Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 630/2021

Αριθμός    630 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ιδρύματος ………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Σταύρο Δήμα  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:   1) Ανώνυμης εταιρείας ……… και 2) ………., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΠΡΟΣ ΟΥΣ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

α) Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και

β) Διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, η οποία εδρεύει στην Αθήνα.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) το εκκαλούν την από 10.3.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2014) αγωγή και β) οι εφεσίβλητοι την από 26.4.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2016) αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4924/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την πρώτη και δέχθηκε εν μέρει την δεύτερη από τις ως άνω αγωγές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   το ενάγον της υπό στοιχ α ως άνω αγωγής- εναγόμενο της υπό στοιχ β ως άνω αγωγής και ήδη εκκαλούν με την από 11.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Όπως προκύπτει από τις με αριθμ. … και …./1-10-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ………., ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της υπό κρίση από 11-9-2020 (με αριθμ. κατάθ. ………/11-9-2020) έφεσης του ιδρύματος με την επωνυμία «…………», ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που στρέφεται κατά της με αριθμ. 4924/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε τις διαφορές των διαδίκων κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 παρ. 1 ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα από το εκκαλούν προς τους εφεσιβλήτους. Όμως, οι τελευταίοι δεν εμφανίσθηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην και να προχωρήσει  η διαδικασία σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για την άσκησή της παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην από 10-3-2014 (με αριθμ. κατάθ. ……./17-3-2014) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το ενάγον κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «…………», ιστορούσε ότι, δυνάμει της από 20-12-2006 συμβάσεως, αναπαλαίωσης, αξιοποίησης και παραχώρησης της διαχείρισης και εκμετάλλευσης για ορισμένο χρονικό διάστημα των περιγραφόμενων όμορων κτιρίων, επί των οδών πλατείας ……. και ……….., συμφώνησε με τη δικαιοπάροχο της πρώτης των εναγομένων, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», τη μακροχρόνια μίσθωση των εν λόγω διατηρητέων κτιρίων ιδιοκτησίας του, με το σύστημα της εκτελέσεως των επισκευών, αναπαλαίωσης και αξιοποίησης με αυτοχρηματοδότηση εκ μέρους της αναδόχου-παραχωρησιούχου και αντάλλαγμα την ενιαία παραχώρηση της διαχείρισης και εκμετάλλευσης των ένδικων κτιρίων, όπως αυτά περιγράφονται στην αγωγή, για χρονικό διάστημα 25 ετών, ήτοι από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2031, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως γραφεία και καταστήματα, καθώς και την καταβολή εκ μέρους της αναδόχου-παραχωρησιούχου, από το τρίτο έτος της παραχώρησης και εφεξής, των αναφερόμενων ποσών ετησίως. Ότι ο δεύτερος των εναγομένων εγγυήθηκε έναντι του ιδρύματος την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της ως άνω μονοπρόσωπης ΕΠΕ, ευθυνόμενος σε ολόκληρο με αυτήν. Ότι, με το από 4.12.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, η ως άνω εταιρεία μεταβίβασε με εκχώρηση τη συμβατική της σχέση με το ίδρυμα στην πρώτη των εναγομένων ανώνυμη εταιρεία, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής παραχωρησιούχου σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελευταίας, που απέρρεαν από τη σύμβαση, προσθέτως δε, με το ίδιο συμφωνητικό επιμηκύνθηκε η διάρκεια της παραχώρησης, χρήσης και εκμετάλλευσης του κτιρίου σε 35 έτη, ήτοι από 1.1.2007 έως 31.12.2041. Ότι με το από 1.9.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε μεταξύ του ιδρύματος και της πρώτης των εναγομένων, με εγγυητή το δεύτερο εναγόμενο, η μείωση του μισθώματος, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι η πρώτη εναγόμενη, μολονότι έκανε ακώλυτη χρήση του ένδικου μισθίου, παρά τις οχλήσεις του ιδίου (ενάγοντος), καθυστερούσε την καταβολή των μισθωμάτων και της εγγύησης, ειδικότερα δε, όφειλε τα μισθώματα των ετών 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014. Με βάση τα ανωτέρω, το ενάγον ζητούσε: 1) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, σε ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 238.511,80 ευρώ, για τα ληξιπρόθεσμα μισθώματα των ετών 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014, με το νόμιμο τόκο, 2) να αναγνωριστεί ότι συντρέχει περίπτωση κατάπτωσης της οφειλόμενης εγγύησης, ήτοι του ποσού των 75.225 ευρώ, ως ποινικής ρήτρας και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο, να του το καταβάλουν με το νόμιμο τόκο, 3) να κηρυχθεί λυμένη η υφιστάμενη μεταξύ του ιδρύματος και της πρώτης των εναγομένων σύμβαση μισθώσεως ακινήτου από την παρέλευση ενός μηνός από την επίδοση της αγωγής και 4) να υποχρεωθεί η πρώτη των εναγομένων να της αποδώσει τα ένδικα ακίνητα.

Εξάλλου, στην από 26-4-2016 (με αριθμ. κατάθ. ………/27-4-2016) αγωγή τους ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, που έστρεψαν κατά του ως άνω ιδρύματος με την επωνυμία «…………», οι εναγόμενοι της πρώτης αγωγής, ήτοι: α) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και β) ο ……….., επικαλούμενοι τα ίδια πραγματικά περιστατικά με τα αναφερόμενα στην ως άνω αγωγή (με τη διαφοροποίηση όμως ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες θεωρούν τη συμβατική τους σχέση με το αντίδικό τους ως μικτή σύμβαση έργου και μίσθωσης, με προέχουσα τη σύμβαση έργου), ζητούσαν, μετά από παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό: 1) να αναγνωριστούν ως απόλυτα άκυρες εξαρχής τόσο η από 20.12.2006 εργολαβική σύμβαση, όσο και οι από 4.12.2008 και 1.9.2010 τροποποιήσεις αυτής, καθόσον η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών έγινε χωρίς την τήρηση των απαιτούμενων νόμιμων διατυπώσεων για την αξιοποίηση της περιουσίας του εναγομένου, που αποτελεί κοινωφελές ίδρυμα, άλλως να αναγνωριστεί ότι οι ίδιοι δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση αντιπαροχής, διότι η παροχή τους κατέστη αδύνατη από γεγονότα, για τα οποία δεν είχαν ευθύνη, 2) ενόψει της ακυρότητας των ως άνω συμβάσεων, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην πρώτη εξ αυτών το συνολικό ποσό των 69.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 197, 198 ΑΚ, επικουρικά δε, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 45.700 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την από 10-3-2014 (με αριθμ. κατάθ. ……./17-3-2014) αγωγή και δέχθηκε εν μέρει την από 26-4-2016 (με αριθμ. κατάθ. ……../27-4-2016) αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να γίνει δεκτή η αγωγή του και να απορριφθεί η αγωγή των αντιδίκων του.

Στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, δεν είναι νοητό να υπάρχει και δεν υπάρχει numerus clausus των ενοχικών σχέσεων. Έτσι, στη συναλλακτική πρακτική συναντώνται, εκτός από τις ενώσεις δύο ή περισσότερων συμβάσεων και οι ανώνυμες συμβάσεις, οι αποκαλούμενες μικτές συμβάσεις. Μικτή σύμβαση είναι η ενιαία εκείνη σύμβαση, η οποία εμφανίζει μία άγνωστη στο νόμο σύνθεση στοιχείων, που ανήκουν σε διάφορους “τύπους” συμβάσεων (επώνυμων ή και ανώνυμων). Οι μικτές συμβάσεις εμφανίζονται συνήθως με μία από τις ακόλουθες μορφές: 1. Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει περισσότερες παροχές, που ανήκουν η καθεμία τους σε διαφορετικό συμβατικό τύπο, αλλά η μία είναι (οικονομικώς και νομικώς) κύρια, ενώ οι άλλες παρεπόμενες (τυπικές συμβάσεις με παρεπόμενη παροχή διαφορετικού τύπου). Στις συμβάσεις αυτού του τύπου εφαρμόζεται βασικά η μέθοδος της “απορρόφησης ή αφομοίωσης”, κατά την οποία θα πρέπει να διαπιστώνεται κάθε φορά ποια είναι η οικονομικώς κύρια παροχή. Πάντως και εδώ θα πρέπει να εξετάζεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, μήπως ενδεχόμενη ανωμαλία σχετικά με την εξέλιξη μιας από τις οφειλόμενες παροχές (ακόμη και της παρεπόμενης) και η συνακόλουθη δημιουργία “καταργητικού λόγου” ως προς αυτήν (λ.χ. δικαιώματος καταγγελίας, υπαναχωρήσεως, κτλ.) επηρεάζει την τύχη της όλης συμβάσεως. 2. Συμβάσεις, όπως οι παραπάνω, όπου όμως οι περισσότερες παροχές, που οφείλει ο ένας συμβαλλόμενος είναι οικονομικώς ισοδύναμες μεταξύ τους και νομικώς κύριες (δίδυμες συμβάσεις). Στις συμβάσεις αυτού του τύπου εφαρμόζεται βασικά η “μέθοδος του συνδυασμού”, κατά την οποία θα πρέπει να εφαρμοστούν παράλληλα, για καθεμία από τις σωρευόμενες παροχές, οι κανόνες του συμβατικού τύπου, στον οποίο αυτή ανήκει, χωρίς όμως να παραβλέπεται και η ενότητα της μικτής συμβάσεως, ιδίως όταν μία ανωμαλία σε κάποια από τις παροχές δημιουργεί έναν “καταργητικό λόγο”. 3. Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει (κύρια) παροχή, που ανήκει σε ορισμένο συμβατικό τύπο (ή και περισσότερες παροχές, που ανήκουν σε διαφορετικό συμβατικό τύπο η καθεμία), ενώ ο αντισυμβαλλόμενός του οφείλει αντιπαροχή, που ανήκει σε άλλον συμβατικό τύπο (δίμορφες συμβάσεις). 4. Συμβάσεις, όπου η μία ενιαία παροχή του ενός συμβαλλόμενου περιέχει τα χαρακτηριστικά περισσότερων συμβατικών τύπων (συμβάσεις ενιαίας μικτής παροχής). Στις συμβάσεις αυτών των τύπων υπό στοιχεία 3 και 4 εφαρμόζεται βασικά η παραπάνω “μέθοδος του συνδυασμού” (βλ. ΑΠ 167/2015 ΝΟΜΟΣ, Πάνου Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος Ι, εκδ. 2012, σελ. 19-28).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και όλων των εγγράφων, που το εκκαλούν επικαλείται και προσκομίζει νομίμως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 20-12-2006 το ενάγον κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «……» αφενός συμβλήθηκε με τη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» και το διαχειριστή της, ατομικά, …….. αφετέρου και καταρτίσθηκε μεταξύ τους το με την ως άνω ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, που έχει τον τίτλο «Σύμβαση αναπαλαίωσης, αξιοποίησης και παραχώρησης της διαχείρισης για ορισμένο χρονικό διάστημα των κτιρίων επί των οδών πλατείας …….. και ………..». Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο συμφωνητικό αυτό, «Το Ίδρυμα επιθυμεί να εκτελέσει το Έργο της αναπαλαίωσης και αξιοποίησης δύο (2) όμορων διατηρητέων κτιρίων ιδιοκτησίας του, τα οποία βρίσκονται στην Αθήνα (i) επί της οδού ……. και (ii) επί των οδών …. και .. …….., με το σύστημα της αναθέσεως της κατασκευής με αυτοχρηματοδότηση εκ μέρους του Αναδόχου και αντάλλαγμα την παραχώρηση της διαχείρισης του κτιρίου επί ορισμένο χρονικό διάστημα». Ειδικότερα, το αντικείμενο της  σύμβασης περιλάμβανε την ανάληψη από την Ανάδοχο (όπως αναφέρεται στη σύμβαση η ως άνω εταιρεία «………..»), της υποχρέωσης, με αποκλειστικά δικές της δαπάνες, εκτελέσεως όλων των αναγκαίων εργασιών αναπαλαίωσης και αξιοποίησης των παραπάνω ακινήτων, που αφορούσαν στην αποκατάσταση, επισκευή, ανακαίνιση, συμπλήρωση και ανάδειξη των εξωτερικών όψεων, τη στατική ενίσχυση του φέροντος οργανισμού, την ανακατασκευή όλων των δικτύων (ηλεκτρικών, υδραυλικών, επικοινωνίας κλπ,), πλήρες σύστημα πυρασφάλειας και εσωτερικές διαρρυθμίσεις και αναδιατάξεις των χώρων, όπως προέβλεπε σχετική αρχιτεκτονική μελέτη (άρθρ. 1). Συμφωνήθηκε ότι  η ελάχιστη δαπάνη, που θα καταβαλλόταν από την Ανάδοχο για την κατασκευή του έργου, θα ανερχόταν σε 2,2 εκατομμύρια ευρώ (άρθρ.5) και ο χρόνος για την αποπεράτωση του έργου σε 24 μήνες από την αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας, στην οποία θα προέβαινε η ανάδοχος (άρθρ. 13). Ως αντάλλαγμα για την κατασκευή του παραπάνω έργου, συμφωνήθηκε η παραχώρηση της διαχείρισης (εκμετάλλευσης) του ενιαίου κτιρίου για χρονικό διάστημα 25 ετών, ήτοι από 1-1-2007 έως 31-12-2031, προκειμένου να γίνεται χρήση των χώρων του ως γραφείων και καταστημάτων, με δυνατότητα της Αναδόχου να ζητήσει την παράταση της διάρκειας παραχώρησης για πέντε (5) επιπλέον έτη και πρόβλεψη για δυνατότητα της Αναδόχου εν όλω ή εν μέρει εκμίσθωσης του κτιρίου προς τρίτους κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα (άρθρ. 21, 24). Προσθέτως, συμφωνήθηκε ότι η Ανάδοχος, κατά το χρονικό διάστημα (μετά τα δύο πρώτα έτη) της παραχώρησης του κτιρίου, θα κατέβαλλε στο ίδρυμα και επιπλέον αντάλλαγμα, ήτοι κατά το τρίτο έτος 50.000 ευρώ, κατά το τέταρτο έτος 60.000 ευρώ, κατά το πέμπτο έτος 65.000 ευρώ, κατά το έκτο έτος  70.000 ευρώ, κατά το έβδομο έτος 75.000 ευρώ, ενώ για τα επόμενα έτη θα γινόταν αναπροσαρμογή του ποσού, σύμφωνα με την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, όπως θα προσδιοριζόταν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (άρθρ. 22). Τέλος, ο …………. εγγυήθηκε, ευθυνόμενος σε ολόκληρο, ως αυτοφειλέτης, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα ικανοποίηση όλων των υποχρεώσεων της Αναδόχου (άρθρ. 34). Εξάλλου, με το από 4-12-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, η ως άνω εταιρεία «…………» μεταβίβασε με εκχώρηση τη συμβατική της σχέση με το Ίδρυμα στην πρώτη των εναγομένων ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής παραχωρησιούχου σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελευταίας, που απέρρεαν από τη σύμβαση, προσθέτως δε, με το ίδιο συμφωνητικό επιμηκύνθηκε η διάρκεια της παραχώρησης και εκμετάλλευσης του κτιρίου σε 35 έτη, ήτοι από 1.1.2007 έως 31.12.2041. Τέλος, με το από 1-9-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε μεταξύ του Ιδρύματος και της πρώτης των εναγομένων, με εγγυητή το δεύτερο εναγόμενο, η μείωση του ετήσιου ποσού, που έπρεπε να καταβάλλει η Ανάδοχος, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή.

Όπως σαφώς συνάγεται από όλα τα αποδεικτικά μέσα, το καθοριστικό στοιχείο της ως άνω από 20-12-2006 σύμβασης ήταν η πλήρης αναπαλαίωση (ανακατασκευή) των δύο όμορων διατηρητέων κτιρίων του Ιδρύματος, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η εκμετάλλευσή τους. Συγκεκριμένα, για τη χρηματοδότηση του έργου αυτού, ήταν αναγκαία η καταβολή πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών, που το Ίδρυμα δεν μπορούσε να διαθέσει. Για το λόγο αυτό, επιλέχθηκε η ως άνω σύμβαση, βάσει της οποίας ανατέθηκε, με σύμβαση έργου, η εκτέλεσή του στην εταιρεία «…………..», με αμοιβή της εργολάβου (Αναδόχου), συνιστάμενη στην παραχώρηση προς εκμετάλλευση σ’ αυτήν των ανακατασκευασμένων κτιρίων για το παραπάνω χρονικό διάστημα και επιπλέον στην καταβολή προς το Ίδρυμα ενός ορισμένου ποσού (αναπροσαρμοζόμενου) για κάθε χρόνο της περιόδου παραχώρησης. Βέβαια, στην ως άνω συμβατική σχέση υπάρχουν στοιχεία, που προσομοιάζουν με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σύμβασης μίσθωσης (άρθρ. 574 επ. ΑΚ), ήτοι η παραχώρηση της χρήσης του πράγματος (στο μισθωτή) με υποχρέωση καταβολής ανταλλάγματος (μισθώματος). Όμως, τα στοιχεία αυτά μόνο φαινομενικά δημιουργούν την εντύπωση ότι η ως άνω σύμβαση μπορεί να έχει χαρακτηριστικά μίσθωσης. Πράγματι, όπως προεκτέθηκε, τόσο η υποχρέωση παραχώρησης της χρήσης των ακινήτων προς εκμετάλλευση, όσο και η υποχρέωση καταβολής των ως άνω χρηματικών ποσών ετησίως, εξυπηρετούν τη γενεσιουργό αιτία για την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης, που ήταν η επιδίωξη του Ιδρύματος για την πλήρη ανακατασκευή των παραπάνω διατηρητέων κτιρίων και συμφωνήθηκαν ως αμοιβή της εργολήπτριας εταιρείας για την εκτέλεση του έργου αυτού. Όμως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η σύμβαση αυτή έχει χαρακτηριστικά μικτής σύμβασης [σύμβαση έργου με αμοιβή την (εν μέρει) παραχώρηση προς εκμετάλλευση των ακινήτων για την ως άνω χρονική περίοδο και σύμβαση μίσθωσης με την (εν μέρει) παραχώρηση προς εκμετάλλευση των ακινήτων και καταβολή των ως άνω ετήσιων ποσών ως μισθωμάτων], όπως προεκτέθηκε, η σύμβαση έργου είναι ασφαλώς η προέχουσα, καθόσον μάλιστα η παροχή της Αναδόχου για την υλοποίησή της (διάθεση κεφαλαίων τουλάχιστον 2,2 εκατομμυρίων ευρώ σε μικρό χρονικό διάστημα) είναι σαφώς σημαντικότερη από την έτερη παροχή του, ήτοι την καταβολή (εκτεινόμενη σε χρονικό διάστημα πολλών ετών) των προαναφερόμενων ετησίως ποσών.

Ενόψει των ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις, που διέπουν τη σύμβαση έργου, μεταξύ των οποίων είναι και αυτές για τη διαδικασία εκδίκασης της υπόθεσης, που είναι η τακτική διαδικασία, καθώς και οι σχετικές με το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, που είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο (άρθρ. 14 παρ. 2, 18 ΚΠολΔ). Συνεπώς, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, που εκδίκασε την υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών και δεν κηρύχθηκε αναρμόδιο, παραπέμποντας αυτήν στο αρμόδιο Δικαστήριο, έσφαλε. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο, το οποίο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, έχει την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει, αφού κάνει δεκτή την έφεση, να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρ. 46, 535 παρ. 2 ΚΠολΔ), ήτοι στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά (βλ. Σ. Σαμουήλ Η Έφεση, έκδ. 2009 σελ. 366-367). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στο καταθέσαν (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εφεσιβλήτων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 4924/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε τις διαφορές των διαδίκων κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 παρ. 1 ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Δικαστήριο, που είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης, στο καταθέσαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 27 Δεκεμβρίου   2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ