Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 669/2018

Αριθμός  669/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση  Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12-12-2013 (γεν. αρθ. εκθ. καταθ. …….) έφεση των εναγομένων της από 9-9-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 3600/2013 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία καθώς έχει ασκηθεί στις 13-12-2013, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2 , 511 , 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1 , 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 22-10-2015, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7- 2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011 και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού) και έχουν κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Κατά το άρθρο 57 του Α.Κ. όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ίδιου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά δε το άρθρο 932 ίδιου Κώδικα “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…”. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του Α.Κ., θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως απάτη, εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 386,361, 362 και 363 του Π.Κ.. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως, απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ιδίου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Όμως ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικώς και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτήν την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητα του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαιτίως αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο αρθρ. 367 παρ. 1 του Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως του τόσο ως ποινικού όσο και ως αστικού αδικήματος, αφού οι διατάξεις των αρθρ. 361-367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικώς για την ενότητα της εννόμου τάξεως και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρος των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 2 του Π.Κ.) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 389/16).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 9-9-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι ο δεύτερος των εκκαλούντων είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αγωγή με την οποία ζητούσε να ανατραπεί η δωρεά της μητέρας του προς την εφεσίβλητη κατά το ποσοστό του ¼  εξ αδιαιρέτου, να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να του αποδώσει το παραπάνω ποσοστό, σε περίπτωση άρνησής της να υποχρεωθεί σε δήλωση βούλησης και για την περίπτωση που δεν σώζεται να του καταβάλει την αξία του μεριδίου του. ΄Οτι κατά τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξετάστηκε ενόρκως με επιμέλεια του δεύτερου εκκαλούντος η πρώτη εκκαλούσα και κατάθεσε, κατόπιν προτροπής του προαναφερόμενου εκκαλούντος, τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή γεγονότα τα οποία ήταν ψευδή και κατά το μέρος που εκκαλείται μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της. Ότι εξαιτίας της παραπάνω παράνομης συμπεριφοράς των εκκαλούντων υπέστη ηθική βλάβη και ζητούσε να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη το συνολικό ποσό των 14.966 καθώς και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στη καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του αφού έκρινε τη αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299,330 εδ. 1, 914, 57,59,926,932 του ΑΚ, 361, 362,363 του Π.Κ., 176 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, υποχρέωσε τους εκκαλούντες να καταβάλουν στην εφεσίβλητη, εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 7.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος των εκκαλούντων μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης την οποία όρισε στο ποσό των 450 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινομένη έφεσή τους οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που εκκαλείται, να γίνει απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή της και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο δεύτερος των εκκαλούντων άσκησε σε βάρος της εφεσίβλητης την από 23-6-2005 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με τη οποία ζητούσε να ανατραπεί η δωρεά της μητέρας του προς την εφεσίβλητη κατά το ποσοστό του ¼  εξ αδιαιρέτου, να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να του αποδώσει το παραπάνω ποσοστό, σε περίπτωση άρνησής της να υποχρεωθεί σε δήλωση βούλησης και για την περίπτωση που δεν σώζεται να του καταβάλει την αξία του μεριδίου του. Κατά τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής στις 7-6- 2006 εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας με επιμέλεια του ήδη δευτέρου των εκκαλούντων, η πρώτη εκκαλούσα η οποία μεταξύ των άλλων κατέθεσε, κατά το μέρος που εκκαλείται, ότι πίστευε ότι η μητέρα του συζύγου της όταν έκανε την γονική παροχή δεν ήξερε τι έκανε και ότι η ήδη εφεσίβλητη εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση της δωρήτριας μητέρας της και για τον λόγο αυτό κράτησε μυστική την παροχή για χρονικό διάστημα έξι μηνών από τον θάνατο της δωρήτριας η οποία εξαπατήθηκε, όπως πίστευε η εκκαλούσα, εξαπατήθηκε για να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση. Η παραπάνω από 23-6-2005 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή, απορρίφθηκε τελεσίδικα ως κατ’ουσίαν αβάσιμη δυνάμει της με αριθμό 742/2007 απόφασης του Εφετείου Πειραιά. Επιπλέον κατόπιν μηνύσεως της εφεσίβλητης, στη οποία περιέχονταν και το προαναφερθέν τμήμα τη κατάθεσής της εκκαλούσας, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των εκκαλούντων και συγκεκριμένα για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα όσον αφορά τον δεύτερο εκκαλούντα και για ψευδορκία μάρτυρα όσον αφορά την πρώτη εκκαλούσα οι οποίο κηρύχθηκαν αθώοι για τις παραπάνω πράξεις δυνάμει της με αριθμό ΒΤ 156/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της, χωρίς να επικαλείται πραγματικά γεγονότα, εξέφρασε αξιολογική κρίση σχετικά με τις συνθήκες παροχής της δωρεάς προς την εφεσίβλητη. Το παραπάνω ήταν αντικειμενικούς ικανό να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη της εκκαλούσας και την εν γένει προσωπικότητα της, οι δε εκκαλούντες γνώριζαν ότι τούτο ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εκκαλούσας, αφού εμπεριέχει αμφισβήτηση της ηθικής υπόστασης της τελευταίας και αφορά στην ηθική ακεραιότητα αυτής. Η συγκεκριμένη δε κατηγορία περιήλθε σε γνώση αορίστου αριθμού προσώπων (δικαστών, υπαλλήλων του Πρωτοδικείου αλλά και προσώπων του κοινωνικού και επαγγελματικού περιβάλλοντος της ενάγουσας) και είχε ως αποτέλεσμα την τρώση της τιμής και της υπόληψης αυτής η οποία εμφανίστηκε ότι ενέχεται σε αξιόποινη πράξη. Επομένως, αυτοί τέλεσαν σε βάρος της εκκαλούσας το αδίκημα της απλής και όχι της συκοφαντικής δυσφήμησης. Από τον τρόπο όμως της εκδήλωσης και τις περιστάσεις που τελέστηκε η ανωτέρω πράξη, δεν προκύπτει ότι ο σκοπός των εκκαλούντων, κατευθυνόταν ειδικά στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας της εφεσίβλητης, αλλά αυτοί ενήργησαν αποκλειστικά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων τους, αιτούμενοι δικαστική προστασία, με σκοπό τη απόδοση του κληρονομικού μεριδίου στον εκκαλούντα, σύζυγο της εκκαλούσας καταθέτοντας προσωπικές εκτιμήσεις. Οι φράσεις αυτές, με τον τρόπο και το ύφος που κατατέθηκαν, δεν υπερέβαιναν το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο προς τούτο μέτρο για το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της διαφύλαξης και προστασίας των δικαιωμάτων τους, καθόσον ήταν αναγκαίο να αναφερθούν τα παραπάνω περιστατικά, για τη νομική στήριξη των ισχυρισμών τους, δεδομένου ότι τίποτε άλλο πέραν του πραγματικού του κανόνα δικαίου αναφέρθηκε σε βάρος της προσωπικότητας της εφεσίβλητης όσον αφορά την τιμή και την υπόληψη της. Η επισκόπηση του περιεχομένου της κατάθεσης, οδηγεί σε κρίση ότι σκοπός υποβολής της αγωγής και της κατάθεσης της εκκαλούσας ήταν να γίνει σχετική δικαστική διερεύνηση και να αξιολογηθούν τα περιστατικά. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ένσταση, που κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 εδ. γ Π.Κ. πρόβαλαν παραδεκτά οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρουν στην παρούσα δίκη με συναφή λόγο της εφέσεως. Κατόπιν των ανωτέρω, έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή υποχρεώνοντας τους εκκαλούντες να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην εφεσίβλητη το ποσό των 7.000 ευρώ και πρέπει, αφού γίνει δεκτή η έφεση ως κατ’ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Επίσης τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ.) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες παραβολών κατά την κατάθεση της έφεσής τους (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 12-12-2013 (γεν. αρθ. εκθ. καταθ. ……) έφεση των εναγομένων της από 9-9-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 3600/2013 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 3600/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της από 9-9-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλει σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσία τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσης των παραβολών του Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους  δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ