ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
629/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 3295/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τότε ισχύουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 666 επ. του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της εκκαλούσας ασκηθείσα από 14.9.1015 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……….) αγωγή του εφεσιβλήτου, διώκουσα την επιδίκαση στον τελευταίο των νομίμων αποδοχών του, συνολικού ποσού 31.818,37 ευρώ, για την πρόσθετη απασχόλησή του ως υδραυλικός σε πλοίο, πλοιοκτησίας της, κατά τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε σ’αυτό με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α΄, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 25.593,79 ευρώ, πλέον τόκων, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6.9.2017 με (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας [όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1.1.2016, όπως αναφέρθηκε, αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε μετά την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 7.7.2017, βλ.σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, που αφορά στην προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου της αναίρεσης του άρθρου 564 παρ.3 του ΚΠολΔ] των δύο ετών (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 7.7.2017, κατά τα προεκτεθέντα, και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο ενάγων με την από 14.9.1015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «…», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 31.818,37 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλεται σ’αυτόν, ως η αντίστοιχη νόμιμη αμοιβή του, με βάση την κατά τον επίδικο χρόνο ισχύσασα Σ.Σ.Ν.Ε., που αφορά τις αποδοχές των πληρωμάτων των πλοίων της συγκεκριμένης κατηγορίας, για την πρόσθετη απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο ως υδραυλικού, δυνάμει σχετικής συμφωνίας του με τον πλοίαρχο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία επίσης εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α΄, με την οποία και ναυτολογήθηκε, πλέον των νομίμων τόκων από την 29.5.2015, ημερομηνία της τελευταίας απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής του, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Επί της εν λόγω αγωγής, κατά τη συζήτηση της οποίας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η εναγόμενη αρνήθηκε τα επικαλούμενα στο δικόγραφο αυτής για τη θεμελίωση της ιστορικής της βάσης πραγματικά περιστατικά, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την τότε ισχύσασα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ) η υπ’αριθμ.3295/2017 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 25.593,79 ευρώ, το οποίο κρίθηκε ότι συνιστά τις οφειλόμενες σ’αυτόν αποδοχές του, όπως καθορίζονται κατά νόμο, για την παροχή πρόσθετης εργασίας ως υδραυλικός σε πλοίο, πλοιοκτησίας της αντιδίκου του, δυνάμει σχετικής σύμβασης με τον πλοίαρχό του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αιτιολογικό της χρονικά διαστήματα, παράλληλα με την κύρια απασχόλησή του σ’αυτό με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α΄, με την οποία και προσλήφθηκε, νομιμοτόκως από τις 30.5.2015, επομένη της λύσης της τελευταίας εργασιακής σχέσης του, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Η εναγόμενη, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, και, συνεπώς, έχοντας έννομο συμφέρον, παραπονείται κατά της ανωτέρω απόφασης, και δη κατά του μέρους αυτής, που την βλάπτει, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφό της, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, με την περαιτέρω επίκληση του ισχυρισμού ότι η, εκ περιτροπής με άλλα μέλη του προσωπικού του μηχανοστασίου του πλοίου της, απασχόληση του ενάγοντος ως υδραυλικού κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σ’αυτό με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α΄, τα καθήκοντα της οποίας και άσκησε κατά κύριο λόγο, ήταν όλως περιστασιακή, και όχι τακτική/καθημερινή, αφορούσε δε αποκλειστικά στην αντιμετώπιση μεμονωμένων εκτάκτων προβλημάτων στις υδρορροές του πλοίου λόγω κακής χρήσης από τους επιβάτες, και δεν υπερέβη κατά μέσο όρο τις τρεις (3) φορές το μήνα, και τα τριάντα (30) λεπτά κάθε φορά, καθώς και ότι για τις υπηρεσίες του αυτές, ακριβώς λόγω του περιστασιακού τους χαρακτήρα, έχει ήδη εξοφληθεί, διά των χρημάτων, που εισέπραξε «για έκτακτες εργασίες», όπως προκύπτει από τα οικεία φύλλα της μισθοδοσίας του, αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, συνιστάμενη ειδικότερα στο ότι, όπως διατείνεται, με την εκκαλούμενη απόφαση μη ορθά υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα χρηματικό ποσό ως τις νόμιμες αποδοχές ελλείποντος μέλους του πληρώματος του πλοίου της με την ειδικότητα του υδραυλικού, παρότι με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι η ειδικότητα αυτή δεν προβλέπεται στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του συγκεκριμένου πλοίου, αλλά, κατά την τότε ισχύσασα Σ.Σ.Ν.Ε., στη σύνθεση των πληρωμάτων των πλοίων της ίδιας κατηγορίας, ενώ για την επιδίκαση τέτοιου ποσού θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι η ειδικότητα αυτή όντως έχει προβλεφθεί στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του εν λόγω πλοίου, ζητώντας την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ούτε ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 του ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας. Γι’αυτό μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησης, να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς, και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ’ ελάχιστο όριο, τις πλήρεις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές, εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΕφΠειρ 570/2006, ΕφΠειρ 747/2005 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Βάσει της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο ναυτικός μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησής του, να αναλάβει έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση περισσότερων καθηκόντων επί του πλοίου μέσα στα νόμιμα χρονικά, όρια, όπως γίνεται συνήθως κατά την αναπλήρωση ελλείποντος μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία δικαιούται να λάβει πλήρεις τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλλΔνη 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΑΠ 261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294, ΕφΠειρ 712/2004 ΔΕΕ 2005.211), εφόσον με την εργασία που προσέφερε εξαντλείται το περιεχόμενό τους (ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.133, ΕφΠειρ 202/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996-1997 σελ. 634, ΕφΠειρ 70/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996 – 1997 σελ. 632). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374 648 653 και 656 του Α.Κ. και 53 και 60 του ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374 648 653 και656 του ΑΚ και 53 και 60 του ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση του ναυτικού, αρκεί ο τελευταίος να βρίσκεται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου, όλες τις υπηρεσίες που ανέλαβε να εκτελέσει, αδιάφορα αν αυτές δεν χρησιμοποιηθούν για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία ή σε πταίσμα του εργαζομένου. Μπορεί, όμως να συμφωνηθεί έγκυρα, είτε ρητά είτε σιωπηρά, χρονικά μειωμένη απασχόληση του ναυτικού σε κάποια από τις περισσότερες εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει, με αντίστοιχη μείωση του μισθού που προσήκει στην εργασία αυτή να συνομολογηθεί δηλ. με τη σύμβαση ναυτολόγησης η λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης. Διάφορο είναι το θέμα που ρυθμίζεται με το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΙΝΔ, όπου η ενοχή για την κατανομή του μισθού των ελλειπόντων μελών του πληρώματος στους ναυτικούς, που επιβαρύνθηκαν με την εργασία τους, απορρέει, όχι από προϋπάρχουσα συμβατική δέσμευση των υπηρετούντων μελών του πληρώματος για την αναπλήρωση των ελλειπόντων, αλλ’ευθέως από το νόμο στην περίπτωση που η παραπάνω αναπλήρωση έγινε κατόπιν εντολής του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294, ΕφΠειρ 111/1992 ΕΝΔ 1992.513). Δηλαδή εάν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντιστοίχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993.239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 570/2006 ΕΝΔ 2006.359, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 300/1998 ΕΝΔ 1998.478, ΕφΠειρ 76/1998 ΕΝΔ 1998.482). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. β΄του ΚΙΝΔ (ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις) ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν (όπως το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΔΝΔ – Ν.Δ. 187/73 – διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 του ν.δ. 2651/53), το δε κύρος της σύμβασης αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997.433). Συνεπώς, σε περίπτωση εκτέλεσης κατά συμφωνία, καθηκόντων κάποιας ειδικότητας η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσης στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμιά επιρροή στο κύρος της σύμβασης, πολύ περισσότερο αφού και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001, ΜονΕφΠειρ 160/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 286/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 2013.220, ΕφΠειρ 541/2012 ΕλλΔνη 2013.1648, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝΔ 2010.385, ΕφΠειρ 97/2008 ΕΝΔ 2008.102, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, ΕφΠειρ 364/2005 ΕΝΔ 2005.348, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.132, ΕφΠειρ 642/2003 ΕΝΔ 2003.346, ΕφΠειρ 212/2002 ΕΝΔ 2002.200, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 2002.19). Τέλος, κατά το άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, πριν δηλαδή από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου για τις αγωγές, που ασκούνται από την 1.1.2016 και στο εξής, διότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 2.10.2015, όπως προαναφέρθηκε και ασκήθηκε στις 14.10.2015 με την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου της στην εναγόμενη, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……….. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή Ι. Α.), “τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά […] β) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, γ) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά […]”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ.1 στοιχ. δ΄ του ΚΠολΔ, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν “όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως […] τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ’αυτές, […]”. Από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (ΚΠολΔ 591 παρ.1) σαφώς συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 663-676, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από το νόμο 4335/2015), όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμού αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (ΚΠολΔ 262 παρ.1), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί προφορική προβολή των ισχυρισμών αυτών, που “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις (ΚΠολΔ 256 παρ.1 στοιχ. δ΄) συνάγεται ότι η κατά την πρώτη διάταξη (ΚΠολΔ 591 παρ.1 στοιχ. β΄) σημείωση της προφορικής προβολής του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προβολής του είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρημένων μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 376/2018, ΑΠ 220/2014, ΑΠ 450/2013, ΑΠ 1414/2012, ΑΠ 128/2008, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87) και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την 1η.1.2016 και, συνεπώς, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, διότι η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6.9.2017, κατά τα προεκτεθέντα, ορίζεται ότι: “Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Στην κατ’έφεση δίκη επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο προτείνων αυτές διάδικος (ΑΠ 536/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, τη συνδρομή εξαιρετικής περίπτωσης (ή και περισσοτέρων) από τις ανωτέρω για την επιτρεπτή προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών για πρώτη φορά στο Εφετείο οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς, ενώ και στην απόφαση του δικαστηρίου που δέχεται ως βάσιμο τον ίδιο ισχυρισμό πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μίας τουλάχιστον από τις παραπάνω περιπτώσεις που δικαιολογούν την βραδεία προβολή του ισχυρισμού (ΑΠ 259/2014 ΕΝΔ 2014.27). Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του αριθμού 6 του άρθρου 527 πρέπει να επικαλεσθεί τη (δικαστική) ομολογία ή τα έγγραφα, τα οποία πρέπει να προσκομίσει, από τα οποία αποδεικνύεται ο νέος πραγματικός ισχυρισμός. Η απόδειξη, όμως, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 611/2016, ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1087/2014 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 602/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416 και 422 του ΑΚ συνάγεται ότι, εναγόμενος ο οφειλέτης προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού με καταβολή αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η εν λόγω καταβολή αφορά το επίδικο χρέος. Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυρισθεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος ν’ αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης ν’αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ’ επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους, με βάση τη διάταξη του άρθρου 422 εδαφ.α΄του ΑΚ, είτε βάσει της διάταξης του άρθρου 422 εδαφ.β΄ του ΑΚ και την σ’αυτήν προβλεπόμενη σειρά (ΑΠ 1221/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την προσκομιζόμενη κατάθεση του, εκτός δίκης, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, εξετασθέντος μάρτυρος …………, η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ………. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή Ι.Α, περιέχεται δε στην υπ’αριθμ. ……….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κυπαρισσίας Ν.Γ, με την επισήμανση ότι ουδείς εκ των διαδίκων εξήτασε μάρτυρα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου, απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη, να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει τεσσάρων (4) διαδοχικών συμβάσεων παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του, υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου ……. ……., επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «S.», ολικής χωρητικότητας 30.902 κόρων, στις 22.1.2014, στις 20.5.2014, στις 23.9.2014 και στις 20.1.2015 αντίστοιχα, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμένα της Πάτρας, με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α΄, στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο και απασχολήθηκε συνεχώς, σε εκτέλεση εκάστης των συμβάσεων αυτών, κατά τα εξής χρονικά διαστήματα: α) Από τις 22.1.2014 έως και τις 19.4.2014, όταν η πρώτη χρονικά σύμβαση από τις προαναφερθείσες λύθηκε στο λιμένα της Πάτρας με αμοιβαία συναίνεση μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου, β) από τις 20.5.2014 έως και τις 20.8.2014, ημερομηνία λήξης της δεύτερης κατά σειράν σύμβασης στον ίδιο λιμένα, επίσης με κοινή συναίνεση ενάγοντος και πλοιάρχου, γ) από τις 23.9.2014 έως και τις 21.12.2014, όταν και η τρίτη σύμβαση λύθηκε κατά τον ίδιο τρόπο στο λιμένα της Ηγουμενίτσας, και δ) από τις 20.1.2015 έως και τις 29.5.2015, οπότε λύθηκε και η τέταρτη και τελευταία σύμβαση στο λιμένα του Πειραιά, επίσης με κοινή συμφωνία ενάγοντος και πλοιάρχου. Το εν λόγω πλοίο, κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό, εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ανκόνα Ιταλίας μετ’ επιστροφής μέχρι και τις 18.5.2015, όταν και το συγκεκριμένο δρομολόγιό του διεκόπη, διότι από τις 19.5.2015 και στο εξής το πλοίο αυτό εντάχθηκε πλέον στην ακτοπλοΐα. Αποδείχθηκε επίσης ότι με τις προαναφερθείσες συμβάσεις ναυτικής εργασίας συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων θα λαμβάνει, κατά τη διάρκειά τους για την απασχόλησή του στο εν λόγω πλοίο, το μισθό, τα επιδόματα και τις πάσης φύσης αποδοχές, που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών – Επιβατηγών Πλοίων, οι οποίες, επιπροσθέτως, ορίσθηκε ότι θα ρυθμίζουν και τους λοιπούς όρους παροχής της εργασίας του, πλην του χρονικού διαστήματος από τις 19.5.2015 έως τις 29.5.2015, για το οποίο, συμφωνήθηκε ειδικότερα ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του και οι λοιποί όροι της εργασίας του θα διέπονται από την αντίστοιχη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας των μελών των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, καθώς από τις 19.5.2015 το συγκεκριμένο πλοίο εκτελούσε πλέον πλόες σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο τακτικών ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, δυνάμει ιδιαίτερης σύμβασης, που καταρτίσθηκε προφορικά μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριάς του – εναγομένης, ως νόμιμος εκπρόσωπός της, από την πρώτη ημέρα ναυτολόγησής του σ’αυτό και ακολούθως, καθόλη τη διάρκεια των προαναφερθεισών εργασιακών του συμβάσεων, παράλληλα με τα καθήκοντα της ειδικότητας του Μηχανοδηγού Α΄, με την οποία είχε προσληφθεί, εκτέλεσε επίσης, συνεχώς, και τα καθήκοντα του υδραυλικού, με επίταση των δυνάμεών του, προκειμένου να καλυφθούν οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες του πλοίου σε εργαζόμενο της συγκεκριμένης ειδικότητας, η οποία – σημειωτέον – δεν είχε προβλεφθεί στην οργανική σύνθεση του πληρώματός του, με αποτέλεσμα τα καθήκοντα αυτά να ανατίθενται κάθε φορά από τον πλοίαρχο εκ περιτροπής σε κάποιο μέλος του προσωπικού του μηχανοστασίου, που ήταν έκτοτε, διαρκούσης της ναυτολόγησής του, αποκλειστικά αυτός και μόνον επιφορτισμένος με την εκτέλεσή τους, παράλληλα με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, απασχοληθείς (ο ενάγων) ειδικότερα, σε σταθερή και μόνιμη βάση, όχι μόνο με την επισκευή των πάσης φύσης βλαβών, που συχνά ανέκυπταν στις υδραυλικές εγκαταστάσεις του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου αυτού, λόγω της χρήσης τους καθημερινά από μεγάλο αριθμό ατόμων (επιβατών και πληρώματος), αλλά και με τη διενέργεια όλων των απαιτουμένων και προγραμματισμένων εργασιών τακτικής συντήρησης των εν λόγω εγκαταστάσεων, ώστε να είναι λειτουργικές και ανά πάσα στιγμή κατάλληλες προς χρήση κατά τον προορισμό τους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στον ενάγοντα και μόνο, σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο αυτό, ανατίθεντο καθημερινά, οποτεδήποτε εντός του 24 ώρου, και όχι περιστασιακά και όλως εκτάκτως, σε εκτέλεση της προαναφερθείσης συμφωνίας του με τον πλοίαρχο, εργασίες επισκευής βλαβών, οι οποίες γνωστοποιούντο σ’αυτόν, ώστε να επιληφθεί, διά της παράδοσης κάθε φορά από τον εκάστοτε υπεύθυνο της υποδοχής του πλοίου ειδικού εντύπου αναφοράς της ζημίας, που είχε ανακύψει (damage report), στο δίκτυο υδροδότησης και αποχέτευσης του ξενοδοχειακού τμήματος, και συγκεκριμένα στις σωληνώσεις του αποχετευτικού συστήματος, στις τουαλέτες, στις βρύσες, στα σιφόνια, και στις λοιπές υδραυλικές παροχές, τόσο στις καμπίνες των επιβατών και του πληρώματος, όσο και στις κοινόχρηστες τουαλέτες, στο μαγειρείο, στο μπάρ, στους αποθηκευτικούς χώρους, και εν γένει σε κάθε υδραυλική εγκατάσταση του πλοίου, καθώς και ότι αυτός απασχολείτο επιπροσθέτως και με την ανά τακτά χρονικά διαστήματα συντήρηση των εν λόγω δικτύων, και ιδίως με τον καθαρισμό των δύο βιολογικών βόθρων του πλοίου, καθώς και με τη συντήρηση και επισκευή του συστήματος άντλησης και απορροής των λυμάτων του. Οι συνήθως εμφανισθείσες βλάβες στη λειτουργία των συστημάτων αποχέτευσης και ύδρευσης του τμήματος αυτού του πλοίου αφορούσαν κυρίως σε διαρροές, βρύσες και καζανάκια που έσταζαν, ή δε λειτουργούσαν, ντουζιέρες, που δε λειτουργούσαν, βουλωμένα σιφόνια, και φραγμένες τουαλέτες, έχρηζαν, επομένως, λόγω της επείγουσας φύσης τους, της άμεσης επέμβασής του προς αποκατάσταση το συντομότερο δυνατόν, ώστε οι εν λόγω εγκαταστάσεις να παραδοθούν και πάλι λειτουργικές και κατάλληλες προς χρήση από το πλήρωμα και τους επιβάτες κατά τον πλου, όπως εκ των πραγμάτων επιβαλλόταν. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της πρόσθετης και καθημερινής εκτέλεσης από τον ενάγοντα των καθηκόντων του υδραυλικού του πλοίου, με τα οποία είχε επιφορτισθεί σε μόνιμη βάση, κατόπιν σχετικής συμφωνίας του με τον πλοίαρχο, παράλληλα με τα καθήκοντα της ειδικότητας του Μηχανοδηγού Α΄, με την οποία είχε ναυτολογηθεί, και όχι της έκτακτης, σπάνιας και όλως περιστασιακής ενασχόλησής του με το συγκεκριμένο εργασιακό αντικείμενο, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, επιρρωνύεται ιδίως α) από την ενώπιον Συμβολαιογράφου δοθείσα ένορκη βεβαίωση του εξετασθέντος μάρτυρα του ενάγοντος ……………, ο οποίος, έχοντας ίδιαν αντίληψη περί των όσων κατατέθει, καθώς ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου κατά διαστήματα από το μήνα Απρίλιο του έτους 2013 έως και το μήνα Νοέμβριο του επομένου έτους, όπερ συμπίπτει με το μεγαλύτερο μέρος των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεων και του ενάγοντος στο πλοίο αυτό, αναφέρει με σαφήνεια και μετά λόγου γνώσης ότι ο τελευταίος, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, εκτελούσε παράλληλα με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, αυτός και μόνο αποκλειστικά από όλο το πλήρωμα, και τα πρόσθετα καθήκοντα του υδραυλικού του πλοίου (με τα οποία πάντοτε επιφορτιζόταν κάποιο μέλος του προσωπικού του μηχανοστασίου), που περιελάμβαναν, τόσο προγραμματισμένες εργασίες συντήρησης, όσο και επισκευές βλαβών, είτε κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του, είτε ακόμη και μετά απ’αυτήν, ότι σε περίπτωση βλάβης ο εκάστοτε υπεύθυνος της ρεσεψιόν του πλοίου απευθυνόταν, οποιαδήποτε ώρα του εικοσιτετραώρου, στον ενάγοντα και μόνον, προκειμένου να επιληφθεί άμεσα για την αποκατάστασή της, ενημερώνοντάς τον για το γεγονός διά της παράδοσης κάθε φορά σχετικά συνταχθέντος σε δύο αντίγραφα εντύπου αναφοράς ζημίας, εκ των οποίων το ένα φυλασσόταν στο αρχείο της ρεσεψιόν και το άλλο παραδιδόταν στο ενάγοντα εν προκειμένω, και σε κάθε περίπτωση στο συγκεκριμένο μέλος του πληρώματος, που κάθε φορά είχε επιφορτισθεί με τα πρόσθετα καθήκοντα του υδραυλικού, καθώς και ότι, λόγω της ύπαρξης στο συγκεκριμένο πλοίο περισσοτέρων από 300 τουαλετών, κουζίνας, μπαρ, και πολλών άλλων χώρων που υδροδοτούνταν, αλλά και του μεγάλου αριθμού των προσώπων που έκαναν χρήση καθημερινά των υδραυλικών εγκαταστάσεων και του αποχετευτικού συστήματος, αφού κατά τη θερινή περίοδο μεταφέρονταν με το πλοίο 1400 – 1600 επιβάτες και το χειμώνα 400-700, στους οποίους πρέπει να προστεθεί και το πλήρωμα, που αριθμούσε περί τα 100 άτομα, ήταν φυσικό επακόλουθο να παρουσιάζονται βλάβες σχεδόν σε καθημερινή βάση, κυρίως διαρροές, και αποχετεύσεις, που έφραζαν από τη ρίψη εντός αυτών αντικειμένων, όπερ καθιστούσε απολύτως αναγκαία την παρέμβαση του ενάγοντος για την επισκευή τους στον κατά το δυνατόν συντομότερο χρόνο, με την επισήμανση ότι το γεγονός ότι ο ως άνω ενόρκως εξετασθείς άσκησε αγωγή κατά της εναγομένης, διεκδικώντας την καταβολή απαιτήσεών του από τη ναυτολόγησή του στο αυτό πλοίο, δε δύναται ν’ αποκλείσει την αλήθεια της μαρτυρίας του, αλλ’απλώς η μαρτυρία του λαμβάνεται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας του, συνεκτιμώμενη ελεύθερα μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, και β) τα προσκομιζόμενα ενδεικτικά από τον ενάγοντα 40 δελτία αναφοράς ζημίας, τα οποία ανάγονται μόνο στο χρονικό διάστημα από 21.1.2015 έως 19.4.2015, της τελευταίας κατά σειράν σύμβασης εργασίας του, και τα οποία, χωρίς να αποτελούν το σύνολο των σχετικών εγγράφων, που εκδόθηκαν καθ’όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, καταδεικνύουν ωστόσο, ακόμη και με σημείο αναφοράς το ανωτέρω χρονικό διάστημα των τριών (3) μηνών, τη συχνότητα της εμφάνισης διαφόρων βλαβών στις υδραυλικές εγκαταστάσεις του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου αυτού, για τις οποίες και επιλήφθηκε ο ενάγων, με την παράδοση προς αυτόν του ενός αντιγράφου των συγκεκριμένων εντύπων από τον εκάστοτε υπεύθυνο της υποδοχής του πλοίου προς γνωστοποίηση του συμβάντος, τα οποία για το λόγο αυτό έχουν περιέλθει στην κατοχή του, χωρίς να αναφέρεται τούτος σ’αυτά ονομαστικά ως ο επισκευάσας τη ζημία υδραυλικός, και δεν αναιρείται από κανένα άλλο περί του αντιθέτου αποδεικτικό στοιχείο εκ όσων τέθηκαν υπόψη και του παρόντος Δικαστηρίου. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων για την ανωτέρω πρόσθετη απασχόλησή του ως υδραυλικός στο πλοίο της εναγομένης κατά τα χρονικά διαστήματα από 22.1.2014 έως 19.4.2014, από 20.5.2014 έως 20.8.2014, από 23.9.2014 έως 21.12.2014, και από 20.1.2015 έως 18.5.2015, όπως ζητείται με την αγωγή, δεν έχει λάβει, όπως δικαιούται, τις αντίστοιχες νόμιμες αποδοχές της εργασίας του αυτής, οι οποίες, υπολογιζόμενες με βάση τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, που αφορά στα μέλη των πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, και κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.10/01/2014 Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. Β΄1665/24.6.2014), ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 25.593,79 ευρώ (1.988,64 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές του Χ 12,87 μήνες), το οποίο και υποχρεούται η εναγόμενη να του καταβάλει με το νόμιμο τόκο από τις 30.5.2015, επομένη της λύσης της τελευταίας εργασιακής του σχέσης, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, με την επισήμανση ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί 1) της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ για τον υπολογισμό της οφειλομένης στον ενάγοντα αμοιβής για την παράλληλη άσκηση απ’αυτόν στο εν λόγω πλοίο και των καθηκόντων του υδραυλικού, πέραν των καθηκόντων της ειδικότητας, με την οποία ναυτολογήθηκε, 2) του με βάση τις διατάξεις της ανωτέρω ΣΣΝΕ ύψους των μηνιαίων αποδοχών της ειδικότητας του υδραυλικού του πληρώματος της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, 3) του συνολικού ποσού, που εν προκειμένω δικαιούται να λάβει ο ενάγων για την αιτία αυτή, και, τέλος, 4) του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας του τελικά επιδικασθέντος με την εκκαλουμένη απόφαση ποσού, δεν πλήττεται με την κρινόμενη έφεση της εναγομένης, και, συνεπώς, η υπόθεση, κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια της εκκαλουμένης, δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να επανακριθεί. Ο, το πρώτον στην έκκλητη δίκη προβληθείς με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, ισχυρισμός της εναγομένης περί απόσβεσης της επίδικης απαίτησης του ενάγοντος, σύμφωνα με τον οποίο ο τελευταίος, για την περιστασιακή απασχόλησή του ως υδραυλικός στο πλοίο της προς αντιμετώπιση εκτάκτων βλαβών και μόνο, που δεν υπερέβη τις 3 φορές το μήνα και τα 30 λεπτά κάθε φορά κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί διά της είσπραξης χρηματικών ποσών, που στα οικεία φύλλα μισθοδοσίας του αναφέρονται ως αμοιβή «για έκτακτες εργασίες», καθώς ενόψει της ειδικής διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσης (των εργατικών διαφορών) ο εν λόγω ισχυρισμός, που συνιστά ένσταση, θα έπρεπε να προταθεί προφορικά κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να καταχωρηθεί στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, όπερ ουδόλως εγένετο εν προκειμένω, ούτε άλλωστε περιλαμβάνεται, έστω και συνοπτικά, στις κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις της, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι παραδεκτά προβάλλεται για πρώτη φορά με την κρινόμενη έφεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 αριθμ.6 του ΚΠολΔ, ως εγγράφως αποδεικνυόμενος από τα φύλλα μισθοδοσίας του ενάγοντος (αν και επίκληση της συνδρομής εν προκειμένω της ανωτέρω εξαιρετικής περίπτωσης, που δικαιολογεί τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού αυτού, δε διαλαμβάνεται στην υπό κρίση έφεση), καθώς και ότι είναι ορισμένος, αφού δεν εκτίθενται στο δικόγραφο ειδικότερα το ακριβές συνολικό ποσό, το οποίο εδικαιούτο να λάβει ο ενάγων για την έστω και περιστασιακή, όπως η ίδια διατείνεται, απασχόλησή του στο πλοίο της με τα καθήκοντα του υδραυλικού, τις επιμέρους καταβολές της, που έλαβαν χώρα προς εξόφληση του ποσού αυτού, αλλά και το ποσό και το χρόνο εκάστης καταβολής, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει ν’απορριφθεί και ως ουσιαστικά αβάσιμος, Και τούτο διότι τα ποσά, που αναφέρονται στις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής ως καταβληθέντα στον ενάγοντα με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», δεν αφορούν στο επίδικο χρέος, αλλά σε αμοιβή για την εργασία του ως Μηχανοδηγού Α΄ στο μηχανοστάσιο του πλοίου της, όπως βασίμως κατ’αντένσταση ισχυρίσθηκε αυτός, ειδικότητα, με την οποία και ναυτολογήθηκε, και η οποία αναγράφεται και στις εν λόγω αποδείξεις, όπου, άλλωστε, αναλύεται το ποσό των μηνιαίων αποδοχών του κατά τα επιμέρους ποσά, που το συνθέτουν (μισθός ενεργείας, επιδόματα, αμοιβή για Σάββατα, αργίες και υπερωρίες, αποδοχές και επίδομα αδείας, επίδομα τροφής, έκτακτες αμοιβές, όταν καταβλήθηκαν), και αναφέρονται, τόσο το συνολικό ποσό των αποδοχών του, όσο και, επίσης αναλυτικά, το ποσό των κρατήσεων, και το τελικά καταβλητέο ποσό, χωρίς ουδεμία μνεία ότι το ποσό των «εκτάκτων αμοιβών» αφορά στην περιστασιακή του απασχόληση ως υδραυλικού του πλοίου, την οποία η ίδια επικαλείται, όπως, κατά την κοινή πείρα και λογική, οπωσδήποτε θα συνέβαινε, εάν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο, ενόψει του τόσο λεπτομερούς τρόπου σύνταξης των αποδείξεων αυτών αναφορικά με τη μηνιαία μισθοδοσία του. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων για την πρόσθετη απασχόλησή ως υδραυλικού στο πλοίο της εναγομένης δικαιούται την αντίστοιχη στο επίδικο χρονικό διάστημα νόμιμη αμοιβή, το ύψος της οποίας προσδιόρισε στο ποσό των 25.593,79 ευρώ, και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο από τις 30.5.2015, επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης εργασίας του, κατά μερική παραδοχή ως κατ’ουσίαν βάσιμης, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Τέλος, η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς με την εκκαλούμενη απόφασή του, την υποχρέωσε να καταβάλει στον ενάγοντα το σ’αυτήν αναφερόμενο χρηματικό ποσό ως αποδοχές του «ελλείποντος» στο πλοίο της υδραυλικού, παρότι ταυτόχρονα δέχθηκε με την ίδια απόφαση ότι τέτοια ειδικότητα δεν προβλέπεται στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του συγκεκριμένου πλοίου, όπως κατά νόμο απαιτείται, προκειμένου να επιδικασθούν τέτοιες αποδοχές. Εν προκειμένω, όμως, με την εκκαλούμενη απόφαση πράγματι υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το προαναφερθέν ποσό, αλλά ως οφειλόμενη νόμιμη αμοιβή του για την πρόσθετη απασχόλησή του στο πλοίο της με τα καθήκοντα του υδραυλικού κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, πέραν αυτών της κύριας ειδικότητάς του (του Μηχανοδηγού Α΄), με την οποία προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, σε εκτέλεση σχετικής σύμβασης, που κατήρτισε με τον πλοίαρχο του πλοίου, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει από την επισκόπηση της απόφασης αυτής ότι έγινε δεκτό, και αναφέρεται, άλλωστε, και στην αγωγή για τη στοιχειοθέτηση της ιστορικής της βάσης και την κατά νόμο θεμελίωση του αιτήματός της, κατά συνέπεια, η αξίωση του ενάγοντος απορρέει από την ανωτέρω σύμβαση, με την οποία παρασχέθηκαν οι εργασίες, που του ανατέθηκαν, και το κύρος της οποίας ουδόλως εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος του πλοίου της ειδικότητας αυτής, ή από την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματός του, αφού ο ενάγων σε κάθε περίπτωση δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας, τα καθήκοντα της οποίας, κατά συμφωνία, άσκησε, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και όχι ως αμοιβή ελλείποντος μέλους του πληρώματος της ειδικότητας του υδραυλικού, οπότε και μόνο θα ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί, προκειμένου να του επιδικασθεί τέτοια αμοιβή, ότι η ειδικότητα αυτή δεν προβλέπεται στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του εν λόγω πλοίου. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος της ένδικης έφεσης, που στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή από πλευράς της εκκαλούσας, πρέπει επίσης ν’απορριφθεί.
Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει, να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε απ’αυτόν σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 6.9.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…….. και …….) έφεση κατά της υπ’αριθμ.3295/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18.10.2018
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ