Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 668/2018

Αριθμός 668 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 2-9-2013 (αριθ. εκθ.καταθ. ……) έφεση του ανακόπτοντος της από 1-8-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 3424/2013 οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε την παραπάνω ανακοπή κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 9-7-2013 (βλ υπ. αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……) και κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 6-9-2013 ενώ από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 19 , 147 παρ. 2,495 επ., 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον η κρινόμενη έφεση αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 του Ν 3994/25-7-2011 ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν 3994/25-7-2011) και επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Με την από 1-8-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο εκκαλών ζητούσε να ακυρωθεί η με αριθμό ……. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την ανακοπή παραδεκτή στην συνέχεια απέρριψε την ανακοπή ως αβάσιμη και επέβαλε σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών – ανακόπτων για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η ανακοπή στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν βάσιμη καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Κατά το άρθρ. 623 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρ. 626 παρ. 3 ίδιου Κώδικα, όπως ομοίως ίσχυε, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Εξάλλου, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, εφόσον δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου καταναλωτή να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού, οπότε με την απόδειξη της ακρίβειας αυτών και του προκύπτοντος από τη σύγκριση αυτών καταλοίπου υποχρεούται η πιστώτρια (ΑΠ 35/2011, 370/2012). Ο πιστούχος, ωστόσο, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, αυτός φέρει το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης. (ΑΠ 1071/2017 ΝοΒ 2018.868, ΑΠ 916/2002). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 Κ.Πολ.Δ. και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτελέσεως. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ως ασκούμενο καταχρηστικώς, πλην άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη ενάσκησή του, από την οποία προκύπτει, αντιθέτως, προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως. Ειδικότερα, στην περίπτωση μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν, προσθέτως περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και του ασκούντος το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται ευλόγως στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της δημιουργηθείσας καταστάσεως, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις. Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρον 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 535/2015 ΧρΙΔ 2015.601, ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων επικαλείται ακυρότητα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής για τον λόγο ότι στην αίτηση για την έκδοση της καθώς και στην διαταγή πληρωμής δεν έχουν εγγράφει τα επιτόκια βάσει των οποίων έχουν εξαχθεί και υπολογισθεί οι τόκοι στις εκάστοτε χρεώσεις. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι αναγκαία για την έκδοση της διαταγή πληρωμής ούτε συστατικά του κύρους της τελευταίας δεδομένου ότι ο ανακόπτων μπορεί να αμφισβητήσει τα κατ ιδίαν κονδύλια του αλληλόχρεου λογαριασμού με την άσκηση ανακοπής. Περαιτέρω με τους δεύτερο και τρίτο λόγους ανακοπής ο ανακόπτων επικαλείται ακυρότητα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής καθόσον το δικαίωμα της καθής ασκήθηκε καταχρηστικά Ειδικότερα επικαλείται καταχρηστικότητα του όρου της σύμβασης του αλληλόχρεου λογαριασμού δυνάμει του οποίου η καθής διατηρούσε το δικαίωμα να κλείνει οποτεδήποτε το λογαριασμό και να καθίσταται το κατάλοιπό του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και αφετέρου ότι το δικαίωμα της καθής για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ασκήθηκε καταχρηστικά αφού η πρωτοφειλέτρια εταιρεία προσφέρθηκε να καταβάλει μέρος του οφειλόμενου ποσού. Οι παραπάνω λόγοι ανακοπής είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτέοι ως μη νόμιμοι καθόσον, ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει. Ενόψει των παραπάνω Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του με διαφορετικές αιτιολογίες τις οποίες το παρόν δικαστήριο αντικαθιστά με την παρούσα απόφαση, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε την ανακοπή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ’ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος λόγω της ήττας του εκκαλούντος και της απόρριψης της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσής του, παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 2-9-2013 (αριθ. εκθ.καταθ. …..) έφεση του ανακόπτοντος της από 1-8-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 3424/2013 οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος, τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεση της έφεσής του, των παραβολών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ