέμβασης. Ο τυχόν δε χαρακτηρισμός της παραπάνω ρυθμίσεως του ν. 4715/2020 ως ψευδοερμηνευτικής, ελεγχόμενος από τα δικαστήρια (ως προς τη σχετική δυνατότητα αυτών βλ. ΟλΑΠ 22/1997, ΕλλΔνη 1997, σελ. 1514, 29/2003 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1908/2005, ΕλλΔνη 200, σελ. 434), δεν θα επέφερε βεβαίως κατάργησή της, αλλά θα είχε απλώς ως συνέπεια, βάσει του άρθρου 77 παρ.2 του Συντάγματος, τη μη αναδρομική εφαρμογή της από την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 και την εφαρμογή της από την έναρξη ισχύος του ν. 4715/2020, ήτοι από την 1.8.2020. Και ενώ το κριτήριο για το εφαρμοστέο διαχρονικό δίκαιο των προνομίων το στηριζόμενο στον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, το οποίο δεχόταν η κρατούσα άποψη μέχρι τον ν. 4715/2020 και έβρισκε σοβαρό έρεισμα στη φύση των γενικών προνομίων, ήταν ενιαίο για όλους τους δανειστές, η αμέσως προαναφερόμενη λύση της μη αναδρομικότητας του άρθρου 43 ν. 4715/2020 θα επέφερε άστοχη από δικαιοπολιτική άποψη, άνιση μεταχείριση των δανειστών επί πινάκων, που συντάχθηκαν όλοι μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, βάσει επιταγών, που είχαν επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Για όλους αυτούς θα έπρεπε να εφαρμοσθούν επί συγκρούσεως προνομίων διαφορετικά κριτήρια βάσει του χρόνου σύνταξης του πίνακα πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4715/2020 (1.8.2020), ενώ μάλιστα η κατ’ αυτόν τον τρόπο επιλεκτική εφαρμογή του άρθρου 43 του ίδιου νόμου θα διασπούσε ανορθολογικά την ενότητα του δικαίου, οδηγώντας σε επιστροφή ισχύος παλαιότερων ρυθμίσεων επί νεότερων πινάκων. Ενόψει αυτών μονόδρομος φαίνεται να είναι η αποδοχή της νέας παραπάνω διάταξης ως ερμηνευτικής. Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι επεμβάσεις του παραπάνω χαρακτήρα αρκετό χρόνο (πέντε περίπου έτη) μετά την έναρξη ισχύος νόμων και μάλιστα νόμων, που επέφεραν σημαντικές τροποποιήσεις σε ολόκληρο κλάδο του δικαίου, όπως ο ν. 4335/2015, αντίθετες από την ερμηνεία στην οποία είχε σχεδόν πλήρως κατασταλάξει η νομολογία, πλήττουν την ασφάλεια του δικαίου και οδηγούν και πάλι με βεβαιότητα σε διαφορετική αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων [βλ. για όλα τα ανωτέρω Ε. Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2 (Π. Μάζης/Γ. Ορφανίδης/ Ε. Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη), Άρθρα 904- 1054, έκδοση 2021, άρθρο 975, σελ. 500-505]. Κατόπιν των ανωτέρω, ο κοινός λόγος έφεσης των δύο συνεκδικαζόμενων εφέσεων ότι εσφαλμένα κρίθηκε από την εκκαλούμενη απόφαση ως κρίσιμος χρόνος για την κατάταξη των απαιτήσεων στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, ο χρόνος σύνταξης του πίνακα, ενώ έπρεπε να κριθεί ως κρίσιμος χρόνος για την κατάταξη των απαιτήσεων, ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση είναι βάσιμος και δεδομένου ότι με τις ένδικες ανακοπές του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕΦΚΑ υποστηρίζεται ότι η επιταγή προς εκτέλεση που οδήγησε στον πλειστηριασμό του ακινήτου της καθ’ης η εκτέλεση οφειλέτριας εταιρίας επιδόθηκε σε αυτή στις 4.3.2014, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τα εκκαλούμενα με τις υπό κρίση εφέσεις κεφάλαια αυτής, να κριθεί νόμιμος ο σχετικός λόγος ανακοπής στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται παραπάνω και σε αυτές των άρθρων 975 παρ.3, 976 και 977 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ ίσχυαν πριν τον ν. 4335/2015, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 61 παρ.1 εδ. β’ του Κ.Ε.Δ.Ε., που προστέθηκε με το άρθρο 33 του ν. 4141/2013, ακολούθως δε ο παραπάνω λόγος ανακοπής πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή (ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την τότε επωνυμία “……………..”) σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. 277/2014 εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια εταιρία με την επωνυμία “………….”, μετά της κάτωθι αυτού από 21-2-2014 επιταγής προς εκτέλεση, στις 4.3.2014, από την επίδοση όμως της οποίας παρήλθε χρονικό διάστημα άνω του έτους χωρίς να ακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης, με αποτέλεσμα αυτή να αποδυναμωθεί κατ’ άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ και να επιδοθεί εκ νέου στις 18.7.2016, στην καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτρια ακριβές αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω υπ’ αριθ. ………/2014 διαταγής πληρωμής, μετά της κάτωθι αυτού από 8.7.2016 επιταγής προς εκτέλεση (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/18.7.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . …….), προκειμένου να προχωρήσει η εκτέλεση, εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά στις 30.5.2018 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., ενεργούσας ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κατόπιν κατασχέσεώς του, ένα οικόπεδο κυριότητας της οφειλέτριας, έκτασης 118,90 τ.μ. μετά του εντός αυτού υφιστάμενου οκταώροφου επαγγελματικού κτιρίου κείμενο στην Δημοτική Ενότητα Πειραιά του Δήμου Πειραιά της ΠΕ Πειραιώς της Περιφέρειας Αττικής, όπως το ακίνητο αυτό περιγράφεται αναλυτικά στην υπ’ αριθ. ……./2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………. Το ανωτέρω ακίνητο εκπλειστηριάσθηκε με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον της παραπάνω Συμβολαιογράφου, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. ……../30.5.2018 έκθεσής της αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης και κατακυρώθηκε στην ίδια την επισπεύδουσα τράπεζα και ήδη καθ’ης η ανακοπή και στις δύο συνεκδικαζόμενες ανακοπές, αντί του ποσού των 653.000 ευρώ. Αμφότεροι οι ανακόπτοντες στις δύο ανακοπές ανήγγειλαν νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον της ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, τις απαιτήσεις τους και συγκεκριμένα, το μεν Ελληνικό Δημόσιο αναγγέλθηκε δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, ως νόμιμου εκπροσώπου του, με την υπ’ αριθ. Πρωτ. …/Αρ. Ειδ. Βιβλ. ……/1.6.2018 αναγγελία του για συνολικές απαιτήσεις του ύψους 212.510,33 ευρώ που αναλύονται σε ποσό 161.466,17 ευρώ για απαιτήσεις από Φ.Π.Α., σε ποσό 8.142,61 ευρώ για απαιτήσεις από Φ.Μ.Υ. και σε ποσό 42.901,55 ευρώ για λοιπούς φόρους, πλέον των προσαυξήσεων επί των παραπάνω ποσών, το δε ΚΕΑΟ Πειραιά- ΕΦΚΑ του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναγγέλθηκε με την υπ’ αριθ. Πρωτ. …./11-6-2018 (αρ. 121/2017) αναγγελία του Διευθυντή του Υποκαταστήματος του ΕΦΚΑ (Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά) για το συνολικό ποσό των 116.988,37 ευρώ. Επιπλέον, στην ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους οι εξής πιστωτές: α) η 1η των καθ’ ων η ανακοπή στην από 17.10.2018 ανακοπή και καθ’ης η ανακοπή στην από 25.10.2018 ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “……………..” με την από 17.2.2017 αναγγελία της για το συνολικό ποσό του 1.502.714,33 ευρώ, εντόκως μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, β) η 3η των καθ’ ων στην από 17.10.2018 ανακοπή, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “………………”, με την από 15.2.2017 αναγγελία της, για το συνολικό ποσό των 716.063,24 ευρώ, εντόκως από 20.1.2017 με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, των τόκων ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο, έως την οριστική εξόφληση ή το αμετάκλητο του πίνακα κατάταξης. Λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος, η ως άνω επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο με τις ένδικες ανακοπές πίνακα κατάταξης, στον οποίο, αφού προαφαίρεσε από το συνολικό πλειστηρίασμα ποσού 653.000 ευρώ, το ποσό των 6.446,92 ευρώ, ως έξοδα εκτέλεσης, κατέταξε επί του υπολοίπου πλειστηριάσματος ποσού 646.553,08 ευρώ (653.000 – 6.646,92 ευρώ), κατ’ εφαρμογή των άρθρων 975, 976 και 977 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4335/2015, τους αναγγελθέντες δανειστές ως εξής: α) στο 65%, ήτοι στο ποσό των 420.259,50 ευρώ, την καθ’ης και στις δύο ανακοπές επισπεύδουσα “………….”, αφενός μεν προνομιακά και οριστικά ως α’ ενυπόθηκη δανείστρια για το ποσό των 390.000 ευρώ, αφετέρου δε προνομιακά αλλά τυχαία ως β’ προσημειούχο δανείστρια, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της για το ποσό των 30.259,50 ευρώ, β) στο 25%, ήτοι στο ποσό των 161.638,27 ευρώ (γενικά προνόμια) αφενός το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, μέσω της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του από Φ.Π.Α. για ποσό 93.728,45 ευρώ προνομιακά και οριστικά, αφετέρου το ανακόπτον ν.π.δ.δ. ΕΦΚΑ για ποσό 67.909,82 ευρώ, επίσης προνομιακά και οριστικά, γ) στο 10%, ήτοι στο ποσό των 64.655,31 ευρώ, συμμέτρως, αναλόγως του ύψους της αναγγελθείσας απαίτησής τους, την καθ’ ης και στις δύο ανακοπές, επισπεύδουσα δανείστρια “………..” για ποσό 44.631,60 ευρώ και την τρίτη καθ’ ης στην από 17.10.2018 ανακοπή, “.. ……..” για ποσό 20.023,71 ευρώ, ως εγχειρόγραφες δανείστριες και τυχαία, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους. Η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος ορθά έκρινε ότι εφαρμοστέες αναφορικά με τη σειρά κατάταξης των προνομιούχων και των εγχειρόγραφων δανειστών στον συνταχθέντα και ήδη ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης ήταν οι διατάξεις των άρθρων 975, 976, 977 και 1007 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά τον ν. 4335/2015 και όχι οι διατάξεις που ίσχυαν πριν από αυτόν. Τούτο, γιατί από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 43 εδ. β’ του ν. 4715/2020, του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 3 εδ. α’ του ν. 4335/2015 και του άρθρου 926 παρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου, ήτοι των διατάξεων του ν. 4335/2015 θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια της επιβολής κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας άμεσης εκτέλεσης, και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς όμως να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους, και στις οποίες δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ να βασισθεί πλέον η έναρξή της [βλ. ΕφΑθ 1340/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕφΘεσ 982/2021, στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΘεσ 43/2020, sakkoulas, Χ Απαλαγάκη, Η δικονομική μεταχείριση των εργατικών απαιτήσεων στην αναγκαστική εκτέλεση μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΔΕΕ 2016/441, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016/13-14 και Β. Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατά τους ν. 4335/2015, 4472/2017 και 4512/2018, ΕΠολΔ 2017/591-592]. Στην προκειμένη περίπτωση η επιδοθείσα στις 4.3.2014 από την επισπεύδουσα τράπεζα στην οφειλέτρια από 21.2.2014 επιταγή προς πληρωμή (βλ. την υπ’ αριθ. ……./4.3.2014 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………) δεν οδήγησε εντός έτους σε άλλη πράξη εκτέλεσης σε βάρος της οφειλέτριας και γι’ αυτό επιδόθηκε στην τελευταία στις 18.7.2016 νέα, η από 8.7.2016 επιταγή προς πληρωμή, δυνάμει της οποίας προχώρησε η αναγκαστική κατάσχεση και ο πλειστηριασμός του πιο πάνω αναφερόμενου ακινήτου και λόγω μη επάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος συντάχθηκε για τη διανομή του ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο λόγος της από 25.10.2018 ανακοπής του ν.π.δ.δ. ΕΦΚΑ, με τον οποίο αυτό ζητεί να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. ……./2018 πίνακας κατάταξης, με σκοπό να αποβληθεί η καθ’ ης τραπεζική εταιρία “…………” και στο εναπομείναν μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, πλειστηρίασμα ύψους 646.553,08 ευρώ, να καταταγεί αυτό (το ανακόπτον) κατά την τρίτη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, ως είχε πριν την τροποποίησή του με τις διατάξεις του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, σε πλήρη ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του ύψους 116.988,37 ευρώ. Επίσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο κύριος λόγος της από 17.10.2018 ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης με τον οποίο, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι εφαρμοστέες στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης ήταν οι διατάξεις των άρθρων 975, 976 και 977 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους (τα άρθρα 975 και 977 ΚΠολΔ) από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015, καθώς και η διάταξη του άρθρου 61 παρ.1 εδ.β’ του Κ.Ε.Δ.Ε., που προστέθηκε με το άρθρο 33 του ν. 4141/2013, προκρίνοντας ως κρίσιμο χρόνο, αυτόν της επίδοσης της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση στην καθ’ ης η εκτέλεση στις 4.3.2014 και με τον οποίο (λόγο) ζητεί να μεταρρυθμιστεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, ώστε να καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, προνομιακά και οριστικά, επιπλέον του ποσού των 93.728,45 ευρώ, για το οποίο ήδη έχει καταταγεί, και: α) στο ποσό των 67.737,72 ευρώ, για τις αναγγελθείσες προνομιακές απαιτήσεις του από Φ.Π.Α. (2η τάξη γενικών προνομίων), σε ολοσχερή εξόφληση αυτών, μετ’ αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή, καθώς και β) στο ποσό των 51.044,16 ευρώ, για τις λοιπές (πλην Φ.Π.Α.) αναγγελθείσες προνομιακές απαιτήσεις του (5η τάξη γενικών προνομίων), σε ολοσχερή εξόφληση αυτών, μετ’ αποβολή των καθ’ ων. Αναφορικά όμως με τον επικουρικό λόγο ανακοπής, που έγινε δεκτός πρωτοδίκως με την εκκαλούμενη απόφαση σε βάρος του δεύτερου καθ’ ου η ανακοπή ν.π.δ.δ. “ΕΦΚΑ”, χωρίς το τελευταίο να ασκήσει έφεση κατά της σχετικής διάταξης της εκκαλούμενης απόφασης, μετά την απόρριψη του πρώτου και κύριου λόγου της ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου κατά τα ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να επανεξετάσει το επικουρικό αίτημα της εν λόγω ανακοπής, αφού κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος για μη εκκληθέν κεφάλαιο. Επειδή, ωστόσο, το Δικαστήριο αυτό εξαφάνισε την εκκαλούμενη που είχε απορρίψει τον κύριο λόγο της από 17.10.2018 ανακοπής ως μη νόμιμο και ακολούθως εξετάζοντάς τον, απέρριψε αυτόν ως ουσία αβάσιμο, πρέπει αυτό επιλαμβανόμενο εκ νέου του επικουρικού λόγου ανακοπής, να επαναλάβει τη διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία έγινε δεκτός ο επικουρικός λόγος της ανακοπής ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προέβη σε εσφαλμένο υπολογισμό του 25% του πλειστηριάσματος που φέρεται να διένειμε σύμμετρα μεταξύ του ανακόπτοντος Δημοσίου και του έτερου γενικού προνομιούχου πιστωτή της ίδιας, 3ης τάξης, δεύτερου καθ’ου η ανακοπή, ΕΦΚΑ και ότι δεν συμπεριέλαβε, ως όφειλε, στις απαιτήσεις που ικανοποιούνται σύμμετρα και το ποσό των 8.142,61 ευρώ που αντιστοιχεί σε απαιτήσεις του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου από Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών, οπότε το τελευταίο έπρεπε να λάβει επιπλέον το αναλογούν στον ΦΜΥ ποσό των 1.929,41 ευρώ και άρα πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης, αποβαλλόμενου του ΕΦΚΑ κατά το αντίστοιχο ποσό. Σημειωτέον ότι πριν τεθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης η σχετική με την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης διάταξη, πρέπει να διορθωθεί κατά τον σχετικό πρώτο λόγο έφεσης του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, η εσφαλμένη ως προς τα αναφερόμενα της ανακοπής του στοιχεία διάταξη της εκκαλουμένης με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο “ΔΕΧΕΤΑΙ την με ημερομηνία 25-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου”, ώστε να τεθεί το ορθόν “ΔΕΧΕΤΑΙ την από 17.10.2018 (με Γ.Α.Κ. ……/2018 και Ε.Α.Κ. ……../2018) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου”, επιπλέον δε αντί του εκ παραδρομής διαλαμβανόμενου στο ίδιο διατακτικό “ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με ημερομηνία 17-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) ανακοπή” να τεθεί το ορθό “ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με ημερομηνία 25-10-2018 (με Γ.Α.Κ. ……./2018 και Ε.Α.Κ. ……./2018) ανακοπή”, όπως τα ορθά στοιχεία των εν λόγω ανακοπών προκύπτουν από τα προεισαγωγικά της ίδιας της εκκαλούμενης αποφάσεως, αλλά και από τα προσκομιζόμενα από τους ανακόπτοντες δικόγραφα των ανακοπών τους. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ως προς την πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό σχετικά με το εάν γίνεται δεκτή, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα που να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε και σιωπηρά) το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (βλ. ΜονΕφΘεσ 982/2021, ό.π.). Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 183 και 179 ΚΠολΔ, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, ενώ ειδικά ως προς τη νικήσασα τρίτη εφεσίβλητη στην από 9.6.2021 έφεση, η οποία δικάσθηκε ερήμην δεν επιδικάζονται έξοδα σε βάρος του εκκαλούντος, αφού εκείνη λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε τέτοια έξοδα, τέλος δε ως προς τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας έναντι του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει ομοίως να συμψηφιστούν μεταξύ τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 182 παρ.2 και 179 ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εν προκειμένω εφαρμόσθηκαν σύμφωνα με το διατακτικό. Παράβολο ερημοδικίας για την τρίτη εφεσίβλητη στην από 9.6.2021 έφεση δεν ορίζεται, καθώς στη δίκη της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δεν επιτρέπεται άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατ’ άρθρο 979 παρ.2 εδ. 3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 15.7.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020) έφεση, β) την από 9.6.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση και γ) την από 22.7.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης στην από 9.6.2021 έφεση, αντιμωλία των διαδίκων την από 15.7.2020 έφεση και αντιμωλία των διαδίκων την από 9.6.2021 έφεση πλην της τρίτης εφεσίβλητης που δικάζεται ερήμην, αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ αυτής στην από 22.7.2021 πρόσθετη παρέμβαση.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις.
Διορθώνει, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της από 9.6.2021 έφεσης, την εκκαλούμενη 2083/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), ώστε στο διατακτικό της να τεθεί αντί του εσφαλμένου “ΔΕΧΕΤΑΙ την με ημερομηνία 25-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2018) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου” το ορθό “ΔΕΧΕΤΑΙ την από 17.10.2018 (με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου” και αντί του εσφαλμένου “ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με ημερομηνία 17-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……, …/2018) ανακοπή” το ορθό “ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25-10-2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) ανακοπή”.
Εξαφανίζει την 2083/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) ως προς τα εκκληθέντα με τις εφέσεις κεφάλαια αυτής.
Κρατεί και συνεκδικάζει την από 17.10.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου και την από 25-10-2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) ανακοπή.
Απορρίπτει την από 25.10.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) ανακοπή ως προς τον εκκληθέντα και μεταβιβασθέντα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου λόγο ανακοπής.
Απορρίπτει την από 17.10.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) ανακοπή ως προς τον κύριο λόγο της.
Δέχεται αυτή ως προς τον επικουρικό λόγο της.
Μεταρρυθμίζει τον υπ’ αριθ. ……/2018 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, ως ακολούθως:
Αποβάλλει το καθ’ ου η ανακοπή (ΕΦΚΑ) κατά το ποσό των χιλίων εννιακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (1.929,41), απ’ όπου και κατατάχθηκε στην 3η τάξη των γενικών προνομίων στο 25% του πλειστηριάσματος, εκ ποσού (μείον των εξόδων εκτέλεσης) εξακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα τριών ευρώ και οκτώ λεπτών (646.553,08).
Κατατάσσει προνομιακά και οριστικά στην ίδια ως άνω θέση το ανακόπτον (Ελληνικό Δημόσιο) ως προς το εν λόγω ποσό (1.929,41 ευρώ), προς μερική ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαίτησής του, ύψους 212.510,33 ευρώ.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας στην από 9.6.2021 έφεση και του καθ’ ου η παρέμβαση, μεταξύ τους (μη επιβαλλομένων δικαστικών εξόδων υπέρ της ερημοδικασθείσας τρίτης εφεσίβλητης στην από 9.6.2021 έφεση).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31.1.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ