ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
670/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 (Φ.Ε.Κ. Α΄167/27.7.2011) και ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, αφού η εκκαλούμενη απόφαση (υπ’αριθμ. 602/2015 απόφαση του Mονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) εκδόθηκε στις 26.2.2015, ήτοι μετά την έναρξη της ισχύος του (στις 27.7.2011), σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ.4 εδαφ.α΄του ιδίου νόμου, «αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (AΠ 1906/2008 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως, ανεξάρτητα πλέον από το είδος της διαδικασίας. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Έτσι αυτό μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 46.1101, ΕφΠειρ 107/2016, 694/2009 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6525/2005 ΕλλΔνη 47.1482, ΕφΑθ 6103/2005 ΕλλΔνη 47.905, ΕφΑθ 3382/2005 Δ 36.1002, ΕφΑθ 6387/2004 ΕλλΔνη 46.869, ΕφΑθ 5950/2004 ΕλλΔνη 46.868). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, δηλαδή η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκησή της, καθόσον έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 884/2007 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η διάταξη αυτή, κατά το μέρος με το οποίο προσδιορίζει τα όρια της εξαφάνισης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν εισάγει νεωτερισμό, αλλά είναι ταυτόσημη με το περιεχόμενο του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με το οποίο εκφράζεται η από μακρού χρόνου ισχύουσα γενική δικονομική αρχή, ότι με την έφεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολο της, αλλά μόνο ως προς τα κεφάλαια εκείνα της πρωτόδικης απόφασης, που πλήττονται με το εφετήριο και τους πρόσθετους λόγους. Επομένως: α) Αν με την έφεση ο εναγόμενος που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη και απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά τις ως άνω ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την προσβαλλόμενη απόφαση, β) αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος, που δικάστηκαν πρωτοδίκως ερήμην, προβάλλουν ως λόγο έφεσης, την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της, γ) επί αγωγής, η οποία έγινε δεκτή ως προς το κεφάλαιο και τους τόκους, αν ο εναγόμενος παραπονείται μόνο κατά του κεφαλαίου επί του οποίου επιδικάστηκαν τόκοι, η απόφαση εξαφανίζεται μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό, δ) αν με την έφεση ο εναγόμενος προβάλλει μόνον καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, όπως είναι η ένσταση εξόφλησης ή παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος με το οποίο κρίθηκε ως βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνο κατά το διατακτικό της. ΄Ετσι, αν ο λόγος έφεσης συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, ο συλλογισμός κατάστρωσης της πρωτόδικης απόφασης ανακόπτεται εξ υπαρχής και η απόφαση εξαφανίζεται ολοσχερώς. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 520 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης (εφετήριο) πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, και τους λόγους έφεσης. Οι τελευταίοι συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, αναφερόμενες είτε σε παραλείψεις του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Στα τελευταία ανάγεται και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της καθιερούμενης από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση και έκδοση απόφασης, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή. Ειδικότερα, από το άρθρο 522 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εξουσία του Εφετείου περιορίζεται στην έρευνα των κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης, που προσβλήθηκαν με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Το προβαλλόμενο με τον λόγο έφεσης σφάλμα της εκκαλούμενης απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων (που είναι ο συνηθέστερος των προβαλλόμενων λόγων έφεσης) δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται. Αρκεί να προβάλλεται (με το λόγο έφεσης) ότι συνεπεία του προβαλλόμενου με το λόγο έφεσης σφάλματος περί την εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό. Διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συνεπεία του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΚΠολΔ 522), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης (ΚΠολΔ 534) βάσει της καθολικής επανεκτίμησης της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο βάσει των προς αυτή συνδεομένων μερικοτέρων παραπόνων του εκκαλούντος (ΑΠ 1163/2017, ΑΠ 755/2016, ΑΠ 1345/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, οι ορισμοί του άρθρου 281 του ΑΚ δεν ισχύουν και επί των δικαιωμάτων που ασκούνται κατ’εφαρμογή δικονομικών διατάξεων, όπως είναι και το δικαίωμα άσκησης ένδικων μέσων (ΑΠ 980/1997 ΕλλΔνη 1999.295). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 18.5.2015 (με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ…………) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό πρώτου και δευτέρου των εναγομένων της από 20.5.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής της εφεσίβλητης – αλλοδαπής εταιρίας, επίσης στρεφομένης κατά των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη αλλοδαπών εταιριών με την επωνυμία “……….”, και “………..”, τρίτης και τετάρτης των εναγομένων αντίστοιχα, κατά της υπ’αριθμ. 602/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (και δη του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), η οποία εκδόθηκε, ερήμην απάντων των εναγομένων της ανωτέρω αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία. Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εξ αυτών εις ολόκληρον, το ποσό των 55.872 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας της, την οποία ισχυρίσθηκε ότι υπέστη από τη σε βάρος της εκτιθέμενη στο δικόγραφο παράνομη και υπαίτια (απατηλή) συμπεριφορά των εναγομένων, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, και ειδικότερα συνίσταται στο χρηματικό ποσό, που φέρεται ότι, παραπλανηθείσα από τις ψευδείς παραστάσεις τους, προκατέβαλε σ’αυτούς, έναντι του τιμήματος επικείμενης αγοράς πλοίου, η οποία ουδέποτε καταρτίσθηκε, διότι το πλοίο στη συνέχεια πωλήθηκε σε άλλον, αλλά και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 60.872 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, αφού απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες, αφενός μεν η κύρια βάση της αγωγής, κατά το μέρος αυτής, με το οποίο επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί το αίτημα σε αδικοπραξία των εναγομένων λόγω της επικαλούμενης υπεξαίρεσης απ’αυτούς του ανωτέρω ποσού της προκαταβολής, αφετέρου δε η κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσα βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς, εξαιτίας της ερημοδικίας τους, θεωρήθηκαν ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί, εκτός από το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, το οποίο προσδιορίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως, το, κατά την κρίση του, εύλογο. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα από τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), ως έχοντες έννομο συμφέρον εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό εναγομένους, στρεφόμενη, επομένως, μόνον κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης, που τους βλάπτει, και, συνεπώς, όχι κατά των κεφαλαίων αυτής, τα οποία αφορούν την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής, της στηριζομένης στην επικαλούμενη υπεξαίρεση από τους εναγομένους του αιτουμένου με την αγωγή ποσού της προκαταβολής, που δόθηκε από την ενάγουσα ενόψει αγοράς πλοίου, και την απόρριψη της επικουρικής αγωγικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και ως προς τα οποία, επομένως, η απόφαση δεν πλήττεται με την έφεση αυτή, και, η υπόθεση δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10.6.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………….), εντός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ιδίου Κώδικα προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση προς αυτούς, με την επιμέλεια της ενάγουσας, της πρωτόδικης απόφασης, που συντελέσθηκε στις 11.5.2015, σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας ……… στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από τους εκκαλούντες αντιγράφου της εκκαλουμένης, και περαιτέρω δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και στη συνέχεια, εφόσον ασκήθηκε από διαδίκους, οι οποίοι, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκαν ερήμην, να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν ως προς αυτούς, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, πλην αυτών, που αφορούν τα μη εκκληθέντα κεφάλαια, καθώς με την έφεση αυτή, κατ’εκτίμηση των ειδικότερα διαλαμβανομένων στο δικόγραφό της μερικότερων αιτιάσεων από το παρόν Δικαστήριο στο σύνολό τους, οι ανωτέρω εναγόμενοι – εκκαλούντες παραπονούνται, μεταξύ άλλων, και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τη βάση της αγωγής, αρνούμενοι ουσιαστικά συλλήβδην τους ισχυρισμούς της ενάγουσας επί της ουσίας της υπόθεσης, και δη ότι την εξαπάτησαν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση του επικαλουμένου σφάλματος, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το εσφαλμένο διατακτικό της, ώστε, αφού κρατηθεί και επανεξετασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η αγωγή, πλήττουν δηλαδή, την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της, οπότε ο συλλογισμός κατάστρωσης αυτής ανακόπτεται εξ υπαρχής και πρέπει η εν λόγω απόφαση να εξαφανισθεί ολοσχερώς κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή, που προβάλλεται, δηλαδή, με το λόγο έφεσης, ότι συνεπεία του σφάλματος περί την εκτίμηση των αποδείξεων η πρωτόδικη απόφαση κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, όπως εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συνεπεία του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) βάσει της καθολικής επανεκτίμησης της ουσίας της υπόθεσης, και όχι μόνο βάσει των προς αυτήν συνδεομένων μερικοτέρων παραπόνων των εκκαλούντων, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Σημειωτέον ότι ο προβληθείς ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί αοριστίας των λόγων της ένδικης έφεσης πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμες, καθώς, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, το ουσιαστικά προβαλλόμενο με την έφεση αυτή σφάλμα της εκκαλούμενης απόφασης περί την αξιολόγηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (που, άλλωστε είναι ο συνηθέστερος των προβαλλόμενων λόγων έφεσης), όπως οι περιεχόμενες στο εφετήριο μερικότερες αιτιάσεις εκτιμώνται στο σύνολό τους, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται, αλλά αρκεί να προβάλλεται (με το λόγο έφεσης) ότι συνεπεία του ανωτέρω σφάλματος η εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, όπερ αναφέρεται και εν προκειμένω. Τέλος, η επίσης προβληθείσα ένσταση της εφεσίβλητης περί καταχρηστικής άσκησης από τους εκκαλούντες της έφεσής τους, καθώς, όπως ισχυρίζεται, οφείλεται σε παρελκυστικούς λόγους, ώστε να αποφύγουν τις έννομες συνέπειες των αντισυμβατικών και αθέμιτων ενεργειών τους σε βάρος της, απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, διότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, στο δικαίωμα άσκησης των ενδίκων μέσων, και εν γένει στα δικαιώματα του δικονομικού δικαίου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά το μέρος, κατά το οποίο μεταβιβάσθηκε σ’αυτό με την έφεση, να δικασθεί εξαρχής και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας (άρθρα 533 παρ.1 και 535 παρ.1 του ΚΠολΔ), μόνον όσον αφορά τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, πλην της κύριας βάσης της, με την οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί το αγωγικό αίτημα σε αδικοπραξία, ειδικότερα συνιστάμενη στην τέλεση από τους εναγομένους της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης, και της προβληθείσας κατά δικονομική επικουρικότητα βάσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι οι επ’αυτών απορριπτικές κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποτελούν μη εκκληθέντα κεφάλαια της εκκαλουμένης, ως προς τα οποία η απόφαση αυτή δεν προσβλήθηκε, ούτε, συνεπώς, εξαφανίσθηκε, κατόπιν της ουσιαστικής παραδοχής της ένδικης έφεσης, αλλά κατέστη τελεσίδικη. Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους νικήσαντες εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα στη ….. της ….., με την κρινόμενη αγωγή της, καθ’ο μέρος επανακρίνεται από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά την παραδοχή και κατ’ουσίαν της προαναφερθείσης έφεσης των δύο πρώτων εναγομένων, επικαλούμενη αδικοπρακτική (απατηλή) συμπεριφορά των τελευταίων σε βάρος της, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος και τροπής αυτού στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιέχεται και στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση των αντιδίκων της, που, από κοινού, φέρονται ότι την εξηπάτησαν, να της καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον, το ποσό των 55.872 ευρώ, ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, την οποία υπέστη από την ανωτέρω αξιόποινη πράξη τους, και συνίσταται ειδικότερα στο ποσό, το οποίο, παραπεισθείσα από τις ψευδείς παραστάσεις τους, προκατέβαλε έναντι του τιμήματος επικείμενης αγοράς πλοίου, που, όμως ουδέποτε καταρτίσθηκε, καθώς το εν λόγω πλοίο τελικά πωλήθηκε και παραδόθηκε σε άλλον, που προέβη στη διάλυσή του, όπως εξαρχής είχαν αποφασίσει να πράξουν, προκειμένου, με το ποσό της προκαταβολής, που θα της αποσπούσαν με τις απατηλές υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις τους περί πώλησης και παράδοσης στην ίδια του πλοίου, να αποπληρώσουν δικές τους οφειλές από την αγορά του, καθώς και το ποσό των 45.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, διότι επλήγη η φήμη της, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, ήτοι συνολικά το ποσό των 100.872 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, για την εκδίκαση της οποίας το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του εν προκειμένου εφαρμοζομένου με βάση το χρόνο άσκησης της αγωγής Κανονισμού (ΕΚ) υπ’αριθμ.44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ως το δικαστήριο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, ως προς τους οποίους και μόνον η υπόθεση επανακρίνεται κατόπιν της τυπικής και ουσιαστικής παραδοχής της έφεσής τους, και την εξαφάνιση ως προς αυτούς της εκκαλουμένης, έχουν την κατοικία τους (ο πρώτος εξ αυτών κατοικεί στον ……. και ο δεύτερος στον ……), καθώς η διαφορά παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της ενάγουσας – εταιρίας στη ……., και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 346, 481 επ., 914, 932 του ΑΚ, 45 και 386 του ΠΚ, και 70, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, του ελληνικού δικαίου εφαρμοστέου στην υπό κρίση περίπτωση ως το δίκαιο της χώρας, με την οποία η επικαλούμενη στο αγωγικό δικόγραφο αδικοπραξία των εναγομένων, στην οποία θεμελιώνεται ο νόμιμος λόγος ευθύνης τους, εμφανίζει προδήλως το στενότερο δεσμό από το σύνολο των εκτιθέμενων στην αγωγή περιστάσεων (στην Ελλάδα κατοικούν οι εναγόμενοι, όπου επίσης έλαβε χώρα η φερόμενη ως απατηλή συμπεριφορά τους σε βάρος της ενάγουσας, στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων με το νόμιμο εκπρόσωπό της ενόψει της κατάρτισης σύμβασης πώλησης προς αυτήν πλοίου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.3 του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’αριθμ.864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης.7.2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II). Πρέπει επομένως, να διερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν, καθώς έχει καταβληθεί από την ενάγουσα το προσήκον στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου κώδικα και 386 του ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, εξαιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με αντίστοιχη ωφέλεια, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο, αρκεί και στην περίπτωση αυτή να υπήρξε δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει, κατά βάση, από τη διάταξη του άρθρου 27 του ΠΚ και συντρέχει, όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 1861/2013, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 890/2010, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, δεν ενδιαφέρει αν η πλάνη που δημιουργήθηκε, συνεπεία της απάτης, είναι συγγνωστή ή μη ουσιώδης ή επουσιώδης και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δήλωσης βούλησης του απατηθέντος (ΑΠ 379/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται, είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελουμένου από την πράξη (ΑΠ 511/2016 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, παράνομη είναι η συμπεριφορά, που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005, ΑΠ 996/2004 άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Εξάλλου, πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία. Όπως προεκτέθηκε, αδικοπρακτική συμπεριφορά, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 386 του ΠΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, αρκεί και στην περίπτωση αυτή να υπήρξε δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει, κατά βάση, από τη διάταξη του άρθρου 27 του ΠΚ και συντρέχει, όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 1861/2013, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 890/2010, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 386 παρ.1 του ΠΚ: «Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξη του περιουσιακού οφέλους, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή τρίτο συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου, υφισταμένη και στην περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός διατηρεί ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και με ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγομένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων, ή της δυνατότητας του δράστη, ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπλήρωσης της υποχρέωσής του αυτής, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΣυμβΑΠ 1280/2010, ΣυμβΑΠ 804/2010, ΑΠ 2184/2005 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 59/2005 ΠοινΧρ ΝΕ΄887, ΑΠ 1297/2002 ΠοινΛογ 2002.1395, ΑΠ 5/2001 ΠοινΧρ ΝΑ΄.591). Τέλος, η απάτη μπορεί να τελεσθεί, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, και από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού. Με τον όρο “από κοινού” νοείται, ότι τα πρόσωπα ενεργούν με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεση της και γνωρίζει, ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο, αν η πραγμάτωση της όλης άδικης πράξης γίνεται από κάθε συμμέτοχο κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια ή αν αυτή πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συναυτουργών ταυτόχρονες ή διαδοχικές (ΑΠ 709/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
To παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας …….., και την άνευ όρκου εξέταση του δευτέρου των εναγομένων …….., που δόθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις προσκομιζόμενες το πρώτον στην έκκλητη δίκη (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία των εναγομένων, εξετασθέντων μαρτύρων …………, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …….., οι οποίες περιέχονται στις υπ’αριθμ. ….. και ….. αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα στη …. της ….., δραστηριοποιείται στον τομέα της αγοράς πλοίων, τα οποία στη συνέχεια μεταπωλεί σε επιχειρήσεις ναυπηγείων στην Τουρκία, που προβαίνουν στη διάλυσή τους για την παραγωγή πρώτης ύλης σιδηρικού «σκραπ» (scrap – παλιοσίδερα). Αμφότεροι οι εναγόμενοι, ο μεν δεύτερος εξ αυτών επί σειρά ετών, ο δε πρώτος εσχάτως, προς συμπλήρωση του εισοδήματός του (τυγχάνει συνταξιούχος, λαμβάνοντας μηνιαίως σύνταξη από τον Ο.Α.Ε.Ε.), ασχολούνται δευτερευόντως με την αγορά παλαιών, παροπλισμένων, πλοίων, τα οποία ακολούθως αγοράζονται από άλλες εταιρίες, τουρκικών συμφερόντων, προκειμένου να μεταπωληθούν σε ναυπηγεία της Τουρκίας προς διάλυση, πρωτίστως, όμως, ως μεσίτες πλοίων (brokers), υποδεικνύοντας σε άλλους, κυρίως νομικά πρόσωπα, που εκδηλώνουν ενδιαφέρον, τέτοια πλοία διαθέσιμα προς αγορά, αντί αμοιβής – προμηθείας για την κάθε συναλλαγή, στην οποία διαμεσολαβούν, συνεργαζόμενοι επαγγελματικά σε σταθερή βάση στο συγκεκριμένο αντικείμενο, και διατηρώντας από κοινού, για τις ανάγκες της δραστηριότητάς τους αυτής, γραφείο στον ……… (στον αριθμό . της ………). Σημειωτέον ότι, κατά τη συνήθη πρακτική, που είχε καθιερωθεί και παγίως ακολουθείτο στις συναλλαγές τους ως μεσιτών με τις εταιρίες, τουρκικών κυρίως συμφερόντων, με τις οποίες ως επί το πλείστον συνεργάζονταν, ο δεύτερος εξ αυτών μάλιστα επί σειρά ετών, αποκλειστικά προς διευκόλυνση των εταιριών αυτών, στις αγοραπωλησίες των πλοίων, που τους υποδείκνυαν προς αγορά, παρεμβάλλονταν κάθε φορά συσταθείσες εξωχώριες (off shore) εταιρίες, με τους ίδιους (τους εναγόμενους) τύποις φερόμενους ως νομίμους εκπροσώπους τους, οι οποίες, όμως, στην πραγματικότητα διοικούνταν από τις αγοράστριες εταιρίες, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των οποίων και λειτουργούσαν, και οι οποίες (εξωχώριες εταιρίες) δραστηριοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο στη διαδικασία ως παρένθετα πρόσωπα, χωρίς οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, χωρίς ίδια κεφάλαια, γραφεία και τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς ήταν αυτές, που συμβάλλονταν με τους κυρίους των πλοίων ως αγοράστριες, και στη συνέχεια, τα μεταπωλούσαν τυπικά στις εν λόγω εταιρίες, κατ’εντολήν των οποίων οι εναγόμενοι ενεργούσαν, και οι οποίες, άλλωστε, εξ ιδίων χρημάτων κατέβαλαν και το τίμημα με την παράδοση σ’αυτές του πλοίου, συνήθως σε λιμένες της Τουρκίας, μέσω του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, σε λογαριασμό του οποίου τα χρήματα αρχικά κατατίθεντο και ακολούθως απ’αυτόν, κατόπιν οδηγιών και υποδείξεών τους, διοχετεύονταν περαιτέρω στους πωλητές. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι πρότειναν στις εταιρίες, με τις οποίες διατηρούσαν συνεργασία, παλιά πλοία προς αγορά, προκειμένου να μεταπωληθούν στη συνέχεια απ’αυτές σε ναυπηγεία για να διαλυθούν, πλην όμως στις συμβάσεις με τους εκάστοτε κυρίους των πλοίων δεν συμβάλλονταν οι εν λόγω εταιρίες, αλλά οι εναγόμενοι, ως νόμιμοι εκπρόσωποι εξωχώριων εταιριών, που είχαν συσταθεί αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, και ελέγχονταν στην πραγματικότητα από τις ανωτέρω εταιρίες, οι οποίες ουσιαστικά ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν τα πλοία, και στις οποίες οι εξωχώριες εταιρίες στη συνέχεια “τύποις” τα πωλούσαν. H αμοιβή των εναγομένων συνίστατο σε προμήθεια, που καθοριζόταν σε ποσοστό επί εκάστης συναλλαγής, ενώ είχε επιπλέον συμφωνηθεί ότι οι ανωτέρω εταιρίες θα συνεργάζονταν στην Ελλάδα αποκλειστικά μαζί τους ως μεσίτες, προς υπόδειξη πλοίων διαθέσιμων για αγορά. Μάλιστα οι ανωτέρω εταιρίες ουδέποτε κατέβαλαν απευθείας χρήματα στις προαναφερθείσες εξωχώριες εταιρίες, από τις οποίες τυπικά αγόραζαν τα πλοία, που πρότειναν οι εναγόμενοι, και των οποίων οι τελευταίοι εφέροντο ως νόμιμοι εκπρόσωποι, χωρίς καμία, όμως, ουσιαστική αρμοδιότητα διοίκησης και διαχείρισής τους, και, συνακόλουθα, ούτε και στους ίδιους τους εναγομένους, εφόσον επρόκειτο για νομικά πρόσωπα, των οποίων η μοναδική δραστηριότητα περιοριζόταν σ’αυτήν του παρένθετου στις αγοραπωλησίες μεταξύ των κυρίων των πλοίων και των εταιριών, με τις οποίες οι εναγόμενοι συνεργάζονταν, και στις οποίες τελικά πωλούνταν και μεταβιβάζονταν τα πλοία χωρίς, όμως, την καταβολή τιμήματος, το οποίο, καθώς οι εταιρίες αυτές, που παρεμβάλλονταν στη συναλλαγή, δε διέθεταν ίδιους τραπεζικούς λογαριασμούς, καταβαλλόταν από τις αγοράστριες εταιρίες σε λογαριασμό του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, και εν συνεχεία από τον τελευταίο, κατόπιν οδηγιών τους, αποδίδετο στους πωλητές. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι μεταβιβάσεις των πλοίων από τις εξωχώριες εταιρίες, στις εταιρίες, που στην πραγματικότητα τα αγόραζαν, καταβάλλοντας εξ ιδίων το τίμημα, πάντοτε καταρτίζονταν όταν τα πλοία έφθαναν σε λιμένες – συνήθως της Τουρκίας – όπου και παραδίδονταν, οπότε και καταβαλλόταν και το τίμημα στους κυρίους τους, προκειμένου οι αγοράστριες εταιρίες, οι οποίες τα προόριζαν αποκλειστικά για μεταπώληση σε ναυπηγεία προς διάλυση, και δεν επιθυμούσαν να τα εκμεταλλευθούν με άλλο τρόπο, να μην εμφαίνονται τυπικά συνδεόμενες με το πλοίο καθ’οιονδήποτε τρόπο, και να αποφεύγουν την ανάληψη των όποιων ευθυνών και υποχρεώσεων του πλοιοκτήτη κατά τον πλου. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στον πρώτο των εναγομένων κατακυρώθηκε στις 11.10.2011 ως πλειοδότη στη δημοπρασία πλωτών Αθηνών, το υπό σημαία Τανζανίας φορτηγό πλοίο με την ονομασία “L. S.”, μήκους μέτρων 44 και πλάτους μέτρων 8, (ΙΜΟ ……), με πετρελαιομηχανή ισχύος 300 ίππων, ρωσικής κατασκευής, αντί του καταβληθέντος απ’αυτόν ποσού των 40.050 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ήτοι αντί του συνολικού ποσού των 42.956,03 ευρώ, για την αγορά του οποίου εξεδήλωσε ενδιαφέρον περί τις αρχές του μηνός Απριλίου του έτους 2012 η ενάγουσα, που επί σειρά ετών συνεργαζόταν με το δεύτερο εναγόμενο ως μεσίτη, έχοντας αγοράσει, ως επί το πλείστον με τη διαδικασία, που προεκτέθηκε, και με δική του υπόδειξη, στο παρελθόν αρκετά πλοία, προκειμένου στη συνέχεια να τα μεταπωλήσει σε ναυπηγεία για διάλυση. Ειδικότερα συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η ενάγουσα θα αγόραζε το εν λόγω πλοίο αντί του ποσού των 80.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο θα παραδιδόταν σ’αυτήν στο λιμένα του Αλί Αγά της Τουρκίας, όχι όμως απευθείας από τον κύριο αυτού, πρώτο των εναγομένων, που το είχε αποκτήσει προηγουμένως από την ανωτέρω δημοπρασία, αλλά, τυπικά και μόνο και άνευ της καταβολής τιμήματος, μέσω εξωχώριας εταιρίας, κατά το σύνηθες συμβαίνον στις συναλλαγές τους, η οποία θα λειτουργούσε στην αγοραπωλησία ως παρένθετο πρόσωπο, ώστε, μέχρι την άφιξη του πλοίου στο λιμένα, όπου είχε συμφωνηθεί να παραδοθεί, η ενάγουσα, διαρκούντος του πλου, να μη φέρει την ιδιότητα του πλοιοκτήτη του, με τις ευθύνες, που αυτή συνεπάγεται. Ακολούθως, προκειμένου να δρομολογηθεί η διαδικασία πώλησης και μεταβίβασης στην ενάγουσα του ανωτέρω πλοίου, ο πρώτος εναγόμενος πώλησε τυπικά το πλοίο αυτό στην τρίτη των εναγομένων της αγωγής (και μη διάδικο πλέον) εταιρία, και η τελευταία, ωσαύτως τυπικά, στην αρχικά τέταρτη εναγόμενη (επίσης μη διάδικο στη δίκη) εταιρία [βλ. σχετ. το από 16.5.2012 προσκομιζόμενο έγγραφο μεταξύ των εταιριών αυτών, που συνυπέγραψε και εκπρόσωπος της ενάγουσας], από την οποία και τελικά θα το αγόραζε η ενάγουσα, που θα κατέβαλε και το τίμημα. Μάλιστα συντάχθηκε και μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ πρώτου εναγομένου και ενάγουσας, στο οποίο αναφέρεται η συμφωνία τους προς αγορά από την ενάγουσα του πλοίου αυτού, και, επιπροσθέτως, ότι ποσό 53.000 δολαρίων Η.Π.Α., που θα αφαιρεθεί από το τίμημα, θα καταβληθεί απ’αυτήν εντός μίας (1) εργάσιμης ημέρας από την υπογραφή του, για την πληρωμή οφειλής του πωλητή προς τον Ο.Δ.Δ.Υ., όχι απευθείας στο λογαριασμό του πωλητή, όπως θα αναμενόταν κατά την κοινή πείρα και λογική, αλλά και κατά το σύνηθες συμβαίνον στις συναλλαγές, αλλά σε λογαριασμό τρίτου προσώπου, και δη του Δικηγόρου ……….., πλην, όμως, το έγγραφο αυτό ουδέποτε υπογράφηκε. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω εταιρίες, εκ των οποίων η αρχικά τρίτη εναγόμενη εφέρετο εκπροσωπηθείσα από το δεύτερο εναγόμενο και η τέταρτη από τον πρώτο εναγόμενο αντίστοιχα, θα λειτουργούσαν αποκλειστικά και μόνο ως παρένθετα πρόσωπα στη συναλλαγή, έχοντας συσταθεί για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού, ήτοι του ενδιάμεσου σε τέτοιου είδους αγοραπωλησίες, και ουδεμία άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα ασκούσαν, μη διαθέτοντας έδρα, ίδια κεφάλαια, και τραπεζικούς λογαριασμούς. Επομένως, στην υπό κρίση συναλλαγή η διαδικασία, που είχε συμφωνηθεί να ακολουθεί, ώστε να αποκτηθεί το εν λόγω πλοίο από την ενάγουσα, διαφοροποιείτο σε σχέση με αυτήν, που ακολουθείτο άλλες φορές στις μεταξύ αυτής και των εναγομένων, και κυρίως του δευτέρου εξ αυτών, συναλλαγές, στις οποίες το πλοίο, που υποδείκνυαν οι εναγόμενοι στην ενδιαφερόμενη, στις περισσότερες περιπτώσεις τουρκικών συμφερόντων εταιρία, αγοραζόταν από εξωχώρια εταιρία, η οποία τύποις εκπροσωπείτο από κάποιον εκ των εναγομένων και ουσιαστικά λειτουργούσε μόνον ως ενδιάμεσος στη συναλλαγή, και στη συνέχεια τυπικά μεταπωλείτο στην τούρκικη εταιρία, που κατέβαλε και το τίμημα στον κύριο του πλοίου, με την άφιξή του στο συμφωνηθέντα λιμένα, ώστε να μην επωμίζονται κατά τον πλου οι αγοράστριες εταιρίες τις ευθύνες του πλοιοκτήτη, καθώς εν προκειμένω το πλοίο αποκτήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, με τίμημα, που κατέβαλε αυτός εξ ιδίων σε δημοπρασία του Ο.Δ.Δ.Υ. και στη συνέχεια μέσω άλλων εξωχώριων εταιριών ως παρένθετων, θα πωλείτο και θα μεταβιβαζόταν τελικά κατά κυριότητα στην ενάγουσα, για λογαριασμό της οποίας και προφανώς αποκτήθηκε εξαρχής με τη συμμετοχή του πρώτου εναγομένου στη δημοπρασία. Συμφωνήθηκε επίσης μεταξύ των διαδίκων η προκαταβολή από την ενάγουσα χρηματικών ποσών έναντι του τιμήματος της αγοράς του πλοίου, η οποία επρόκειτο να καταρτισθεί, που θα διατίθεντο για την αποπληρωμή οφειλών του πρώτου εναγομένου, ως πλειοδότη, προς τον Ο.Δ.Δ.Υ., από αναλογούντες δασμούς και λοιπά έξοδα της διαδικασίας της δημοπρασίας και της κατακύρωσης, προκειμένου ο τελευταίος να παραδώσει το πλοίο, που ακόμη βρισκόταν στην κατοχή του, στον ανωτέρω αγοραστή. Προς τούτο, η ενάγουσα κατέθεσε στις 17.5.2012 το ποσό των 44.000 δολαρίων Η.Π.Α. στον τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε στην τράπεζα «PROBANK A.E.», ο ορισθείς στο προαναφερθέν μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ των τρίτης και τετάρτης των εναγομένων (εξωχώριων εταιριών), πλέον μη διαδίκων, το οποίο αφορούσε στο επίμαχο πλοίο και το οποίο επίσης συνυπέγραψε και εκπρόσωπος της ενάγουσας, κατά τα προεκτεθέντα, ως διαχειριστής για τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων του πλοίου έναντι του Ο.Δ.Δ.Υ., δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς ………. Μάλιστα, πέραν του ανωτέρω ποσού, η ενάγουσα, για τον ίδιο λόγο, κατέβαλε στο δεύτερο εναγόμενο, ως εκπρόσωπο της τρίτης εναγομένης εταιρίας, τμηματικά, μέσω φυσικών προσώπων εξουσιοδοτηθέντων προς τούτο από την ίδια, το συνολικό ποσό των 28.000 δολαρίων Η.Π.Α. Επομένως, ενόψει της αγοράς του πλοίου αυτού, που είχε συμφωνήσει με τους εναγομένους, η ενάγουσα προκατέβαλε με τον τρόπο, που ήδη αναφέρθηκε, έναντι του τιμήματός του, το συνολικό ποσό των 72.000 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως το ποσό των 55.872 ευρώ. Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί, ότι στο από 16.5.2012 συνυπογραφέν και από εκπρόσωπο της ενάγουσας έγγραφο «μνημόνιο συνεργασίας», που αφορά στην πώληση αντί του ποσού των 80.000 δολαρίων Η.Π.Α., του εν λόγου πλοίου από την τρίτη στην τέταρτη των εναγομένων, από την οποία και «τύποις» θα το αγόραζε η ενάγουσα αντί του ιδίου τιμήματος, αναφέρεται ότι η αγοράστρια εταιρία, δηλαδή η τέταρτη εναγόμενη, θα καταβάλει το ποσό των 51.000 δολαρίων Η.Π.Α., για την αποπληρωμη οφειλών της πωλήτριας προς τον Ο.Δ.Δ.Υ., στο λογαριασμό του ορισθέντος στο ίδιο έγγραφο ως διαχειριστή Δικηγόρου ………, και πράγματι την επόμενη μέρα στις 18.5.2012, η ενάγουσα, ως η μόνη ουσιαστικά ενδιαφερόμενη να αποκτήσει το πλοίο αυτό, και όχι η φερόμενη ως αγοράστρια τέταρτη εναγόμενη, κατέβαλε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 44.000 δολαρίων Η.Π.Α., όπως προεκτέθηκε, όπερ επίσης συνηγορεί υπέρ της κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου περί του ρόλου των ανωτέρω εταιριών αποκλειστικά ως παρένθετων προσώπων στη συναλλαγή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πώληση και μεταβίβαση του πλοίου αυτού στην ενάγουσα ουδέποτε έλαβε χώρα, καθώς οι πρώτος και δεύτερος εναγόμενοι προέβησαν μεν στην αποπληρωμή των οφειλών του προς τον Ο.Δ.Δ.Υ. για την αποδέσμευσή του, εκ των ποσών, που είχε ήδη προκαταβάλει η ενάγουσα, ενόψει της επικείμενης αγοράς του, έναντι του τιμήματός του, από το οποίο τα ποσά αυτά θα προαφαιρούντο, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους, πλην όμως, στη συνέχεια, κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2012, με ενέργειές τους, δηλ. των ανωτέρω εναγομένων, το πλοίο αυτό πωλήθηκε και μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα, όχι στην ενάγουσα, αλλά σε τρίτο πρόσωπο, που, ακολούθως, προέβη στη διάλυσή του για παλιοσίδερα (scrap) στο Πέραμα Αττικής. Μάλιστα ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, συνεργαζόταν με τον πρώτο εξ αυτών, στο γραφείο που από κοινού διατηρούσαν, δραστηριοποιούμενοι σε αγοραπωλησίες, και σε μεσιτείες πλοίων, στη συνέχεια, με την από 31.8.2012 έγγραφη δήλωσή του, που τιτλοφορείται «εγγυητική επιστολή» (warranty letter), η οποία δεν προσβλήθηκε ως πλαστή, ούτε αμφισβητήθηκε η γνησιότητα της υπογραφής του επ’αυτής, αφενός μεν αναγνώρισε ότι λόγω «τεχνικών προβλημάτων» η πώληση και μεταβίβαση κατά κυριότητα του πλοίου προς την ενάγουσα δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί, αφετέρου δε, ανέλαβε, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της μη διαδίκου πλέον – τρίτης εναγομένης, να επιστρέψει μέχρι τις 20.9.2012 στην ενάγουσα το προκαταβληθέν απ’ αυτήν έναντι του τιμήματος της αγοράς του πλοίου χρηματικό ποσό των 72.000 δολαρίων Η.Π.Α., όπερ ουδέποτε εγένετο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς τους εναγομένους για την καταβολή του. Από το σύνολο, όμως, των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίσθηκαν και τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου τούτου, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι δεν εξαπάτησαν την ενάγουσα, και, συνεπώς, δεν τέλεσαν την επικαλούμενη στο αγωγικό δικόγραφο αδικοπραξία, συνιστάμενη ειδικότερα σε απατηλή συμπεριφορά τους σε βάρος της, εξαιτίας της οποίας, ως νόμιμο λόγο ευθύνης τους, ζητείται με την αγωγή ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να της επιστρέψουν το ποσό της προκαταβολής του τιμήματος της καταρτισθησομένης αγοράς του πλοίου, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προκληθείσης ισόποσης περιουσιακής ζημίας της, καθώς και να της καταβάλουν χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, και ως προς την οποία (αδικοπραξία λόγω της απάτης) και μόνον ερευνάται εν προκειμένω η υπόθεση, κατόπιν της τυπικής και ουσιαστικής παραδοχής της έφεσης των ερημοδικασθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων και της εξαφάνισης της εκκαλουμένης μόνον ως προς το κεφάλαιο αυτής, που αφορά τη συγκεκριμένη αγωγική βάση, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι, ενόψει της αγοράς από την ενάγουσα του εν λόγω πλοίου, δεν παρέστησαν σ’αυτήν, όπως νομίμως εκπροσωπείτο, ψευδή γεγονότα, ούτε αποσιώπησαν αληθή, τα οποία όφειλαν να της αποκαλύψουν, εν γνώσει τους, και με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους, με αποτέλεσμα, η ανωτέρω, παραπλανηθείσα από τα απατηλά μέσα, τα οποία χρησιμοποίησαν και επέδρασαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της βούλησής της, και έχοντας, ακριβώς εξαιτίας αυτών, σχηματίσει εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας, να προβεί στην προκαταβολή μέρους του τιμήματος της πώλησης του πλοίου, που ουδέποτε καταρτίσθηκε τελικά, και να υποστεί ισόποση βλάβη στην περιουσία της, όπως απαιτείται να έχει συμβεί, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί απατηλή σε βάρος της συμπεριφορά τους, όπερ και επικαλείται αυτή στην αγωγή της, ως γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσής τους προς καταβολή αποζημίωσης, ανερχομένης στο προκαταβληθέν ποσό, και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης, της οποίας (υποχρέωσης) ζητείται η αναγνώριση, κατόπιν παραδεκτής τροπής του συνόλου του αγωγικού αιτήματος, όπως αυτό περιορίσθηκε, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Συγκεκριμένα, το εν λόγω πλοίο, για την αγορά του οποίου εξεδήλωσε ενδιαφέρον η ενάγουσα, προκειμένου να το μεταπωλήσει σε ναυπηγείο στην Τουρκία προς διάλυση, πράγματι ανήκε στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος το είχε αποκτήσει από δημοπρασία πλωτών του Ο.Δ.Δ.Υ., και εν συνεχεία όντως το μεταβίβασε στην τρίτη των εναγομένων, η δε τελευταία με τη σειρά της στην τέταρτη εναγόμενη – αμφότερες εξωχώριες εταιρίες, μη διάδικοι εν προκειμένω, με νομίμους εκπροσώπους τους δεύτερο και πρώτο των εναγομένων αντίστοιχα, ενώ από την τέταρτη τυπικά θα το αγόραζε ακολούθως η ενάγουσα, κατά το σύνηθες συμβαίνον στις συναλλαγές των εναγομένων με τέτοιες εταιρίες, στις οποίες υπoδείκνυαν κάθε φορά, αντί αμοιβής, πλοία προς αγορά, καθώς, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι εταιρίες αυτές, ως εκ το πλείστον τουρκικών συμφερόντων, δεν αγόραζαν τα πλοία απευθείας από τους κυρίους τους, αλλά, όταν έφθαναν στο συμφωνηθέντα λιμένα στην Τουρκία για να παραδοθούν, τυπικά μέσω εξωχώριων εταιριών, οι οποίες συστήνονταν αποκλειστικά και μόνο προς τούτο, και ουσιαστικά λειτουργούσαν ως παρένθετα πρόσωπα στη αγοραπωλησία, αφού αυτές αγόραζαν τα πλοία από τους κυρίους τους και τα μεταπωλούσαν «τύποις» στις εταιρίες, για τις οποίες εξαρχής προορίζονταν, χωρίς να ασκούν καμία άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, και χωρίς να διαθέτουν ίδια κεφάλαια και τραπεζικούς λογαριασμούς, με τύποις νομίμους εκπροσώπους τους τους ίδιους τους εναγομένους, τελώντας, όμως, στην πραγματικότητα υπό τον έλεγχο της κάθε φορά αγοράστριας εταιρίας, που κατέβαλε και το τίμημα της αγοράς του πλοίου στον κύριο, με τη διαμεσολάβηση δικηγόρου, στον λογαριασμό του οποίου αρχικά κατατίθεντο τα χρήματα, που, ακολούθως διοχετεύονταν στους πωλητές. Επομένως, ψευδής παράσταση από τους εναγομένους προς την ενάγουσα, ενόψει της αγοράς απ’αυτήν του εν λόγω πλοίου, αναφορικά με την κυριότητα του πρώτου εναγομένου επί του πλοίου αυτού, και την πώληση και μεταβίβασή του από την τρίτη στην τέταρτη των εναγομένων, προκειμένου να πεισθεί η ενάγουσα, και να προκαταβάλει μέρος του τιμήματος, και μάλιστα τέτοια και τόσο καθοριστικής σημασίας, που επέδρασε αποφαστικά στο σχηματισμό της βούλησής της, δεν υπήρξε εν προκειμένω, ούτε όμως αναφορικά με τη διάθεση του ποσού της προκαταβολής προς αποπληρωμή των αναλογούντων δασμών, τελών, και λοιπών εξόδων της διαδικασίας της δημοπρασίας, ώστε να αποδεσμευθεί αυτό από τον Ο.Δ.Δ.Υ. και να παραδοθεί στον πρώτο εναγόμενο, διότι πράγματι μέρος του ποσού αυτού αναλώθηκε προς τούτο και το πλοίο αποδόθηκε στον ανωτέρω πλειοδότη, ο οποίος μέχρι τότε δεν το κατείχε, όπερ δεν αμφιβητεί και η ενάγουσα, η οποία μάλιστα στην αγωγή της ισχυρίζεται ότι τούτο εξαρχής επεδίωκαν οι εναγόμενοι, δηλαδή να μεταβιβάσουν το πλοίο σε άλλον, αφού προηγουμένως χρησιμοποιήσουν το ποσό, που θα την έπειθαν να τους καταβάλει έναντι του τιμήματος της προς αυτήν πώλησής του, για να εξοφλήσουν οικονομικές υποχρεώσεις του πλοίου, ώστε να περιέλθει στην κατοχή τους και να μπορούν έκτοτε να το διαθέτουν κατά το δοκούν. Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό, ότι οι πρώτος και δεύτερος εναγόμενοι, είχαν εξαρχής αποφασίσει να μην πωλήσουν και μεταβιβάσουν το πλοίο αυτό στην ενάγουσα, αλλά να χρησιμοποιήσουν το ποσό, που θα επιτύγχαναν να της αποσπάσουν ως προκαταβολή, έναντι του τιμήματος της αγοράς του, ώστε να αποπληρώσουν με τα δικά της χρήματα τις οφειλές του προς τον Ο.Δ.Δ.Υ., προκειμένου να περιέλθει στην κατοχή τους, και στη συνέχεια να το πωλήσουν σε άλλον, και να εισπράξουν το τίμημα, παρουσιάζοντάς της, μάλιστα, για να την παραπλανήσουν ότι θα τηρήσουν τις υποσχέσεις τους και ότι η σύμβαση θα καταρτισθεί, και να την πείσουν να προβεί στην ανωτέρω περιουσιακή διάθεση, ανυπόγραφο σχέδιο σύμβασης πώλησης μεταξύ του πρώτου εξ αυτών, που είχε αποκτήσει το πλοίο από τη δημοπρασία, και της ίδιας, αλλά και το προαναφερθέν μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ των τρίτης και τέταρτης των εναγομένων (μη διαδίκων πλέον στη δίκη), που θα λειτουργούσαν στη συναλλαγή ως παρένθετα πρόσωπα, ώστε να της δημιουργήσουν την εντύπωση ότι έχει δρομολογηθεί και αρχίσει να υλοποιείται η διαδικασία της πώλησης του πλοίου προς αυτήν, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους, και πάλι δε στοιχειοθετείται απάτη, την οποία η ενάγουσα επικαλείται στην αγωγή της, προκειμένου να θεμελιώσει τον παράνομο χαρακτήρα της φερόμενης ως αδικοπρακτικής σε βάρος της συμπεριφοράς τους. Και τούτο διότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, προκειμένου να θεμελιωθεί το έγκλημα της απάτης, απαιτείται σε κάθε περίπτωση ψευδής παράσταση, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, δηλαδή πραγματικών περιστατικών, αναγομένων στο παρελθόν ή το παρόν και όχι στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις, εκτός εάν οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και με ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγομένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης της υπόσχεσης ή της υποχρέωσης με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων, ή της δυνατότητας του δράστη, ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπλήρωσης της υποχρέωσής του ή της υπόσχεσής του αυτής. Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση, μόνες οι υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις των εναγομένων προς την ενάγουσα ότι θα πωληθεί σ’αυτήν το πλοίο, ακόμη και είχαν ήδη κατά τον κρίσιμο χρόνο αποφασίσει να μην τις εκπληρώσουν, αλλά να τις αθετήσουν, και να πωλήσουν το πλοίο σε άλλον, εφόσον δεν συνοδεύθηκαν από ψευδείς παραστάσεις ή διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγομένων δηλαδή στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τα προεκτεθέντα, ώστε ακριβώς λόγω αυτών να της δημιουργηθεί η εντύπωση ότι θα φανούν συνεπείς απέναντί της, με βάση την πραγματική κατάσταση, όπως ψευδώς της παρουσιάσθηκε, και να προβεί στις επιζήμιες για την περιουσία της καταβολές, δεν αρκούν για να στοιχειοθήσουν απατηλή σε βάρος της συμπεριφορά τους, και συνακόλουθα, την επικαλούμενη στην αγωγή, για τη θεμελίωση του αιτήματός της, αδικοπραξία. Ούτε βέβαια η ενάγουσα, που φέρει και το δικονομικό βάρος απόδειξης της βάσης της αγωγής της, στην οποία ως ψευδή γεγονότα, για τη θεμελίωση της απάτης, αναφέρονται η κυριότητα του πρώτου εναγομένου επί του πλοίου και η συμφωνία για το συγκεκριμένο πλοίο μεταξύ τρίτης και τέταρτης των εναγομένων, τα οποία αποδείχθηκαν αληθή, όπως αναφέρθηκε, επικαλέσθηκε ότι υπήρξε αποδέκτης και έτερων ψευδών παραστάσεων των δύο πρώτων εναγομένων, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε και, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι επρόκειτο να αγοράσει το πλοίο, κατέβαλε χρηματικά ποσά έναντι του τιμήματός του, ενώ κατά το μάρτυρά της, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και ισχυρίζεται ότι ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας ως διερμηνέας σε συζητήσεις μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου των εναγομένων, που παρουσιάζονταν ως συνέταιροι, και του νομιίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, και, συνεπώς ότι έχει ίδιαν αντίληψη των διαμειφθέντων, η απάτη των ανωτέρω εναγομένων συνίσταται στο ότι ουδέποτε πώλησαν και παρέδωσαν το πλοίο σ’αυτήν, αλλά σε άλλον, παρότι εισέπραξαν την προκαταβολή. Και ναι μεν το ποσό, που κατέβαλε η ενάγουσα, ενόψει της αγοράς του εν λόγω πλοίου, που δεν επακολούθησε, έναντι του τιμήματος αυτής, είναι προφανές ότι της οφείλεται και πρέπει να της επιστραφεί (μάλιστα ο δεύτερος εναγόμενος, εξετασθείς ανωμοτί στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ισχυρίσθηκε, όλως αναπόδεικτα, ότι το έχει καταβάλει), πλην όμως θα πρέπει ν’αναζητηθεί με την επίκληση διαφορετικού νομίμου λόγου ευθύνης των εναγομένων. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, και να επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της, η δικαστική δαπάνη των εναγομένων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας και υπέβαλαν αυτοί σχετικό αίτημα, που περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της έφεσής τους, καθώς λόγω της απουσίας τους στον πρώτο βαθμό δεν υποβλήθηκαν σε έξοδα (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 18.5.2015 (με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ………..) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 600/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση κατά το εκκληθέν κεφάλαιο.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 20.5.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανωτέρω αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31.10.2018
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ