Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 60/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   60/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπήκα (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του εφεσίβλητου – εναγόμενου: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταματογιάννη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.04.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2095/2017 απόφασή του απέρριψε την αγωγή.

Ήδη ο εκκαλών – ενάγων προσβάλλει την απόφαση αυτή με την από 10.07.2017 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……./10.07.2017 και ειδικό ……./10.07.2017 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./13.07.2020 και ειδικό ……../13.07.2020, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2095/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 25.04.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – ενάγοντα την 13.06.2017 (βλ. Την υπ’ αριθ. …../13.06.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………), η δε κρινόμενη από 10.07.2017 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……./10.07.2017 και ειδικό ……../10.07.2017 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016.

Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, στην από 25.04.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι με τον εναγόμενο διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις, ότι το θέρος του έτους 2007 ο εναγόμενος απευθύνθηκε στον ενάγοντα προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς του χρήματα, ότι λόγω της φιλικής τους σχέσης, καταρτίσθηκαν ατύπως (προφορικά) μεταξύ τους δύο συμβάσεις άτοκου δανείου, δυνάμει των οποίων μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα, την 06.06.2007 και την 06.07.2007, αντίστοιχα, τα χρηματικά ποσά των 30.000,00 ευρώ και των 15.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, με την έκδοση αυθημερόν από τον ενάγοντα των υπ’ αριθ. ……. και ……. τραπεζικών επιταγών σε διαταγή του εναγόμενου, συρόμενων από τον τηρούμενο στην Τράπεζα Αττικής υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμό του ενάγοντος, οι οποίες εξοφλήθηκαν κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή,ότιο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να του αποδώσει τα εν λόγω ποσά εντός έτους από τη σύναψη των συμβάσεων, ότι αν και ζήτησε επανειλημμένως από τον εναγόμενο την απόδοση των δανεισθέντων ως άνω ποσών, ο τελευταίος αρνήθηκε την επιστροφή τους. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 45.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2095/2017 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη από 10.07.2017 έφεσή του για τον περιεχόμενο σε αυτήν λόγο, που ανάγεται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεώς του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητος χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητας και ποσότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 του ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής αποδόσεως του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 992/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, Ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 889/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 663/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 430/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 393 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, συμβάσεις και συλλογικές πράξεις, δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ.Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Για την ύπαρξη αρχής έγγραφης απόδειξης από έγγραφο απαιτείται αυτό να πιθανολογεί, δηλαδή να καθιστά πιθανό το αμφισβητούμενο γεγονός. Τούτο συμβαίνει, όταν από το έγγραφο δεν αποδεικνύεται πλήρως το αμφισβητούμενο γεγονός, αλλά αναφέρονται σε αυτό περιστατικά, από τα οποία με πιθανότητα μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την ύπαρξη του αμφισβητούμενου γεγονότος. Πότε δε το έγγραφο καθιστά πιθανό το αποδεικτέο γεγονός είναι ζήτημα πραγματικό. Αν το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, κρίνει ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός δέχεται τη συνδρομή της αρχής έγγραφης απόδειξης και επιτρέπει βάσει αυτής τη μαρτυρική απόδειξη. Όταν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης από επικαλούμενο και νόμιμα προσκομιζόμενο έγγραφο, το δικαστήριο επιτρέπει τη μαρτυρική απόδειξη, έστω και αν δεν προταθεί από το διάδικο ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί αρχή έγγραφης απόδειξης, καθόσον η αναγκαιότητα της πρότασης αυτής δεν προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, ούτε και από άλλη διάταξη (ΑΠ 230/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 47/2021 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο. Ηθική αδυναμία κτήσεως εγγράφου υπάρχει, αν τα μέρη είχαν κατά τον χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως τόσο στενό δεσμό, ώστε σύμφωνα με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις η αξίωση συντάξεως εγγράφου για την συγκεκριμένη σύμβαση θα παρίστατο αδικαιολόγητη ή θα ενείχε μη ανεκτή δυσπιστία. Ο δεσμός αυτός μπορεί να είναι στενή συγγένεια, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός (ΑΠ 2/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 17/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΣτερΕλλ 34/2015 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο προς απόδειξη σύμβασης δανείου, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το από το ως άνω άρθρο 393 παρ. 1 οριζόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου. Η απόδειξη για το γεγονός από το οποίο μπορεί να προκύψει ηθική αδυναμία το οποίο (γεγονός) επικαλείται ο υπόχρεος σε απόδειξη, εφόσον αμφισβητηθεί, γίνεται και με μάρτυρες. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον βεβαιώνει την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των άνω δικονομικών διατάξεων (ΑΠ 866/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2015, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1402/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 3632/1928, χρηματιστηριακές συναλλαγές είναι οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται χρηματιστηριακώς και έχουν ως αντικείμενο χρηματιστηριακά πράγματα, δηλαδή κατά το άρθρο 17 παρ. 1-3, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του, τα εκεί προσδιοριζόμενα χρεόγραφα, μετοχές, ομόλογα και πολύτιμα μέταλλα. Με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 1806/1988, που αντικατέστησε το άρθρο 16 του ως άνω αναφερόμενου νόμου, ορίστηκε ότι χρηματιστηριακές συναλλαγές θεωρούνται μόνον: α) η πώληση τοις μετρητοίς, η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη σχετική νομοθεσία περί χρηματιστηρίων, β) η πώληση με ειδικές συμφωνίες, όπως, ενδεικτικά, η παράδοση των αξιών μετά πάροδο ορισμένης προθεσμίας κλπ. και γ) κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και την εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων, στις οποίες υπάγεται και η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας (βλ. Δ. Τσιμπανούλη, Οι επενδυτικές υπηρεσίες στο ελληνικό και κοινοτικό δίκαιο, ιδίως επί χρηματιστηριακών συναλλαγών, έκδ. 1989, σελ. 55, 58 και 61). Η τελευταία δε έχει ως αντικείμενο την ανάληψη από τον χρηματιστή της υποχρέωσης να εκτελέσει την παραγγελία (εντολή) του πελάτη για αγορά ή πώληση χρηματιστηριακών πραγμάτων με τη σύναψη κύριας χρηματιστηριακής σύμβασης, από δε τον πελάτη την ανάληψη της υποχρέωσης να καταβάλει στον χρηματιστή την αμοιβή (προμήθεια) για την εκτέλεση της χρηματιστηριακής συναλλαγής. Η σύμβαση χρηματιστηριακής παραγγελίας αποτελεί σύμβαση εμπορικής παραγγελίας, επί της οποίας έχουν ευθεία εφαρμογή οι περί εντολής διατάξεις του ΑΚ (ΟλΑΠ 824/1977 ΝοΒ 26. 672, ΑΠ 1510/2006 ΝΟΜΟΣ). Με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του Ν. 2396/1996 καθορίζονται οι κύριες και οι παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες. Η λήψη, η διαβίβαση και η εκτέλεση, για λογαριασμό επενδυτών, εντολών για κατάρτιση συναλλαγών και ενός ή περισσοτέρων από τα καθοριζόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και οι κινητές αξίες, τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και οι τίτλοι της χρηματαγοράς, αποτελεί κύρια επενδυτική υπηρεσία, όπως και η διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων στα πλαίσια της εντολής των επενδυτών, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν (ή προβλέπεται να συμπεριλάβουν) έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω τίτλους, η φύλαξη και διακίνηση των οποίων αποτελεί παρεπόμενη επενδυτική υπηρεσία. Κατά την παρ. 6 του ιδίου άρθρου, οι μετοχές υπάγονται στην κατηγορία των κινητών αξιών, των καθοριζομένων από την παρ. 1 χρηματοπιστωτικών μέσων. Στο άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα παροχή κύριων επενδυτικών υπηρεσιών, στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις ΕΠΕΥ (Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών), το δε άρθρο 23 παρ. 1 ορίζει ότι η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία είναι και η ανώνυμη εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με κύριο σκοπό τη διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών. Η …….., μπορεί, επίσης, να παρέχει επενδυτικές συμβουλές για επενδύσεις σε χρηματιστηριακά πράγματα, αποτελούμενα από μετρητά χρηματιστηριακά πράγματα, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κλπ., να φυλάσσει ως θεματοφύλακας τίτλους πελατών της και να παρέχει οποιαδήποτε από τις παραπάνω κύριες ή παρεπόμενες επενδυτικές υπηρεσίες (ΕφΘεσ 126/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2018/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2001 ΝοΒ 49.1814, ΟλΑΠ 1/1997 ΕλλΔνη 38. 534, ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΟλΑΠ 62/1990 ΕλλΔνη 1991. 301). Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί κατ’ αυτού, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη άσκηση του δικαιώματος, αλλά απαιτείται πρόσθετα και η συνδρομή άλλων περιστατικών, από τα οποία εμφανίζεται συμπεριφορά που δημιουργεί εύλογα την πεποίθηση στον υπόχρεο, ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει πλέον το δικαίωμά του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος αυτού, που τείνει στην ανατροπή μιας κατάστασης η οποία δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να προκαλεί επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο και να αντίκειται, κατά προφανή τρόπο, στις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/2002 ΕΕΝ 2003. 168, ΟλΑΠ 2101/1984 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1524/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, προς εξυπηρέτηση του σκοπού της έκδοσης ορθότερης, ως προς το οντολογικό μέρος της, αποφάσεως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και για την ασφαλέστερη διαπίστωση της ουσιαστικής αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, η διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠολΔ επιτρέπει την επίκληση και προσκομιδή στο εφετείο νέων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ δε αυτών και ενόρκων βεβαιώσεων, καταρχήν απεριόριστα, με την εξαίρεση εκείνων που οι διάδικοι δεν είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως με πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλειά τους (ΑΠ 913/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 464/2021 ΝΟΜΟΣ). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 του ΚΠολΔ, οι οποίες προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, που ισχύει από 01.01.2016, συνάγεται ότι είναι παραδεκτή η επίκληση και προσκόμιση από τους διαδίκους προαποδεικτικώς προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, αρμοδίως ληφθεισών κατά τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, ενόρκων βεβαιώσεων, υπό την προϋπόθεση της επίδοσης με επιμέλεια του ενδιαφερομένου διαδίκου, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία λήψης της βεβαίωσης, κλήσης προς τον αντίδικο, στην οποία να αναφέρονται η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο, το οποίο αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα λήψης της βεβαίωσης και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του βεβαιούντος, ενώ αν παραλειφθεί η εν λόγω επίδοση ή το δικόγραφο της κλήσης δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως βλάβης του καθ’ ου, η δοθείσα βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη, την οποία αφορά, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει κατά την διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ’ εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β’ και 24 παρ. 1 εδ. α’ του ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά τον χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουαρίου 2016 και εξής κλήσεις, έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας (ΑΠ 673/2018 ΝΟΜΟΣ). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 422 του ΚΠολΔ, η οποία εξαρτά το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου από την προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου για να δυνηθεί να παραστεί κατά την εξέταση, συνάγεται ότι απαιτείται στη σχετική κλήση να ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης και ότι αν τούτο δεν συμβεί η ένορκη βεβαίωση που έγινε χωρίς την παρουσία του αντιδίκου είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη (ΑΠ 580/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1321/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 118/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 1302/2020 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα – ενάγοντα δύο τραπεζικές επιταγές υπ’ αριθ. ….. και ………., πληρωτέες από την Τράπεζα Αττικής σε διαταγή του εφεσίβλητου – εναγόμενου, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από αυτόν και από τις οποίες, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, πηγάζει αρχή έγγραφης απόδειξης, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, χωρίς, όμως, να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αριθ. ………/20.10.2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών του μάρτυρος …………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, αφού, όπως προκύπτει από την από 11.10.2021 κλήση του εναγόμενου για τη λήψη αυτής που επιδόθηκε στον τελευταίο την 13.10.2021 (βλ. την υπ’ αριθ. ……./13.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), η κλήτευση του εναγόμενου δεν έγινε νομότυπα, καθώς ο προσδιορισμός του χρόνου της εξέτασης του μάρτυρος έγινε με διαζευκτικό τρόπο (την Τρίτη 19.10.2021, ώρα 11.00 έως 12.00 π.μ. ή την Τετάρτη 20.10.2021, ώρα 11.00 έως 12.00 π.μ. ενώπιον του αρμοδίου Ειρηνοδίκη του Ειρηνοδικείου Αθηνών), και έτσι ο προσδιορισμός αυτός δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ώστε να παρέχεται στον αντίδικο του ενάγοντος η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση και συνακόλουθα δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από το άρθρο 422 του ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, και ως εκ τούτου η δοθείσα, παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω ένορκη βεβαίωση, κατά την οποία και δεν παραστάθηκε ο εναγόμενος, είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:Ο ενάγων είναι πολιτικός μηχανικός και δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον τομέα της αγοράς, ανέγερσης και πώλησης ακινήτων, έχοντας συστήσει την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………” και έδρα την … Αττικής επί της οδού ………, την οποία και εκπροσωπεί. Η εν λόγω εταιρεία απέκτησε την κυριότητα τεσσάρων οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Πειραιά επί των οδών …………, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. ……./1978 προσυμφώνου και εργολαβικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., ως εργολαβικό αντάλλαγμα για την παραχώρηση του οικοπέδου προς ανέγερση της πολυκατοικίας. Οι διάδικοι γνωρίζονταν και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις επί σειρά ετών, αφού στην ίδια ως άνω πολυκατοικία είναι ιδιοκτήτρια οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του πέμπτου ορόφου η σύζυγος του εναγόμενου, …………., το διαμέρισμα δε αυτό αποτελεί την οικογενειακή τους στέγη. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος που είναι οδοντίατρος,το θέρος του έτους 2007, απευθύνθηκε στον ενάγοντα προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς του χρήματα, καθόσον γνώριζε τη μεγάλη οικονομική επιφάνεια αυτού και τη δυνατότητά του να προβεί στο δανεισμό του. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήδη από το έτος 1999 είχε επενδύσει μεγάλα χρηματικά ποσά σε διάφορα επενδυτικά προϊόντα, και ιδίως σε μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου (βλ. το προσκομιζόμενο από 26.10.2004 αντίγραφο της χρηματικής καρτέλας του ενάγοντος από την 24.05.1999 έως την 31.12.2003 που τηρήθηκε στην εταιρεία “………….”), ενώ το επίδικο χρονικό διάστημα μηνός Ιουλίου του έτους 2007, η συνολική αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 907.813,12 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο από 04.07.2007 έγγραφο της εταιρείας «……..» σχετικά με το χαρτοφυλάκιο του ενάγοντος). Η συστηματική ενασχόληση του ενάγοντος με επενδύσεις σημαντικών κεφαλαίων σε διάφορα χρηματοοικονομικά προϊόντα, και ιδίως σε μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου, αποδεικνύεται και από την προσκομιζόμενη από 07.10.2016 συνοπτική παρουσίαση της θέσης του χαρτοφυλακίου του ανερχόμενη στο ποσό των 476.109,76 ευρώ που εκδόθηκε από την εταιρεία «………….». Στα πλαίσια της μακροχρόνιας γνωριμίας των διαδίκων και του φιλικού τους δεσμού, καταρτίσθηκαν ατύπως (προφορικά) μεταξύ τους δύο συμβάσεις άτοκου δανείου, την 06.06.2007 και την 06.07.2007, αντίστοιχα, δυνάμει των οποίων ο ενάγων μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα,τα χρηματικά ποσά των 30.000,00 ευρώ και των 15.000,00 ευρώ, ήτοι το συνολικό χρηματικό ποσό των 45.000,00 ευρώ. Ειδικότερα, σε εκτέλεση των δανειακών συμβάσεων, ο ενάγων εξέδωσε στην Αθήνα, την 06.06.2007 και την 06.07.2007, αντίστοιχα, τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθ. …….. και …….. τραπεζικές επιταγές σε διαταγή του εναγόμενου, ποσού 30.000,00 ευρώ και 15.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, πληρωτέες από τον τηρούμενο στην Τράπεζα Αττικής υπ’ αριθ. ………….. λογαριασμό του ενάγοντος, οι οποίες εξοφλήθηκαν κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή.Αναφορικά με τις ανωτέρω δανειακές μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις, για τη σύσταση των οποίων δεν απαιτείται έγγραφος τύπος, υπήρχε ηθική αδυναμία κατάρτισής τους εγγράφως, σύμφωνα με την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, λόγω της μακροχρόνιας φιλικής σχέσης που αυτοί διατηρούσαν. Η ύπαρξη ισχυρής φιλικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων δικαιολογεί την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας στον ενάγοντα, να ζητήσει να εξασφαλισθεί η απόδειξη των δανειακών συμβάσεων με κάποιο έγγραφο. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες υπ’ αριθ. ……. και …… τραπεζικές επιταγές πηγάζει αρχή έγγραφης απόδειξης, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει στον ενάγοντα τα ως άνω ποσά εντός έτους από τη σύναψη των συμβάσεων, πλην όμως παρήλθε άπρακτος ο συμφωνηθείς χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων ποσών. Μετά την πάροδο της συμφωνηθείσας μεταξύ των διαδίκων δήλης ημέρας, ο ενάγων ζήτησε επανειλημμένα την επιστροφή των δανεισθέντων ποσών, αλλά ο εναγόμενος αρνήθηκε να του τα αποδώσει.Ο εναγόμενος, συνομολογεί την είσπραξη των ως άνω ποσών των εκδοθέντων σε διαταγή του υπ’ αριθ. ……. και …… τραπεζικών επιταγών, πλην όμως αρνείται την κατάρτιση των συμβάσεων δανείου ισχυριζόμενος αφενός ότι η οικονομική του κατάσταση ήταν άριστη και ότι δεν είχε ανάγκη να λάβει δάνειο από τον ενάγοντα, αφετέρου ότι τα ως άνω ποσά των επιταγών που εισπράχθηκαν από τον ίδιο ουδόλως αφορούσαν δάνειο, αλλά αποτελούσαν οφειλή του ενάγοντος προς αυτόν και αντιστοιχούσαν σε μέρος της αμοιβής του ποσοστού 30% επί των καθαρών κερδών του ενάγοντος για την παροχή συμβουλευτικών επενδυτικών υπηρεσιών, συνεπεία των οποίων ο ενάγων αποκόμισε υψηλά κέρδη, αφού ο ίδιος, αν και οδοντίατρος, διαθέτει μεγάλη πείρα στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και διαχειρίζεται τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια τρίτων προσώπων έναντι αμοιβής. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί του εναγόμενου καταδεικνύονται αναληθείς. Όσον αφορά στην επικαλούμενη άριστη οικονομική κατάσταση του εναγόμενου δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, πέραν της κατάθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος αορίστως ανέφερε ότι ο εναγόμενος ήταν επενδυτής στο χρηματιστήριο μεγάλων ποσών και κύριος δέκα οκτώ (18) ακινήτων, εφόσον δεν προσκομίσθηκε κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει είτε η ύπαρξη ακίνητης περιουσίας στο όνομα του εναγόμενου, είτε η τήρηση καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, είτε η διατήρηση επενδυτικού χαρτοφυλακίου, κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό διάστημα του έτους 2007. Αναφορικά δε με τον έτερο ισχυρισμό του εναγόμενου, πάσχει αοριστίας, αφού δεν προσδιορίσθηκαν καθόλου ούτε οι παρεχόμενες συμβουλευτικές επενδυτικές υπηρεσίες εκ μέρους του εναγόμενου, ούτε το ύψος των καθαρών κερδών που φέρεται να αποκόμισε ο ενάγων από την παροχή αυτών των υπηρεσιών, ώστε να δύναται να υπολογισθεί η αναλογούσα σε ποσοστό 30% επί των καθαρών κερδών αμοιβή του εναγόμενου. Πέραν δε της προφανούς αοριστίας αυτού του ισχυρισμού, πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Ν. 2396/1996, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα παροχή στην Ελλάδα, κύριων επενδυτικών υπηρεσιών, επιτρέπεται μόνο στις ΕΠΕΥ (Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών), ενώ η διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων στα πλαίσια της εντολής των επενδυτών, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν κινητές αξίες, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και τίτλους της χρηματαγοράς, αποτελεί κύρια επενδυτική υπηρεσία, και ως εκ τούτου τυχόν παροχή κύριων ή παρεπόμενων επενδυτικών υπηρεσιών εκ μέρους του εναγόμενου θα προσέκρουε στην ανωτέρω διάταξη. Άλλωστε, αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας, ο ενάγων, ο οποίος από το έτος 1999 και μέχρι το έτος 2007, επένδυε συνεχώς σημαντικά κεφάλαια σε διάφορα επενδυτικά προϊόντα, και ιδίως σε μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου, όπως προέκυψε από τα προαναφερόμενα από 26.10.2004 και 04.07.2007, αντίστοιχα, έγγραφα των εταιρειών “………….” και «…………», να είχε ανάγκη την παροχή συμβουλευτικών επενδυτικών υπηρεσιών εκ μέρους του εναγόμενου, οδοντιάτρου, και ταυτόχρονα να επιβαρυνθεί με την υπέρογκη διαχειριστική αμοιβή αυτού ποσοστού 30% επί των καθαρών κερδών του, αντί να εμπιστευθεί τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του στους έχοντες εξειδικευμένες γνώσεις και κατέχοντες τη σχετική επενδυτική εμπειρία υπαλλήλους των ανωτέρω Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και χωρίς, μάλιστα, να επιβαρυνθεί με τα υψηλά διαχειριστικά έξοδα που συνεπαγόταν η από τον εναγόμενο παροχή επενδυτικών συμβουλών. Περαιτέρω, κρίνεται απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος και ο έτερος ισχυρισμός του εναγόμενου περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής, καθόσον από την φερόμενη γέννηση της αγωγικής αξίωσης από τις δανειακές συμβάσεις το έτος 2008, μέχρι και την έγερση της αγωγής το έτος 2013, παρήλθε μακρό χρονικό διάστημα, η δε άσκησή της οφείλεται σε λόγους εκδίκησης και προς αντιπερισπασμό με αφορμή την από 09.07.2012 και με αριθμό κατάθεσης …/2012 αγωγή σε βάρος της εκπροσωπούμενης από τον ενάγοντα ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………….”, η οποία ασκήθηκε από τη σύζυγο του εναγόμενου και υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της ανωτέρω πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Πειραιά επί των οδών ……….., για την καταβολή των οφειλόμενων κοινοχρήστων δαπανών και ποινικής ρήτρας, και επί της οποίας εκδόθηκε η προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 2008/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και στη συνέχεια η προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 251/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Συγκεκριμένα, τα επικαλούμενα από τον εναγόμενο ως άνω πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος, καθόσον δεν μνημονεύονται, πέραν της καθυστέρησης του ενάγοντος να ασκήσει την ένδικη αξίωσή του, πρόσθετα πραγματικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος, και ιδίως ότι εξαιτίας της προηγηθείσας συμπεριφοράς του ενάγοντος ή της πραγματικής κατάστασης που δημιουργήθηκε ή των περιστάσεων που μεσολάβησαν ή άλλων περιστατικών, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του αγωγικού δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να επισημανθεί ότι η αντιδικία της εκπροσωπούμενης από τον ενάγοντα ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………” με την ένωση των συνιδιοκτητών της ανωτέρω πολυκατοικίας, αναφορικά με την καταβολή των κοινοχρήστων δαπανών, είχε ήδη εκκινήσει από το έτος 1999 με την έγερση της από 27.08.1999 και με αριθμό κατάθεσης …./1999 αγωγής που ασκήθηκε από τον ………. υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της εν λόγω πολυκατοικίας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 2661/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την υπ’ αριθ. 2095/2017 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου και ως ουσιαστικά βάσιμου του μοναδικού λόγου της κρινόμενης έφεσης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα,πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2095/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 25.04.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 45.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου – εναγόμενου, λόγω της ήττας του, κατ’ άρθρα 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου των 100,00 ευρώ, λόγω της νίκης του, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10.07.2017 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2095/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 10.07.2017 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από 25.04.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 αγωγή.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ (45.000,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. …………/2017 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Καταδικάζει τον εφεσίβλητο – εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 7-2-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ