Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 35/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ     

TMHMA ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περίληψη

Φύση του ποσού της εγγύησης που δίδεται κατά την κατάρτιση της μίσθωσης και αξίωση αποδόσεώς του-ορισμένο ένστασης συμψηφισμού-πραγματικό ελάττωμα μισθίου-λόγος περί δικαστικών εξόδων στην περίπτωση που υφίσταται λόγος μη καταβολής αμοιβής στο δικηγόρο του διαδίκου.

Αριθμός απόφασης 35/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, .Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας,  ομόρρυθμης εταιρείας ……..η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ευθυμίου Μικρού.

Των εφεσιβλήτων : 1) ……….., 2) ……….., οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Γεωργίου Γιαννόπουλου.

Οι ενάγουσες άσκησαν την από 15-10-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../2019) αγωγή τους και η εναγομένη την από 18-11-2019 (με αύξ.αριθμ. εκθε. καταθ. ……../2019) ανταγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 2950/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εξ ολοκλήρου δεκτή, ενώ η ανταγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

Η εναγομένη με την από 28-9-2020 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../28-9-2020) έφεσή της, που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά στις 20-5-2021 και μετ’αναβολήν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την παραπάνω απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου)  η από 28-9-2020 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../28-9-2020) έφεση της εναγομένης, ως ολικά ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 2950/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών- διαφορών, και αφενός μεν έκανε δεκτή την από 15-10-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2019) αγωγή των εναγουσών κατ’αυτής περί καταβολής οφειλόμενων μισθωμάτων και αποζημίωσης χρήσης, και αφετέρου απέρριψε στο σύνολό της την από 18-11-2019 (με αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2019) ανταγωγή της κατ’αυτών, περί αποζημίωσης εξαιτίας πραγματικού ελαττώματος του μισθίου. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός μηνός από την επίδοσή της που έλαβε χώρα στις 23-9-2020 (σχετ. η υπ’αριθμ. ……/23-9-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .. …..), ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. ………. e-παράβολο και από 28-9-2020 αποδεικτικό πληρωμής της ALPHA BANK). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη, αφού σημειωθεί ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων απαλλάσσεται της υποχρέωσης προκαταβολής των αναλογούντων εισφορών και κρατήσεων στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, που είναι εγγεγραμμένος, κατ’άρθρο 61 παρ. 3 β του ν.4194/2013, εφόσον εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 82 παρ.2 του ίδιου νόμου, ως παρέχων δικηγορικές υπηρεσίες σε συγγενείς του εξ αίματος μέχρι του τρίτου βαθμού (μητέρα και θεία), σύμφωνα με σχετική υπεύθυνη δήλωσή του που επισυνάπτεται στο φάκελο της δικογραφίας (άρθρο 61 § 3 δ) εδ.β΄του άνω νόμου.

Με την αγωγή τους οι ενάγουσες ισχυρίστηκαν, ότι δυνάμει της από 1-1-2015  έγγραφης σύμβασης μισθώσεως, τα ουσιώδη στοιχεία της οποίας αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε, εκμίσθωσαν στην εναγομένη το ειδικότερα περιγραφόμενο ισόγειο κατάστημα, διώροφου κτίσματος επί της οδού ……….. στον Πειραιά, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, με αφετηρία την 1-1-2015 και έναντι μηνιαίου μισθώματος ύψους 2.500 ευρώ, για τα δύο πρώτα έτη της μισθώσεως και 2.625 ευρώ, για το τρίτο έτος, ενώ για το τέταρτο και πέμπτο έτος συμφωνήθηκε ετήσια περαιτέρω αύξηση σε ποσοστό 2 % πλέον του δείκτη τιμών καταναλωτή, όπως αυτός θα διαμορφωνόταν την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, προκαταβλητέου εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε ημερολογιακού μήνα. Ότι η εναγομένη, αν και έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου αρνείτο να τους καταβάλει το ποσό των 1.554 ευρώ, ως υπόλοιπο μισθωμάτων για το έτος 2017, των 652,68 ευρώ, ως υπόλοιπο μισθωμάτων για το έτος 2018, των 109,68 ευρώ, ως υπόλοιπο μισθώματος του μηνός Ιανουαρίου 2019, των 98,36 ευρώ, ως υπόλοιπο μισθώματος για καθέναν από τους μήνες Φεβρουάριο έως και Ιούνιο του έτους 2019, των 8.488,08 ευρώ, για μισθώματα των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2019 και συνολικά το ποσό των 11.296,34 ευρώ, ενώ τους οφείλει και το ποσό των 282,93 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης αποδόσεως του μισθίου, μετά την καταγγελία της μίσθωσης, που αντιστοιχεί στο 1/10 του καταβλητέου μισθώματος, ως αποζημίωση χρήσης, σύμφωνα με σχετικό συμβατικό όρο. Ακολούθως, ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους αποδώσει τη χρήση του μισθίου και να τους καταβάλει συμμέτρως : α/ τα παραπάνω ποσά οφειλόμενων μισθωμάτων, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, για κάθε επιμέρους ποσό, από την έκτη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β/ το ποσό των 4.244,04 ευρώ, ως αποζημίωση χρήσης, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.

Η εναγομένη, επίσης, με την ανταγωγή της, αναφερόμενη στην ίδια σύμβαση μισθώσεως, ισχυρίστηκε ότι από τον Νοέμβριο του έτους 2015 εμφανίστηκαν στο μίσθιο πραγματικά ελαττώματα που αναιρούσαν τη δυνατότητα απρόσκοπτης χρήσης του, συνιστάμενα στην εισροή σε αυτό σε τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις  ομβρίων υδάτων και βοθρολυμάτων, μέσω της υπερκείμενης ιδιοκτησίας των εκμισθωτριών, εξαιτίας κατασκευαστικών ελαττωμάτων του, με αποτέλεσμα την καταστροφή λειτουργικών ή διακοσμητικών κατασκευών, εξοπλισμού και εμπορευμάτων της, και την πρόκληση σε αυτήν υλικών ζημιών, ύψους, μετά τον γενόμενο περιορισμό, 38.103,15 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι εξ αυτού του λόγου κατήγγειλε πρόωρα τη μίσθωση στις 30-9-2019 και μετέφερε την επαγγελματική της δραστηριότητα σε άλλη περιοχή. Ακολούθως ζητούσε να υποχρεωθούν οι αντεναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον το παραπάνω ποσό, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και να επιβληθούν σε αυτές τα δικαστικά της έξοδα.

Επ’αυτών εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, η αγωγή έγινε δεκτή, ως νόμιμη και κατ’ουσίαν βάσιμη, πλην του αιτήματος περί αποδόσεως του μισθίου, η εξέταση του οποίου παρήλκε λόγω της εν τω μεταξύ απόδοσης της χρήσης του μισθίου στις εκμισθώτριες, ενώ η ανταγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η πρώτη εναγομένη, με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσιβλήτων.

Το χρηματικό ποσό που, κατά τη σύναψη της συμβάσεως μισθώσεως, δίνεται από το μισθωτή στον εκμισθωτή και αντιστοιχεί συνήθως σε πολλαπλάσιο του μηνιαίου μισθώματος- αποκαλούμενο καταχρηστικώς «εγγύηση» (αφού η τελευταία αυτή σύμβαση, όπως ρυθμίζεται από τα άρθρα 847 επ. του ΑΚ, συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή, ο οποίος είναι τρίτο πρόσωπο εκτός των συμβαλλομένων [ΕφΠειρ (Μον) 624/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], διέπεται ως προς τη λειτουργία του και ιδίως την τύχη του από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), διότι αυτό είναι δυνατόν να συμφωνήθηκε προς εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή του ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή προς κάλυψη της ζημίας από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ.) ή ως ποινική ρήτρα ή ως συμβατική εγγυοδοσία [ΕφΠειρ 1605/2008, Αρμ. 2010.72, ΕφΑθ 6225/1993, ΕλλΔνη 1994.1126, ΕφΠειρ (Μον) 624/2014 ό.π]. Η αξίωση του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας γίνεται ληξιπρόθεσμη με τη λήξη της μισθώσεως και πρέπει να επιστραφεί, εάν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση από ζημίες στο μίσθιο και εφόσον, βεβαίως, δεν είχε συμφωνηθεί διαφορετικά [ΕφΠειρ(Μον) 624/2014, ό.π]. Ο μισθωτής που επιδιώκει την επιστροφή της «εγγύησης» υποχρεούται να εκθέτει στην αγωγή ή την ένσταση τον λόγο για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε, και την αιτία για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής, διαφορετικά η αγωγή ή η ένσταση είναι αόριστη [ΕφΠειρ 1605/2008, ό.π, ΕφΘεσ 1509/2003, Αρμ 2005.1589, ΕφΑθ 6225/1993, ΕφΠειρ (Μον) 624/2014 ό.π]. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 του ΑΚ και 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαιτήσεως γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γεννήσεώς τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής [ΑΠ 1057/2019, ΑΠ 84/2019, ΕφΠειρ(Μον) 342/2021 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης, και κατ’ ακολουθία θεραπείας της, για τον λόγο αυτόν, αοριστίας της ένστασης, με αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής [ΑΠ 1057/2019,ό.π,  ΕφΑιγ(Μον) 88/2019 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Εν προκειμένω, η εναγομένη πρωτοδίκως, πρότεινε παραδεκτώς, ένσταση μερικής εξόφλησης και κατ’ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ένσταση συμψηφισμού, προβάλλοντας ανταπαίτησή της έναντι των εφεσιβλήτων, προς επιστροφή του ποσού των 2.500 ευρώ, το οποίο δόθηκε σε αυτές ως εγγύηση κατά την κατάρτιση της σύμβασης. Ο ισχυρισμός της, όμως, αυτός τυγχάνει αόριστος, σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις, διότι η εκκαλούσα δεν εξέθετε τον λόγο για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε η εγγύηση και την αιτία για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής της, τα οποία αποτελούν τα δικαιοπαραγωγικά περιστατικά της ανταπαίτησής της. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε σιγή τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πρέπει, συμπληρούμενης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης με την αιτιολογία της παρούσας, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος, κατά το οικείο σκέλος του, ως αβάσιμος.  Απορριπτέος, επίσης, ως μη νόμιμος τυγχάνει και ο προταθείς και πρωτοδίκως ισχυρισμός της εκκαλούσας, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, περί συντρέχοντος πταίσματος των εφεσιβλήτων στην έκταση της ζημίας τους,  λόγω της μη παράδοσης του μισθίου και παραμονής της στο μίσθιο επί δεκαπενθήμερον μετά τη λήξη της μίσθωσης δια καταγγελίας, του πταίσματός τους συνιστάμενου στο ότι στην έγγραφη καταγγελία της, από παραδρομή δεν είχε τεθεί ημερομηνία –αλλά μόνο ημέρα-για την παράδοσή του και οι ενάγουσες ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους δεν επικοινώνησε με αυτήν για να διευκρινίσει την ακριβή ημέρα προσέλευσής τους, ώστε να λάβει χώρα η παράδοση, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν πταίσμα τους. Και τούτο διότι, ουδεμία τέτοια υποχρέωση υπείχαν οι ενάγουσες, επιβαλλόμενη από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας επίσης σιγή τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πρέπει ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης να απορριφθεί, ως αβάσιμος.

Από την εκτίμηση των ένορκων ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ……… και …………….., αντίστοιχα, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, την εκτιμώμενη ελεύθερα, κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, τεχνική έκθεση κατάστασης ακινήτου, των … και ……….. και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθούν υπόψη, τα επικαλούμενα από την εκκαλούσα, αλλά μη προσκομιζόμενα : α/ αντίγραφο κινήσεων λογαριασμού της εταιρείας στις Τράπεζες ……….., β/ καταγραφή σε ψηφιακή μορφή (usb) του μισθίου την 20-6-2019 και γ/την από 2-12-2019 τεχνική έκθεση της πολιτικής μηχανικού, ……….., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει της από 1-1-2015 έγγραφης σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και τα ουσιώδη στοιχεία της αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε, οι ενάγουσες εκμίσθωσαν στην εναγομένη εταιρεία ένα ισόγειο κατάστημα, επιφάνειας 93 τμ, με πατάρι επιφάνειας 47 τμ, κείμενα εντός διατηρητέου διώροφου κτίσματος επί της οδού ……… στον Πειραιά, του οποίου τυγχάνουν συνιδιοκτήτριες, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει αποκλειστικά για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, δηλαδή της παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, υπηρεσιών πληροφορικής, λιανικό και χονδρικό εμπόριο τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, Η/Υ περιφερειακών μονάδων και εξοπλισμού, υπηρεσίες επισκευής εξοπλισμού επικοινωνίας, Η/Υ κα. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε πενταετής και το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 2.500 ευρώ για τα δύο πρώτα μισθωτικά έτη (2015-2017) και των 2.625 ευρώ για το τρίτο μισθωτικό έτος (2018) ενώ για το τέταρτο και πέμπτο μισθωτικό έτος, όπως και σε περίπτωση παρατάσεως της μίσθωσης, συμφωνήθηκε αύξηση κατά δύο μονάδες πλέον του ποσοστού του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, την 1η Ιανουαρίου των αντίστοιχων ετών (2019-2020) για το προηγούμενο της αύξησης δωδεκάμηνο, όπως αυτός θα καθοριζόταν από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, προκαταβλητέο εντός των πρώτων πέντε ημερών κάθε ημερολογιακού μήνα, στην κατοικία της δεύτερης ενάγουσας ή στο υποκατάστημα της μισθώτριας ή με κατάθεση σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό των εναγουσών, της καταβολής αποδεικνυόμενης με έγγραφη απόδειξη των εκμισθωτριών ή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ή με αποδεικτικό τραπεζικής κατάθεσης, της εναγομένης βαρυνομένης και με το αναλογούν τέλος χαρτοσήμου (3,6 %). Ορίστηκε, ακόμη, ότι κατά τη συμβατική λήξη ή την με οποιονδήποτε τρόπο λύση της μισθώσεως, η μισθώτρια θα υποχρεούτο να παραδώσει χωρίς όχληση το μίσθιο στις εκμισθώτριες, στην άριστη κατάσταση που το παρέλαβε, καθώς και ότι για κάθε ημέρα καθυστέρησης, έστω και αν αυτή οφειλόταν σε ανωτέρα βία, θα υποχρεούτο στην καταβολή του 1/10 του μηνιαίου μισθώματος, ως αποζημίωση χρήσης (όρος 11). Η εναγομένη, παρ’ότι παρέλαβε το μίσθιο και έκανε έκτοτε ακώλυτη χρήση του, δεν κατέβαλε στις ενάγουσες : 1/το συμφωνηθέν μίσθωμα των 2.625 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 94,50 ευρώ και συνολικά των 2.719,50 ευρώ, κατά τη διάρκεια του τρίτου μισθωτικού έτους (2017), αλλά εξακολούθησε να καταβάλει το μηνιαίο μίσθωμα των δύο πρώτων μισθωτικών ετών (2.590 ευρώ μηνιαίως), όπως αποδεικνύεται και από την κίνηση του αναγραφόμενου στο μισθωτήριο λογαριασμού των εφεσιβλήτων εκμισθωτριών στην ……., και επομένως, εξακολουθεί να τους οφείλει τη διαφορά, ήτοι το ποσό των 129,5 (2.719,50 – 2.590) ευρώ μηνιαίως και συνολικά των 1.554 (129,5 Χ 12) ευρώ, 2/ το συμφωνηθέν μίσθωμα για το τέταρτο μισθωτικό έτος (2018), που είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 2.677,5 [2.625 + 52,5 (2.625 Χ 2%)] ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, ύψους 96,39 και, συνολικά, των 2.773,89 ευρώ, αλλά το ποσό των 2.719,50 ευρώ, και, επομένως, εξακολουθεί να τους οφείλει τη διαφορά, ήτοι το ποσό των (2.773,89 – 2.719,50) 54,39 ευρώ μηνιαίως και συνολικά των 652,68  (54,39 Χ 12) ευρώ, 3/ το συμφωνηθέν μίσθωμα για το πέμπτο μισθωτικό έτος (2019), που είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 2.731,05 [2.677,5 + 53,55 (2.677,5 Χ 2%)] ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, ύψους 98,31 ευρώ και, συνολικά, των 2.829,36 ευρώ, αλλά το ποσό των 2.719,50 ευρώ για τον μήνα Ιανουάριο και το ποσό των 2.731 ευρώ για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο, ενώ έκτοτε έπαψε να καταβάλει το συμφωνηθέν μίσθωμα μέχρι τις 30-9-2019, που κατήγγειλε τη μίσθωση, επομένως, τους οφείλει ως διαφορά για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο έως και Ιούνιο του συγκεκριμένου έτους, το ποσό των 109,86 (2.829,36 – 2.719,50) και των 491,80 [98,36 (2.829,36 – 2.731) Χ 5] ευρώ, αντίστοιχα, και το ποσό των 8.488,08 (2.829,36 Χ 3) για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Άλλωστε, τα ποσά αυτά και ιδίως το ύψος του μισθώματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, δεν αμφισβητούνται από την εφεσίβλητη. Άλλες καταβολές μισθωμάτων δεν αποδείχθηκαν και δη οι επικαλούμενες από την εφεσίβλητη, ήτοι καταβολή 2.590 ευρώ στις 12-12-2016, 1.743 ευρώ στις 29-12-2017 και 138 ευρώ στις 4-2-2019, εφόσον δεν προσκομίζονται σχετικά παραστατικά και δεν συνομολογούνται από τις εφεσίβλητες. Επομένως, η εναγομένη οφείλει συμμέτρως στις ενάγουσες (άρθρο 480 του ΑΚ), το συνολικό ποσό των 11.296,34 (1.554 + 652,68 +  109,86 + 491,80 + 8.488,08) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από την έκτη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και έως την εξόφληση. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση, απορρίπτοντας την ένσταση μερικής εξόφλησης, που παραδεκτώς πρότεινε η εκκαλούσα πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, και πρέπει ο λόγος αυτός, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού σημειωθεί, ωστόσο, ότι η εκκαλουμένη όρισε ως χρόνο έναρξης της τοκοφορίας για τα οφειλόμενα μισθώματα, τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, κατά το επικουρικό αίτημα αυτής. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η εκκαλούσα, με την από 30-9-2019 εξώδικη δήλωσή της που κοινοποιήθηκε αυθημερόν στις εφεσίβλητες, γεγονός που δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται, κατήγγειλε την ένδικη μίσθωση, επικαλούμενη πραγματικά ελαττώματα του μισθίου, μόλις, όμως, στις 22-10-2019 παρέδωσε τα κλειδιά του στις εκμισθώτριες. Επομένως, οφείλει ως αποζημίωση χρήσεως, για το χρονικό διάστημα των 15 ημερών –κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα-που μεσολάβησε, ποσό ίσο με το 1/10 του μηνιαίου μισθώματος για κάθε ημέρα καθυστέρησης, δηλαδή το ποσό των 282,9 (2.829 : 10) ευρώ και συνολικά των 4.244,04 (282,9 Χ 15) ευρώ, ο υπολογισμός του οποίου άλλωστε δεν αμφισβητείται ειδικώς από την εκκαλούσα, με σχετικό λόγο έφεσης, όπως δεν προσβάλλεται με σχετικό λόγο και το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί τοκοφορίας του ποσού αυτού από την επίδοση της αγωγής, αν και δεν υπήρχε τέτοιο αίτημα. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι, με αφορμή ισχυρή βροχόπτωση, που έλαβε χώρα στις 20-6-2019, συνεπεία της οποίας υπήρξε, όπως και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, εισροή ποσότητας νερού στο μίσθιο, από την υπερκείμενη ιδιοκτησία τους, την οποία απέδωσε σε πραγματικό ελάττωμά του, με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημίες στον εξοπλισμό και τα εμπορεύματά της, τους απέστειλε το από 25-6-2019 εξώδικό της, ζητώντας την αποκατάσταση του προβλήματος, προειδοποιώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα ασκούσε τα νόμιμα δικαιώματά της. Οι ενάγουσες, με το από 29-7-2019 εξώδικό τους προς αυτήν, αρνήθηκαν την ύπαρξη οποιουδήποτε δομικού προβλήματος του μισθίου και απέδωσαν την εισροή υδάτων σε επεμβάσεις της ίδιας της εναγομένης στο μίσθιο, η οποία εν τω μεταξύ, από τον Ιούλιο έπαψε να καταβάλει το συμφωνηθέν μίσθωμα, καταγγέλλοντας στη συνέχεια τη μίσθωση, κατά τα προεκτεθέντα. Πράγματι, τα πλημμυρικά αυτά φαινόμενα δεν οφείλονταν σε πραγματικό ελάττωμα του μισθίου δηλαδή σε οποιαδήποτε απόκλιση από την, κατά τη σύμβαση, προσδοκώμενη κατάστασή του, που εμπόδιζε ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη (ή τη συνηθισμένη) χρήση του, και, επομένως, οι ενάγουσες δεν βαρύνονται με υπαιτιότητα, ούτε ως προς την εισροή υδάτων, αυτή καθεαυτή, εξαιτίας της οποίας φέρονται ότι προκλήθηκαν ζημίες στον εξοπλισμό και τα εμπορεύματα της εναγομένης, αλλά ούτε λόγω της παράλειψής τους να εξαλείψουν την αιτία εμφάνισής της, διότι, όπως αποδείχθηκε αυτή οφείλετο σε λειτουργικές επεμβάσεις της εναγομένης, κατά τη διαμόρφωση των χώρων του παταριού και του ισογείου του μισθίου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι το κτίριο που βρίσκεται το μίσθιο είναι διατηρητέο και κατασκευάστηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σε χρόνο προ της εκμισθώσεώς του στην εναγομένη, οι ενάγουσες, προέβησαν σε εργασίες ανακατασκευής της στέγης, κατόπιν σχετικών αδειοδοτήσεων, η οποία αντικαταστάθηκε πλήρως, έγινε υγρομόνωσή της και κατασκευή συστήματος απορροής ομβρίων υδάτων, το οποίο συνδέθηκε άρτια με τις υπάρχουσες υδρορροές του κτιρίου και τοποθετήθηκε εξοπλισμός για την προστασία της φραγής τους από φερτά υλικά. Αντιθέτως, η εναγομένη, κατά τη διαμόρφωση του χώρου του μισθίου, τοποθέτησε επί της προσόψεως του καταστήματος στόμιο με περσίδες και, στον ακάλυπτο χώρο, εύκαμπτη σωλήνα αεραγωγού για τον εξαερισμό του, χωρίς επαρκή υγρομόνωση. Επιπλέον, κατά την αυτοψία που διενήργησαν οι πολιτικοί μηχανικοί ………. και ………., μετά την αποχώρησή της, κατόπιν εντολής των εναγουσών, στο νοτιοδυτικό άκρο του κτιρίου, στη στάθμη του παταριού, υπήρχε σπασμένο τζάμι. Οι  ίδιοι μάλιστα μηχανικοί είχαν επισκεφθεί το κτίριο και στις 19-4-2019, όταν σημειώθηκε άλλο περιστατικό εισροής υδάτων στο μίσθιο συνεπεία ισχυρής βροχόπτωσης, διαπιστώνοντας και τότε ότι η ροή των υδάτων γινόταν μέσω των καναλιών εξαερισμού στο πατάρι του, γεγονός που επισήμαναν και στον υπάλληλο της εναγομένης, με τον οποίο συνομίλησαν, υποδεικνύοντας έλεγχο της σχετικής εγκατάστασης. Στην από 26-11-2019 τεχνική τους έκθεση, διαπίστωσαν ακόμη ότι οι γυψοσανίδες οροφής, που είχε τοποθετήσει η εναγομένη παρουσίαζαν εκτεταμένες φθορές και παραμορφώσεις της επιπεδότητάς τους, διότι δεν είναι άνθυγρες. Άλλωστε στο παραπλεύρως κείμενο κατάστημα του ίδιου κτιρίου, το οποίο έχει τα ίδια ανοίγματα προς τον εξωτερικό χώρο, δηλαδή στην πρόσοψη και τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, δεν παρατηρήθηκε αντίστοιχο πρόβλημα καθ’όλη τη διάρκεια των ετών αυτών. Αντίθετο συμπέρασμα δεν συνάγεται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ η από 2-12-2019 τεχνική έκθεση που φέρεται ότι συνέταξε η πολιτική μηχανικός ………….., μετά την αποχώρηση της εναγομένης, κατ’εντολήν της και χωρίς, όπως φαίνεται, να συνδυαστεί με αυτοψία του χώρου, δεν προσκομίζεται. Σημειώνεται ότι  τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή για τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, χωρίς να διατυπώσει την κρίση ότι απαιτούνταν ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για την αντίληψη του κρινομένου ζητήματος και επομένως, αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ακροθιγώς ότι εσφαλμένως δεν διατάχθηκε η διενέργεια αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης, αν και το είχε ζητήσει  [ΕφΠειρ (Μον) 871/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις κατέληξε στην ίδια κρίση, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Έτσι, μη υφιστάμενου πραγματικού ελαττώματος στο μίσθιο και υπερημερίας των εναγουσών, ως προς την άρση του, δεν θεμελιώνεται δικαίωμα της εναγομένης για μη καταβολή του μισθώματος και για αποζημίωσή της κατά τις διατάξεις των άρθρων 577 και 578 του ΑΚ, αλλά και εκείνες περί αδικοπραξίας, με αποτέλεσμα να μην τίθεται και ζήτημα ανταπαίτησής της, δυνάμενης να προταθεί σε συμψηφισμό με τις ένδικες απαιτήσεις των εναγουσών. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας στην ίδια κρίση, και απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της εναγομένης περί μη υποχρέωσης καταβολής των μισθωμάτων των μηνών Ιουνίου έως και Σεπτεμβρίου του έτους 2019, και τον επικουρικά προταθέντα ισχυρισμό της περί συμψηφισμού των απαιτήσεών της για τη θετική ζημία που υπέστη, συνεπεία πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, αν και με συνεπτυγμένη και εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας και πρέπει ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Άλλωστε και πλεοναστικά όσων προεκτέθηκαν, δεν αποδείχθηκε ότι οι καταστραφείσες συσκευές ανήκαν στην εκκαλούσα, ώστε να θεμελιώνεται δικαίωμά της προς αποζημίωση, λόγω της καταστροφής τους, διότι από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και την κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε με επιμέλειά της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και τις πρωτόδικες προτάσεις της, προκύπτει ότι μέρος των συσκευών αυτών, που δεν διευκρινίζεται, δεν ανήκε στην ίδια αλλά σε πελάτες της, οι οποίοι και μόνον είναι δικαιούχοι της τυχόν σχετικής αποζημίωσης, ούτε προκύπτει αν ο υπόλοιπος εξοπλισμός και συσκευές, που δεν ήταν μεταχειρισμένες, έφεραν ή όχι συσκευασίες και, σε καταφατική περίπτωση, που οφείλεται τελικώς η βλάβη τους. Άλλωστε στα προσκομιζόμενα τιμολόγια προς την εταιρεία, με την επωνυμία «ανακύκλωση συσκευών α.ε», που φέρονται ότι παραδόθηκαν τελικά όλες οι συσκευές και εξοπλισμός αυτός, προκύπτει παράδοση μεγαλύτερης ποσότητας συσκευών και εξοπλισμού της εναγομένης, η παράδοση του οποίου δεν διευκρινίζεται πού οφείλεται. Επιπλέον, δεν αποδεικνύονται ποιες εργασίες πραγματοποιήθηκαν, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του χώρου που μετεγκαταστάθηκε η εναγομένη, κατ’είδος, έστω και με γενικό τρόπο, ώστε να κριθεί και η αναγκαιότητά τους, ενώ κανένα διαφωτιστικό και ασφαλές συμπέρασμα δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια, που φέρονται ότι εκδόθηκαν γι’αυτές.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ύψος αυτών, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που – κατά την άποψη του – έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 1891/2015 αδημ, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3080/2010, ΕλλΔνη 2011.1068). Επομένως, παραδεκτώς η εκκαλούσα, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιό της που αφορά τα δικαστικά έξοδα, ισχυριζόμενη ότι το ποσό των εξόδων αυτών, που το  Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε σε βάρος της, είναι υπέρογκο, και υπολογίστηκε εσφαλμένα, δεδομένου ότι η πληρεξουσία δικηγόρος των εναγουσών δεν προσκόμισε γραμμάτιο προκαταβολής των προβλεπόμενων εισφορών στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, στον οποίο είναι εγγεγραμμένη. Πράγματι, όπως αποδεικνύεται, η πληρεξουσία δικηγόρος των εναγουσών, κατά τη συζήτηση της αγωγής, υπέβαλε την από 18-5-2021 δήλωσή της, δηλώνοντας ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση έκδοσης γραμματίου προείσπραξης, κατ’άρθρο 82 παρ.2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, λόγω της συγγενικής της σχέσης με αυτές (πενθερά και θεία της εξ αγχιστείας). Επικαλέσθηκε, δηλαδή, την από το άρθρο 82 παρ. 2 του ως άνω νόμου εξαίρεση, κατά την οποία επιτρέπεται η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών χωρίς αμοιβή, πλην άλλων και, σε συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού. Ως εκ τούτου, εφόσον οι ενάγουσες δεν της κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό αμοιβής, λόγος για τον οποίο και δεν υποχρεούτο αντίστοιχα σε προκαταβολή των εισφορών της στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, δεν δικαιούνταν να αξιώσουν και την απόδοσή του από την εναγομένη. Συνεπώς, τα αποδοτέα σε αυτές δικαστικά έξοδα έπρεπε να περιοριστούν, κατ’άρθρο 189 του ΚΠολΔ, στο καταβληθέν δικαστικό ένσημο, ύψους 164,61 ευρώ (σχετ. υπολογισμός δικαστικού ενσήμου στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), την αμοιβή του επιδόσαντος την αγωγή δικαστικού επιμελητή, ύψους 35 ευρώ (άρθρα 49 και 50 του ν. 2318/1995, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο της ΚΥΑ 21798/2016) και στο ποσό των εισφορών υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ για την αγωγή και τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό, ύψους 8 ευρώ (4 Χ 2) (άρθρο 10 παρ.1 Α α του νδ 1017/1971, όπως τα ποσά που αυτό ορίζει αναπροσαρμόστηκαν με το άρθρο 42 παρ.2 α του ν.4446/2016), δηλαδή στο συνολικό ποσό των 208 (164,61 + 35 + 8) ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που καθόρισε τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών στο ποσό των 800 ευρώ, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ο άνω λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν και να μειωθούν αυτά στο ποσό των 208 ευρώ.

Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, κατά παραδοχή του πέμπτου λόγου της, περί εσφαλμένου υπολογισμού των δικαστικών εξόδων, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, στο σύνολό της, κατά το άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τις διατάξεις της, που δεν πλήττονται ούτε ανατρέπονται με την παρούσα απόφαση, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης [Σ.Σαμουήλ «Η Έφεση» έκδ. 2003 αρ. 1143, ΕφΠειρ (ΜονΝαυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει συμμέτρως στις ενάγουσες το ποσό των 15.540,38 (11.296,34 + 4.244,04) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθόσον, όσον αφορά τα οφειλόμενα μισθώματα, η επιδίκαση τόκων από την ορισθείσα δήλη ημέρα, δηλαδή χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής, που δέχθηκε η εκκαλουμένη, θα συνιστούσε χειροτέρευση της θέσης της εκκαλούσας (άρθρο 536 παρ.1 του ΚΠολΔ), η οποία δεν επιτρέπεται, καθόσον η ολική εξαφάνιση της απόφασης γίνεται για λόγους ενότητας της εκτέλεσης και όχι κατ’αποδοχή σχετικού λόγου εφέσεως, και όσον αφορά την αποζημίωση χρήσεως, διότι δεν προβάλλεται σχετικός λόγος έφεσης (ΑΠ 1449/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επίσης, λόγω της μερικής νίκης της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της (495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη τα ορθώς προσδιορισθέντα δικαστικά έξοδα των εναγουσών του  πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183, 189, 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 § 1iα), 68 § 1 και 69 § § 1,2 και παράρτημα Β΄ υπ’άρθρο 166 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 28-9-2020 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../28-9-2020) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 2950/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 15-10-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2019) αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει συμμέτρως στις ενάγουσες το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα ευρώ και τριαντοκτώ λεπτών (15.540,38), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στις ενάγουσες-εφεσίβλητες, μέρος των δικαστικών εξόδων της εναγομένης-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31-1-2022.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ