Αριθμός 631/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3o
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Δημήτριο Σπυρόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Σωτήριο Θεοδοσίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1820/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 24.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 24-7-2020 (με αριθμ. κατάθ. ……/27-7-2020) έφεση του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, ………, που στρέφεται κατά της με αριθμ. 1820/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 αριθμ. 2 ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (διαφορών από τη σχέση της οροφοκτησίας). Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για την άσκησή της παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην από 24-7-2019 (με αριθμ. κατάθ. ……./2-8-2019) αγωγή, ο ενάγων ιστορούσε ότι είναι αποκλειστικός κύριος του ισόγειου ορόφου μίας διώροφης οικοδομής, μετά του συνεχόμενου ημιτελούς κτίσματος του προαυλίου και του ακάλυπτου χώρου, συνολικού εμβαδού40τ.μ. και του οικοπέδου, σε ποσοστό συγκυριότητας 50%, εμβαδού (του οικοπέδου) 194,20 τ.μ., που βρίσκεται εντός της ……, στην ενορία του Ιερού Ναού της …….., όπως τα όρια αυτού περιγράφονται στην ένδικη αγωγή. Ότι η ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία περιήλθε στον ίδιο κατά παράγωγο τρόπο, (κληρονομική διαδοχή) και δη δυνάμει της αναφερόμενης, νομίμως μεταγεγραμμένης αποδοχής κληρονομιάς της μητέρας του. Περαιτέρω, ισχυριζόταν ότι από το έτος 2015 ο εναγόμενος, που είναι ιδιοκτήτης του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου της ως άνω οικοδομής και συγκύριος του οικοπέδου κατά ποσοστό 50%, έχει ανεγείρει ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα και μία μονόφυλλη μεταλλική καγκελόπορτα, συνολικού μήκους τριών μέτρων και ύψους δύο μέτρων, σε ενδιάμεσο σημείο του κοινόχρηστου χώρου του ως άνω οικοπέδου. Ότι κλειδί αυτής της καγκελόπορτας κατείχε μόνο ο εναγόμενος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την πρόσβαση του ιδίου (ενάγοντος) στο εν λόγω κοινόχρηστο τμήμα, όπου καταλήγει ένα παράθυρο της οριζόντιας ιδιοκτησίας του, το οποίο και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει. Επιπρόσθετα, ισχυριζόταν ότι ο εναγόμενος, σ’ αυτόν τον καταληφθέντα χώρο, παρανόμως και αυθαιρέτως, είχε ανεγείρει και χρησιμοποιούσε ως τουαλέτα ένα ισόγειο κτίσμα, επικαλυμμένο με πλάκα, ενώ τον ως άνω καταληφθέντα κοινόχρηστο χώρο ο εναγόμενος τον είχε υπερυψώσει αυθαιρέτως κατά είκοσι εκατοστά του μέτρου, προβαίνοντας σε επίστρωσή του με πλάκες πεζοδρομίου. Ότι οι κατασκευές αυτές (κτίσμα, υπερύψωση δαπέδου) ήταν πολεοδομικά αυθαίρετες, μη δυνάμενες να νομιμοποιηθούν, καθόσον ο ίδιος (ο ενάγων) δεν παρείχε τη συναίνεσή του. Επιπλέον, ο ενάγων ανέφερε ότι ο εναγόμενος είχε ανεγείρει, παρανόμως και αυθαιρέτως, στο διαμέρισμά του και ειδικότερα στο μπαλκόνι του, μία τουαλέτα, της οποίας ο σωλήνας αποχέτευσης διερχόταν όχι μέσα από το εσωτερικό μέρος του τοίχου της οικίας του, αλλά εξωτερικά και επάνω ακριβώς από το δικό του ισόγειο διαμέρισμα. Ότι στο παρελθόν είχαν υπάρξει διαρροές της σωλήνωσης αυτής, υφίσταται κίνδυνος νέων διαρροών, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δημιουργούνται σε βάρος του ιδίου (ενάγοντος) και της ιδιοκτησίας του οχληρές και ανθυγιεινές καταστάσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να άρει (να αποξηλώσει) τις προαναφερθείσες κατασκευές, καθώς και να απέχει στο μέλλον από παρόμοιες ενέργειες, με απειλή χρηματικής ποινής, ύψους 1.000 ευρώ για κάθε παραβίαση της απόφασης και προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγομένου διάρκειας δέκα (10) ημερών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεση για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117ΑΚ, 1, 2 παρ.1, 3, 4 παρ.1, 5 και 13 του ν. 3741/1929 “περί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους”, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 54 ΕισΝ.Α.Κ.), προκύπτει ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή (διηρημένη) κυριότητα επί ορόφου οικοδομής ή διαμερίσματος ορόφου, παρεπομένως δε αναγκαστική, αυτοδικαίως κτώμενη, συγκυριότητα κατ` ανάλογη μερίδα επί των μερών του όλου ακινήτου, των χρησιμευόντων στην κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, κατά την ενδεικτική στις άνω διατάξεις απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, η πιλοτή, η είσοδος της πολυκατοικίας, οι φωταγωγοί, οι αεραγωγοί, οι κλίμακες (σκάλες), οι τοίχοι που άπτονται κοινόχρηστων μερών, η πρασιά, ο κήπος, η πρόσοψη -εξωτερική εμφάνιση της πολυκατοικίας, οι κοινόχρηστες εγκαταστάσεις φωτισμού και ύδρευσης, το λεβητοστάσιο κλπ., καθώς και κάθε άλλο πράγμα που χρησιμεύει στην κοινή των ιδιοκτητών χρήση. Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική δικαιοπραξία της οροφοκτησίας είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του άνω ν.3741/1929. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις ή και από τις αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικές διατάξεις νόμου (βλ. ΟλΑΠ 7/1992, ΑΠ 922/1998 ΝΟΜΟΣ). Ως πρωτότοιχος νοείται κάθε τοίχος, που αποτελεί μέρος του σκελετού της οικοδομής και στηρίζει αυτήν επί των θεμελίων, καθώς και οι χωρισμένες διαιρέσεις των διαμερισμάτων, κάθετες ή οριζόντιες, και αν ακόμη οι τοίχοι αυτοί δεν αποτελούν βασικούς τοίχους, αρκεί να χρησιμεύουν για την όλη ευστάθεια της οικοδομής (βλ. ΑΠ 1066/1975 ΝοΒ 24/393, ΕφΑθ. 2396/1998 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 του ίδιου νόμου 3741/1929, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1002 και 1117 του ΑΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών (συμβολαιογραφικά καταρτιζόμενη και υποκείμενη σε μεταγραφή) για τον τρόπο χρήσης των κοινόχρηστων και κοινόκτητων μερών της οικοδομής (κανονισμός), καθένας από τους διαμερισματούχους έχει όλα τα δικαιώματα που ανήκουν στον κύριο, εφόσον όμως η άσκηση αυτών δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτητών ή δεν μειώνει την ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος. Έτσι, δικαιούται σε απόλυτη χρήση του διαμερίσματός του και των κοινών πραγμάτων και μπορεί να επιχειρήσει μεταβολές ή προσθήκες στα αδιαιρέτως κοινά μέρη του οικοδομήματος, καθώς και να προβαίνει στην επισκευή ή ανανέωση αυτών, υπό τον όρο να μη βλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών, να μη μεταβάλλει το συνήθη προορισμό αυτών και να μη παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτητών και την ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος. Η ενάσκηση του δικαιώματος κάθε συνιδιοκτήτη για απόλυτη χρήση του διαμερίσματός του και των κοινών μερών του οικοδομήματος πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη βλάπτονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών. Αυτός ο περιορισμός δεν αφορά απλώς μόνο βλάβη του δικαιώματός τους συγχρήσεως των κοινών. Δηλαδή, δεν διασφαλίζει μόνο την ίση και όμοια χρήση των κοινών, αλλά απαιτεί η χρήση να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε με αυτόν όχι μόνο να μη βλάπτεται η χρήση των κοινών από τους λοιπούς, αλλά οποιοδήποτε δικαίωμα αυτών από το δεσμό της οροφοκτησίας (βλ. ΑΠ 861/1994 ΝΟΜΟΣ). Μεταβολή ή προσθήκη των κοινών μερών της οροφοκτησίας νοείται ειδικότερα η βελτίωση, που αποβλέπει στην αποδοτικότερη χρήση του κοινού με τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων υπέρ όλων κατ` αρχήν των συνιδιοκτητών, αν δε αυτή (βελτίωση) αφορά έναν ή ορισμένους μόνο από τους συνιδιοκτήτες, πρέπει να μην καθιστά χειρότερη τη θέση των λοιπών. Το αν οι παραπάνω μεταβολές του κοινού μέρους είναι επιτρεπτές ή όχι με την παραπάνω έννοια, κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα με τις επιμέρους ανάγκες των διαιρετών ιδιοκτησιών και το σκοπό που εξυπηρετεί το κοινό μέρος, που υφίσταται τη μεταβολή στη λειτουργία της όλης συνιδιοκτησίας (βλ. ΑΠ 984/2010, ΑΠ 827/2005 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι κατά τις άνω διατάξεις επιχειρούμενες μεταβολές των κοινόχρηστων μερών της οικοδομής είναι ισχυρές ακόμη και αν αυτές έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις αναγκαστικού δικαίου ρητές διατάξεις της περί σχεδίου πόλεων νομοθεσίας ή του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, οι οποίες αποβλέπουν σε διάφορο σκοπό και των οποίων η παραβίαση συνεπάγεται τις σε αυτές κατά περίπτωση οριζόμενες διοικητικές κυρώσεις (βλ. ΟλΑΠ 7/1992, ΟλΑΠ 583/1983 ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι κύριος του ισόγειου ορόφου μίας διώροφης οικοδομής, που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου εμβαδού 194,20 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός της …….., στην ενορία του Ιερού Ναού της ………. Επιπλέον, ο ανωτέρω έχει την αποκλειστική χρήση του έμπροσθεν της οικίας του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, εμβαδού 40 τ.μ. περίπου. Εξάλλου, ο εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης της οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου της ως άνω οικοδομής, εμβαδού 27,41 τ.μ. περίπου, η οποία αποτελείται από δύο δωμάτια, κουζίνα και τουαλέτα (wc). Ειδικότερα, ο ισόγειος όροφος της οικοδομής περιήλθε στον ενάγοντα, λόγω κληρονομικής διαδοχής, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……./9-2-2006, νομίμως μεταγεγραμμένης, δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Καλλιθέας …….., από την εκ διαθήκης κληρονομιά της μητέρας του ………., το γένος …….., η οποία απεβίωσε στις 3-12-2003. Το διαμέρισμα αυτό είχε περιέλθει στην μητέρα του ενάγοντος, δυνάμει του με αριθμό ……./16-1-1949 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλαυρείας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα. Με το συμβόλαιο αυτό οι κληρονόμοι του ……, ήτοι η σύζυγός του (…….) και τα τέκνα αυτού ……., ……., …………….., ……… και ……, διένειμαν την πατρική κληρονομιά του ανωτέρω, στην οποία περιλαμβανόταν και το ανωτέρω ακίνητο. Έτσι, με βάση τις προβλέψεις του συμβολαίου διανομής, η ….. (χήρα …..), έλαβε αυτούσιο τον ισόγειο όροφο της ανωτέρω οικοδομής, μετά του ημιτελούς τότε κτίσματος στον ακάλυπτο χώρο και του πέριξ αυτού προαυλίου, ενώ αντίστοιχα η …… (γιαγιά του εναγομένου και απώτερη δικαιοπάροχός του), έλαβε το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Όπως συνομολογούν οι διάδικοι, με το προαναφερθέν διανεμητήριο συμβόλαιο, με το οποίο έγινε σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του ως άνω ακινήτου, το ποσοστό συνιδιοκτησίας εκάστου επί των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής και επί του όλου οικοπέδου, ανέρχεται σε 50% εξ αδιαιρέτου. Αντιστοίχως, ο εναγόμενος απέκτησε τον πρώτο όροφο της οικοδομής κατά παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/7-2-2002 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, από την μητέρα του ……….. Ειδικότερα, δυνάμει του ανωτέρω συμβολαίου γονικής παροχής, ο εναγόμενος απέκτησε κατά ψιλή κυριότητα τον πρώτο όροφο της οικίας αυτής, ενώ η μητέρα του παρακράτησε την εφ’ όρου ζωής επικαρπία. Όπως αποδείχθηκε, στην είσοδο του ανωτέρω οικοπέδου από την οδό, όπου έχει πρόσοψη (πάροδο ……..), υπάρχει μία σιδερένια πόρτα. Ακολούθως, υπάρχει το αδιαμφισβήτητα κοινόχρηστο ακάλυπτο τμήμα (ενδιάμεσος κοινόχρηστος χώρος) του όλου οικοπέδου. Στο τέλος του ενδιάμεσου ακάλυπτου αυτού τμήματος και δη στα δεξιά του, ήτοι προς τα νοτιοανατολικά, υπάρχει είσοδος, με πέτρινο μαντρότοιχο και σιδερένια πόρτα προς τον ακάλυπτο χώρο (προαύλιο), που οδηγεί στην ισόγεια οικία του ενάγοντος. Εξάλλου, προς τα βορειοδυτικά του ως άνω ενδιάμεσου κοινόχρηστου – ακάλυπτου χώρου, υπάρχει είσοδος προς έναν ακόμη ακάλυπτο χώρο, εμβαδού 18 τ.μ. περίπου, που είναι κοινόχρηστος, μέσω του οποίου ο εναγόμενος, δια της εξωτερικής κλίμακας της οικοδομής, εισέρχεται στην ευρισκόμενη στον πρώτο όροφο οικία του. Παρά το γεγονός ότι ο ανωτέρω ακάλυπτος χώρος είναι κοινόχρηστος, οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου ουσιαστικά τον χρησιμοποιούσαν μόνο αυτές, προκειμένου (μεταξύ άλλων) να κατευθύνονται προς τον πρώτο όροφο της οικίας, δεδομένου, άλλωστε, ότι ο χώρος αυτός, έτσι όπως είναι διαμορφωμένη η όλη οικοδομή, από άποψη λειτουργικότητας και προσανατολισμού, είναι εκ των πραγμάτων προορισμένος να εξυπηρετεί τη βορειοδυτική πλευρά του όλου ακινήτου και ειδικότερα την ιδιοκτησία του εναγομένου. Η κατάσταση αυτή διαμορφώθηκε βάσει του ως άνω με αριθμό ……/16-1-1949 διανεμητηρίου συμβολαίου, σύμφωνα με το οποίο η ……… ελάμβανε το ισόγειο «μετά του συνεχόμενου ημιτελούς κτίσματος προαυλίου και εν γένει περιοχής της», ενώ η ……… ελάμβανε τον πρώτο όροφο της οικοδομής, χωρίς να ορίζεται κάτι για τον ακάλυπτο αυτό χώρο στο βορειοδυτικό τμήμα του όλου οικοπέδου, ο οποίος, κατά συνέπεια, παρέμεινε κοινόχρηστος. Βέβαια, όπως αποδείχθηκε, ουσιαστικά, είχε συναφθεί μία άτυπη συμφωνία μεταξύ των τότε οροφοκτητών, ώστε οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου να χρησιμοποιούν αποκλειστικά τον ακάλυπτο χώρο, ο οποίος, εκ των πραγμάτων, εξυπηρετούσε την ιδιοκτησία του πρώτου ορόφου. Αυτή η άτυπη συμφωνία αποκλειστικής χρήσης του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου λειτούργησε απρόσκοπτα για πολλά έτη και διαμόρφωσε μία, τρόπον τινά, παγιωμένη κατάσταση. Η συμφωνία αυτή, λόγω του άτυπου χαρακτήρα της, ίσχυε ενοχικώς στις μεταξύ των συμβληθέντων μερών σχέσεις (ήτοι μεταξύ των δικαιοπαρόχων των διαδίκων οι οποίοι ήταν και οι ατύπως – σιωπηρώς συμβληθέντες), ωστόσο δεν αντιτάσσεται έναντι των διαδόχων αυτών (καθολικών και ειδικών), μεταξύ δε αυτών και έναντι του ήδη ενάγοντος (βλ. ΑΠ 298/2015 ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων όμως, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, κατέστη κύριος του ισόγειου διαμερίσματος το 2006, δεν προέκυψε ότι συναίνεσε και αυτός ατύπως στην παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης του προς δυσμάς ακάλυπτου χώρου. Γι’ αυτό, όταν ο εναγόμενος, περί το έτος 2013, κατασκεύασε την ως άνω μεταλλική πόρτα με το κιγκλίδωμα, ως διαχωριστικό όριο μεταξύ της προς δυσμάς ακάλυπτης αυλής και του προαναφερόμενου ενδιάμεσου ακάλυπτου κοινόχρηστου χώρου, ο ενάγων αντέδρασε εξωδίκως και, στη συνέχεια, δικαστικά, εγείροντας σχετική (προγενέστερη σε σχέση με την παρούσα) αγωγή, δια της οποίας ζητούσε την καθαίρεση αυτής. Η αγωγή αυτή ασκήθηκε το έτος 2018 και απορρίφθηκε ως αόριστη δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4466/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Όπως προεκτέθηκε, περί το έτος 2013, ο εναγόμενος ανήγειρε ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα και μία μονόφυλλη μεταλλική καγκελόπορτα, συνολικού μήκους τριών και ύψους δύο μέτρων αντίστοιχα, στο προς δυσμάς, πέραν του προαναφερθέντος ενδιάμεσου κοινόχρηστου χώρου του οικοπέδου, ήτοι στο όριο μεταξύ αυτού και της ως άνω βορειοδυτικής αυλής, που έχει επίσης κοινόχρηστο χαρακτήρα. Μάλιστα, κλειδί αυτής της καγκελόπορτας κατείχε αποκλειστικά ο εναγόμενος, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του ενάγοντος από τη δυνατότητα σύγχρησης αυτού, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5ν. 3741/1929 και 787 ΑΚ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύγχρηση αυτή του επίδικου κοινόχρηστου χώρου μπορεί να αποκατασταθεί με επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέσου, ήτοι με τη χορήγηση αντιγράφου κλειδιών της καγκελόπορτας και στον ενάγοντα και όχι με την απομάκρυνση (αποξήλωσή της), η οποία συνεπάγεται για τον εναγόμενο μεγαλύτερο οικονομικό κόστος, επιπλέον δε, η κατασκευή αυτή συνιστά μία χρήσιμη προσθήκη, καθόσον προστατεύει περισσότερο τον επίμαχο ακάλυπτο χώρο (π.χ. από πιθανές εισόδους ζώων, κλεπτών κοκ), θα πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να άρει την προσβολή, με την παράδοση αντιγράφων των κλειδιών της παραπάνω πόρτας στον ενάγοντα, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, με απειλή σε βάρος του χρηματική ποινής ύψους 3.000 ευρώ και προσωπικής του κράτησης, διάρκειας μέχρι ενός μήνα. Επίσης, επειδή υφίσταται κίνδυνος επανάληψης παρόμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον, πρέπει, προσθέτως, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον να παρακωλύει τον ενάγοντα από τη σύγχρηση του επίδικου ακάλυπτου χώρου, με απειλή χρηματικής ποινής ύψους 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας έως 10 μέρες, για κάθε παραβίαση της απόφασης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια ως προς το ζήτημα αυτό, δεν έσφαλε, γι’ αυτό είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Σημειώνεται δε ότι ήδη, όπως διαλαμβάνεται στις προτάσεις του εναγομένου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και προέκυψε, αυτός, αποδεχόμενος τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ως άνω οικοπεδικού τμήματος και συμμορφούμενος με το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, καταρχήν πρόσφερε αντίγραφα των κλειδιών της παραπάνω πόρτας στον αντίδικό του, ενώ ακολούθως, προς αποφυγή διαφωνιών και παρεξηγήσεων, προέβη και σε αφαίρεση της πόρτας αυτής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, προ τριακονταετίας και πλέον, εντός του προαναφερθέντος κοινόχρηστου χώρου, η απώτερη δικαιοπάροχος του εναγομένου ανήγειρε ένα ισόγειο κτίσμα, περιμετρικών διαστάσεων ενός μέτρου και ογδόντα εκατοστών (1,80 μ) – δύο μέτρων και σαράντα πέντε εκατοστών (2,45 μ) – δύο μέτρων και τριάντα εκατοστών (2,30 μ), επικαλυμμένο με πλάκα. Το εν λόγω ισόγειο κτίσμα κατασκευάσθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως τουαλέτα (wc). Όπως προέκυψε, οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου προέβησαν στην εν λόγω κατασκευή, όχι αυθαίρετα, αλλά σε υλοποίηση του από έτους 1949διανεμητηρίου συμβολαίου, σύμφωνα με το οποίο παρασχέθηκε η δυνατότητα στην τότε ιδιοκτήτρια του πρώτου ορόφου (……….) και προφανώς στους διαδόχους της, να ανοίξει βόθρο «επί της περιοχής της οικίας» (προδήλως εννοείται επί του ακάλυπτου χώρου προς δυσμάς). Η παροχή του ως άνω δικαιώματος αναγκαίως συνεπαγόταν και το δικαίωμα για την κατασκευή της παραπάνω τουαλέτας, η οποία ανεγέρθηκε (μαζί με το βόθρο) στο ανωτέρω κοινόχρηστο τμήμα, χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία (αλλά αντιθέτως με τη συναίνεση) της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, προς εξυπηρέτηση των αναγκών των ενοίκων της ως άνω οικίας του πρώτου ορόφου, που τότε δεν διέθετε τουαλέτα στον όροφο. Ενόψει δε της κατασκευής του παραπάνω κτίσματος (τουαλέτας) στον κοινόχρηστο χώρο της οικοδομής, όχι μονομερώς, αλλά κατόπιν συμφωνίας των συγκυρίων του ακινήτου (δικαιοπαρόχων των διαδίκων), αυτό (κτίσμα) κατέστη ουσιώδες συστατικό του όλου ακινήτου και αντικείμενο της αναγκαστικής συγκυριότητας του κοινού, κατ’ άρθρο 1057 ΑΚ (βλ. Σπυριδάκη, Δίκαιο Οριζόντιας και Κάθετης Ιδιοκτησίας, σελ. 24-205). Επομένως, εφόσον δεν πρόκειται για προσθήκη, στην οποία προέβη μονομερώς ο εναγόμενος, όπως διατείνεται ο ενάγων στην αγωγή του, είναι αβάσιμο και απορριπτέο το σκέλος της αγωγής, με το οποίο ζητείται η κατεδάφιση του κτίσματος αυτού, όπως δε προεκτέθηκε, είναι νομικά αδιάφορο το γεγονός ότι το κτίσμα αυτό δεν έχει ακόμη τακτοποιηθεί πολεοδομικά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς μεν, πλην όμως με εσφαλμένη αιτιολογία, που πρέπει να αντικατασταθεί με την ανωτέρω, απέρριψε το ανωτέρω αίτημα της αγωγής. Περαιτέρω όμως, η εκκαλουμένη, μολονότι δεν αποτελούσε αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής το είδος της χρήσης και το δικαίωμα χρήσης του ως άνω κτίσματος, παρά μόνο η κατεδάφισή του ή όχι, (υπολαμβάνοντας ότι ο εναγόμενος έχει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης), τον υποχρέωσε να παύσει στο μέλλον να χρησιμοποιεί το κτίσμα αυτό ως τουαλέτα και να το χρησιμοποιεί πλέον μόνο ως αποθήκη, απειλώντας μάλιστα σε βάρος του χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παραβίαση της απόφασης. Κρίνοντας όμως έτσι, η εκκαλουμένη έσφαλε, αφού επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ουδεμία παρεμπόδιση στη χρήση της επίμαχης κοινόχρηστης αυλής επέφερε η ανύψωσή της κατά 20 εκατοστά του μέτρου και η τοποθέτηση επίστρωσης από πλάκες πεζοδρομίου σ’ αυτήν. Κρίνεται μάλιστα ότι η παρέμβαση αυτή είναι ωφέλιμη για τον εν λόγω κοινόχρηστο χώρο, καθόσον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δείχνει περισσότερο καθαρός και αισθητικά αναβαθμισμένος σε σχέση με την πρότερη κατάσταση, οπότε το αγωγικό αίτημα για αποξήλωση της επίστρωσης αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, στο τμήμα της οικίας του, που προηγουμένως χρησιμοποιούσε ως κουζίνα, κατασκεύασε τουαλέτα, δηλαδή αυτός προέβη σε αλλαγή της χρήσης του χώρου αυτού. Σημειώνεται ότι η αλλαγή αυτή έχει πλέον τακτοποιηθεί πολεοδομικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4178/2013, όπως αποδεικνύεται από τη με ημερομηνία 26-3-2018 με αριθμό πρωτοκόλλου …../2018 βεβαίωση της Γενικής Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών, καθώς και από το με αριθμό πρωτ. Π…../. από 23-6-2015 έγγραφο της εν λόγω υπηρεσίας. Δεδομένου δε ότι η ως άνω τουαλέτα δεν βρίσκεται σε κοινόχρηστο χώρο, αλλά εντός της οικίας του εναγομένου, είναι αβάσιμο και απορριπτέο το αίτημα του ενάγοντος για κατεδάφισή της. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο σωλήνας αποχέτευσης της παραπάνω τουαλέτας του πρώτου ορόφου διέρχεται όχι εσωτερικά, ήτοι όχι μέσα από τον τοίχο, αλλά εξωτερικά, κατά μήκος και εφαπτόμενος του εξωτερικού τοίχου (πρωτοτοίχου) της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, προκειμένου να οδηγηθούν τα λύματα της οικίας στον προαναφερόμενο βόθρο. Στο παρελθόν, είχαν σημειωθεί διαρροές στην οροφή της οικίας του ενάγοντος, όπως αποδεικνύεται από το με αριθμό πρωτοκόλλου …../3-9-2013 αποτέλεσμα υγειονομικού ελέγχου, σύμφωνα με το οποίο προέκυψαν οχληρές και ανθυγιεινές καταστάσεις σε βάρος των ενοίκων. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η βλάβη στο δίκτυο αποχέτευσης αποκαταστάθηκε πλήρως, γεγονός το οποίο συνομολογείται και από τον ίδιο τον ενάγοντα. Ο τελευταίος, βέβαια, ισχυρίζεται ότι, έστω και αν αποκαταστάθηκε το πρόβλημα διαρροής, και μόνο το γεγονός ότι πάνω από την δική του ιδιοκτησία βρίσκεται ο σωλήνας αποχέτευσης της τουαλέτας του εναγομένου, συνιστά διοικητική παράβαση, αποτελεί εστία πιθανών μολύνσεων, σε περίπτωση που υπάρξει ξανά στο μέλλον διαρροή και παραβλάπτει τη χρήση της δικής του ιδιοκτησίας. Αιτείται δε να αποξηλωθεί ο σωλήνας αυτός και να τοποθετηθεί αντίστοιχος στο εσωτερικό της επιφάνειας του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες κατοικίες με τις σημερινές υγειονομικές προδιαγραφές, βάσει των οποίων οι σχετικές σωληνώσεις αποχέτευσης διέρχονται από το εσωτερικό μέρος των κτιρίων και όχι εξωτερικά. Καταρχήν, επισημαίνεται ότι η ως άνω υπ’ αριθμ. πρωτ. …../3-9-2013 έκθεση υγειονομικού ελέγχου εστιάζει το όλο ζήτημα στην κατά το παρελθόν παρατηρηθείσα διαρροή του εξωτερικού σωλήνα αποχέτευσης, χωρίς να αναφέρει κάτι ούτε για την αναγκαιότητα κατάργησής του ούτε και για την εγκατάσταση εσωτερικού δικτύου αποχέτευσης. Στο δε με αριθμό πρωτοκόλλου ….., με ημερομηνία 9-9-2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης και Γενικού Σχεδιασμού Πόλης του Δήμου Πειραιά, απλώς βεβαιώνεται ότι δεν διαπιστώθηκε διαρροή από το αποχετευτικό δίκτυο του πρώτου ορόφου, ιδιοκτησίας του εναγομένου, στο ισόγειο του ενάγοντος. Πέραν αυτού όμως, όπως προεκτέθηκε, το αν οι μεταβολές του κοινού μέρους είναι επιτρεπτές ή όχι με την παραπάνω έννοια, κρίνεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα με τις επιμέρους ανάγκες των διαιρετών ιδιοκτησιών και το σκοπό που εξυπηρετεί το κοινό μέρος, που υφίσταται τη μεταβολή, στη λειτουργία της όλης συνιδιοκτησίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει των ανωτέρω, όπως αποδείχθηκε, λόγω της παλαιότητας της κατασκευής της οικίας (περί τη δεκαετία του 1940), αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι το πάτωμα αυτής είναι ξύλινο, δεν υπάρχει τεχνική δυνατότητα εγκατάστασης εσωτερικού δικτύου αποχέτευσης. Ανεξαρτήτως δε αν η ως άνω κατασκευή είναι σύννομη διοικητικά ή όχι, δεν προέκυψε ότι παραβλάπτεται από αυτήν η χρήση της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, όπως προβάλλεται στην αγωγή. Συνεπώς, είναι αβάσιμο και απορριπτέο το παραπάνω αίτημα της αγωγής. Η εκκαλουμένη, που απέρριψε, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που πρέπει να αντικατασταθεί με την ανωτέρω, τα αιτήματα της αγωγής για καθαίρεση και αποξήλωση α) της επίστρωσης με πλάκες πεζοδρομίου του ως άνω κοινόχρηστου χώρου στο βορειοδυτικό μέρος του οικοπέδου, β) της τουαλέτας, που βρίσκεται στο διαμέρισμα του εναγομένου και γ) του σωλήνα αποχέτευσης της παραπάνω τουαλέτας, δεν έσφαλε, γι’ αυτό είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα, που υποστηρίζει ο εκκαλών. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, κατά την έρευνα του σκέλους της αγωγής, που αναφερόταν στο αίτημα για την κατεδάφιση του ως άνω κτίσματος (τουαλέτας), που βρίσκεται στο κοινόχρηστο βορειοδυτικό μέρος του οικοπέδου, η εκκαλουμένη έσφαλε, αφού επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Γι’ αυτό πρέπει, κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικό λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς το παραπάνω μέρος της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει να περιοριστεί το διατακτικό της εκκαλουμένης, με αφαίρεση από αυτό της επιβληθείσας υποχρέωσης στον εναγόμενο να παύσει στο μέλλον να χρησιμοποιεί ως τουαλέτα το παραπάνω κτίσμα, με απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, για την περίπτωση μη συμμόρφωσής του. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στον καταθέσαντα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο εκκαλών-ενάγων, λόγω της ήττας του, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 1820/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 αριθμ. 2 ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (διαφορών από τη σχέση της οροφοκτησίας), μόνο κατά το μέρος της, που (υπολαμβάνοντας ότι ο εναγόμενος έχει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης), τον υποχρέωσε να παύσει στο μέλλον να χρησιμοποιεί το ευρισκόμενο στο κοινόχρηστο βορειοδυτικό τμήμα του οικοπέδου κτίσμα ως τουαλέτα και να το χρησιμοποιεί πλέον μόνο ως αποθήκη, απειλώντας σε βάρος του χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παραβίαση της απόφασης.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την αγωγή ως προς το παραπάνω μέρος της.
ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙ το διατακτικό της εκκαλουμένης, με αφαίρεση από αυτό της επιβληθείσας υποχρέωσης στον εναγόμενο να παύσει στο μέλλον να χρησιμοποιεί ως τουαλέτα το παραπάνω κτίσμα, με απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, για την περίπτωση μη συμμόρφωσής του.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στον καταθέσαντα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, που ορίζει για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας σε χίλια διακόσια (1200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Δεκεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ