Aριθμός 46/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Θωμά Καμενόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Κοινωνίας ……….. εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σταμάτιο Τερζάκη και 2) …………, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο εκκαλών την από 1.8.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή και β) ο δεύτερος εκ των εφεσιβλήτων την από 2.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) πρόσθετη παρέμβαση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2314/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που τις απέρριψε αμφότερες ως απαράδεκτες.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων-καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση και ήδη εκκαλών με την από 15.1.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 15.12021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 έφεση κατά της οριστικής με αριθμό 2314/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 1.8.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αγωγής έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, και το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15.12021 ενώ η εκκαλουμένη εξεδόθη στις 24.6.2020 (άρθρα 591 παρ. 1, 495, 496, 498, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 εδαφ.α, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρµοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011).
Να σημειωθεί μόνο ότι απαραδέκτως κατ’άρθρο 517 του ΚΠολΔ στρέφεται κατά του δευτέρου εφεσιβλήτου φυσικού προσώπου το οποίο δεν ήταν διάδικος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και συνεπώς ως προς αυτόν θα απορριφθεί ως απαράδεκτη και δεν θα οριστεί παράβολο ανακοπής ερημοδικίας παρά την ερημοδικία του, διότι τα ένδικα μέσα προϋποθέτουν την ιδιότητα του διαδίκου. Τούτο δε διότι αφενός ο δεύτερος εφεσίβλητος ο οποίος άσκησε απλή πρόσθετη υπέρ της εναγομένης εδώ πρώτης εφεσίβλητης παρέμβαση στην πρωτοβάθμια δίκη, η οποία δημιούργησε σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας, δεν κατέστη κύρια διάδικος [και άρα δεν χρειαζόταν να απευθυνθεί εναντίον του η ένδικη έφεση (ΑΠ 1479/2018, ΕφΑθ(Μον) 514/2019, ΕφΘεσ 2152/2017 δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και αφετέρου από την εκκαλουμένη απόφαση αποδεικνύεται ότι η απλή πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, διότι κρίθηκε ότι ο προσθέτως παρεμβαίνων δεν ήταν τρίτος σε σχέση με την εναγομένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη, και η παραδεκτή άσκηση παρέμβασης αποτελεί προϋπόθεση που πρέπει οπωσδήποτε να πληρούται για να καθίσταται απαραίτητη κατ’ άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. α και γ και 110 παρ. 2 ΚΠολΔ, η κλήση και στην έκκλητη δίκη του προσθέτως στον πρώτο βαθμό παρεμβάντος (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 2192/2013, ΕφΑθ(Μον) 198/2017 δημοσιευμένες νόμος).
Κατά τα λοιπά η έφεση θα γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 1.8.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του ο ήδη εκκαλών ενάγων εξέθετε ότι με τη με αριθμό 1846/2016, οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθορίστηκε ο τρόπος διοίκησης και χρησιμοποίησης ξενοδοχείου που βρίσκεται στον Δήμο ………… Ζακύνθου, η εκμετάλλευση και διοίκηση του οποίου ανήκε στην εφεσίβλητη κοινωνία αστικού δικαίου, λόγω μη συμφωνίας των μελών αυτής (συγκυρίων του εν λόγω ακινήτου), ως προς τον τρόπο διοίκησης αυτού, και ορίστηκε ο ίδιος, ως τρίτος -σε σχέση με τους κοινωνούς πρόσωπο, με μεγάλη επαγγελματική εμπειρία στη διοίκηση των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, διαχειριστής του κοινού ακινήτου. Ότι με την ίδια απόφαση ορίστηκαν –ενδεικτικά και όχι περιοριστικά – τα κύρια καθήκοντά του, καθώς και μηνιαία αμοιβή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες ύψους 1.500 ευρώ. Ότι, αρχικά με την, από 02.03.2017, προσωρινή διαταγή του Εφετείου Αθηνών και ακολούθως με τη με αριθμό 3433/2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ορίστηκε μετά από μεταρρύθμιση της με αριθμό 2956/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και ως προσωρινός διαχειριστής του επίκοινου μέχρι την τελεσιδικία της προαναφερόμενης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που τον όριζε οριστικό διαχειριστή. Ότι, μετά την άσκηση αντίθετων εφέσεων κατά της προαναφερόμενης απόφασης, εκδόθηκε η, με αριθμό 5116/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία κανονίστηκε η διοίκηση και χρήση του κοινού ακινήτου με την επ’ αυτού λειτουργούσα ξενοδοχειακή μονάδα και διορίστηκε διαχειριστής αυτού ο ………., ο οποίος ωστόσο, αποποιήθηκε τον διορισμό του λόγω προβλημάτων υγείας. Ότι ο ίδιος, βάσει των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων και διατάξεων, απασχολήθηκε στην ήδη εφεσίβλητη κοινωνία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης που καταρτίστηκε μεταξύ τους στις 30.03.2017, και εντάχθηκε ως υπάλληλος στην τακτική μισθοδοσία των μισθωτών της επιχείρησης της εφεσίβλητης, και ασκούσε τα εργασιακά καθήκοντα που αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή, συνέχισε δε εν τοις πράγμασι να απασχολείται σε αυτή, και μετά τη δήλωση αποποίησης για λόγους υγείας του προαναφερόμενου διορισθέντος με την τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών που προαναφέρθηκε, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 31.07.2019 με εξώδικη δήλωση της εφεσίβλητης με την οποία του δήλωνε ότι έπαυσε η διαχειριστική και εκπροσωπευτική του εξoυσία και ότι θα ενημερωθεί σχετικώς το πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ». Ότι ο ίδιος προέβη σε όλες τις απαραίτητες πράξεις διαχείρισης που περιγράφει στο δικόγραφο της αγωγής μέχρι να παραδώσει τη διαχείριση σε διαχειριστή που θα αποδεχόταν το διορισμό του. Ότι ακολούθως με την, από 07.05.2019, προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διορίστηκε προσωρινός διαχειριστής του επίκοινου ακινήτου ο ………….. στον οποίο και παρέδωσε πράγματι τη διαχείριση και συντάχθηκε το από 10.5.2019 πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής. Ότι η ως άνω παράδοση – παραλαβή της διαχείρισης της ένδικης κοινωνίας συνιστά και καταγγελία εκ μέρους της εφεσίβλητης της συμβάσεως εργασίας του για την οποία οφείλεται αποζημίωση, η οποία ωστόσο ουδέποτε του κατεβλήθη. Ακολούθως αιτήθηκε με βάση κυρίως τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού α) να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να του καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 5.203,33 ευρώ, με βάση τις μεικτές μηνιαίες αποδοχές του ύψους 2.230 ευρώ δεδομένου ότι η δικαστική απόφαση που τον διόρισε διαχειριστή όριζε τις καθαρές και όχι τις μεικτές αποδοχές του και για αποζημίωση λόγω μη ληφθείσης αδείας των ετών 2017, 2018 και 2019 το συνολικό ποσό των 13.380 ευρώ και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εφεσίβλητης να του καταβάλει για διαφορές μεταξύ καταβληθεισών και δικαιούμενων από αυτόν δεδουλευμένων αποδοχών για το διάστημα από Μαρτίου 2017 έως και Δεκεμβρίου 2018, καθώς η εσφαλμένα του κατέβαλλε μηνιαίως κατά το διάστημα αυτό το ποσό των 1.500 ευρώ μεικτά, και για το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του κατά το διάστημα από 01.01.2019 έως και τις 10.05.2019, κατά το οποίο ουδέν έλαβε από την πρώτη εφεσίβλητη, το συνολικό ποσό των 27.723,33 ευρώ, καθώς και για οφειλόμενες διαφορές επιδομάτων εορτών και επιδομάτων και αδείας λόγω της ως άνω εσφαλμένης μισθοδοσίας του, και για τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας του έτους 2019, που του οφείλονται στο ακέραιο, το συνολικό ποσό των 5.122,53 ευρώ, και όλα τα παραπάνω εντόκως μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά αιτήθηκε όλα τα παραπάνω σύμφωνα με τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων καθώς λόγω της αποποίησης του διορισθέντος ………., ο ίδιος συνέχισε να παρέχει προσηκόντως και αδιαλείπτως τις υπηρεσίες του, διοικώντας ξένη υπόθεση προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 9, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 2, 621 παρ. 1 ΚΠολΔ στη συνέχεια όμως την απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτη, διότι έκρινε ότι δεν υφίστατο η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας διαδίκου στο πρόσωπο της εναγομένης ήδη εφεσίβλητης κοινωνίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ήδη εκκαλών ενάγων με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που αφορούν σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της ώστε να γίνει δεκτή νόμω και ουσία η αγωγή του.
Κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ., όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ., η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό, μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ` εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ., που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ` ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ` επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ` ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ (ολΑΠ 14/2007, ΑΠ 289/2013 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τους πρώτους τρεις συναφείς λόγους έφεσης διατυπώνεται το παράπονο ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋποθέσεως η αγωγή, διότι η κοινωνία δικαιώματος μπορεί να είναι να είναι διάδικος. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να γίνουν δεκτοί κατ’ουσίαν σύμφωνα με τη νομολογία που προηγήθηκε και από την ολομέλεια του Αρείου Πάγου και πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να εκδικάσει την αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι παρέλκει η εξέταση του λόγου εφέσεως που αφορά τη δικαστική δαπάνη αφού η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολο της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, ενώ, ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται, με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις, που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση, που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο, που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό, αυτό, στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει, κατά περίπτωση, ανάλογα, με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε, με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ. ΑΠ 28/2005, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 2242/2013, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 666/2009 δημ. νόμος). Δηλαδή εκείνο που χαρακτηρίζει την εξηρτημένη εργασία είναι η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης του εργαζομένου από τον εργοδότη, οι συνέπειες της οποίας δικαιολογούν την ειδική προστασία του τελευταίου από το εργατικό δίκαιο και την ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη. Ούτε το αν καταβάλλονται δώρα και επιδόματα αδείας προσδίδουν στην σχέση εργασίας το χαρακτήρα της εξαρτημένης σχέσης εργασίας καθώς ενδεχομένως αυτά να δίνονται οικειοθελώς. Ούτε η αναγραφή του ενάγοντα στις μηνιαίες καταστάσεις μισθών του προσωπικού. Σημειώνεται ότι, δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ του χαρακτηρισμού της απασχόλησης, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του απασχολουμένου, η ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ, η χορήγηση σε αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η μη ασφάλισή του σε Ταμείο Ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών. (ΑΠ 602/2017, ΕφΠειρ 137/2015 δημ. νόμος). Όταν πρόκειται για μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών αυτή μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία (άρθρα 669, 672 ΑΚ) και δεν έχουν επ’ αυτής εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ΑΠ 465/2013, ΑΠ 544/2010, ΑΠ 87/2009, ΑΠ 45/1997 δημ. νόμος). Εξ άλλου για τον ορθό χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως σύμβασης εργασίας ή έργου ή εντολής ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη (για την ερμηνεία των δικαιοπρακτικών δηλώσεων) η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δηλώσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ επίσης δεν ασκεί επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται σε αυτήν από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 573/ 2018, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 2242/2013 δημ. νόμος).
Με δεδομένο ότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή έχει τηρηθεί η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, διότι σε αυτή εκτίθεται ότι στις 31.07.2019 κοινοποιήθηκε στον ήδη εκκαλούντα η εξώδικη δήλωση της πρώτης εφεσίβλητης με την οποία του δήλωνε ότι έπαυσε η διαχειριστική και εκπροσωπευτική του εξoυσία και η αγωγή κατατέθηκε στις 2.8.2019 και κοινοποιήθηκε στις 5.8.2019 σύμφωνα με τη με αριθμό 7713δ/2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Κωνσταντίνου Καλύβα, αυτή ως προς την κύρια βάση της έχει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 653, 655, 669, 672, 785 επ., ΑΚ, άρθρο 10 ΥΑ 19040/1981, άρθρο 1 Ν. 1082/1980, άρθρα 4 παρ. 1 και 5 Α.Ν. 539/1945, και άρθρο 1 παρ. 1 Ν.Δ. 4547/1966. Να σημειωθεί όμως ότι το αίτημα που αφορά επιδίκαση διαφοράς αποδοχών δεδουλευμένων και επιδομάτων εορτών για το λόγο ότι η αμοιβή που προσδιορίστηκε από το δικαστήριο ως αμοιβή διαχείρισης ήταν καθαρή και όχι μικτή, είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο, διότι το δικαστήριο προσδιορίζει και επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολο τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας. Οι εισφορές υπέρ τρίτων λόγω φόρου ασφάλισης κλπ παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 2018/2007 δημ. Νόμος). Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό από τη νομολογία ότι όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών, στοιχεία της ιστορικής της βάσεως κατ΄άρθρο 216 ΚΠολΔ, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι η σύμβαση εργασίας, ο χρόνος που αυτή συνήφθη, το είδος της συμφωνημένης εργασίας, οι όροι αυτής, η παροχή από τον εργαζόμενο της εργασίας του στον εργοδότη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, καθώς και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται οι αποδοχές και γενικώς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν τα ανωτέρω και αντίθετα για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, διότι ο εργοδότης υποχρεούται από τον νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α., καθώς και για τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών, πλην όμως τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται (ΑΠ 524/2018, ΑΠ 2016/2007 δημ. Νόμος). Ως προς την επικουρική της βάση η αγωγή δεν έχει έρεισμα στο νόμο διότι δεν εκτίθενται περιστατικά ακυρότητας της επικαλούμενης σύμβασης εργασίας ώστε να οφείλονται ποσά με βάση αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενώ οι δαπάνες και οι ζημίες του διοικητή αλλοτρίων (άρθρο 736 του ΑΚ) αποδίδονται κατά την τακτική διαδικασία. Ακολούθως η κρινόμενη αγωγή θα ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστικής απόψεως, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο διότι αυτό δεν υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, ενώ να σημειωθεί ότι η εφεσίβλητη αρνείται αιτιολογημένα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ιστορική της βάση.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος ανταπόδειξης ……….. διαχειρίστριας της εφεσίβλητης το 2016, την ανωμοτί εξέταση του εκκαλούντος, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από την προσκομιζόμενη μετ’επίκληση από την εφεσίβλητη ένορκη βεβαίωση της μη εξαιρετέας μάρτυρος που λήφθηκε πρωτοδίκως κατά τις διατάξεις του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …./16.10.19 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ………., δηλαδή τη με αριθμό ……/21.10.19 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κρωπίας ……. της .. … κατοίκου Πικερμίου, ιδιωτικής υπαλλήλου, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάµει του με αριθμό ……./1998 συµβολαίου της Συµβολαιογράφου Αθηνών …….., νοµίµως µετεγγραµµένου, περιήλθε στην πλήρη κυριότητα, νοµή και κατοχή του ………, της συζύγου του …….. και των ……….. και ……., κατά ποσοστό 25% εξ’ αδιαιρέτου στον κάθε ένα, ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδοµήσιµο που έχει έκταση 5.706,95 τετραγωνικά µέτρα και βρίσκεται µέσα στο εγκεκριµένο σχέδιο της πρώην κοινότητας ….. Ζακύνθου και ήδη τοπικής Κοινότητας …. της Δηµοτικής Ενότητας …. του Δήµου Ζακύνθου, στη θέση «…..», στο ….. οικοδοµικό τετράγωνο. Με το από 15/05/2003 Ιδιωτικό Συµφωνητικό Κοινωνίας που καταρτίστηκε µεταξύ των Κοινωνών αποφασίστηκε η αξιοποίηση, εκµετάλλευση και διοίκηση του ανωτέρω κοινού, υπό την µορφή κοινωνίας του Αστικού Κώδικα (785 επ. Α.Κ.) και η κατά τα άνω συσταθείσα κοινωνία, αφού ενεγράφη στο Εµπορικό και Βιοµηχανικό Επιµελητήριο Πειραιά, µε αριθµό …../21.05.2003, υπέβαλε προς την αρµόδια Δ.Ο.Υ Α’ Πειραιά την από 22/05/2003 Δήλωση Έναρξης Εργασιών στην κατηγορία: Ενώσεις προσώπων Κερδοσκοπικές, µε την µορφή: Κερδοσκοπική Κοινωνία Αστικού Δικαίου και έλαβε αριθµό …/22.05.2003, µε ΑΦΜ: ….., µε σκοπό την καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκµετάλλευση του κοινού ακινήτου. Στη συνέχεια επί του κοινού ακινήτου ανεγέρθηκε κτίριο, δυνάµει της με αριθμό …./2003 άδειας νέας διώροφης οικοδοµής µε υπόγειο – κέντρο αναψυχής και κατοικίες της Δ/νσης Πολεοδοµίας και Περιβάλλοντος της Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ζακύνθου, όπως αυτή τροποποιήθηκε µε τη με’ αριθµό …../2010 άδεια οικοδοµής ξενοδοχείου 2** (Γ’ Τάξης) κλασσικού τύπου και αλλαγής χρήσης µε προσθήκη σε κτήριο µε την …/03 οικοδοµική άδεια της Δ/νσης Πολεοδοµίας Ζακύνθου. Ακόµη, η εν λόγω Κοινωνία αιτήθηκε και έλαβε Ειδικό Σήµα Λειτουργίας (ΕΣΛ) από τον Ελληνικό οργανισµό Τουρισµού στις 17/12/2010 και τον Ιούλιο του έτους 2011 εκκίνησε τη λειτουργία ξενοδοχειακής µονάδας, είκοσι (20) δωµατίων, µε τον διακριτικό τίτλο «………». Επειδή από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ξενοδοχειακής µονάδας υπήρξαν διαφωνίες µεταξύ των κοινωνών, που οδήγησαν, εν τέλει, στην αδυναµία λήψης αποφάσεων και σχηµατισµού πλειοψηφίας ως προς την τακτική διοίκηση και εκµετάλλευση της ξενοδοχειακής µονάδας μετά από αιτήσεις των κοινωνών στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αρχικώς µε προσωρινή διαταγή της ορίστηκαν προσωρινοί συνδιαχειριστές ο εκκαλών και η ………., ενώ, ακολούθως, με τη με αριθμό 2956/2016 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ορίστηκαν, κατόπιν προηγούµενης συµφωνίας των κοινωνών, προσωρινοί συνδιαχειριστές ο ……. και η ………. και ο εκκαλών παραιτήθηκε από τη θέση του προσωρινού διαχειριστή. Στη συνέχεια μετά από αγωγές των κοινωνών εκδόθηκε η με αριθμό 1846/2016 απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάµει της οποίας διορίστηκε προσωρινός διαχειριστής ο εκκαλών και με την απόφαση αυτή ορίστηκε ότι αυτός θα λαμβάνει μηνιαία αμοιβή ποσού 1.500 ευρώ για τις υπηρεσίες του και καθήκοντα αναγόµενα στην τακτική διοίκηση και την εκµετάλλευση της ξενοδοχειακής µονάδας, και ιδίως, αλλά όχι περιοριστικά: α) την πρόσληψη αναγκαίου προσωπικού, β) την παρακολούθηση και οργάνωση κρατήσεων, γ) οργάνωση και διεκπεραίωση παραγγελιών και προµηθειών υλικώv, δ) την οργάνωση του τρόπου λειτουργίας της ξενοδοχειακής µονάδας, ε) την παρακολούθηση των λογιστικών εκµετάλλευσης και στ) τη λογιστική εκκαθάριση της εκµετάλλευσης για τα παρελθόντα έτη, καθήκοντα αναγόµενα στην τακτική διοίκηση και την εκµετάλλευση της ξενοδοχειακής µονάδας και εν γένει του κοινού ακινήτου. Μετά την άσκηση εφέσεων εκδόθηκε η με αριθμό 5116/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (τµήµα 14ο Τριµελές) με την οποία ορίστηκε διαχειριστής ο ……….. ενώ με τη διαδικασία περί ασφαλιστικών μέτρων ο εκκαλών παρέμενε διαχειριστής µέχρι την τελεσιδικία της προαναφερόμενης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία διορίστηκε. Όµως, ο ως άνω διορισθείς µε την από 23.01.2019 επιστολή του δεν αποδέχθηκε, λόγω προσωπικών προβληµάτων υγείας, τον διορισµό του και εντέλει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στις 07.05.2019 ορίστηκε προσωρινές διαχειριστής ο ………… ο οποίος μέχρι σήμερα ασκεί τα καθήκοντα του διαχειριστή. Από το αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι η απασχόληση αυτή του εκκαλούντος (παρά τον προσδιορισμό μικτής μηνιαίας αμοιβής από το Δικαστήριο) μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ώστε να τύχουν εφαρμογής οι αιτηθείσες με την αγωγή διατάξεις εργατικού δικαίου. Τούτο δε διότι σύμφωνα με την μάρτυρα ανταπόδειξης και την ενόρκως βεβαιώσασα ο εκκαλών ουδέποτε τήρησε ωράριο εργασίας και ουδέποτε βρέθηκε υπό τις οδηγίες και εντολές της εργοδότριας στα πλαίσια της διαχείρισης, καθώς πήγαινε στη Ζάκυνθο μόνο δύο φορές το μήνα και κατά τους θερινούς μήνες, ενώ χωρίς τη συναίνεση των κοινωνών από την αρχή είχε προσλάβει ως διευθυντή του ξενοδοχείου τον ………., στον οποίο μόνος αποφάσισε και έδινε ως μηνιαίο μισθό υπερβολικό ποσό κατά την ενόρκως βεβαιώσασα. Το γεγονός ότι ενώπιον της φορολογικής αρχής δήλωσε ο ίδιος ότι η απασχόληση του εμπίπτει στην έννοια της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και τη θέση του ως «διευθυντή» του ξενοδοχείου, δηλώνοντας τα στοιχεία αυτά και το υποτιθέμενο ωράριο του (8-4μμ) στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ δεν είναι το σημαντικό στοιχείο στη συγκεκριμένη περίπτωση διότι, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, εκείνο που χαρακτηρίζει την εξηρτημένη εργασία είναι η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης του εργαζομένου από τον εργοδότη, οι συνέπειες της οποίας δικαιολογούν την ειδική προστασία του τελευταίου από το εργατικό δίκαιο και την ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και όχι το αν καταβάλλονται δώρα και επιδόματα αδείας καθώς ενδεχομένως αυτά να δίνονται οικειοθελώς, ούτε η αναγραφή του εκκαλούντος στις μηνιαίες καταστάσεις μισθών του προσωπικού (βλ. σχετ. 13), η ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ, και η μη ασφάλισή του σε Ταμείο Ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών (σχετ. 20 α και β). Η απασχόληση του αυτή μόνο ως παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών μπορεί να θεωρηθεί, η οποία μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε και στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εργατικής νομοθεσίας (αποζημίωση απόλυσης και αποζημίωση λόγω μη λήψεως αδείας). Επιπλέον στα πλαίσια των δικαστικών ενεργειών των κοινωνών για την αντικατάσταση του γνώριζε από τις 4.1.2019 οπότε και του κοινοποιήθηκε η εξώδικη δήλωση των κοινωνών ……… και ……. ότι δεν ήταν πλέον ο διαχειριστής της κοινωνίας και ότι οποιαδήποτε ενέργεια διαχείρισης μόνο στα πλαίσια της διοίκησης αλλοτρίων θα μπορούσε να υπαχθεί. Ακολούθως των ανωτέρω θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη αγωγή αφού οι διατάξεις του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ δεν εφαρμόζονται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ’ουσίαν (αρθρο 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν στον εκκαλούντα λόγω της ήττας του τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης για αμφότερους του βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 183, 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 15.12021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 έφεση κατά της με αριθμό 2314/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 1.8.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2019 αγωγής
Απορρίπτει την έφεση ως προς την δεύτερο εφεσίβλητο
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 2313/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό καταθέσεως ………./2019 αγωγή
Απορρίπτει την αγωγή
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης εναγομένης για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και συνολικά το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ