Αριθμός 33/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………… εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξούσιούς της δικηγόρους Κωνσταντίνο Βερβεσό και Κωνσταντίνο Κατσακιώρη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αριστοτέλη Μερεκούλια.
H εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2982/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 21.1.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 21.1.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2021 έφεση κατά της οριστικής με αριθμό 2982/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 15.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 αγωγής έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, καθώς το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21.1.2021 και η εκκαλουμένη εξεδόθη στις 15.9.2020 (άρθρα 591 παρ. 1, 495, 496, 498, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 εδαφ.α, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρµοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως αυτή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 15.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι την 9.7.2015 προσλήφθηκε από την ήδη εκκαλούσα με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος γραφείου, προκειμένου να παρέχει – για λογαριασμό της – υπηρεσίες συντονισμού καθημερινής φροντίδας στις κουζίνες και στις αίθουσες συναντήσεων στις εγκαταστάσεις της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία “…………’ και να απασχολείται επί πενθήμερο με πλήρες ωράριο, έναντι μεικτού μισθού εκ ποσού 964,8 ευρώ μηνιαίως, βάσει κατώτατων νομίμων μεικτών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης σ’ αυτόν και οικειοθελούς παροχής εκ ποσού 202,9 ευρώ, ενώ ρητώς αναγνωρίσθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας εργοδότριας εννεαετής προϋπηρεσία της εργαζόμενης εφεσίβλητης δηλαδή από 1.6.2006 έως 8.7.2015. Ότι από τον Απρίλιο του 2016 μέχρι την 17.8.2018, αποχώρησε από την εργασία της δύο φορές λαμβάνοντας άδεια λοχείας, ωστόσο η θέση της, κατά το διάστημα απουσίας της, πληρώθηκε από αντικαταστάτρια. Ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας της, αλλά και μετά την επάνοδό της στην εργασία της την 20η.8.2018, αφενός αιτήθηκε επανειλημμένα από την εκκαλούσα να ενημερωθεί ως προς το υπολειπόμενες ημέρες αδείας που δικαιούταν για το έτος 2018, και ότι έλαβε ασαφείς και άλλοτε αντικρουόμενες απαντήσεις, αφετέρου λίγους μήνες πριν την ανάληψη των καθηκόντων της, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να επικοινωνήσει με τους υπεύθυνους της εκκαλούσας εργοδότριας, για να επιβεβαιώσει την συνέχιση της απασχόλησης της σ’ αυτήν και τις τυχόν μεταβολές στα καθήκοντά της και στο ωράριο εργασίας της. Ότι την 16.11.2018 τελικά προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά, προκειμένου να καταγγείλει την άρνηση απάντησης της εν λόγω εργοδότριας ως προς τις δικαιούμενες ημέρες αδείας της εντός του έτους 2018. Ότι την ίδια άρνηση και αμφιθυμία της εκκαλούσας διαπίστωσε τον Μάρτιο του 2019 όταν ζήτησε να ενημερωθεί για τις δικαιούμενες ημέρες αδείας του έτους αυτού. Ότι περαιτέρω, την 18.2.2019, κατόπιν νομοθετημένης αύξησης των κατώτατων ορίων του βασικού μισθού, εκλήθη από την ήδη εκκαλούσα εργοδότρια να υπογράψει μια δήλωση συγκατάθεσης για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων «GDPR» καθώς και την τροποποίηση της αρχικής της σύμβασης, και ότι αυτή αρνήθηκε την υπογραφή τους, διότι αφενός το πρώτο προς υπογραφή έγγραφο περιείχε ασάφειες, αφετέρου στο νέο συμφωνητικό ανανέωσης της σύμβασής της, μεταξύ άλλων δυσμενών όρων, δεν προβλεπόταν κατ’ αποτέλεσμα αύξηση του μισθού της, αφού μειωνόταν η οικειοθελής παροχή από το ποσό των 202,9 ευρώ στο ποσό των 119,8 ευρώ. Ότι η εκκαλούσα εργοδότρια από λόγους εμπάθειας και εχθρότητας προς το πρόσωπό της, επειδή διεκδικούσε κατά τα προαναφερόμενα τα νόμιμα δικαιώματά της, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της την 25.10.2019, και ότι σε κάθε περίπτωση, η αποζημίωση απόλυσης που έλαβε ήταν μειωμένη διότι α) δεν υπολογίστηκε σε αυτή η αύξηση του κατώτατου μισθού από 1.2.2019 πλέον του ότι η παροχή εργοδότη από τον 2ο του 2019 μειώθηκε από 202,90 σε 119,80 ευρώ, και β) δεν προσμετρήθηκε η προϋπηρεσία της. Ακολούθως αιτήθηκε κυρίως α) ν’ αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 25-10-2019 καταγγελίας της εν λόγω συμβάσεως εργασίας, αφενός λόγω λήψης μειωμένης αποζημίωσης απόλυσης και αφετέρου λόγω καταχρηστικότητας της καταγγελίας, β) να υποχρεωθεί η ήδη εκκαλούσα με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει, ως μισθούς υπερημερίας, το ποσό των 1.047,90 ευρώ μηνιαίως, που πράγματι δικαιούτο να λάβει από την καταγγελία της συμβάσεως μέχρι την συζήτηση της υπό κρίση αγωγής και ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της περί καταβολής του μηνιαίου μισθού από την συζήτηση της παρούσας μέχρι άρσεως της υπερημερίας της, νομιμοτόκως για κάθε κονδύλι μισθού από το τέλος εκάστου μηνός, γ) να υποχρεωθεί η εκκαλούσα εργοδότρια να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της και να την επαναπασχολεί όπως και πριν την ημερομηνία απολύσεώς της, στην ίδια θέση εργασίας με τους ίδιους όρους και συνθήκες εργασίας, και με απειλή 300 ευρώ ως χρηματική ποινή, για κάθε ημέρα που δεν θα αποδέχεται τις υπηρεσίες της, μη συμμορφούμενη με το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης. Επιπλέον ζήτησε διαφορά δεδουλευμένων ύψους 747,90 ευρώ για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-2-2019 έως την 25-10-2019, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως και όλως επικουρικώς, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, να της καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από την αδικοπραξία που συντελέστηκε εις βάρος της, λόγω της καταχρηστικότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της. Επικουρικά αιτήθηκε στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας χώρησε εγκύρως από την εκκαλούσα, να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει το υπόλοιπο οφειλόμενο σε αυτήν ποσό της αποζημιώσεως απόλυσής της εκ ποσού των 7.626,15 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, άλλως από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 1 περ. 3 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ., κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. του ΚΠολΔ, και ότι τα αιτήματα περί μισθών υπερημερίας λόγω ακύρου καταγγελίας και αποζημίωσης επί εγκύρου καταγγελίας ασκήθηκαν παραδεκτά εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αντίστοιχα αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 3198/1955. Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της την αγωγή και αφού έκρινε ότι δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο λόγω του ύψους του αιτούμενου ποσού, τη δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια βάση της και επιδίκασε: Α) διαφορά δεδουλευμένων ύψους 733,77 ευρώ κεφάλαιο που πλήττεται με την κρινόμενη έφεση, και β) αφού απέρριψε ισχυρισμό περί συγγνωστής πλάνης ως προς το ύψος της αποζημίωσης που προβλήθηκε από την εργοδότρια, έκρινε ότι η απόλυση της εφεσίβλητης είναι άκυρη λόγω καταχρηστικότητας και μη καταβολής μέρους της οφειλόμενης αποζημίωσης. Ακολούθως υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει μισθούς υπερημερίας από 25.10.2019 έως 5.3.2020, δηλαδή για 4,4 μήνες και συνολικά 4.610,76 ευρώ και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους 800 ευρώ. Επιπλέον αναγνώρισε την υποχρέωση της εκκαλούσας να αποδέχεται τις υπηρεσίες της εφεσίβλητης με απειλή χρηματικής ποινής ύψους 100 ευρώ για κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσης της, καθώς και την υποχρέωση της να της καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από τις 6.3.2020 και μετά εντόκως, ενώ κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 3.000 ευρώ. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η εκκαλούσα – εναγομένη εργοδότρια με την κρινόμενη έφεση της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.
Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του από 16/7/1920 ΒΔ και 5 του ν. 3198/1955, συνάγεται, ότι καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, που θεωρείται έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, η οποία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 περ. 2 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955, υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του απολυομένου, κατά τον τελευταίο μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση, που ασκείται, από τον εργοδότη, από τη στιγμή, που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 ΑΚ. Περαιτέρω, η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων, είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, δηλαδή, καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρ. 180 ΑΚ . Σε περίπτωση ακυρότητας, ο εργοδότης, που αρνείται, έκτοτε, να αποδεχθεί την, προσηκόντως, προσφερόμενη εργασία του μισθωτού, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην πληρωμή του μισθού του. Ο μισθωτός, αντίστοιχα, δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 ΑΚ, τους μισθούς του είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το ν. 2112/1920 ή από το 16.7.1920 Β.Δ. αποζημίωση, ενώ μπορεί να ενώσει στο δικόγραφο της αγωγής και τα δύο αιτήματα, εφόσον το δεύτερο από αυτά προβάλλει επικουρικά (άρθρ. 219 Κ.Πολ.Δ), για την περίπτωση, δηλαδή, απορρίψεως του πρώτου (ΑΠ 749/2020, ΑΠ 785/2017, ΑΠ 423/2016, ΑΠ 277/2016, ΑΠ 359/2016 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στην περίπτωση που ο μισθωτός, θεωρώντας άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, εμμείνει στην σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας, λόγω της άρνησης του εργοδότη ν` αποδέχεται τις υπηρεσίες του (άρθ. 656 ΑΚ), δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στην σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και την βάση της σχετικής αγωγής (ΑΠ 1003/2017, ΑΠ 359/2015, ΑΠ 1387/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Έτσι, ο εργαζόμενος πρέπει ν` αναφέρει στην αγωγή του την κατάρτιση της σύμβασης, τον συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη ν` αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, ενώ δεν απαιτείται αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητά της. Αν ο εργοδότης κατά την συζήτηση της αγωγής επικαλεσθεί κατ` ένσταση την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητα αυτής (για οποιονδήποτε λόγο) αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στον δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 527 ΚΠολΔ, ενώ εξάλλου ο μισθωτός έχει την δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που την θεμελιώνουν ήδη με το δικόγραφο της αγωγής (καθ` υποφοράν), να προβάλει δηλ. εκ προοιμίου την αντένσταση αυτή κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη για καταγγελία της σύμβασης. Κατά συνέπεια, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος ενάγων έχει την δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώσει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα της καταγγελίας, επικαλούμενος, κατά την συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό (με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθ. 527 ΚΠολΔ), νέους λόγους (περιστατικά) ακυρότητας ή διαφορετικούς απ` αυτούς που περιέχονται στην αγωγή (ΑΠ 749/2020 δημ. νόμος). Επί αγωγής, η οποία έχει ως αυτοτελές αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, πρέπει, κατά το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., για το ορισμένο αυτής, να εκτίθενται στο δικόγραφό της, με πληρότητα και σαφήνεια, τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την ακυρότητα. Επομένως, στο δικόγραφο της αγωγής, στην οποία, ως λόγος ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως, προβάλλεται η καταχρηστική, εκ μέρους του εργοδότη, άσκηση του σχετικού δικαιώματός του, πρέπει να διαλαμβάνονται περιστατικά, από τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, να συνάγεται, ότι η άσκηση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες του δικαιώματος, υπερβαίνει, προφανώς, τα αξιολογικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 412/2017, ΑΠ 400/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 50/2011, ΑΠ 84/2011, ΕφΑθ 146/2020, ΕφΘεσ 545/2021 δημ. νομος). Eξάλλου για την ύπαρξη αδικοπραξίας, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, απαιτείται, εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά (θετική πράξη ή παράλειψη) προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλώς συμφέροντός του, προστατευομένου από τη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάζεται (ΑΠ 146/2018, ΑΠ 1284/2017, ΑΠ 5/2001, ΑΠ 87/2000 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος). Το δικαίωμα της προσωπικότητας, ως πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση ατόμου και είναι με αυτό [άτομο] αναπόσπαστα συνδεδεμένα (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος), προστατεύεται, σε περίπτωση προσβολής, από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται, δηλαδή, όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281 ΑΚ , 25 παρ. 3 Συντάγματος). Αγαθά, που προστατεύονται από την προσωπικότητα, είναι και η τιμή και η επαγγελματική αξία του ατόμου. Η τιμή του ατόμου, ειδικότερα, αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση, απέναντί του, των άλλων και προστατεύεται, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος). Αξίωση, από την προσβολή της προσωπικότητας, είναι και η αποζημίωση, προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης του προσβαλλόμενου. Για την αξίωση αποζημιώσεως, προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, συνισταμένη και σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ. 2, 59, 914, 299, 932, 926, 927, 71 ΑΚ). Οι όροι, δηλαδή, αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημίωσης (προσβολή, παράνομη συμπεριφορά, που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής, με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου, που προσβάλλει). Προκειμένου, δε, να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό, λαμβάνονται υπ` όψη και οι συνθήκες επέλευσης της εν λόγω προσβολής, όπως και η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, χωρίς να αναφέρεται, αναγκαίως και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή, η κοινωνική θέση του διαδίκου, που προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, το είδος και η έκταση της βλάβης (ΑΠολ 13/1999 ΕλλΔ 40.753, ΑΠ 849/2015, ΑΠ 1114/2013 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος). Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, μειωτική, προς την προσωπικότητα του εργαζομένου, κατά τις εκφάνσεις της τιμής, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως απόλυση του εργαζομένου, από τον εργοδότη, κατά τρόπο, που εκθέτει (μειώνει) τον απολυθέντα στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον, εν όψει και του είδους της απασχόλησης και του, ιδιαίτερα, έντονου συμφέροντος του εργαζομένου, για πραγματική απασχόληση, δικαιολογεί αξίωση του τελευταίου (εργαζομένου), για αποζημίωση, προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής του βλάβης. Η αξίωση αυτή στηρίζεται στα άρθρα 914, 57 παρ. 2, 59, 299, 932, 926, 927, 71 ΑΚ, σε συνδυασμό, προς τα άρθρα 648, 669, 672, 361 ΑΚ και δεν έχει σχέση, με τις αξιώσεις, από το ως άνω άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 εδ. (α) του ν. 3198/1955 και συνεπώς, δεν υπόκειται στις αποσβεστικές προθεσμίες των διατάξεων του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 2 εδ. (α) του ν. 3198/1955. Στο δικόγραφο της αγωγής, με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, για ηθική βλάβη, πρέπει να εκτίθενται, ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη, για συγκεκριμένους λόγους [ή λόγο], από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, που πρέπει ο εργαζόμενος και να αποδεικνύει (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 1186/1990 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος).
Στην συγκεκριμένη περίπτωση με την κύρια βάση της αγωγής εκτίθονταν περιστατικά περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας λόγω της μη τήρησης των τυπικών προϋποθέσεων του νόμου, καθώς και για το λόγο ότι αυτή ήταν καταχρηστική διότι κατά τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης υπαγορεύθηκε από καθαρά εγωιστικά, ταπεινά και κίνητρα εχθρότητας των νομίμων εκπροσώπων της εκκαλούσας προς την εργαζόμενη, και υπερέβαινε (κατά την εκκαλούσα) την αρχή της αναλογικότητας διότι η εξασφάλιση σταθερότητας στην απασχόληση του εργαζόμενου είναι ένα σπουδαίο δικαίωμα του διότι η εργασία αποτελεί γι’αυτόν τη βάση όμως ότι δεν είναι καταχρηστική, σύμφωνα με τη νομική σκέψη της παρούσας και την αναφερόμενη πάγια νομολογία, η καταγγελία όταν είναι αδικαιολόγητη, αιφνιδιαστική και δεν οφείλεται σε βάσιμο λόγο. Τούτο διότι όπως προεκτέθηκε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι μια αναιτιώδης δικαιοπραξία και ο νόμος ορίζει πότε πρέπει να τηρηθεί προθεσμία ή να αναφερθεί ότι γίνεται για σπουδαίο λόγο. Όμως ακόμα και όταν το δικαίωμα της εργοδότριας να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος, υπερβαίνει, προφανώς, τα αξιολογικά κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ επειδή υπαγορεύτηκε από διάθεση εκδίκησης και εμπάθειας, επειδή ο εργαζόμενος διεκδικεί δικαιώματα, και τότε δεν οφείλεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης παρά μόνο αν η συμπεριφορά του εργοδότη είναι παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αν πληρεί τις προϋποθέσεις των άρθρων 914, 57, 59, 932 και 919 του ΑΚ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν εκτέθηκαν στην αγωγή τέτοια περιστατικά, ούτε συμπληρώθηκαν με το δικόγραφο της εφέσεως (δυνατότητα που προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας) ώστε να μπορεί αυτή να υπαχθεί αυτή στο νόμω βάσιμο των παραπάνω διατάξεων, καθώς η εφεσίβλητη, η οποία είχε κατά τους ισχυρισμούς της, πάρει κατά το διάστημα απασχόλησης της στην εκκαλούσα δύο φορές άδεια λοχείας, χωρίς να της δημιουργηθεί πρόβλημα, δεν εξηγεί με ποιο τρόπο συνδέεται με τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρει στην αγωγή (συνεχής όχληση των προστηθέντων της εκκαλούσας ως προς το υπόλοιπο των ημερών αδείας της, για τις διαφορές που διαπίστωσε στις αποδοχές της και στις αποδείξεις που δεν λάμβανε) η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας της που έλαβε χώρα στις 25.10.2019, δηλαδή αρκετούς μήνες μετά την επιστροφή στο εργασιακό περιβάλλον μετά τη δεύτερη άδεια λοχείας και μάλιστα σε τι συνίσταται η κατά τους ισχυρισμούς της παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εργοδότριας, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την ανάγνωση της αγωγής η καταγγελία της σύμβασης εργασίας καταρχάς δεν συνδέεται χρονικά αιτιωδώς με αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά του 2018 ή των αρχών του 2019 και ούτε καταμαρτυρά από μόνη της ύπαρξη αισθημάτων «εμπάθειας και εκδίκησης». Επειδή επομένως δεν εξειδικεύονται στο δικόγραφο τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα δικαίου (άρθρο 914 σε συνδυασμό με άρθρα 57, 59, 932 ΑΚ) και, δη, δεν εξειδικεύεται ποια ακριβώς συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της εργοδότριας εκκαλούσας συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, ούτε αναφέρεται από την εφεσίβλητη ότι υποβαθμίστηκε η προσωπικότητα της και ότι αυτή υπέστη ψυχική ταλαιπωρία λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας η άκυρη απόλυση της είτε για τυπικούς λόγους είτε λόγω παράβασης του άρθρου 281 ΑΚ δεν συνιστά καθαυτή προσβολή της προσωπικότητας της, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει, κατά τα άρθρα 59 και 932 του ΑΚ, αξίωση, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Επειδή με τον τρίτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι με την εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα εκτιμήθηκε το αποδεικτικό υλικό και κρίθηκε πως η εφεσίβλητη δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το παρόν δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο του σχετικού κεφαλαίου. Ακολούθως επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου κρίνοντας ότι έχει έρεισμα στο νόμο το σχετικό αίτημα θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο της αυτό η εκκαλουμένη απόφαση. Τούτο δε διότι γίνεται δεκτό ότι ως προς τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης που προσβλήθηκαν με λόγους έφεσης και τα αναγκαίως συνεχόμενα αυτών μπορεί να εκδοθεί δυσμενέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα (εδώ εργοδότρια) ακόμα και χωρίς άσκηση έφεσης ή αντέφεσης του αντιδίκου (ΑΠ 1396/2019 δημ. νόμος). Επίσης κατά παραδοχή του τετάρτου λόγου εφέσεως θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της που αφορά μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της αγωγής καθώς το σχετικό αίτημα για το διάστημα μετά την άσκηση της αγωγής (δηλαδή την ημερομηνίας επίδοσης της) το αίτημα αυτό δεν έχει έρεισμα στο νόμο, διότι αυτό δεν εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις του αρθ. 69 §1 ΚΠολΔ (προκαταβολική δικαστική προστασία) (βλ. ad hoc ΑΠ 749/2020 δημ. νόμος). Για το διάστημα μετά την άσκηση της αγωγής η εφεσίβλητη ενάγουσα θα πρέπει να ασκήσει νέα αγωγή, εφόσον η εκκαλούσα εναγομένη δεν έχει άρει την υπερημερία της, δηλαδή δεν την έχει καλέσει προσηκόντως να αναλάβει τα εργασιακά καθήκοντα που είχε πριν την κοινοποίηση της με τις αποδοχές που παρακάτω θα προσδιοριστούν με βάση την επανεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Επομένως αλυσιτελώς και απαραδέκτως κατ’άρθρο 527 του ΚΠολΔ τα διάδικα μέρη επικαλούνται με τις προτάσεις τους νέα πραγματικά γεγονότα που δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής της δίκης, και ειδικότερα η εκκαλούσα ότι ήρε την υπερημερία της καλώντας την εφεσίβλητη να αναλάβει εργασιακά καθήκοντα και ότι αυτή καταχρηστικώς άσκησε το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, η δε εφεσίβλητη ότι η εκκαλούσα δεν ήρε την υπερημερία της διότι δεν της ανέθεσε τα εργασιακά καθήκοντα της υπαλλήλου που είχε πριν την απόλυση της και ότι της γνωστοποίησε χαμηλότερες αποδοχές από αυτές που κρίθηκε ότι έπρεπε να λάβει με την εκκαλουμένη απόφαση.
Εξάλλου μισθός, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 655 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 648 και 649 του ιδίου Κώδικα και 1 και 95 της ΔΣΕ, που κυρώθηκε με το νόμο 3248/1955, είναι κάθε παροχή την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Ως νόμιμος μισθός θεωρείται, όχι μόνο ο βασικός μισθός ή το ημερομίσθιο που προβλέπεται από την οικεία συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση, κλπ, αλλά και τα κάθε είδους επιδόματα, όπως λ.χ. ανθυγιεινής εργασίας, τα οποία προβλέπονται επίσης από συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση κλπ, διότι θεωρούνται και αυτά ότι αποτελούν τμήμα από τις αποδοχές του εργαζομένου, εκτός εάν υπάρχει σχετική διάταξη που να αποκλείει ρητά τον υπολογισμό τους. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 655 εδ. α’ και β’ ΑΚ, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980, 10 παρ. 1 της ΥΑ 19040/1981, 3 παρ. 8, 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1946, όπως συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 1 παρ. 3 του ν.δ. 4547/1966 και 3 παρ. 15 του ν.δ. 4504/1966, προκύπτει αφενός ότι στη σύμβαση εργασίας ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή εργασίας και αν υπολογίζεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, στο τέλος καθενός από αυτά, σε κάθε περίπτωση δε μόλις λήξει η σύμβαση, γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη, αφετέρου δε ότι τα επιδόματα εορτών καταβάλλονται το αργότερο στις 30 Απριλίου (το επίδομα Πάσχα) και 31 Δεκεμβρίου (το επίδομα Χριστουγέννων) κάθε έτους, ενώ οι αποδοχές και το επίδομα της άδειας προκαταβάλλονται κατά την έναρξη άδειας, την οποία ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει, ακόμη και αν δεν υποβληθεί σχετική αίτηση από τον μισθωτό, πριν από τη λήξη του οικείου ημερολογιακού έτους. Με τις παραπάνω διατάξεις ορίζεται σαφώς δήλη ημέρα πληρωμής όχι μόνο του μισθού (το τέλος του μήνα για τον υπολογιζόμενο κατά μήνα μισθό και σε κάθε περίπτωση ο χρόνος λήξης της σύμβασης εργασίας), αλλά και των επιδομάτων εορτών (το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου και 31 Δεκεμβρίου) και, συνεπώς, με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής, ο εργοδότης γίνεται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με τα άρθρα 341 και 345 του ΑΚ [ΟλΑΠ 39-40/2002 ΕΕργΔ 61(2002).1478=ΝοΒ 2003.859· βλ., περαιτέρω, πάγια νομολογία, ΑΠ 350/2004 ΕλΔ 46(2005).1480, ΑΠ 233/2004 ΕΕργΔ 63(2004).856=ΝοΒ 2005.254, ΑΠ 1341/2002 ΕλΔ 44(2003).253, ΑΠ 1682/2001 ΕλΔ 42(2001).1308]. Να σημειωθεί ότι δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, που έχει εκδηλωθεί και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα για τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα να έχει τη δυνατότητα ο εργοδότης να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Μπορεί όμως και μία τέτοια οικειοθελής παροχή αν επαναλαμβάνεται επί μακρό χρόνο και ομοιόμορφα, να καταλήξει με σιωπηρή συμφωνία να καταβάλλεται ως μισθός, οπότε ο εργοδότης δεν μπορεί να διακόψει την καταβολή της, εκτός αν έχει επιφυλάξει τέτοιο δικαίωμα στον εαυτό του. Ειδικότερα η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γέννησης αξιώσεων μπορεί όμως να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Η επιχειρησιακή συνήθεια προϋποθέτει τη μακροχρόνια και ομοιόμορφη χορήγηση της παροχής στο προσωπικό και εφόσον σ` αυτή προβαίνει ο εργοδότης ανεπιφύλακτα, ανακύπτει η σιωπηρή συμφωνία βάσει της οποίας ο εργοδότης υποχρεούται να συνεχίζει να χορηγεί την παροχή αυτή η οποία παύει πλέον να είναι οικειοθελής και παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης (ΑΠ 1263/2005 ΕλλΔνη 48.1069, ΑΠ 1220/2005 ΕλλΔνη 49.464, ΑΠ 1217/2005 ΕλλΔνη 47.140, ΑΠ 699/2002 Δημοσίευση Νόμιος, ΕφΑΘ 172/2003 ΕλλΔνη 46.553).
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από προσκομιζόμενες μετ’επίκληση από την εκκαλούσα ένορκες βεβαιώσεις των μη εξαιρετέων μαρτύρων που λήφθησαν πρωτοδίκως κατά τις διατάξεις του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …./27.2.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……. και δεν υπερβαίνουν τις πέντε, δηλαδή τις με αριθμό …/4.3.2020 και …../4.3.2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά του ……. υπαλλήλου κατοίκου Ιλίου και της …….. καθαρίστριας, κατοίκου Νέου Ηρακλείου, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα εταιρία, στο πλαίσιο των γενικότερων δραστηριοτήτων της, παρέχει, μεταξύ άλλων, υποστηρικτικές υπηρεσίες διαχείρισης και υπηρεσίες καθαρισμού. Στη 1.7.2015 κατάρτισε με την μη διάδικο ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία “………….”, ιδιωτικό συμφωνητικό, βάσει του οποίου, η τελευταία ανέθετε στην εκκαλούσα τον καθαρισμό των εγκαταστάσεών της και την παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών και διαχείρισης στο … Αττικής, όπου και η έδρα της. Ειδικότερα συμφωνήθηκε μεταξύ των ανωτέρω αντισυμβαλλομένων ότι η εκκαλούσα θα διέθετε δύο εργαζόμενους για καθημερινή οκτάωρη πρωινή παρουσία συντήρησης των χώρων του κτιρίου, τους οποίους δεν θα μπορούσε η εκκαλούσα να αντικαταστήσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της αντισυμβαλλομένης της και ότι μεταξύ των δύο υπαλλήλων ήταν και η εφεσίβλητη. Κατόπιν των ανωτέρω στις 9.7.2015 καταρτίστηκε εγγράφως μεταξύ των εδώ διαδίκων μερών, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου η εφεσίβλητη να παράσχει – υπό μορφή δανεισμού – κατά πλήρη απασχόληση, τις υπηρεσίες της, ως υπάλληλος γραφείου – όπως αναγράφεται σ’ αυτήν – για λογαριασμό της εκκαλούσας εργοδότριας, στις ανωτέρω εγκαταστάσεις της ………, έναντι μηνιαίων μικτών αποδοχών ποσού 964,8 ευρώ, ρητώς «βάσει των νομοθετημένων κατώτατων ορίων αποδοχών (Ν. 4093/2012)». Η εφεσίβλητη αμειβόταν εξ αρχής με συμφωνημένο μισθό υπέρτερο των ισχυουσών νομίμων αποδοχών, καθώς εξ αρχής λάμβανε πρόσθετη παροχή από την εργοδότρια, η οποία δεν είχε επιφυλαχθεί εξ αρχής ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διακόψει την παροχή του αυτή και συνεπώς αυτή η οικειοθελής παροχή επειδή επαναλαμβανόταν επί μακρό χρόνο και ομοιόμορφα, είχε καταλήξει σε σιωπηρή συμφωνία ότι καταβάλλεται ως μισθός, και η εργοδότρια δεν μπορούσε να διακόψει την καταβολή της, αφού δεν είχε επιφυλάξει τέτοιο δικαίωμα στον εαυτό της. Επιπλέον είχε αναγνωριστεί από την εκκαλούσα (κατ’ άρθρον 361 ΑΚ), προϋπηρεσία της εφεσίβλητης διάρκειας εννέα (9) ετών, ήτοι από 1.6.2006 έως 8.7.2015, η οποία αφορούσε σε παρασχεθείσες υπηρεσίες της εφεσίβλητης σε άλλες εταιρίες αναδόχους του αυτού έργου στις ως άνω εγκαταστάσεις της ………., πριν την ανάληψή του από την εκκαλούσα. Ακολούθως και σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών μηνών Οκτωβρίου του 2015 έως και Ιούλιο του 2016, ο συμβατικός μισθός της εφεσίβλητης εργαζόμενης των 964,8 ευρώ αναλυόταν σε βασικό μισθό 586,08 ευρώ, επίδομα τριετίας 175,82 ευρώ (για συμπληρωμένη 9ετή προϋπηρεσία), όπως διαμορφώθηκε ο κατώτατος μισθός με το ν. 4046/2012 «περί έγκρισης του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας» και ν. 4093/2012 περί «Έγκρισης Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής 2013 – 2016- Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α 222/12.11.2012), κατόπιν της ΠΥΣ 6/2012, στους οποίους άλλωστε αναφέρονταν οι ΕΓΣΣΕ από το έτος 2012 και μετά, και παροχή εργοδότη ποσού 202,9 ευρώ [καταβαλλόμενος μισθός 964,8 -(586,08 ευρώ βασικός μισθός +175,82 ευρώ επίδομα τριετίας)]. Τα εργασιακά καθήκοντα της εφεσίβλητης ήτοι αυτά της βοηθού στο γραφείο προσωπικού, συνίσταντο κυρίως στην προετοιμασία των αιθουσών συσκέψεων (meeting rooms) από άποψη ευταξίας, καθαριότητας και της λειτουργίας γενικότερα των χώρων αυτών. Μετά την ολοκλήρωση των συσκέψεων – συναντήσεων, η εφεσίβλητη καθάριζε τους χώρους συσκέψεων, μεταφέροντας φλυτζάνια στην κουζίνα, τα οποία καθάριζε και αναπλήρωνε με καθαρά και εν γένει απασχολείτο και στον καθαρισμό της κουζίνας (ήτοι στον καθαρισμό των συρταριών της κουζίνας, των συσκευών καφέ και των μαχαιροπίρουνων). Επίσης ήταν υπεύθυνη για την υποδοχή του catering, για την τροφοδοσία των κουζινών, εκτελώντας τις παραγγελίες και επιβλέποντας όλη την αποθήκη, καθώς και την τροφοδοσία των φαρμακείων – υλικών πρώτων βοηθειών, ήλεγχε την επάρκεια της γραφικής ύλης και συντόνιζε το έργο των καθαριστριών – τις οποίες (καθαρίστριες) επίσης παρείχε η εκκαλούσα – σε συνεννόηση με τη διευθύντρια του γραφείου προσωπικού της ……., ……….. και του εκάστοτε επόπτη της εκκαλούσας. Εξάλλου, όταν η εφεσίβλητη απουσίαζε αντικαθίστατο από άλλο πρόσωπο που είχε προηγουμένως η ίδια εκπαιδεύσει. Με βάση τα προαναφερόμενα εργασιακά καθήκοντα κρίνεται ότι η εφεσίβλητη είχε την ιδιότητα της υπαλλήλου και όχι αυτή της εργάτριας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο εφέσεως. Τούτο δε διότι το πνευματικό στοιχείο είναι το επικρατούν στην παροχή εργασίας της καίτοι παρείχε κάποιες εργασίες καθαριότητας, που συνιστούν απλή καταβολή σωματικής ενέργειας, καθώς αυτές κρίνονται μεμονωμένες, σε σχέση με το σύνολο των καθηκόντων της. Ειδικότερα της είχε ανατεθεί η συνολική επίβλεψη και εκτέλεση τροφοδοσίας τροφίμων, ειδών φαρμακείου και γραφικής ύλης και συντονισμού του έργου των καθαριστριών, όταν μάλιστα υπήρχε μεγάλος αριθμός συσκέψεων και ανάγκη συντονισμού της λειτουργίας έξι (6) κουζινών, δηλαδή της είχαν ανατεθεί εργασίες που απαιτούν εκ εμπειρία, επίδειξη πρωτοβουλίας και η ανάληψη ευθύνης. Το γεγονός ότι λάμβανε οδηγίες από την διευθύντρια του γραφείου προσωπικού της …….., αφού η ίδια (η εφεσίβλητη) εξακολουθούσε να ελέγχει και να επιβλέπει την ευταξία, καθαριότητα και λειτουργία των χώρων συσκέψεων και να συντονίζει τις καθαρίστριες και όχι απλά να εκτελεί πλήρως δεσμευτικές εντολές. Γι’αυτό εξάλλου σε περίπτωση απουσίας της, πάντα υπήρχε αντικαταστάτριά της, η οποία προηγουμένως εκπαιδευόταν, ενώ με το εν λόγω συμφωνητικό έργο, μεταξύ της εναγομένης και της ………., υπεδείχθη ειδικώς η ενάγουσα ως βοηθός στο γραφείο προσωπικού (Facilities Management Assistant) από την τελευταία, στην οποία απασχολείτο – κατόπιν διαδικασίας δανεισμού της από τους εκάστοτε εργοδότες της – με προϋπηρεσία δεκατριών (13) ετών, εκ του οποίου συμπεραίνεται ανάγκη εμπειρίας για την εκτέλεση των προπεριγραφέντων καθηκόντων. Εξάλλου, μετά τη με αριθμό οικ. 4241/127/30.1.2019 ΥΑ που ισχύει από 1.2.2019, επανακαθορίσθηκαν τα κατώτατα όρια μισθού και το επίδομα τριετίας, στο ποσό των 650 ευρώ και 195 ευρώ (στις περιπτώσεις συμπληρωμένων 9 ετών προϋπηρεσίας). Ακολούθως η εφεσίβλητη την 18.2.2019, κλήθηκε από την εκκαλούσα να υπογράψει, εκτός από δήλωση συγκατάθεσης για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων «GDPR» και τροποποιητική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας καθαριστή, την οποία όμως αρνήθηκε ν’ αποδεχτεί, δικαιολογημένα διότι σε αυτή καθορίζονταν δυσμενέστεροι όροι παροχής εργασίας. Συγκεκριμένη καθοριζόταν ως χρόνος έναρξης η 9.7.2017 ενώ – όπως προαναφέρθηκε – η σύμβαση εργασίας είχε συναφθεί την 9.7.2015, δεν αναγνωριζόταν πλέον η εννεαετής προϋπηρεσία της και γινόταν πλέον ειδική μνεία ότι οποιαδήποτε οικονομική παροχή (υπό μορφή επιμισθίου – bonus) χορηγείται εξ ελευθεριότητας και δεν αποτελεί τμήμα των αποδοχών και ούτε δίνει δικαίωμα αξίωσής της στο μέλλον, διατηρώντας το δικαίωμα (η εργοδότρια) να μεταβάλλει ή να τροποποιεί οποτεδήποτε μονομερώς τις ως άνω παροχές, και ότι οποιαδήποτε δε παραπάνω παροχή χορηγείται αποκλειστικώς και μόνον για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του εργοδότη και όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας του εργαζόμενου. Ακολούθως στις 28.3.2019, δηλαδή άμεσα, η εφεσίβλητη διαμαρτυρήθηκε με ηλεκτρονικό μήνυμα για τους νέους δυσμενέστερους όρους εργασίας ειδικά δε για τη μονομερή μείωση των αποδοχών της από την εργοδότρια. Ως εκ τούτου, με τον καταβαλλόμενο από 1.2.2019 μισθό, ο οποίος παρέμενε έκτοτε στο ποσό των 964,8 ευρώ, επήλθε μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, αφού ματαιωνόταν η αύξηση του μισθού της εφεσίβλητης ενώ η ίδια επέλεξε να εμμείνει στην αρχική σύμβαση και να απαιτήσει από τον εργοδότη την αποδοχή της προσφερόμενης εργασίας της με τους όρους που ίσχυαν πριν από τη μεταβολή. Επομένως όταν η εκκαλούσα στις 25.10.2019 κατήγγειλε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της εφεσίβλητης δεν της κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση, διότι ο υπολογισμός της αποζημίωσης έγινε χωρίς να ληφθεί υπόψη η αναγνωρισμένη κατά τα ως άνω προϋπηρεσία και η επαύξηση του μισθού, βάσει των νέων αυξημένων κατώτατων ορίων μισθού. Αλυσιτελώς δε η εκκαλούσα ισχυρίζεται με το δεύτερο λόγο εφέσεως ότι η εφεσίβλητη είχε την ιδιότητα της εργάτριας και ότι από συγγνωστή πλάνη της κατάβαλε μειωμένη αποζημίωση, αφενός διότι πέραν της συμβάσεως της αναγράφεται ότι η εφεσίβλητη έχει την ιδιότητα της υπαλλήλου και στην από 25.10.2019 έντυπη καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ δεν έχει γίνει υπολογισμός της αποζημίωσης σε ημερομίσθια όπως συμβαίνει όταν ο εργαζόμενος έχει την ιδιότητα του εργάτη, αφού η εφεσίβλητη έλαβε (964,8 μισθός +1/6 αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας Χ 3 μήνες, για χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, ήτοι εν προκειμένω συμπληρωμένα 4 έτη =) 3.376,8 ευρώ. Ακολούθως και όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εφεσίβλητη δικαιούται να λάβει πλήρη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως ως υπάλληλος, σύμφωνα με τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα πλήρους απασχολήσεώς της στην εναγόμενη εταιρεία, λαμβανομένης υπόψη της ρητώς αναγνωρισμένης από 1.6.2006 προϋπηρεσίας της μέχρι την ημερομηνία απόλυσής της και της, κατά τ’ ανωτέρω, επαύξησης του μισθού της, δηλαδή [(650 ευρώ βασικός μισθός + 195 ευρώ επίδομα τριετίας για προϋπηρεσία άνω των 9 ετών + 202,9 παροχή εργοδότη =) 1.047,9 ευρώ + 1/6 αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας Χ 9 μήνες, λόγω συμπλήρωσης 13 ετών προϋπηρεσίας =] 11.002,95 ευρώ, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει τον περιορισμό του άρθρου 5§1 Ν. 3198/1955. Αντ’ αυτού, έλαβε ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 3.376,80 ευρώ, το οποίο καταφανώς υπολείπεται της νόμιμης καταβλητέας αποζημίωσης. Ως εκ τούτου, εκ μόνου του γεγονότος της καταβολής ελλιπούς αποζημίωσης απόλυσης στην εφεσίβλητη, η εν λόγω καταγγελία της σύμβασής της είναι άκυρη, κατά τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη και κατά συνέπεια, αυτή δικαιούται μισθούς υπερημερίας, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως απορριπτομένων των δύο πρώτων λόγων εφέσεως. Να σημειωθεί ότι παρέλκει η εξέταση του αν η απόλυση της εφεσίβλητης είναι και καταχρηστική καθόσον αυτή δεν εξέθεσε, όπως προαναφέρθηκε πραγματικά περιστατικά περί παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων της εργοδότριας ή προσβολής της προσωπικότητας της με τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ώστε να δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ακολούθως αυτή δικαιούται μισθούς υπερημερίας από 25.10.2019 έως και 24.1.2020 (δηλαδή μέχρι την επίδοση της αγωγής της) και αθροιστικά το ποσό των (1.047,9 Χ 3 μήνες =) 3.143,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα του τέλους κάθε μηνιαίου διαστήματος του χρόνου διάρκειας της σύμβασης εργασίας. Επίσης θα πρέπει να της καταβληθεί όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως η επαύξηση του μισθού της σύμφωνα με τα νέα κατώτατα όρια αποδοχών τριετίας ως ισχύει από 1.2.2019 δηλαδή μέχρι τις 25.10.19 που καταγγέλθηκε η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της, δηλαδή ([(650 ευρώ βασικός μισθός + 195 ευρώ επίδομα τριετίας για προϋπηρεσία άνω των 9 ετών + 202,9 παροχή εργοδότη =) 1047,9 ευρώ μισθός που είχε συμφωνηθεί – 964,8 ευρώ μισθός που καταβλήθηκε από 1.2.2019)=]83,10 ευρώ Χ 8,83 μήνες = 733,77 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα του τέλους κάθε ημερολογιακού μήνα εντός του οποίου θα καταβάλλονταν οι αποδοχές. Ακολούθως των ανωτέρω η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή αναφορικά με τους λόγους της, που σημειώνονται ανωτέρω (3ο και 4ο) και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη στο σύνολό της, για το ενιαίο του εκτελεστού τίτλου. Στη συνέχεια το Δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), τη με αριθμό ………./2020 αγωγή ως προς την κύρια βάση της. Αυτή έχει έρεισμα στις διατάξεις του 5 του ν. 3198/1955, 341, 346, 648, 652, 653 και 655 του ΑΚ 70 και 946 του ΚΠολΔ, και πρέπει σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως προς την κύρια βάση της, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 25.10.2019 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της εφεσίβλητης ενάγουσας, να υποχρεωθεί η εργοδότρια εκκαλούσα α την απασχολεί με απειλή χρηματικής ποινής ύψους 100 ευρώ για κάθε περίπτωση μη συμμορφώσεως και να υποχρεωθεί να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.877,47 ευρώ (3.143,70 + 733,77), εντόκως από τότε που κάθε ποσό κατέστη απαιτητό (λήξη κάθε μήνα) και μέχρι την εξόφληση. Η εναγομένη εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, αναλόγως του μεγέθους της ήττας της (άρθρα 176, 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 21.1.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 έφεση κατά της με αριθμό 2982/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 15.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 αγωγής
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ όσα κρίθηκαν απορριπτέα στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 2982/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό καταθέσεως ………./2020 αγωγή
ΔΕΧΕΤΑΙ την ως άνω αγωγή, κατά ένα μέρος της.
Αναγνωρίζει την ακυρότητα της από 25.10.2019 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της εφεσίβλητης ενάγουσας
Υποχρεώνει την εκκαλούσα εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες της εφεσίβλητης ενάγουσας με απειλή χρηματικής ποινής ύψους εκατό (100) ευρώ για κάθε περίπτωση μη συμμορφώσεως της και
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη εκκαλούσα να καταβάλει στην ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και σαράντα επτά λεπτών του ευρώ (3.877,47) με το νόμιμο τόκο με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα του τέλους κάθε μηνιαίου διαστήματος του χρόνου διάρκειας της σύμβασης εργασίας.,
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη εκκαλούσα στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ