Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 32/2022

Αριθμός   32/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ……….ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Παναγιώτη Παπανικολάου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης …………, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χρυσάνθη Υφαντή.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 22.1.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.2605/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την  αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 19.8.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………/2019) αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 81/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 4ης.2.2021 και μετά από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 19.8.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 (………./2019) έφεση κατά της οριστικής με αριθμό 2605/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 22.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 αγωγής έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, καθώς το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20.8.2019 και η εκκαλουμένη εξεδόθη στις 23.7.2019 (άρθρα 591 παρ. 1, 495, 496, 498, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), αρµοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως αυτή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Να σημειωθεί ότι αυτή επαναπροσδιορίστηκε για συζήτηση για τις 4.2.2021, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας με τη με αριθμό 81/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά δυνάμει του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020), καθόσον είχε ματαιωθεί η συζήτηση της κατά τη δικάσιμο της 21.5.2020.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./15.1.20 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του ο ήδη εκκαλών ενάγων κάτοικος ……… εξέθετε ότι, δυνάµει συµβάσεως εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στον ……. Αττικής, στις 2-4-2014 µε την ήδη εφεσίβλητη εναγόµενη εταιρεία εµπορίας κρεάτων που εδρεύει στον ………., προσελήφθη από την τελευταία για να εργασθεί, µε την ειδικότητα οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, έναντι των ειδικότερα αναφερόµενων στο δικόγραφο της αγωγής αποδοχών, υπολογιζοµένων σύµφωνα µε την ΔΑ 37/2010 «Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών κλπ αυτοκινήτων όλης της χώρας», ισχύουσα από την 1-1-2010 και εφεξής. Ότι µολονότι υπήρξε συνεπής ως προς τις πηγάζουσες από την ως άνω σύµβαση εργασίας υποχρεώσεις του, παρέχοντας την εργασία του στην εναγοµένη αδιαλείπτως και καθ’ υπέρβαση του νοµίµου ωραρίου του, εργαζόµενος καθηµερινώς και τα Σάββατα και τις Κυριακές, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στο δικόγραφο της αγωγής, µέχρι τις 9-1-2018, οπότε η εναγοµένη τον απέλυσε χωρίς να του καταβάλει τη νόµιµη αποζηµίωσή του, η τελευταία δεν υπήρξε αντίστοιχα συνεπής ως προς τις δικές της συµβατικές υποχρεώσεις και δη ως προς την καταβολή των δεδουλευµένων του και του οφείλει, σύµφωνα µε τους ειδικότερα αναφερόµενους στο δικόγραφο υπολογισµούς : α) για πληρωµή της προσαύξησης 25% των ωρών νυχτερινής του εργασίας κατά τις καθηµερινές, το ποσό των 6.629 ευρώ, β) για πληρωµή της υπερεργασίας του, το ποσό των 11.436 ευρώ, γ) για πληρωµή της υπερωριακής του εργασίας κατά τις καθηµερινές, το ποσό των 57.392 ευρώ, δ) για πληρωµή της εργασίας του και της υπερωριακής του εργασίας κατά τα Σάββατα, το ποσό των 70.755 ευρώ, ε) για πληρωµή της προσαύξησης 75% της εργασίας του κατά τις Κυριακές και αποζηµίωση της στέρησης εβδοµαδιαίας ανάπαυσης, το ποσό των 11.325 . ευρώ, στ) για πληρωµή της διαφοράς αποδοχών αδειών επιδοµάτων, το ποσό των 28.901 ευρώ και ζ) για πληρωµή των επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, το ποσό των 5.511 ευρώ ενώ, περαιτέρω, και µε αιτία την επικαλουµένη από τον ενάγοντα ακυρότητα της καταγγελίας της σύµβασης εργασίας του, το ποσό των 34.146 ευρώ για αποδοχές υπερηµερίας άλλως το ποσό των 5.691 ευρώ σε περίπτωση που η καταγγελία της σύµβασής του κριθεί έγκυρη, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στο δικόγραφο της αγωγής. Στη συνέχεια ο εκκαλών αιτήθηκε κυρίως από τη σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας του (άρθρα 648 επ. ΑΚ), άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισµού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) : α) να υποχρεωθεί η ήδη εφεσίβλητη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ σύµφωνα µε τον ανωτέρω περιορισµό για τα κονδύλια υπό στοιχεία από (α) έως (ζ) και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγοµένη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 171.949 ευρώ σύµφωνα µε τον ανωτέρω περιορισµό για τα κονδύλια υπό στοιχεία από (α) έως (ζ) και το ποσό των 5.691 ευρώ ως αποζηµίωση απόλυσης µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της ηµεροµηνίας καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας του ήτοι από την 10-1-2018. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 7, 9, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και άρθρα 591, 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ, αλλά στη συνέχεια την απέρριψε αφενός ως δικονομικά απαράδεκτη λόγω αοριστίας που επήλθε μετά τον περιορισμό μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό και αφετέρου ως νομικά αβάσιμη λόγω της λήξης ισχύος της με αριθμό 37/2010 διαιτητική απόφασης «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών κλπ αυτοκινήτων όλης της χώρας» στην οποία στηριζόταν η αγωγή με τους επιμέρους υπολογισμούς των κονδυλίων της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ήδη εκκαλών ενάγων με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που αφορούν σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της ώστε να γίνει δεκτή νόμω και ουσία η αγωγή του.

Κάθε καταψηφιστική αγωγή περιέχει (έστω και σιωπηρώς) δύο αιτήματα: ένα αναγνωριστικό (αναγνώριση του δικαιώματος) και ένα καταψηφιστικό (καταψήφιση τα εναγομένου στην απόδοση του αντικειμένου της υποχρεώσεως που τον βαρύνει), το δε δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάσει, δίχως άλλο, και τα δύο αυτά αιτήματα. Ενόψει τούτου είναι επιτρεπτή, ως μη προσκρούουσα στο άρθρο 223 του ΚΠολΔ, μερική παραίτηση του ενάγοντος μέχρι την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο, από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα, που έχει ως συνέπεια τη διάσπασή του σε δύο αιτήματα, ήτοι σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 και 295 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο αυτής κατά το μέρος που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Η παραίτηση αυτή σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής περιλαμβάνει περισσότερα κεφάλαια ή κονδύλια και δεν καθορίζεται σε ποιο από αυτά αναφέρεται ο περιορισμός, δεν επιφέρει αοριστία της αγωγής, γιατί θεωρείται ότι όλα τα κονδύλια περιορίζονται αναλογικά. Με βάση τα άνω εκτιθέμενα και σε περίπτωση μερικής παραίτησης του ενάγοντος από το αρχικό (ολικό) καταψηφιστικό αίτημα και της μετατροπής του σε εν μέρει αναγνωριστικό προκειμένου περί αγωγής που περιλαμβάνει περισσότερα κονδύλια, χωρίς να καθορίζεται σε ποιο από αυτά αναφέρεται ο περιορισμός, αυτή (μερική παραίτηση), αν από τη διατύπωσή της δεν προκύπτει ότι ο περιορισμός είναι γενικός και όχι αναλογικός, δεν επιφέρει αοριστία της αγωγής, γιατί θεωρείται ότι τα κονδύλια περιορίζονται κατά το καταψηφιστικό τους μέρος κατά σύμμετρη ποσοστιαία αναλογία. Σε κάθε περίπτωση, κι΄ αν δηλαδή ήθελε θεωρηθεί ότι ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει καταψηφιστικό δεν εχώρησε εγκύρως, αυτός (περιορισμός) δεν επιφέρει αοριστία ολόκληρης της αγωγής, αλλά μόνο του μέρους αυτού. Έτσι ο πιο πάνω περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, έτσι όπως διατυπώνεται, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι γίνεται κατά τον αυτό λόγο, δηλαδή κατά σύμμετρη ποσοστιαία αναλογία για κάθε ένα κονδύλιο. Γι΄ αυτό και με τον καθορισμό αυτό δεν καθίσταται αόριστη η αγωγή, άλλως και σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετασθεί κατά το αναγνωριστικό της αίτημα (μειοψ σε Ολ.ΑΠ 30/2007).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο εφέσεως ο ήδη εκκαλών ενάγων πλήττει το κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης που απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω δικονομικής αοριστίας την αγωγή του ισχυριζόμενος αφενός ότι ο περιορισμός αυτού σε εν μέρει αναγνωριστικό ήταν πλήρως ορισμένος. Πράγματι αυτός με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου µε καταχωρηθείσα στα ταυτάριθµα µε την παρούσα πρακτικά, προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του και µε τις νοµίµως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του δήλωσε ότι περιορίζει, το καταψηφιστικό αίτημα ως εξής :«σύμφωνα με το άρθρο 223 του ΚΠολΔ σε 20.000 ευρώ και ειδικότερα :1.000 ευρώ από το 1ο κεφάλαιο της προσαύξησης νυκτερινής εργασίας και που αναλογικά το επιµερίζω στο οφειλόµενο ποσό για κάθε διάστηµα εργασίας µου και το πέραν αυτού ζητώ να µου αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος κάθε µήνα, που το οφειλόµενο ποσό ήταν απαιτητό … 3.000 ευρώ από το 2ο κεφάλαιο υπερεργασίας µου και που αναλογικά το επιµερίζω στο οφειλόµενο ποσό για κάθε διάστηµα εργασίας µου και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος κάθε µήνα, που το οφειλόµενο ποσό ήταν απαιτητό … 6.000 ευρώ από το 3ο κεφάλαιο υπερωριακής µου εργασίας σε καθηµερινές και που αναλογικά το επιµερίζω στο οφειλόµενο ποσό για κάθε διάστηµα εργασίας µου και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος κάθε µήνα, που το οφειλόµενο ποσό ήταν απαιτητό … 6.000 ευρώ από το 4ο κεφάλαιο εργασίας µου και υπερωριακής µου εργασίας σε Σάββατα και που αναλογικά το επιµερίζω στο οφειλόµενο ποσό για κάθε διάστηµα εργασίας µου και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος κάθε µήνα, που το οφειλόµενο ποσό ήταν απαιτητό … 1.000 ευρώ από το 5ο κεφάλαιο της προσαύξησης 75% της εργασίας µου των Κυριακών – αποζηµίωση για στέρηση εβδοµαδιαίας ανάπαυσης και που αναλογικά το επιµερίζω στο οφειλόµενο ποσό για κάθε διάστηµα εργασίας µου και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος κάθε µήνα, που το οφειλόµενο ποσό ήταν απαιτητό … 2.500 ευρώ από το 6ο κεφάλαιο αποδοχών και επιδόµατος αδείας και που αναλογικά το επιµερίζω στις αποδοχές – επίδοµα αδείας κάθε έτους και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από 31-12-2014, 31-12-2015, 31-12-2016, 31-12-2017 και 10-01-2018 για τις αποδοχές και το επίδοµα αδείας ηµερολογιακών ετών 2014, 2015, 2016, 2017 και 2018 αντίστοιχα, που ήσαν αυτές απαιτητές … 500 ευρώ από το Γ κεφάλαιο επιδοµάτων εορτών που αναλογικά το επιµερίζω στο κάθε επίδοµα και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο το µεν επίδοµα Πάσχα από 01-05, το δε επίδοµα Χριστουγέννων από 31-12 κάθε έτους που ήσαν απαιτητά αυτά τα επιδόµατα …. Ως προς το 8ο κεφάλαιο της αγωγής µου, παραιτούµαι από το δικόγραφο αναφορικά µε τα αιτήµατα της αγωγής µου: α) για αναγνώριση της ακυρότητας της απόλυσης µου, β) την επιδίκαση του ποσού των 34.146 ευρώ σαν µισθούς υπερηµερίας διαστήµατος από 10-01-2018 έως 10-01-2019 λόγω ακυρότητας της απόλυσης µου, καθώς και γ) του αιτήµατος περί υποχρεώσεως της εναγοµένης να µε απασχολεί µε απειλή ποινής. Κατόπιν αυτού, διατηρώ ως κύριο µόνο το αίτηµα του κεφαλαίου αυτού για υποχρέωση της εναγοµένης προς καταβολή της δικαιούµενης αποζηµίωσης απόλυσης µου ποσού 5.691 ευρώ, το οποίο δεν µου κατέβαλε και το οποίο τρέπω ολόκληρο σε έντοκο αναγνωριστικό και ζητώ να αναγνωρισθεί ολόκληρο ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από 10-01-2018, εποµένη της απόλυσης µου». Όμως οι διατάξεις περί δικαστικού ενσήμου έχουν εισπρακτικό χαρακτήρα και συνεπώς η μεταγενέστερη της ασκήσεως της αγωγής βούληση του ενάγοντος να καταβάλει μειωμένο δικαστικό ένσημο δεν μπορεί από μόνη να καταλύει το ορισμένο περιεχόμενο του αιτήματος της αγωγής, αφού το δικαστικό ένσημο μπορεί, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, να καταβληθεί και σε χρόνο μεταγενέστερο της συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αόριστο το αγωγικό αίτημα παρόλο που, όπως προαναφέρθηκε, μετά την άσκηση δικονομικού δικαιώματος του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος περί περιορισμού μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, εναπομείναντος καταψηφιστικού του ποσού των 20.000 ευρώ, αφού αυτό έκρινε ότι εξ αυτού και μόνο του λόγου δεν μπορούσε να διαγνώσει ποιες ήταν πλέον οι αιτηθείσες αναγνωριστικές και ποιες οι καταψηφιστικές αξιώσεις, ότι κατέστη αδύνατο η εναγομένη να αμυνθεί και τελικά να συναχθεί από την απόφαση του που θα αποτελέσει δεδικασμένο ποια ακριβώς κατ’είδος κι ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέα δίκης, εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 216 και 295 του ΚΠολΔ, διότι έπρεπε σε κάθε περίπτωση να εξετάσει ως αναγνωριστικό το αίτημα της αγωγής. Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος εφέσεως ως βάσιμος στην ουσία του και στη συνέχεια πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ακολούθως να κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να δικαστεί η αγωγή ως προς τη νομική της βασιμότητα.

Σύμφωνα με την με αριθμό Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012 περί μείωσης βασικών μισθών και τη μετενέργεια συλλογικών συμβάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και το άρθρο 2 αυτής «1. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14-2-2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14-2-2013. 3. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν. 1876/1990 (α’ 27). 4. Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης. 5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 του ν. 1876/1990 (Α` 27) παύουν να ισχύουν. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τις Διαιτητικές Αποφάσεις.». Επομένως μετά τη λήξη της με αριθμό 37/2010 διαιτητικής απόφασης που άρχισε να ισχύει την 1.1.2010 και επομένως έληξε στις 14.2.2013 «περί αμοιβής και εργασίας των οδηγών πάσης φύσεως φορτηγών κλπ» εφαρμοστέα είναι η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αλλά αυτό δεν απαγορεύει την κατάρτιση συμβάσεων με υψηλότερες συμβατικές αποδοχές. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Β.Δ. της 28.1/4.2.1938 “περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων” (ΦΕΚ Α” 35) “τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Α` Β` Γ`), από τις οποίες, η κατηγορία Α` περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ωρισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), στη Β` κατηγορία υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λ.π. και στην κατηγορία Γ` τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 του πιο πάνω Β.Δ., η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ` κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνο καθ” ό μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας, σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, κατά δε το Β.Δ. 882/1961 και λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ` ανώτατο όριο. Εξάλλου, από το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ΝΔ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή. Περαιτέρω, με το άρθρο 13 της 12/1984 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84, ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/85 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από 29/11/1985) με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ 179 Α`) καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων. Με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20/2/1984 (ΦΕΚ Β`81) η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ΝΔ 515/1970 αμείβεται με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή 8, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 1561/2011). Από 1/4/2000, μετά το Ν. 2874/2000 η υπερεργασία καταργείται και η απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι 43 εβδομαδιαίως θεωρείται ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, νόμιμη και επιτρεπτή, η οποία αμείβεται με το επιβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50 % (παρ. 2 και 4 του άρθρου 4). Υπερωρία συνιστά η απασχόληση πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως, καθώς και η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως για τους μισθωτούς με πενθήμερο. Αν η υπερωρία είναι παράνομη, για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομίσθιου (δηλαδή προσαύξηση 150% του ωρομίσθιου) σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1548/2011, Α.Π. 313/2010, Α.Π. 101/2008). Κατά το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, “σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης και πλέον με 20% σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α 115/15.7.2010). Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).”. 2. “Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας”.. 3 “Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως (νόμιμη υπερωριακή απασχόληση) είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%)”. 4. “Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία”. 5. “Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατό τοις εκατό (100%)” (ΑΠ 526/2014, ΑΠ 1602/2011) και πλέον με 80% σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α 115/15.7.2010) (ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 66/2007, ΑΠ 2168/2007, ΑΠ 842/2003, ΕφΑθ 3879/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Με τον Κανονισμό 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, που εφαρμόζεται από 11 Απριλίου 2007, μεταξύ άλλων, και στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων που γίνονται αποκλειστικά εντός της Κοινότητας, όταν το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5 τόνους, θεσπίσθηκαν κανόνες που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κανονισμού ο ημερήσιος χρόνος οδήγησής δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 9 ώρες, μπορεί όμως να παρατείνεται σε 10 ώρες κατά ανώτατο όριο, όχι περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας, ο δε εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης δεν υπερβαίνει τις 56 ώρες και δεν έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, όπως καθορίζεται στην οδηγία 2002/15/ΕΚ. Κατά την παράγραφο 5 του προοιμίου “τα μέτρα που προβλέπονται στον Κανονισμό αυτό για τις συνθήκες εργασίας δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα εργοδοτών και εργαζομένων που θεσπίζουν, με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, διατάξεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους”. Απ όλα τα ανωτέρω συνάγεται περαιτέρω ότι ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ανεξαρτήτως κατηγορίας αυτού εργάζεται υπερωριακά, όταν ο συνολικός χρόνος ημερήσιας απασχόλησης, υπερβαίνει κάθε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας (εκτός Κυριακής και Σαββάτου) τις εννέα (9) ώρες και κάθε άλλη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο ή Κυριακή) τις οκτώ (8) ώρες. Εξάλλου, για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, που έχει ως αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής εργασίας, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ` εκάστη ημέρα εργασίας (ΑΠ 1412/2018, ΑΠ 1468/2012, 1548/2011, ΑΠ 184/2007).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.2 του ν. 2112/ 1920 και 5 παρ.1 του ν. 3198/1955, η καταβαλλόμενη στο μισθωτό αποζημίωση απόλυσης υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του απολυόμενου κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (ΟλΑΠ 1144/1983). Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται και οι πρόσθετες παροχές που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της εργασιακής σύμβασης σταθερά και μόνιμα, ως τακτικό, νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας. Έτσι, ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται και η πρόσθετη αμοιβή που καταβάλλεται κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο για παρεχόμενη υπερεργασία και για εργασία κατά τη νύχτα ή τις Κυριακές (ΑΠ 1205/1998). Στην ίδια έννοια εμπίπτει και η αμοιβή με τις προσαυξήσεις της για παροχή υπερωριακής εργασίας (ΑΠ 174/1999), εάν πρόκειται, όμως, για παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, η οφειλόμενη αποζημίωση δεν συνυπολογίζεται, έστω και αν η παράνομη υπερωριακή εργασία παρέχεται τακτικά. Ως τακτικές αποδοχές, που συνυπολογίζονται για τον καθορισμό της αποζημίωσης, θεωρούνται και τα επιδόματα εορτών και αδείας και, μεταξύ άλλων, οι οικειοθελείς παροχές, τις οποίες ο εργοδότης καταβάλλει για μεγάλο χρονικό διάστημα σταθερά, ομοιόμορφα και ανεπιφύλακτα, οπότε παύουν να είναι ελευθέρως ανακλητές και αποκτούν μισθολογικό χαρακτήρα. Δεν έχουν το χαρακτήρα τακτικών αποδοχών τυχόν πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη οικειοθελώς και χωρίς νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση μεν να αποτελέσουν αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αλλά με την εξ υπαρχής δηλωθείσα βούλησή του ότι μπορεί αυτός, κατά την κρίση του και οποτεδήποτε θελήσει, να παύσει τη χορήγησή τους. Τότε, οι παροχές αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό, μεταξύ άλλων, του ύψους των επιδομάτων που καταβάλλονται κατά τις εορτές και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον εργοδότη (ΑΠ 865/2018 δημ. νόμος).

Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 της κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου 28/1944, εκδοθείσας ΚΥΑ 25825/1951, με την οποία ερμηνεύθηκαν αυθεντικά οι ΚΥΑ 8900/1946 και 18310/1946, 8 παρ. 4 του νομοθετικού διατάγματος 4020/1959, 1 και 2 του νόμου 435/1976, 3 παρ. 16 του νόμου 4504/1966, 2 και 5 παρ. 1 του αναγκαστικού νόμου 539/1945 συνάγεται ότι απαγορεύεται ο από τον εργοδότη μονομερής συμψηφισμός (ακριβέστερα: καταλογισμός) των καταβαλλόμενων υπέρτερων των νομίμων αποδοχών προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες, δεν απαγορεύεται, όμως, και η συνομολόγηση μεταξύ μισθωτού και εργοδότη συμφωνίας, όπως στις καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές συμψηφίζεται και κάθε τυχόν προσαύξηση από τέτοια αξίωση, εφόσον με την σχετική συμφωνία προσδιορίζεται το τμήμα των επιπλέον των νομίμων αποδοχών που αντιστοιχεί σε κάθε μία από τις αξιώσεις αυτές. Η συμφωνία αυτή περί καταλογισμού (άκυρη σε κάθε περίπτωση επί υπερωριών) δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 664 και 679 του Α.Κ., εφόσον ο μισθωτός και με την συμφωνία αυτή λαμβάνει τα οριζόμενα από τις υπουργικές αποφάσεις και συλλογικές συμβάσεις ελάχιστα όρια αποδοχών με τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις (ΑΠ 1117/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 923/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 180/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 593/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).  Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ/τος 4020/1959, είναι άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία οι αμοιβές ή αποζημιώσεις που οφείλονται στο δεύτερο για νόμιμη ή παράνομη υπερωρία θα καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει με την καταβολή αποδοχών, που είναι υψηλότερες από τις ελάχιστες νόμιμες. Από την ίδια διάταξη εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση συμφωνίας καταλογισμού στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, όσων προσαυξήσεων δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του λόγω υπερεργασίας  (ΑΠ 180/2015, ΑΠ 1254/2013, ΕφΔωδ. 222/2018 δημ. νόμος).

Για την αγωγή έχει τηρηθεί η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 διότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε στις 9.1.2018 σύμφωνα με τη σχετική βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή ……… και η αγωγή κατατέθηκε στις 24.1.2018 με την επίδοση της στις 31.1.2018. Αυτή έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων στις αυτή ως προς την κύρια βάση της έχει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 653, 655, 669, 672, 785 επ., ΑΚ, άρθρο 10 ΥΑ 19040/1981, άρθρο 1 Ν. 1082/1980, άρθρα 4 παρ. 1 και 5 Α.Ν. 539/1945, και άρθρο 1 παρ. 1 Ν.Δ. 4547/1966, 70 και 176 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από προσκομιζόμενες μετ’επίκληση ένορκες βεβαιώσεις των μη εξαιρετέων μαρτύρων που λήφθησαν πρωτοδίκως κατά τις διατάξεις του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …../11.5.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….., τη με αριθμό …../29.1.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……., τη με αριθμό …../3012.2020  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …… και τη με αριθμό ……./5.11.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …….. και δεν υπερβαίνουν τις πέντε για κάθε πλευρά, δηλαδή τις με αριθμό ../20.9.2018, ../20.9.2018, …/16.5.2018, …/16.5.2018, …/11.1.2021, …/11.1.2021, …/11.1.2021 …/3.2.2021 και …/10.1.2021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά του ……….κατοίκου Χαλκίδας ιδιωτικού υπαλλήλου, ………. κατοίκου Αμαρουσίου ιδιωτικού υπαλλήλου, …… κρεοπώλη, κατοίκου Πειραιά, ……. εργάτη κατοίκου Αγίου Ιωάννη Ρέντη, …… οδηγού κατοίκου Πειραιώς, του ……. εργάτη κατοίκου Αγίου Ιωάννη Ρέντη, του …… ιδιωτικού υπαλλήλου κατοίκου Κορυδαλλού, και τις δύο ένορκες βεβαιώσεις του ιδιωτικού υπαλλήλου κατοίκου Βούλας ……. που έχουν το ίδιο περιεχόμενο, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών υπήκοος Ουκρανίας με νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα επαγγελματίας οδηγός και κάτοχος του διπλώματος επαγγελματικής οδήγησης έγγαμος και με 6ετή προϋπηρεσία προσλήφθηκε στις 2.4.2014 από την εφεσίβλητη εταιρία εμπορίας κρεάτων για να εργαστεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου. Ο συμβατικός μισθός του συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.136 ευρώ για 40 ώρες εβδομαδιαία εργασία, ενώ οι νόμιμες αποδοχές του ίδιο διάστημα λόγω της μη ύπαρξης συλλογικών συμβάσεων εργασίας μετά τη νομοθεσία μνημονίων και μεσόπροθεσμου του έτους 2012, καθορίζονταν με βάση την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας στο ποσό των 761,91 ευρώ. Οι καταβαλλόμενες αποδοχές του διαμορφώθηκαν σε 1.270 ευρώ από τις 1.8.2014 για 10 μήνες, σε 1.515 ευρώ από 1.6.2015 για 14 μήνες και σε 1545 ευρώ από 1.8.2016 μέχρι την απόλυση του στις 9.1.2018 δηλαδή για 16,3 μήνες. Ωστόσο ο εκκαλών πραγματοποιώντας και πολλά ταξίδια εκτός Αττικής απασχολείτο υπερωριακά και τα Σαββατοκύριακα. Τούτο δε διότι κυρίως από τους προσκομιζόμενους ταχογράφους του φορτηγού αυτοκινήτου της εφεσίβλητης αποδεικνύεται μέση ημερήσια απασχόληση εννέα ωρών δηλαδή κατά μία ώρα πέραν του νομίμου ωραρίου και απασχόληση κατά μέσο όρο ένα Σαββατοκύριακο το μήνα με 17 ώρες εργασία το Σάββατο δηλαδή 9ώρες απασχόληση πέραν του οκταώρου και επτάωρη απασχόληση την Κυριακή. Αντίθετα από τους ταχογράφους δεν αποδεικνύεται τακτική νυχτερινή απασχόληση αφού υφίσταται μόνο μια εγγραφή 28 λεπτών και συνεπώς το σχετικό κονδύλι είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι δε λάμβανε ετήσια άδεια αναψυχής και συνεπώς και το αγωγικό αυτό αίτημα (περί αποζημίωσης) είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Τέλος δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνήσει πενθήμερη εργασία και γι’αυτό δεν θα λάβει την προσαύξηση του Σαββάτου (το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%) η οποία κατά το άρθρο 7 του ν. 3846/2010 δίνεται για εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, και η υπερεργασία του θα εκτείνεται έως τις 48 ώρες και μηνιαίως 8 χ 4,23= 33,84 ώρες το μήνα. Δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση εβδομαδιαίως προκύπτει πέραν του οκταώρου υπερεργασίας και πεντάωρη συνολικά υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές κάθε βδομάδα και συνολικά δηλαδή το μήνα 4,23 εβδομάδες χ 5 = 21,15  ώρες πλέον των 16 (9 το Σάββατο και 7 την Κυριακή) ωρών υπερωριακής απασχόλησης  το ένα Σαββατοκύριακο το μήνα συνολικά 37,15 ώρες το μήνα. Επομένως με βάση το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο με τις προσαυξήσεις που ανέρχεται σε 8,18 ευρώ (ωρομίσθιο + 20%) για κάθε ώρα υπερεργασίας και σε 12,27 ευρώ (ωρομίσθιο + 80%) για κάθε ώρα υπερωρίας η επιπλέον αμοιβή που έπρεπε να του καταβληθεί κάθε μήνα για την υπερεργασία του ανέρχεται σε 276,81 (33,84 χ 8,18) ευρώ και για την υπερωρία του σε 455,83 (37,15 χ 12,27) ευρώ. Επιπλέον για τις 7 ώρες απασχόληση μια Κυριακή το μήνα έπρεπε να λάβει το νόμιμο ωρομίσθιο + 75% = 7,99 χ 7 = 55,93 ευρώ μηνιαίως τους πρώτους 4 μήνες. Άρα το διάστημα αυτό έπρεπε να λάβει επιπλέον 276,81 + 455,83 + 55,93 = 788,57 χ4 = 3.154,28 ευρώ. Το επόμενο διάστημα των 10 μηνών που οι καταβαλλόμενες αποδοχές του ανέρχονταν σε 1270 ευρώ το ωρομίσθιο υπερεργασίας ανερχόταν σε 1270χ 6/25 :40 +20% δηλαδή σε 9,14 και το ωρομίσθιο υπερωρίας 1270χ 6/25:40 + 80% σε 13,72 και η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές παρέμενε ίδια. Επομένως μηνιαίως έπρεπε να λάβει για την υπερεργασία του επιπλέον 33,84 χ 9,14=309,3 και για υπερωρία 37,15 χ 13,72 = 509,7 και 55,93 για την απασχόληση του τις Κυριακές. Συνολικά το προαναφερόμενο διάστημα των 10 μηνών έπρεπε να λάβει 874,93 χ 10 = 8.749,30 ευρώ. Το επόμενο διάστημα των 14 μηνών που οι καταβαλλόμενες αποδοχές του ανέρχονταν σε 1515 ευρώ το ωρομίσθιο υπερεργασίας ανερχόταν σε 1515χ 6/25 :40 +20% δηλαδή σε 10,91 και το ωρομίσθιο υπερωρίας 1515χ 6/25:40 + 80% = 16,32 και η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές παρέμενε ίδια. Επομένως μηνιαίως έπρεπε να λάβει για την υπερεργασία του επιπλέον 33,84 χ 10,91=369,19 και για υπερωρία 37,15 χ 16,32 = 606,29 και 55,93 για την απασχόληση του τις Κυριακές. Συνολικά το προαναφερόμενο διάστημα των 14 μηνών έπρεπε να λάβει 1.031,41 χ 14 = 14.439,71 ευρώ. Το επόμενο διάστημα των 16,3 μηνών που οι καταβαλλόμενες αποδοχές του ανέρχονταν σε 1545 ευρώ το ωρομίσθιο υπερεργασίας ανερχόταν σε 1545χ 6/25 :40 +20% δηλαδή σε 11,12 και το ωρομίσθιο υπερωρίας 1545χ 6/25:40 + 80% σε 16,67 και η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές παρέμενε ίδια. Επομένως μηνιαίως έπρεπε να λάβει για την υπερεργασία του επιπλέον 33,84 χ 11,12=376,3 και για υπερωρία 37,15 χ 16,67= 619,29 και 55,93 για την απασχόληση του τις Κυριακές. Συνολικά το προαναφερόμενο διάστημα των 16,3 μηνών έπρεπε να λάβει  1.051,52 χ 16,3 = 17.139,78 ευρώ. Να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων μερών να συμψηφίζεται η υπερωριακή κατά τα ανωτέρω απασχόληση με τον μεγαλύτερο του νομίμου καταβαλλόμενου μισθού του ενάγοντος και συνεπώς η σχετική υποβληθείσα ένσταση συμψηφισμού κρίνεται απορριπτέα. Η ένσταση αυτή δεν ήταν νόμιμη μόνο κατά το μέρος που αφορούσε την υπερωριακή απασχόληση, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε. Αυτή η μηναία προσαύξηση λόγω υπερεργασίας κλπ έπρεπε να υπολογιστεί και στις αποδοχές αδείας, το επίδομα αδείας και τα επιδόματα εορτών αλλά ο ενάγων εκκαλών με την αγωγή δεν υπολογίζει την υπερωριακή απασχόληση σε αυτά. Επομένως του οφείλεται για τους 9 μήνες που απασχολήθηκε το έτος 2014 1.136(καταβαλλόμενος μισθός) + 276,81(υπερεργασία) + 55,93 (εργασία την Κυριακή)= 1.468,74 : 25 =58,75 χ 18 =1.057,49 ευρώ και επειδή έλαβε σύμφωνα και με τις δηλώσεις της εργοδότριας στην ΕΡΓΑΝΗ άδεια με αποδοχές και του καταβλήθηκε ο συμβατικός του μισθός (1.136 ευρώ) ουδέν ποσό του οφείλεται. Για επίδομα αδείας (13 ημερομίσθια) το ίδιο έτος 763,75 ευρώ και επειδή έλαβε 593 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 170,75 ευρώ. Αντίστοιχα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται 3,5 ημερομίσθια κατά το αγωγικό αίτημα δηλαδή 58,75 χ3,5 = 205,625+0,04166 =214,19 και επειδή έλαβε το ποσό των 143 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 71,19 ευρώ. Ομοίως για επίδομα εορτών Χριστουγέννων του οφείλεται 58,75 χ25= 1.468,75+0,04166 = 1.529,93 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 1.192 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 337,94 ευρώ. Ακολούθως για αποδοχές αδείας 2015 με καταβαλλόμενες αποδοχές 1.515 ευρώ και προσαύξηση 369,19 και 55,93 για την απασχόληση του τις Κυριακές δικαιούται 25 ημερομίσθια δηλαδή 1.940,12 ευρώ και επειδή έλαβε 1.515 ευρώ με τη δήλωση της άδειας του δικαιούται 425,12 ευρώ, ενώ για επίδομα αδείας 77,6 χ 13 =1.008,8 ευρώ και επειδή έλαβε 757 ευρώ δικαιούται 251,8 ευρώ. Αντίστοιχα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται 13 ημερομίσθια κατά το αγωγικό αίτημα δηλαδή 1008,8 ευρώ +0,04166 =1050,83 και επειδή έλαβε το ποσό των 661 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 389,83 ευρώ. Ομοίως για επίδομα εορτών Χριστουγέννων του οφείλεται 1.940,12+0,04166 = 2020,94 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 1.578 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 442,94 ευρώ. Για αποδοχές αδείας 2016 με καταβαλλόμενες αποδοχές 1.545 ευρώ και προσαύξηση 376,3 και 55,93 για την απασχόληση του τις Κυριακές δικαιούται 25 ημερομίσθια δηλαδή 1.977,23 ευρώ και επειδή έλαβε 1.545 ευρώ με τη δήλωση της άδειας του δικαιούται 432,23 ευρώ, ενώ για επίδομα αδείας 79,09 χ 13 =1.028,17 ευρώ και επειδή έλαβε 757 ευρώ δικαιούται 271,17 ευρώ. Αντίστοιχα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται 13 ημερομίσθια κατά το αγωγικό αίτημα δηλαδή 1028,17 ευρώ +0,04166 =1071 και επειδή έλαβε το ποσό των  789 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 282 ευρώ. Ομοίως για επίδομα εορτών Χριστουγέννων του οφείλεται 1.977,23 +0,04166 = 2059,6 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 1609 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 450,6 ευρώ. Για αποδοχές αδείας 2017 έπρεπε να λάβει κατά τα ανωτέρω διαφορά 432,23 ευρώ ενώ για διαφορά επιδόματος αδείας 1028,17 – 772 = 256,17 ευρώ. Αντίστοιχα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων την αντίστοιχη περίοδο δικαιούται 1071 και επειδή έλαβε το ποσό των 805 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 266 ευρώ. Ομοίως για επίδομα εορτών Χριστουγέννων του οφείλεται 2059,6 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 1.609 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 450.6 ευρώ. Επιπλέον επειδή κατά την απόλυση του δεν του καταβλήθηκε η αποζημίωση απόλυσης που ισούται με τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα πολλαπλασιαζόμενες χ 2 με βάση το χρόνο εργασίας και με προσαύξηση του 1/6 λόγω αναλογίας επιδομάτων εορτών και αδείας δηλαδή 1.977,23 αποδοχές του τελευταίου μήνα χωρίς να υπολογιστεί η υπερωριακή απασχόληση κατά το αγωγικό αίτημα χ 2 = 3954,46χ 1/6 = 4.613,54 ευρώ. Όλα τα παραπάνω ποσά οφείλονται εντόκως από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 του ΑΚ) πλήν της αποζημιώσεως απολύσεως η οποία οφείλεται από την επομένη της 9.1.2018 (άρθρο  341 του ΑΚ). Ακολούθως των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η κρινόμενη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η εφεσίβλητη εναγομένη οφείλει να καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες στον εκκαλούντα ενάγοντα το ποσό των 3.154,28 +8.749,30 +14.439,71 +17.139,78 + 170,75 + 71,19 +337,94 +425,12 +251,8 +389,83 +442,94 +432,23 +271,17 + 282 + 450,6 +432,23 +256,17 +266 +450.6 =48.413,64 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση και επιπλέον το ποσό των 4.613,54 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 9.1.2018 και μέχρι την εξόφληση. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει την εφεσίβλητη εναγομένη λόγω της ήττας της (άρθρα 183, 176 και 19 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 19.8.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2019 (………/2019) έφεση κατά της με αριθμό 2605/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 22.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  τη με αριθμό 2605/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό καταθέσεως ………./2018 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ την ως άνω αγωγή, κατά ένα μέρος της.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη εφεσίβλητη οφείλει να καταβάλει στον εκκαλούντα ενάγοντα το ποσό των σαράντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων δεκατριών ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (48.413,64) ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση και επιπλέον το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα τριών ευρώ και πενήντα τεσσάρων (4.613,54) ευρώ με το νόμιμο τόκο από τις 9.1.2018 και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη εφεσίβλητη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος εκκαλούντος  αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   31 Ιανουαρίου  2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ