Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 667/2018

Αριθμός 667/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ. Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ. α, 287, 290, 291 και 292 Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την έφεση (άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) προς εκείνες των άρθρων 1710 επ. Α.Κ. προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται μεταξύ άλλων και όταν εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η απόφαση του Εφετείου Πάγου, πεθάνει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή από αυτόν που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης σε περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να είναι είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή είτε και αναγκαστική, με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου του που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου. Οι διάδικοι αυτοί μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την έλλειψη της γνωστοποίησης και θεωρώντας ότι η δίκη έχει διακοπεί, να επισπεύσουν την επανάληψή της, τηρώντας όμως τη διαδικασία που διαγράφεται από το άρθρο 291 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή κοινοποιώντας δικόγραφο περί επαναλήψεως της δίκης στον υπέρ ου η διακοπή διάδικο και ειδικότερα, σε περίπτωση διακοπής συνεπεία θανάτου διαδίκου, στον καθολικό διάδοχό του (κληρονόμο του). Και τούτο ανεξαρτήτως αν, κατά την κρίση του επισπεύδοντος, οι κληρονόμοι του αρχικού διαδίκου έχουν ή όχι έννομο συμφέρον να συνεχίσουν τη δίκη (ΑΠ 103/2017, Α.Π. 1251/2014, 331/2013, 1054/2012). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται για συζήτηση η από 28-12-2016 έφεση κατά της με αριθμό 789/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νόμιμη δικάσιμο αυτής δεν εμφανίσθηκε ο τρίτος εφεσίβλητος και οι λοιποί εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους δήλωσαν ότι ο τρίτος εφεσίβλητος απεβίωσε στις 14-9- 2017, χωρίς όμως να προβεί και σε δήλωση επανάληψης της δίκης από τους καθολικούς διαδόχους (κληρονόμους) του ανωτέρω εφεσιβλήτου. Το γεγονός του θανάτου του προαναφερθέντος διαδίκου δεν αμφισβητήθηκε από τον εκκαλούντα. Ενόψει τούτων, εφόσον δεν επαναλήφθηκε η βιαίως διακοπείσα δίκη με νόμιμο τρόπο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης ως προς τον ανωτέρω (τρίτο) εφεσίβλητο.

Η κρινόμενη από 28-12-2016 (γεν. αρθ. εκθ. καταθ. ……….. και ειδ. αριθ. καταθ. ……….) έφεση του ενάγοντος της από 17-1-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……….) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 789/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου και της συνεκκαλούμενης με αριθμό 2048/2014 μη οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των 663 επ. του Κ.Πολ.Δ. καθώς έχει ασκηθεί στις 29-12-2016, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Κατ’ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εναγόμενος προτείνων, κατ ένσταση, προς απόρριψη της κατ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργειά του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (βλ. ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009.103, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 46.1661, ΕΑ 2044/1998 ΕλλΔνπ 39.606, ΕΑ 6693/1997 ΝοΒ 46.650, ΕΑ 9826/1989 ΕλλΔνη 32.1631). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους και εν γένει της διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Στην περίπτωση αυτή, η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής που συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογα­ριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες, που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ως άνω ιδιότητά του, ενώ, αυτός (πλοιοκτήτης) ενέχεται απέναντι των δανειστών, για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις σχετικές δικαιοπραξίες. Εφόσον, λοιπόν, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται αυτός (διαχειριστής) υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ επέκταση δεν ενέχεται ο ί­διος για την εκπλήρωσή της. Όμως, ο τελευταίος έχει προσωπική ευθύνη, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΕΠ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕΠ 5/2012 ΠειρΝομ 2012.168, ΕΠ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39, ΕΠ 940/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.931).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 17-1-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ………..) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που συνήψε με τον τρίτο εναγόμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας και της δεύτερης εναγομένης που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και γενική πράκτορας της πρώτης, προσλήφθηκε για να προσφέρει την εργασία του ως τεχνίτης για τη διενέργεια επισκευών σε επισκευαστικές εργασίες ηλεκτρομηχανών επί του αναφερόμενου στην αγωγή πλοίου που βρίσκονταν εν πλώ προς το λιμένα της Σαγκάης. Ότι στις 13-4-2011 και περί ώρα 05:30 κατά την εκτέλεση των εργασιών που του είχαν ανατεθεί υπέστη εργατικό ατύχημα κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες από υπαιτιότητα των εναγομένων. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι όφειλαν να του καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 209.915 ευρώ για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο ατύχημα, όπως κάθε ειδικότερο κονδύλιο αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 340, 341, 346,481 επ., 914, 922, 926, 929, 932 του ΑΚ, 1 παρ. 1,2 ν 762/1978, 1,2,16 του ΚΝ 551/1915, 70 και 176 του Κ.Πολ.Δ., απέρριψε τη αγωγή κατ’ουσίαν βάσιμη και επέβαλε σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων την οποία όρισε στο ποσό των 650 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή του ο εκκαλών – ενάγων για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του και να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του ενάγοντος, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλουμένη με αριθμό 2048/2014 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, τις με αριθμούς κατάθεσης ………. και ……. εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων που ορίστηκαν με την με προαναφερόμενη μη οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η δεύτερη εφεσίβλητη είναι διαχειρίστρια του υπό κυπριακή σημαία και νηολογίου Λεμεσού (αρ. …….) φορτηγού πλοίου με το όνομα H.V., του οποίο πλοιοκτήτρια είναι η πρώτη εφεσίβλητη (βλ. υπ. αριθμ. πρωτ. …… έγγραφο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου). Η δεύτερη εφεσίβλητη με τη από 14-3-2011 επιστολή της προς τον ……, στην οποία διευκρινίζονταν ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, τον προσκαλούσε να καταθέσει προσφορά για την εκτέλεση των ειδικότερα αναφερομένων στην επιστολή εργασιών επί του ανωτέρω πλοίου. Ο παραπάνω αποδέκτης της επιστολής αποδέχθηκε την πρόταση με την από 18-11-2011 απαντητική επιστολή του για ενημέρωση των πλοιοκτητών και πρότεινε και τον ενάγοντα ως μέλος της επισκευαστικής ομάδας ενώ οι εργασίες συμφωνήθηκαν ότι θα γίνονταν κατ’αποκοπή. Από τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αποδεικνύεται ότι αφενός δεν υπήρχε σύμβαση ναυτικής εργασίας αφού η επισκευαστική ομάδα θα εκτελούσε συγκεκριμένες εργασίες εντός ορισμένου χρόνου χωρίς ένταξη στο πλήρωμα του πλοίου και αφετέρου η έλλειψη της παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εφεσίβλητης η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πρώτης. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών μετέβει αεροπορικώς στο Χονγκ Κονγκ όπου επιβιβάστηκε στο προαναφερόμενο πλοίο και τις πρωινές ώρες της 13-4-2011 ενώ το πλοίο βρίσκονταν ανοιχτά του λιμένος της Σαγκάης, ο ενάγων και ο …….. ανέλαβαν την μεταφορά ενός στροφάλου ηλεκτρογεννήτριας από το ένδικο πλοίο σε άλλο πλοίο. Με βάση το σχεδίασμά, ο στρόφαλος θα μεταφερόταν από την αριστερή πλευρά του πλοίου στην δεξιά, με τη χρήση χειροκίνητων τροχαλιών και συρματόσχοινου, ενώ, στην υλοποίησή της μεταφοράς, θα μετείχαν τρεις ομάδες, αποτελούμενες από τρία πρόσωπα εκάστη. Οι δύο ομάδες βρίσκονταν στην αριστερή πλευρά και η άλλη ομάδα, στην οποία μετείχε και ο εκκαλών στη δεξιά πλευρά. Ειδικότερα, οι δύο ομάδες θα είχαν ως έργο να ανυψώσουν το στρόφαλο και η τρίτη (στην οποία μετείχε και ο ενάγων) να τον σύρει, ώστε να τοποθετηθεί σε καρότσι όπου, περαιτέρω, θα συνεχιζόταν η μεταφορά του. Προκειμένου δε να επιτευχθεί η μετακίνηση του στροφάλου, όπως είχε σχεδιαστεί, είχε τοποθετηθεί σε κάθε τροχαλία γάντζος που προσαρμοζόταν στο στρόφαλο και οποίος ασφάλιζε με κλιπ ασφαλείας το οποίο και θα κρατούσε σταθερά το γάντζο στο στρόφαλο, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος, ένεκα του πολύ μεγάλου βάρους του στρόφαλου, να φύγει ο γάντζος από τη θέση του. Από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ήταν παρών κατά τον ανωτέρω χρόνο προκύπτει ότι στον γάντζο της τροχαλίας την οποία θα ήλκυε ο εκκαλών υπήρχε κλιπ ασφαλείας πλην όμως ο τελευταίος, αν και έμπειρος τεχνίτης δεν το ασφάλισε. Αποτέλεσμα της παραπάνω παράλειψής του ήταν κατά την χρήση της τροχαλίας ο παραπάνω γάντζος να ελευθερωθεί και να επιπέσει στο αριστερό γόνατο του εκκαλούντος με αποτέλεσμα τον ένδικο τραυματισμό του. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο ασφαλής τρόπος μεταφορά του στροφάλου ήταν αυτός που εκτελούνταν κατά τον ανωτέρω χρόνο και τηρουμένης της επιμέλειας των μετεχόντων. Έτσι η παράλειψη του εκκαλούντος να ασφαλίσει το κλίπ του γάντζου οδήγησε στο προαναφερόμενο ατύχημα. Συνεπώς αποκλειστικά υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος ήταν ο εκκαλών ενώ ουδεμία ευθύνη των προστιθέντων από την πρώτη εφεσίβλητη προσώπων αποδείχθηκε. Επιπλέον ο εκκαλών, αν και είχε την δυνατότητα δεν προέβει στην αναγγελία του ατυχήματος τους προς τον ασφαλιστικό του φορέα ώστε να λάβει την αναλογούσα αποζημίωση. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια απορρίπτοντας την αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσιαν αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης ως προς τον τρίτο των εφεσιβλήτων

Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 28-12-2016 (γεν. αρθ. εκθ. καταθ. …… και ειδ. αριθ. καταθ. …..) έφεση του ενάγοντος της από 17-1-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 789/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσιαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρο όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ