Αριθμός 40 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας ……….., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Μιχαήλ Πατεράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αναστάσιο Ρουμελιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 317/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 23.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2019) αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 79/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στη διάταξη του άρθρου 1α του Ν 2251/1994, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 100 του Ν 4512/2018, δίνονται οι ορισμοί μεταξύ άλλων του καταναλωτή, του προμηθευτή, της συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Ειδικότερα ως προς την πρώτη έννοια «καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα». Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 111 του Ν 4512/2018, η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως και τις 17.3.2018, παρά μόνο στις ανανεώσεις των συμβάσεων αυτών. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου1παρ4 του Ν 22561/1994, ως ίσχυε πριν από την ανωτέρω τροποποίησή του με το Ν 4512/2018, «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται: α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους…. β) Προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. Προμηθευτής νοείται και ο διαφημιζόμενος.»
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ1 του Ν 2251/1994, «Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους». Επίσης, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 9 του ανωτέρω νόμου προκύπτει, ότι «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση, ανεξάρτητα από το αν ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή είναι καταναλωτής, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η σύμβαση περιλαμβάνει όρους οι οποίοι δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, β) ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή πληροί τα κριτήρια της πολύ μικρής επιχείρησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 4308/2014 (Α’ 251) και γ) ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή συμβάλλεται ως τελικός αποδέκτης των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών».
Η υπό κρίση, από 23-5-2019 (……/2019), έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’ αριθμόν 3701/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη νέα τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495παρ1 και 2, 511, 513παρ1 περ β’, 516παρ1, 517περ α΄, 518παρ1, 520παρ1 ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο για τα παραδεκτό της συζητήσεώς της (495παρ3Αβ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533παρ1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
Με την υπό κρίση, από 26-3-2018 (………/2018) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εκθέτει ότι δυνάμει του από 18-2-2015 Ιδιωτικού Συμφωνητικού παροχής υπηρεσιών, που υπογράφηκε μεταξύ αυτής και της εναγομένης, συμφωνήθηκε όπως η εναγομένη αποστέλλει στην ενάγουσα ασθενείς προερχόμενους από εμπόλεμες περιοχές της Λιβύης, που είχαν υποστεί ακρωτηριασμό των άκρων τους, ώστε η ενάγουσα να κατασκευάζει και να τοποθετεί προσαρμοσμένα σε αυτούς τεχνητά μέλη, εφόσον η πάθησή τους ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθεί από την ενάγουσα και εφόσον συναινεί σε αυτό τρίτο πρόσωπο, αναφερόμενο στη σύμβαση ως Πελάτης της εναγομένης δηλαδή η αντίστοιχη δημόσια υγειονομική αρχή, ασφαλιστικός φορέας ή νοσοκομείο (ενν του κράτους της Λιβύης). Ότι, η ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 9-2-2015 έως και 17-5-2016 κατασκεύασε και τοποθέτησε σε Λίβυους ασθενείς τα αναφερόμενα στην αγωγή πρόσθετα μέλη, όπως αυτά περιγράφονται στα επισυναπτόμενα τιμολόγια και δελτία αποστολής, συνολικής αξίας 196.312,86€. Ότι, η αμοιβή της ενάγουσας για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες θα προέκυπτε μετά από αφαίρεση συμφωνηθείσας μεταξύ των μερών πίστωσης 15% (όπως αυτή επίσης αναφέρεται στα περιλαμβανόμενα στην αγωγή πιστωτικά τιμολόγια). Ότι, σύμφωνα με σχετικό όρο της σύμβασης «η εξόφληση των τιμολογίων… θα γίνεται από την Εταιρία (εναγομένη) μετά την εξόφληση των αντίστοιχων τιμολογίων της εταιρίας από τον Πελάτη». Επικαλούμενη περαιτέρω την ακυρότητα του τελευταίου αυτού όρου ως καταχρηστικού, γιατί με αυτόν διαταράσσεται υπέρμετρα η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος της, άλλως ως αντιβαίνοντος στην διάταξη του άρθρου 2παρ6α του Ν 2251/1994, ζητεί – κατ’εκτίμηση του δικογράφου και του αιτήματος της αγωγής – την αναγνώριση της ακυρότητας του ανωτέρω όρου και την καταψήφιση της εναγομένης στην προς αυτήν καταβολή του ανωτέρω ποσού, νομιμοτόκως από της εκδόσεως του τελευταίου τιμολογίου, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της ανωτέρω αγωγής, που συζητήθηκε ερήμην της εναγομένης, λόγω εκπροθέσμως καταθέσεως από αυτήν των προτάσεών της – το εκπρόθεσμο της οποίας (καταθέσεως) δεν δικαιολογήθηκε από το Δικαστήριο – εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας ως προς τους επικαλουμένους λόγους ακυρότητας του συμβατικού όρου. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την ένδικη έφεσή της, αιτιώμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της.
Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής στο παρόν στάδιο προκύπτει, ότι η εκκαλούσα είναι ομόρρυθμη εταιρία που ασχολείται με την κατασκευή, εμπορία και τοποθέτηση τεχνητών μελών ορθοπεδικής αποκατάστασης, για την αντιμετώπιση ακρωτηριασμών ασθενών μετά από σοβαρή ασθένεια ή τραυματισμό. Η εφεσίβλητη είναι εταιρία εκμετάλλευσης και λειτουργίας φορέων υγειονομικής μέριμνας και μεταξύ των θεραπευτηρίων που εκμεταλλεύεται είναι και το θεραπευτήριο με την επωνυμία «….», ιδιοκτησίας της, με έδρα το ……… Αττικής. Δυνάμει του από 18-2-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η πρώτη (εκκαλούσα) ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει υπηρεσίες κατασκευής και τοποθέτησης προσαρμοσμένων τεχνητών μελών σε Λίβυους ασθενείς, προερχόμενους από εμπόλεμες περιοχές της Λιβύης, που θα υποδείκνυε η δεύτερη (εφεσίβλητη), στα πλαίσια συμβάσεων που η τελευταία είχε υπογράψει με αρμόδιους φορείς του Λιβυκού Κράτους, εφόσον η πάθησή τους ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθεί από την πρώτη (εκκαλούσα) και εφόσον συναινούσε σε αυτό ο φορέας που είχε αναλάβει την περίθαλψή τους δηλαδή οι προαναφερθείσες αρχές της Λιβύης, που αναφέρονται στην ένδικη σύμβαση ως Πελάτης. Η τιμολόγηση για τις υπηρεσίες της εκκαλούσας θα γινόταν με την έκδοση πιστωτικού τιμολογίου έκπτωσης 15% από την εκκαλούσα, επί του τιμολογίου που θα εξέδιδε για την Εταιρία δηλαδή της εφεσίβλητη. Σύμφωνα δε με όρο του ανωτέρω συμφωνητικού, «η εξόφληση των τιμολογίων… θα γίνεται από την Εταιρία (εφεσίβλητη) μετά την εξόφληση των αντίστοιχων τιμολογίων της Εταιρίας από τον Πελάτη». Με την ένδικη αγωγή της, η εκκαλούσα ισχυρίζεται, ότι για το χρονικό διάστημα από9-2-2015 έως 17-5-2016, παρείχε τις υπηρεσίες της κατά τα συμφωνηθέντα και ζήτησε από την εφεσίβλητη Εταιρία την καταβολή της αμοιβής της ανερχόμενη στο ποσό των 196.312,86€, το οποίο όμως η τελευταία της οφείλει μέχρι σήμερα. Παράλληλα ζήτησε την κήρυξη του ανωτέρω όρου ως καταχρηστικού και για το λόγο ότι αντιβαίνει στα άρθρο 2παρ6α του Ν. 2251/1994. Εντούτοις, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή προκύπτει ότι, η εκκαλούσα κατέχει στην ένδικη σύμβαση τη θέση του προμηθευτή και όχι του καταναλωτή, με την έννοια που προεκτέθηκε στη νομική σκέψη και επομένως δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η επικαλούμενη διάταξη. Αλλά, ούτε και δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 9 του Ν. 2251/1994 μπορεί να ελεγχθεί ο ανωτέρω συμβατικός όρος ως άκυρος, με την έννοια που προεκτέθηκε στη νομική σκέψη και ανεξαρτήτως της ιδιότητας της ενάγουσας ως «προμηθευτή» και όχι ως «καταναλωτή», αφού δεν συντρέχουν σωρευτικά και οι τρεις προϋποθέσεις εφαρμογής της και ειδικότερα, η δεύτερη, που αναφέρεται στο ότι πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή να πληροί τα κριτήρια της πολύ μικρής επιχείρησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 4308/2014 (Α’ 251) – εν προκειμένω, αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας είναι η εφεσίβλητη, που είναι μεγάλη επιχείρηση, και η τρίτη, που αναφέρεται στο ότι ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή συμβάλλεται ως τελικός αποδέκτης των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών – εν προκειμένω η εφεσίβλητη δεν ήταν τελικός αποδέκτης των παρασχεθεισών υπηρεσιών της εκκαλούσας. Επομένως, ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 2 του Ν 2251/1994, πλην όμως με εσφαλμένη διατύπωση. Ειδικότερα, αρχικώς αναφέρει ότι η «υπό κρίση αγωγή …κρίνεται απορριπτέα λόγω αοριστίας». Εντούτοις, μετά την απόρριψη του λόγου ακυρότητας, του στηριζόμενου στη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, λόγω αοριστίας (κρίση ως προς την οποία δεν πλήττεται η εκκαλουμένη με σχετικό λόγο έφεσης), στην περικοπή του σκεπτικού της που αναφέρεται στον ανωτέρω λόγο δηλαδή την αντίθεση του συγκεκριμένου όρου στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας των καταναλωτών, αναφέρει ότι «Αντίστοιχα, αναφορικά και με τον δεύτερο λόγο ακυρότητας του επίμαχου όρου στη σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά ικανά ώστε να υπαχθεί η ενάγουσα στην έννοια του καταναλωτή, υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν 2251/1994, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης σύμβασης παροχής υπηρεσιών, όπως αυτή αναλυτικά περιγράφεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι περιστατικά από τα οποία να δύναται να συναχθεί ότι η ενάγουσα ήταν η τελική αποδέκτης των υπηρεσιών από μέρους της εναγομένης, ώστε να μπορούν να εφαρμοσθούν στην ένδικη σύμβαση οι διατάξεις του ως άνω νόμου, για τον έλεγχο της εγκυρότητας των σχετικών όρων της σύμβασης. Αντιθέτως, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή συνάγεται ότι η ενάγουσα ήταν εργολάβος – προμηθευτής της εναγομένης». Από την παραπάνω διατύπωση προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απέρριψε τον ανωτέρω επικαλούμενο λόγο ακυρότητας ως μη νόμιμο. Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν : α) ο 1ος λόγος της κρινομένης έφεσης, κατά το σκέλος του που αναφέρεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικώς με την κρίση της αοριστίας, β) οι συναφείς με αυτόν 2ος και 3ος λόγοι που αναφέρονται σε πλημμελή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2 του Ν 2251/1994, υποστηρίζοντας αβασίμως ότι τυχγάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 9 του Ν 2251/1994, από την οποία όμως απομονώνει τις δύο από τις τρεις σωρευτικά συντρέχουσες προϋποθέσεις εφαρμογής της σε κάθε σύμβαση και εσφαλμένως υπολαμβάνει, ότι ειδικώς η δεύτερη από αυτές αναφέρεται στο μέγεθος της ίδιας της ενάγουσας ως επιχείρησης, αντί του ορθού, που αναφέρεται στον αντισυμβαλλόμενο του προμηθευτή, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, γ) ο 4ος λόγος της κρινομένης έφεσης, ο αναφερόμενος σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, για την κρίση της εκκαλουμένης που χαρακτήρισε τον ένδικο συμβατικό όρο ως αναβλητική αίρεση, από την οποία εξαρτήθηκε η καταβολή της αμοιβής της. Όσον αφορά τον 5ο λόγο της κρινομένης έφεσης, που αναφέρεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, επειδή η εκκαλουμένη δεν προχώρησε σε επιδίκαση ποσού 20% της ανωτέρω αιτηθείσας αμοιβής της εκκαλούσας, που η εφεσίβλητη ήταν υποχρεωμένη να της προκαταβάλει, δυνάμει σχετικού αυτοτελούς συμβατικού όρου, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού επιχειρεί μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Τέλος, όσον αφορά τον 1ο λόγο της έφεσης και κατά το σκέλος του που αναφέρεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικώς με την κρίση της εκκαλουμένης περί ελλείψεως ενεργού εννόμου συμφέροντός της στην επιδίωξη της ένδικης αξιώσεώς της, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση δηλαδή την εγκυρότητα του επίμαχου συμβατικού όρου, για τους επικαλούμενους λόγους ακυρότητας του οποίου αποφάνθηκε η εκκαλουμένη, όπως προαναφέρθηκε. Επίσης, με τον ίδιο λόγο επιχειρείται και μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού αποδίδεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια ότι εσφαλμένως δεν προέβη σε επιδίκαση της αιτηθείσας αμοιβής της εκκαλούσας, όχι ως ενεργούς και απαιτητής, όπως είναι το αίτημα της αγωγής – με προϋπόθεση την κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου συμβατικού όρου – αλλά δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 69 ΚΠολΔ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια, και απέρριψε την αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία διορθώνεται και συμπληρώνεται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος ηλεκτρονικού παράβολου, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 Ν.4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ.3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν.4335/2015). Τέλος, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθεί ολικώς μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της δυσκολίας στην ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (179, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 23-5-2019 (…../2019), έφεση.Δέχεται την έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιανουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄ αυτής, λόγω προαγωγής
και αναχωρήσεώς της, η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αγγελική Κόφφα, Πρόεδρος Εφετών |
Και αντ΄ αυτής λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεώς της, η ορισθείσα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, Γραμματέας |