Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 77/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 77/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …. …, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Ι. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Αγγελική Παπαδήμα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Γεωργία Μπούκα.

ΙΙ. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Μπούκα,

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………………, η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Αγγελική Παπαδήμα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο νυν εκκαλών είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 2.7.2019 (με Γ.Α.Κ. ../2019Δ και Ε.Α.Κ. …/2019) ανακοπή του κατά της νυν εφεσίβλητης τράπεζας και κατά της από 10.5.2019 επιβληθείσας κατάσχεσης δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../10.5.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……., απόσπασμα της οποίας επεδόθη την 22.5.2019, μετά εντολής προς εκτέλεση του ίδιου δικ. επιμελητή και κατά της υπ’ αριθ. ……./2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την 2240/2020 οριστική του απόφαση, με την οποία δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε τις σωρευόμενες ανακοπές και επικύρωσε την παραπάνω διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων άσκησε την από 3.8.2020 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 4.8.2020 και έλαβε Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την ίδια ημέρα με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Περαιτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………..”, η οποία εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την από 18.10.2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς στις 19.10.2021, με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 και ορίστηκε να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Η έφεση και η πρόσθετη παρέμβαση εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, διατάχθηκε η συνεκδίκασή τους και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος- καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 3.8.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση του ………. κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “………..” προς εξαφάνιση της 2240/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 18.6.2020, η δε έφεση ασκήθηκε στις 4.8.2020, χωρίς να αποδεικνύεται από κάποιο έγγραφο ότι στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο και χωρίς να έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης μέχρι την άσκηση του εν λόγω ένδικου μέσου. Ως εκ τούτου, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ έχει εισαχθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ως πρωτοδίκως (κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το με κωδικό ………. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. αντίγραφο του παραπάνω e-παράβολου συνημμένο στο εφετήριο και την από 4.8.2020 πληρωμή e-Παραβόλου on line της Τράπεζας Πειραιώς). Περαιτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……………”, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το ν. 4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθ. 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και η οποία ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……………”, με έδρα το ……. Ιρλανδίας, μεταξύ των οποίων (απαιτήσεων που διαχειρίζεται) περιλαμβάνονται και οι ένδικες, απορρέουσες από την με αριθμό ………/2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου, που στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων μεταβιβάσθηκαν στην αμέσως παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού από την εφεσίβλητη, πρώην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………….”, καθολική διάδοχος της οποίας αποτελεί η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…………..” άσκησε υπέρ της εφεσίβλητης στην πιο πάνω έφεση την από 18.10.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση κατ’ άρθρο 83 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 19.10.2021 και με επίδοση αυτού τόσο στον εκκαλούντα- καθ’ου η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. την υπ’ αριθ. ……./26.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών-Πειραιώς με έδρα τον Πειραιά, …….), όσο και στην υπέρ ης η παρέμβαση εφεσίβλητη (βλ. την υπ’ αριθ. ………/20.10.2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικ. επιμελητή). Επί της πρόσθετης αυτής παρέμβασης σημειώνονται τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται, με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στο Εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1329/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1171/2012, στα ΧρΙΔ 2013, σελ. 34). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017, ΑΠ 1485/2006 στην ΤΝΠ Νόμος). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του υπέρ ου η παρέμβαση κατά την απουσία του, από τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017, σελ. 1156, ΕφΠειρ 111/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔ/νη 2012, σελ. 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011, ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ` του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ»: Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015: Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον, οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (βλ. ΑΠ 368/2019 ό.π, ΑΠ 877/2019, ΜονΕφΘεσσαλ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από την προσθέτως παρεμβαίνουσα έγγραφα προκύπτει η επικαλούμενη ιδιότητα και το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης οπότε η πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ.1, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ με την από 3.8.2020 έφεση του ως άνω εκκαλούντος-ανακόπτοντος από το παρόν Δικαστήριο, ενώ κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη κατά τα άρθρα 80 και 83 ΚΠολΔ. Επειδή η υπέρ η πρόσθετη παρέμβαση τράπεζα δεν παρέστη ως προς τη συζήτηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, αλλά ήταν απούσα, εκπροσωπείται για τη συζήτησή της, κατά τα ανωτέρω, από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα αναγκαία ομόδικο αυτής.

Ο νυν εκκαλών είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.7.2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) ανακοπή του κατά της νυν εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και κατά της από 10.5.2019  κατάσχεσης που επιβλήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../10-5-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………., απόσπασμα της οποίας επεδόθη την 22.5.2019, μετά εντολής προς εκτέλεση του ίδιου δικ. επιμελητή, καθώς και κατά της υπ’ αριθ. ………/2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ειδικότερα, ο ανακόπτων εξέθετε στην ανακοπή του ότι κατόπιν αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας εκδόθηκε σε βάρος του η υπ’ αριθ. ……/14-7-2014 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, της οποίας αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο με την παρά πόδας αυτού επιταγή προς εκτέλεση του επιδόθηκε στις 31.7.2014 και με την οποία διατασσόταν να καταβάλει στην καθ’ ης για κεφάλαιο δανείου από την υπ’ αριθ. ………../23-5-2007 σύμβαση χορήγησης στεγαστικού δανείου μετά των προσαρτημάτων αυτής και της από 23.5.2007 πρόσθετης πράξης τροποποίησης, το ποσό των 175.096,07 ελβετικών φράγκων, με βάση την τρέχουσα ισοτιμία του σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής/εξόφλησης, εντόκως με επιτόκιο 4,62% από την 15.3.2014, ήτοι από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων μέχρις εξοφλήσεως, συν τη δικαστική δαπάνη, τα έξοδα για τη σύνταξη της επιταγής και την παραγγελία προς επίδοση αυτής, τη δαπάνη επίδοσης συνολικού ποσού 2.440 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση αυτής.  Ότι στη συνέχεια με βάση την παραπάνω διαταγή πληρωμής και μετά την από 5.3.2019 παραγγελία προς επίδοση επιταγής προς πληρωμή, η καθ’ ης επέβαλε για την ικανοποίηση των προβαλλόμενων με την ως άνω επιταγή απαιτήσεών της στις 13.5.2019, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……….., το απόσπασμα της οποίας επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 22.5.2019, αναγκαστική κατάσχεση σε τμήμα οικοπέδου μετά της ανεγερθείσας σε αυτό οικοδομής ισογείου και υπογείου, πλήρους κυριότητας του ανακόπτοντος, στη θέση “……..” του Δήμου Αίγινας της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων της Περιφέρειας Αττικής, εκτάσεως 630 τ.μ., το οποίο αποτελεί αυτοτελή ανεξάρτητη κάθετη ιδιοκτησία ενιαίου οικοπέδου συνολικής εκτάσεως 3.387 τ.μ., άρτιου και οικοδομήσιμου κατά κανόνα. Ζητούσε, λοιπόν, ο ανακόπτων επικαλούμενος την έλλειψη τυπικών προϋποθέσεων ως προς την έκδοση της διαταγής πληρωμής αλλά και ως προς την εκτελούμενη απαίτηση, καθώς και παραλείψεις και πλημμέλειες κατά τη σύνταξη των ως άνω πράξεων της επακολουθήσασας εκτέλεσης, να ακυρωθεί: α) στο σύνολό της η υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) η επιβληθείσα κατάσχεση με την υπ’ αριθ. ……./10-5-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …….. και γ) η επισπευδόμενη από την καθ’ ης, με βάση την υπ’ αριθ. ……./2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης μετά του υπ’ αριθ. ……/22.5.2019 αποσπάσματος αυτής, αμφότερα του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….., διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του ως άνω ακινήτου του ανακόπτοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή. Συγκεκριμένα ως προς τη σωρευόμενη ανακοπή κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ έκρινε ότι τυγχάνει απαράδεκτη, εφόσον προέκυψε ότι ασκήθηκε μετά την παρέλευση της νόμιμης προς τούτο προθεσμίας (άρθρ. 632 παρ.2 εδ. α’, 633 παρ.2 εδ.α’, 591 παρ.1 εδ.α’, 585 παρ.1, 215 παρ.1 εδ.α’, 122 επομ. 144 επομ. ΚΠολΔ), διότι ο ανακόπτων είναι κάτοικος εσωτερικού, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε νομίμως στον ανακόπτοντα για πρώτη φορά στις 31.7.2014 και εν συνεχεία του επιδόθηκε νομίμως εκ νέου στις 14.2.2017, η δε υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 4.7.2019. Περαιτέρω, τη σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που αφορά σε ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης και στην απαίτηση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη, εφόσον προέκυψε ότι ασκήθηκε μετά την παρέλευση της νόμιμης προς τούτο προθεσμίας (άρθρ. 934 παρ.1 στοιχ. α’ εδ.α’, 937 παρ.3, 995 παρ.1 εδ. β’, 591 παρ.1 εδ.α’, 585 παρ.1, 215 παρ.1 εδ.α’, 122 επ., 144 επ. ΚΠολΔ), διότι αντίγραφο της ανακοπτόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης επιδόθηκε νομίμως στον ανακόπτοντα στις 13.5.2019, η δε υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 4.7.2019. Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επικύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής και καταδίκασε τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης. Με την υπό κρίση έφεσή του ο εκκαλών- ανακόπτων παραπονείται μεταξύ άλλων για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κι εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παρέλευσης των προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι η εκκαλούμενη απόφαση λανθασμένως εκτιμήσασα τις εκ του νόμου επιβεβλημένες προθεσμίες άσκησης και κοινοποίησης από την αντίδικό του των απαιτούμενων για την εκτέλεση δικογράφων, έσφαλε μη λαμβάνουσα υπ’ όψιν το γεγονός ότι ουδέποτε αυτός έλαβε γνώση της υπ’ αριθ. ………../10-5-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, αφού ουδέποτε του κοινοποιήθηκε, όπως απαιτεί ο νόμος, επιπλέον δεν έλαβε γνώση ούτε δια του σχετικού ταχυδρομικού ειδοποιητηρίου αποσταλέντος λόγω θυροκολλήσεως, όπως προκύπτει από τα από 11x ii.12-19 προσαγόμενα έγγραφα ΕΛΤΑ δια το ιστορικό εκάστου barcode. Ότι το ίδιο ισχύει και για το ως άνω αναφερόμενο σχετικό απόσπασμα της έκθεσης κατάσχεσης, για το οποίο ο εκκαλών έλαβε γνώση τυχαίως, από πρόσωπο το οποίο, περιελθόν από το ακίνητό του, βρήκε το σχετικό έγγραφο (απόσπασμα) πεταμένο στο μη περιφραχθέν οικόπεδό του. Ζητεί δε και για τους λοιπούς λόγους που αναπτύσσει στην έφεσή του και ανάγονται στην δυσχερή οικονομική του κατάσταση να γίνει δεκτή η έφεσή του, να ακυρωθεί η 2240/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και εντεύθεν οι προαναφερόμενες πράξεις εκτελέσεως (έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας) γενομένης δεκτής της από 2.7.2019 (αρ. κατ. ………../2019) ανακοπής του και να καταδικασθεί η αντίδικη στα δικαστικά του έξοδα.

Εν προκειμένω, από την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. ……../13.5.2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….. αποδεικνύεται ότι στις 13.5.2019, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθ. ………./10-5-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ενυπόθηκου ακινήτου (πλήρης κυριότητα) του ίδιου ως άνω δικ. επιμελητή, που επισπεύδει η “………” κατά του οφειλέτη ……….. επιδόθηκε με θυροκόλληση στον εκκαλούντα-ανακόπτοντα, στην ευρισκόμενη στην …….. Αίγινας, οικισμός “……..” επί αγροτικής ανώνυμης οδού κατοικία του, όπου δεν βρέθηκε ο ίδιος, ούτε άλλος σύνοικος, συγγενής ή συνεργάτης ή κάποιος άλλος από τους σύνοικους που αναφέρονται στο άρθ. 128 παρ.1 και 129 παρ.1 του ΚΠολΔ, αλλά η θύρα κλειστή και γι’ αυτό το παραπάνω έγγραφο θυροκολλήθηκε εντός ενσφράγιστου φακέλου παρουσία της μάρτυρος …….., δικ. επιμελήτριας, κατοίκου Αθηνών, η οποία συνυπέγραψε μαζί με τον παραπάνω δικ. επιμελητή στην συνταχθείσα έκθεση. Περαιτέρω, στην οπίσθια πλευρά της ίδιας έκθεσης έχει συνταχθεί έκθεση εγχειρήσεως θυροκολληθέντος εγγράφου και βεβαιώνεται από τον ίδιο ως άνω δικ. επιμελητή ότι αυτός στις 13.5.2019, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 128 του ΚΠολΔ, προσήλθε στο Αστυνομικό Τμήμα Αίγινας και εγχείρισε στον κάτωθι Αξιωματικό Υπηρεσίας, του Προϊσταμένου το αστυνομικού τμήματος απόντος, αντίγραφο εις απλούν του έμπροσθεν δικογράφου, προς τον ως το προαναφερθέν αυτό απευθύνεται, η δε έκθεση υπογράφεται από τον παραπάνω δικ. επιμελητή και από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Α.Τ. Αίγινας Ειδικό Φρουρό ………., κάτω από τη σχετική σφραγίδα του ως άνω Α.Τ.. Αμέσως πιο κάτω, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής έχει συντάξει την από 13.5.2019 βεβαίωση σύμφωνα με την οποία ο ίδιος απέστειλε την παραπάνω ημέρα μέσω του Κεντρικού Ταχυδρομικού Γραφείου Αθηνών προς τον ως το προαναφερθέν δικόγραφο απευθύνεται, έγγραφη ειδοποίηση σχετική με τις γενόμενες ως έμπροσθεν και άνωθεν θυροκόλληση και εγχείριση δικογράφου, η δε ειδοποίηση παραδόθηκε στον κάτωθι συνυπογράφοντα τη βεβαίωση, υπάλληλο του Ταχυδρομικού Γραφείου Αθηνών (……..), ………. και δόθηκε στον υπογράφοντα δικ. επιμελητή η με αριθμό απόδειξη συστημένης επιστολής ΕΛΤΑ ………… Σχετικά με τον τρόπο που έγινε η επίδοση επισημαίνεται ότι είναι αυτός που προβλέπεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 122 επ. του ΚΠολΔ, σε περίπτωση απουσίας του προς ον η επίδοση και των σύνοικων αυτού. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠολΔ “1. Η επίδοση γίνεται: α) προσωπικά σε εκείνον στον οποίον απευθύνεται το έγγραφο…”, κατά δε το άρθρο 128 παρ.1 του ίδιου Κώδικα “1. Αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συνοίκους του, που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοί του. 2. Κατοικία, με την έννοια της παρ.1, είναι το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, ακόμη και αν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα δεν χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτόν…4. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παρ.1 δεν βρίσκεται στην κατοικία, α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς ον η επίδοση, μπροστά σε ένα μάρτυρα…β) το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς, πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράδοση βεβαιώνεται με απόδειξη που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης που αναφέρεται στο άρθρο 140 παρ.1. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και τη σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα…γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση, σύμφωνα με την περίπτωση β’, εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης…Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση της παρ.1 του άρθρου 140, εκείνος που ενεργεί την επίδοση. Η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο, με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση…”. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 136 παρ. 2 ΚΠολΔ: «Στις επιδόσεις του άρθρου 128 παρ. 4 η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε με τη θυροκόλληση του εγγράφου, στην πόρτα της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, με την προϋπόθεση ότι έγιναν όσα ορίζονται στην παράγραφο αυτή με τα στοιχεία β΄ και γ΄» (ΑΠ 1181/2019, ΑΠ 109/2015, ΜΕφΑιγ 80/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜΕφΠειρ 72/2017, ΕφΛαρ 150/2012 στην ΤΝΠ. Νόμος, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, έκδ. 2019, άρθρα 128 και 136 ΚΠολΔ). Ειδικότερα από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συντέλεση της επίδοσης, που έγινε με θυροκόλληση, απαιτείται προσθέτως: α) Αντίγραφο του εγγράφου να εγχειρισθεί, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από τη θυροκόλληση, στον προϊστάμενο του αστυνομικού τμήματος, ή σταθμού της περιφέρειας όπου η κατοικία του παραλήπτη και β) να ταχυδρομηθεί έγγραφη ειδοποίηση στον παραλήπτη του εγγράφου, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ανωτέρω παράδοση. Αν αυτά γίνουν μέσα στις ως άνω προθεσμίες η επίδοση έχει επέλθει από την ημέρα της θυροκόλλησης, άλλως, ολοκληρώνεται από την ενέργεια και της τελευταίας από τις εν λόγω πράξεις (ΑΠ 133/1998, ΕλλΔ/νη 39.831, ΑΠ 574/1996, ΕλλΔ/νη 38.88, ΜΕφΠειρ 72/2017 ό.π.). Συνεπώς, αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις, που ορίζονται στο άρθρο 128 παρ. 4 στοιχ. β’ και γ’ ΚΠολΔ, δηλαδή αν δεν παραδοθεί στον αστυνόμο κ.λπ. αντίγραφο του εγγράφου και δεν ταχυδρομηθεί σχετική έγγραφη ειδοποίηση σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, η επίδοση δεν ολοκληρώνεται και άρα είναι ανυπόστατη (βλ. ΤριμΕφΠειρ 373/2020 ό.π., ΕφΑθ 1999/2002 αδημ., Ιωάννη Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, άρθρο 128, σελ. 121). Πάντως, το κύρος της επίδοσης δε θίγεται αν το πρόσωπο προς το οποίο η επίδοση δεν έλαβε πράγματι γνώση του εγγράφου, το οποίο του επιδόθηκε με τον εκτεθέντα τρόπο (ΜΕφΠειρ 72/2017 ό.π., ΕφΠειρ 453/1998, ΕλλΔ/νη 40, σελ. 1136). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι η έκθεση επίδοσης, που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή, ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη χωρεί, μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό. Για τα περιστατικά, αντίθετα, που περιέχονται στην πιο πάνω έκθεση, αλλά δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του δικαστικού επιμελητή και των οποίων την αλήθεια όφειλε να εξετάσει αυτός, η έκθεση επίδοσης αποτελεί κατά το άρθρο 440 του ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης, όμως, ανταπόδειξης, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, το βάρος της οποίας φέρει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, εκείνος, που αμφισβητεί την αλήθειά τους (ΑΠ 350/2013, ΕφΑΔ 2013/1107, ΑΠ 1916/2005, ΕλλΔ/νη 47, σελ. 482, ΑΠ 415/2005, ΕλλΔ/νη 47, σελ. 1650, ΑΠ 555/2004, ΕλλΔ/νη 47, σελ.797, ΑΠ 1679/1995, ΕλλΔ/νη 39, σελ. 352, ΑΠ 455/1993, ΕλλΔ/νη 36, σελ. 91, ΤριμΕφΠειρ 373/2020 ό.π., ΜΕφΠειρ 72/2017 ό.π., ΜΕφΠειρ 279/2015 ό.π., στις οποίες παραπέμπει η ΜονΕφΠειρ 411/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, επίσης ΜονΕφΠειρ 239/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον σχετικό υπό στοιχείο Δ’ λόγο έφεσής του ο εκκαλών υποστηρίζει ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της υπ’ αριθ. ………/10.5.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, αφού ουδέποτε αυτή του κοινοποιήθηκε, όπως απαιτεί ο νόμος, ούτε έλαβε γνώση δια σχετικού ταχυδρομικού ειδοποιητηρίου, αποσταλέντος στην περίπτωση της θυροκόλλησης, όπως προκύπτει από τα από 11xII.12-19 προσαγόμενα έγγραφα ΕΛΤΑ δια το ιστορικό εκάστου barcode. Εντούτοις, η θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 128 του ΚΠολΔ και η ταχυδρόμηση ειδοποίησης προς τον προς ον η επίδοση, όπως στη σχετική έκθεση αναγράφεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του ενώπιον μάρτυρα, η ημερομηνία της θυροκόλλησης και η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η παράδοση συστημένης ειδοποίησης με συγκεκριμένη ημερομηνία παράδοσης στο ταχυδρομείο σε προσδιοριζόμενο με τα στοιχεία του ταχυδρομικό υπάλληλο συνιστούν ενέργειες που γίνονται από τον ίδιο τον δικαστικό επιμελητή και οι οποίες μπορούν να αμφισβητηθούν από τον προς ον η επίδοση ότι έγιναν, μόνο με προσβολή της σχετικής έκθεσης ως πλαστής, κάτι το οποίο δεν υποστήριξε με την ανακοπή του ο εκκαλών. Αντίθετα, από τις σχετικές βεβαιώσεις του δικαστικού επιμελητή ότι επέδωσε με θυροκόλληση την ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης στην κατοικία του καθ’ ου η εκτέλεση- ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος σε ενσφράγιστο φάκελο και ότι ταχυδρόμησε το σχετικό ειδοποιητήριο παράγεται πλήρης απόδειξη ότι έχουν γίνει οι παραπάνω πράξεις (βλ. ΕφΔωδ 302/2007 στην ΤΝΠ Νόμος). Το δε επικαλούμενο και προσαγόμενο από τον εκκαλούντα από 11xII.12-19 έγγραφο ΕΛΤΑ αφορά στην κίνηση της αποσταλείσας σε αυτόν συστημένης ειδοποίησης κατ’ άρθρο 128 παρ.4 στοιχ. γ’ ΚΠολΔ σχετικά με την επιδοθείσα με θυροκόλληση στην οικία του έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ως προς την οποία (ειδοποίηση) ο εκκαλών δεν βρέθηκε στην οικία του για να του παραδοθεί, με αποτέλεσμα να ακολουθηθεί η διαδικασία που τηρείται όταν επιχειρείται παράδοση συστημένου εγγράφου σε παραλήπτη που δεν βρίσκεται στην οικία του κατά τον χρόνο που αναζητείται για την παράδοση του εγγράφου αυτού (βλ. το ιστορικό του barcode στο οποίο επισυνάπτεται το ειδοποιητήριο που αφήνεται στην οικία όσων απουσιάζουν για να λάβουν γνώση ότι αναζητήθηκαν για να τους παραδοθεί το συστημένο έγγραφο και ενημερώνονται ότι επειδή δεν ευρέθησαν, μπορούν να το παραλάβουν από το ταχυδρομικό κατάστημα). Δεν θίγεται δε το κύρος της επίδοσης αν τυχόν ο προς ον η επίδοση δεν έλαβε πράγματι γνώση του επιδοθέντος εγγράφου είτε από αυτό που θυροκολλήθηκε, είτε από το αντίγραφο που κατατέθηκε στο αστυνομικό τμήμα είτε από την ειδοποίηση μέσω του ταχυδρομείου (ΕφΔωδ 302/2007, ό.π. ΕφΑθ 9522/1987 ΕλλΔνη 1989, σελ.1362), επειδή δεν πρόσεξε ή δεν είδε τα σχετικά έγγραφα. Επομένως, τηρήθηκαν όλες οι διατυπώσεις του νόμου για την επίδοση κατ’ άρθρο 128 παρ.4 ΚΠολΔ της υπ’ αριθ. …………/10.5.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ενυπόθηκου ακινήτου του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. στον καθ’ ου η εκτέλεση ανακόπτοντα και ήδη εκκαλούντα, η οποία (επίδοση) θεωρείται ότι συντελέστηκε κατ’ άρθρο 136 παρ.2 ΚΠολΔ, με τη θυροκόλληση του εν λόγω εγγράφου στην κατοικία του καθ’ ου η εκτέλεση στον οικισμό “……” στην …….. Αίγινας στις 13.5.2019, καθώς την ίδια ημέρα ολοκληρώθηκε η διαδικασία που προβλέπει για την επίδοση με θυροκόλληση το άρθρο 128 παρ.4 στοιχ.  β’ και γ’ του ΚΠολΔ και από την επομένη της ημερομηνίας αυτής ξεκίνησε να τρέχει η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά των νυν προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης. Συνακόλουθα, εφόσον ο εκκαλών άσκησε την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά  της από 10.5.2019 κατάσχεσης επιβληθείσας δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../10-5-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….. μετά του υπ’ αριθ. ……/15.5.2019 αποσπάσματος αυτής του ίδιου δικ. επιμελητή στις 4.7.2019, δεδομένου ότι το σχετικό δικόγραφο κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2.7.2019 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 4.7.2019 (βλ. προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα υπ’ αριθ. ……../4.7.2019 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, …………..), η ένδικη ανακοπή τυγχάνει εκπρόθεσμη και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 934 παρ.1 στοιχ.α’ εδ.α’ ΚΠολΔ, καθώς αφορά σε ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης και στην ύπαρξη και στο ύψος της εκτελούμενης απαίτησης και ασκήθηκε μετά την παρέλευση 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης (η 45η ημέρα από την κατάσχεση συμπληρώθηκε στις 27.6.2019). Ομοίως κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τον νόμο εφάρμοσε, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα από τον εκκαλούντα με τον υπό στοιχείο Δ’ λόγο έφεσης τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους και απορριπτέα. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά στη σωρευθείσα στο ίδιο από 2.7.2019 δικόγραφο, ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. ………../2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που ομοίως απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ.2 εδ.α’ και 633 παρ.2 εδ.α’ του ΚΠολΔ, ο εκκαλών δεν διαλαμβάνει στην έφεσή του κάποιο λόγο με τον οποίο να αμφισβητεί τη σχετική κρίση της εκκαλουμένης, οπότε η απόφαση ως προς το εν λόγω κεφάλαιο τυγχάνει απρόσβλητη. Κατά τα λοιπά επειδή οι υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ λόγοι έφεσης αναφέρονται στη δυσμενή οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος, στο ότι υπάγεται στην κατηγορία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ότι η κατασχεθείσα κατοικία είναι η μοναδική κατοικία του και ότι η συνέχιση σε βάρος του της αναγκαστικής εκτέλεσης θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη και συνιστούν λόγους έφεσης που θα μπορούσαν να εξετασθούν μόνο σε περίπτωση που κρινόταν ότι η ένδικη ανακοπή του κατά της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά, κάτι το οποίο δεν ισχύει, οπότε παρέλκει η εξέταση των ως άνω λόγων έφεσης και πρέπει αυτή να απορριφθεί στην ουσία της. Ακολούθως, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και της υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατόπιν σχετικού αιτήματός τους σε βάρος του ηττηθέντος κατά την έκβαση της δίκης εκκαλούντος- καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 182, 180 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η έφεση απορρίφθηκε, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης e-παράβολου στο δημόσιο ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 3.8.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ………/2020 και Ε.Α.Κ. ……../2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2020 και Ε.Α.Κ. ……../2020) έφεση και την από 18.10.2021 (με Γ.Α.Κ. ……/2021 και Ε.Α.Κ. ……../2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης στην παραπάνω έφεση, αντιμωλία των διαδίκων, της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση που δεν παρέστη γι’ αυτή, εκπροσωπούμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και της προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος- καθ’ ου η παρέμβαση και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για την εφεσίβλητη και στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για την προσθέτως παρεμβαίνουσα.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα με κωδικό ………… e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών, ποσού εκατό (100) ευρώ, στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις  15 Φεβρουαρίου 2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ