ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 79/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλουσών – εναγουσών: 1) ……….. και 2) …………οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Οδυσσέα Ιωσηφίδη (ΑΜ 2515 Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης …………., 2) ………… και 3) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κιαουλιά(ΑΜ 1590 Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Οι ενάγουσες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 30.07.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 4065/2017 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ήδη οι εκκαλούσες – ενάγουσες προσβάλλουν την απόφαση αυτή με την από 07.02.2019 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……../14.02.2019 και ειδικό …../14.02.2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/14.02.2019 και ειδικό …./14.02.2019 για τη δικάσιμο της 16.01.2020 και κατόπιν αναβολώνγια την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκωνδεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 4065/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 30.07.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 αγωγή των εκκαλουσών – εναγουσών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 07.02.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 14.02.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……../14.02.2019 και ειδικό …./14.02.2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 05.09.2017.
Οι ενάγουσες, ήδη εκκαλούσες, στην από 30.07.2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. …../1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Αττικής ……… ., ιδρύθηκε η πρώτη εναγόμενη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………» και σκοπό τις επισκευές πλοίων, τον καθαρισμό πλοίων και κτηρίων, καθώς και την εκμετάλλευση μαρίνων και χώρων αναψυχής, της οποίας μοναδική εταίρος και διαχειρίστρια ορίσθηκε η δεύτερη εναγόμενη, η οποία ασκούσε τη διοίκηση της εταιρίας από κοινού με τον τρίτο εναγόμενο σύζυγό της, ότι οι ενάγουσες, που είναι αδελφές, έχουν συγγενική σχέση με τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, αφού ο τελευταίος είναι αδελφός της μητέρας τους και θείος τους, ότι λόγω της στενής συγγενικής σχέσης τους με τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, απασχολήθηκαν στην πρώτη εναγόμενη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, η μεν πρώτη ενάγουσα από το έτος 2000 ως υπάλληλος γραφείου έχουσα τη διαχείριση του ταμείου της εταιρείας και τη συμμετοχή αυτής σε δημόσιους διαγωνισμούς, η δε δεύτερη ενάγουσα από το έτος 2001 ως υπάλληλος γραφείου ασχολούμενη με τη γραμματειακή υποστήριξη της εταιρείας, την επικοινωνία με τους πελάτες και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, ότι κατά τα έτη 2009-2010 η πρώτη εναγόμενη αντιμετώπιζε προβλήματα ταμειακής ρευστότητας και αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, και για τον λόγο αυτό η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόμενων απευθύνθηκαν στις ίδιες, προκειμένου να διευκολύνουν οικονομικά την πρώτη εναγόμενη, συνάπτοντας συμβάσεις δανείων και χορήγησης πιστωτικών καρτών με πιστωτικά ιδρύματα και δανείζοντας εν συνεχεία τα χρήματα στην πρώτη εναγόμενη, ότι λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης και της εμπιστοσύνης που είχαν προς το πρόσωπο της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων, καταρτίσθηκαν ατύπως (προφορικά) μεταξύ τους διαδοχικές συμβάσεις δανείων, δυνάμει των οποίων μεταβίβασαν προς την πρώτη εναγόμενη κατά κυριότητα, κατά το χρονικό διάστημα από την 06.02.2009 μέχρι την 02.11.2010 και κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους, τα αναφερόμενα επιμέρους χρηματικά ποσά, συνολικού ποσού 42.600,00 ευρώ η πρώτη ενάγουσα και 69.300,00 ευρώ η δεύτερη ενάγουσα, ότι αν και ζήτησαν επανειλημμένως από τους εναγόμενους την απόδοση των δανεισθέντων ως άνω ποσών, οι τελευταίοι αρνήθηκαν την επιστροφή τους, ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται εις ολόκληρον για την απόδοση των εν λόγω ποσών, η μεν πρώτη εναγόμενη εταιρεία ως δανειολήπτρια, η δε δεύτερη εναγόμενη ως νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης εναγόμενης και ο τρίτος εναγόμενος ως ασκών την πραγματική διοίκηση της πρώτης εναγόμενης από κοινού με τη δεύτερη εναγόμενη, ότι η πρώτη ενάγουσα δυνάμει συμφωνίας που συνήψε με τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, ανέλαβε να πληρώσει για λογαριασμό τους τα οφειλόμενα από αυτούς ασφάλιστρα για τις υπ’ αριθ. ………/10.09.2010 και ………../10.09.2010 συμβάσεις ασφάλειας ζωής που είχαν καταρτίσει με την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “…………”, ότι παρά το γεγονός ότι σε εκτέλεση αυτής της συμφωνίας, η πρώτη ενάγουσα εξόφλησε για λογαριασμό της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων την ως άνω οφειλή τους, μέσω της υπ’ αριθ. ……….. πιστωτικής της κάρτας,ύψους 1.860,40 ευρώ για τη δεύτερη εναγόμενη, ήτοι τα ασφάλιστρα ποσού 465,10 ευρώ ανά τρίμηνο, για το χρονικό διάστημα από την 10.09.2010 έως την 10.09.2011, και ύψους 2.092,29 ευρώ για τον τρίτο εναγόμενο, ήτοι τα ασφάλιστρα ποσού 697,43 ευρώ ανά τρίμηνο, για το χρονικό διάστημα από την 10.09.2010 έως την 10.06.2010, αυτοί αρνήθηκαν να της καταβάλουν τις ως άνω δαπάνες συνολικού ποσού 3.952,69 ευρώ, στις οποίες η πρώτη ενάγουσα υποβλήθηκε εξ ιδίων. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητούσαν, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης δανείου, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού σε περίπτωση που κριθούν άκυρες για οποιονδήποτε λόγο οι καταρτισθείσες μεταξύ τους συμβάσεις δανείων, αφού οι εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της δικής τους περιουσίας, κατά τα δανεισθέντα ως άνω ποσά, τα οποία θα ήταν υπόχρεοι να αποδώσουν σε πιστωτικό ίδρυμα ή σε τρίτο, με τους οποίους θα είχαν συνάψει δανειακές συμβάσεις, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ μερικό περιορισμό των καταψηφιστικών αγωγικών αιτημάτων σε έντοκα αναγνωριστικά, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις αυτών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στη μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 24.800,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν το ποσό των 21.752,69 ευρώ, στη δε δεύτερη ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το ποσό των 5.500,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν το ποσό των 63.800,00 ευρώ, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 4065/2017 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια και την επικουρική βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 480, 806-809, 713, 722 και 904 του ΑΚ, 70, 176, 907-908, 1047 του ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος καταβολής τόκων από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο, αφού οι ενάγουσες δεν επικαλέσθηκαν όχληση ή καταγγελία των συμβάσεων που συνήψαν με τους εναγόμενους, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 55.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 22.12.2013 και μέχρι την εξόφληση, την υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.860,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και την υποχρέωση του τρίτου εναγόμενου να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.092,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγουσών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες – ενάγουσες με την κρινόμενη από 07.02.2019 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της κατά το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή τους προκειμένου να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της.
Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεώς του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητος χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητας και ποσότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 του ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής αποδόσεως του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 992/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, Ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 889/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 663/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 430/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 713 του ΑΚ προκύπτει σαφώς ότι η εντολή είναι σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξάγει την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας χωρίς αμοιβή. Με τη σύμβαση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει είτε ρητώς είτε σιωπηρώς και δεν υπόκειται σε κανένα τύπο, μπορεί να ανατεθεί στον εντολοδόχο, προς το συμφέρον του εντολέα ή τρίτου ή και εν μέρει προς το συμφέρον του εντολοδόχου (άρθρο 724 του ΑΚ), η διεξαγωγή υποθέσεως οποιασδήποτε φύσεως, και επομένως μπορεί να αφορά την εκτέλεση νομικών πράξεων, την επιχείρηση οιονεί δικαιοπραξίας ή σύναψη δικαιοπραξίας, αλλά και την εκτέλεση απλών υλικών πράξεων. Έτσι, στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 713 του ΑΚ, δύναται τρίτος κατ’ εντολή του οφειλέτη να εκπληρώσει για λογαριασμό του παροχή προς το δανειστή του τελευταίου, με σκοπό αποσβέσεως της οφειλής. Κατά το άρθρο 722 του ΑΚ, ο εντολέας οφείλει να αποδώσει στον εντολοδόχο οτιδήποτε αυτός δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 631/2020 ΝΟΜΟΣ). Ως δαπάνη θεωρείται κάθε περιουσιακή παροχή, στην οποία προέβη οικειοθελώς ο εντολοδόχος εξ ιδίων για την κανονική εκτέλεση της εντολής. Κανονική δε εκτέλεση της εντολής υφίσταται εφόσον ο εντολοδόχος εκτελεί την υποχρέωση του σύμφωνα με τη σύμβαση, συμμορφούμενος προς ρητές ή επιτακτικές οδηγίες του εντολέα ή, εάν αυτές είναι ενδεικτικές, εφόσον έπραξε κάθε τι που επέβαλλε η φύση της υποθέσεως που του ανατέθηκε. Εάν, συνεπώς, ενάγεται ο εντολέας από τον εντολοδόχο για την απόληψη των δαπανών αυτών, κατ’ άρθρο 722 του ΑΚ, ο τελευταίος οφείλει μόνο να επικαλεσθεί και αποδείξει, ως στοιχεία κρίσιμα του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος (άρθρα 216 παρ. 1, 335, 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ), τη σύμβαση της εντολής και την ενέργεια των αναζητουμένων για την κανονική εκτέλεση αυτής. Οι δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε ο εντολοδόχος προς κανονική εκτέλεση της εντολής, αποδίδονται, κατ’ άρθρο 301 παρ. 1 του ΑΚ, έντοκα, και μάλιστα από του χρόνου καταβολής του ποσού τούτων, ανεξάρτητα από τυχόν υπερημερία του οφειλέτη εντολέα ή από τυχόν επίδοση της αγωγής (ΑΠ 1102/1980 ΝοΒ 29.502). Περαιτέρω, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η αγωγή για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνεται και η νομική βάση, τυχόν δε μνεία περί υπαγωγής των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σε κάποια νομική διάταξη δε δεσμεύει το δικαστήριο. Συνεπώς, ο αναγραφόμενος στην αγωγή νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, στην οποία θεμελιώνεται το υποβαλλόμενο αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί σε ορθή υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το νομικό χαρακτηρισμό (ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 2001.160, ΕφΘεσ 792/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3190/1955 σαφώς προκύπτει ότι η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης αποκτά, μετά την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας για τη σύσταση της, νομική προσωπικότητα, συνέπεια της οποίας είναι η περιουσιακή της αυτοτέλεια. Η εταιρική περιουσία είναι υπέγγυα απέναντι στους εταιρικούς δανειστές για τα χρέη και τις εταιρικές υποχρεώσεις της, που αναλαμβάνει στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δράσης. Η ευθύνη της είναι απεριόριστη, δηλαδή η εταιρεία ευθύνεται με όλη της την περιουσία. Οι εταίροι έχουν τη βασική υποχρέωση απέναντι στην εταιρεία για την καταβολή της εισφοράς τους, προκειμένου να σχηματιστεί το εταιρικό κεφάλαιο. Αν οι εταίροι εκπληρώσουν την υποχρέωση τους αυτή, παύουν να έχουν ευθύνη απέναντι στην εταιρεία. Κατά συνέπεια, ο εταίρος δεν φέρει καμία ευθύνη για τις εταιρικές υποχρεώσεις. Ο κανόνας του ανεύθυνου των εταίρων δεν μπορεί να τροποποιηθεί ούτε με αντίθετη συμφωνία τους, καθόσον η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του παραπάνω νόμου είναι δημόσιας τάξης και έτσι κάθε τέτοια συμφωνία θα ήταν ανίσχυρη (ΕφΑθ 480/2009 ΔΕΕ 2009. 1353, ΕφΠατρ 81/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 95/2001 ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 70, 71, 748 του ΑΚ και 26 του Ν. 3190/1955, προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος νομικού προσώπου, όπως είναι και ο διαχειριστής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ανεξάρτητα από το γεγονός αν είναι εταίρος ή όχι της τελευταίας, δεν έχει προσωπική ευθύνη έναντι τρίτων για τα χρέη της εταιρείας (ΕφΑθ 3236/2012 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου, μέσα στα όρια και πλαίσια της διαχειριστικής εξουσίας του, υποχρεώνουν μόνο το νομικό πρόσωπο το οποίο εκπροσωπεί. Το αυτό ισχύει και επί της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43α παρ. 5 του Ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ. 279/1993 “Προσαρμογή του Ν. 3190/1955 προς τις διατάξεις της Δωδεκάτης Οδηγίας 89/667/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21.12.1989”, κατά την οποία στη μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης εφαρμόζονται οι λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου, μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω αναφερόμενες (ΜονΕφΠειρ 266/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 του ΑΚ “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”, αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφό της, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1664/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧΡΙΔ 2012. 733, ΜονΕφΛαρ 260/2019 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω αγωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α’ έως δ’) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255).Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1047 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 62 του Ν.3994/2011 και πριν την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος, και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και κατά το οποίο “Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση”. Η διάταξη αυτή προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως και επί των τελευταίων, διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικές παράβασης. Η προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως αποφάσεων, που επιδικάζουν απαιτήσεις γενικώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 1/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 29/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1353/2011 ΝΟΜΟΣ).Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονιέται διότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 356/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1951/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 162/2013 ΕλλΔνη 2013. 168, ΕφΑθ 1531/2011 ΔΕΕ 2011. 936, ΕφΑθ 3289/2009 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί έφεσης του εναγόμενου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λ.π. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 1436/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΕφΠειρ 77/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 20/2018 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της κύριας βάσης της στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων δανειακές συμβάσεις, δυνάμει των οποίων η μεν πρώτη ενάγουσα μεταβίβασε προς την πρώτη εναγόμενη κατά κυριότητα το συνολικό ποσό των 42.600,00 ευρώ, η δε δεύτερη ενάγουσα μεταβίβασε σ’ αυτήν κατά κυριότητα το συνολικό ποσό των 69.300,00 ευρώ, είναι νόμω αβάσιμη και απορριπτέα ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, δεδομένου ότι για τα χρέη και τις εταιρικές υποχρεώσεις που ανέλαβε η πρώτη εναγόμενη–μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δράσης, όπως είναι και οι επίδικες απορρέουσες από δανειακές συμβάσεις οφειλές αυτής, την ευθύνη απέναντι στους εταιρικούς δανειστές, και δη έναντι των εναγουσών, φέρει αποκλειστικώς και απεριορίστως η εν λόγω εταιρεία με την περιουσία της, και συνεπώς η δεύτερη εναγόμενη ως διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, αλλά και ο τρίτος εναγόμενος ως ασκών την πραγματική διοίκηση της πρώτης εναγόμενης από κοινού με τη δεύτερη εναγόμενη, δεν έχουν προσωπική ευθύνη έναντι των τρίτων για τα χρέη της εταιρείας, σύμφωνα και με όσα έχουν αναφερθεί στην ανωτέρω νομική σκέψη. Αναφορικά δε με τις επικαλούμενες δαπάνες ασφαλίστρων συνολικού ποσού 3.952,69 ευρώ, στις οποίες υποβλήθηκε η πρώτη ενάγουσα για λογαριασμό της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων και σε εκτέλεση της μεταξύ τους συμφωνίας, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν περιέχεται στην αγωγή η νομική βάση της εντολής, η οποία, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, δεν συνιστά στοιχείο αυτής, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 713 και 722 του ΑΚ, εφόσον η πρώτη ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, σε εκτέλεση της σύμβασης που κατήρτισε με τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, διεξήγαγε κανονικά την υπόθεση που της ανέθεσαν οι τελευταίοι, εξοφλώντας για λογαριασμό τους, άνευ αμοιβής, τις επίδικες οφειλές αυτών προς την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “…………”, με καταβολή εξ ιδίων των αιτούμενων με την αγωγή ποσών. Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, η οποία ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τις δανειακές συμβάσεις, κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη, δεδομένου ότι αρκεί, για την πληρότητα της επικουρικής βάσης κατ’ άρθρο 904 του ΑΚ, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι, στους οποίους αυτή οφείλεται, στην κρινόμενη δε περίπτωση γίνεται απλή επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο της ανυπαρξίας της με την κύρια αγωγική βάση ασκούμενης αξίωσης από τις δανειακές συμβάσεις, και συνακόλουθα θεμελιώνεται η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε διάφορα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με αυτά στα οποία θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής.Εξάλλου, το παρεπόμενο αίτημα καταβολής τόκων από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, κρίνεται μη νόμιμο και απορριπτέο αναφορικά με την κύρια βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στις δανειακές συμβάσεις, καθόσον οι ενάγουσες δεν επικαλούνται στην αγωγή τους ότι συμφωνήθηκαν συγκεκριμένοι χρόνοι επιστροφής των ποσών των δανείων, ούτε συνάγονται αυτοί από τις περιστάσεις, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ως χρόνος απόδοσης των δανείων θεωρείται ένας μήνας μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής, που λειτουργεί ως καταγγελία αυτών, χρόνος από τον οποίο οφείλονται και τόκοι υπερημερίας.Όσον αφορά στο παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί καταβολής τόκων στην πρώτη ενάγουσα- εντολοδόχο για τις αποδοτέες σ’ αυτήν δαπάνες, οι οποίες καθίστανται τοκοφόρες, και μάλιστα ανεξαρτήτως υπερημερίας της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων – εντολέων, από το χρόνο καταβολής των δαπανών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, η πρώτη ενάγουσα δεν ζήτησε να της επιδικασθούν τόκοι από το εν λόγω χρονικό σημείο, το οποίο ουδόλως προσδιορίσθηκε στην αγωγή της, και ως εκ τούτου το σχετικό αίτημα κρίνεται μη νόμιμο και απορριπτέο. Επιπλέον,το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων, κρίνεται μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 1047 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 62 του Ν.3994/2011, καταργήθηκε η προσωπική κράτηση για εμπορικά χρέη και πλέον διατάσσεται προσωπική κράτηση μόνο για απαιτήσεις από αδικοπραξία ανώτερες των 30.000,00 ευρώ (βλ. ΜονΕφΘεσ 765/2020 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά τη μετατροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατέστη μη νόμιμο εν σχέσει προς το μέρος του αιτήματος της αγωγής που τράπηκε σε αναγνωριστικό, καθώς με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται μόνο οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις (ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004. 1470, ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔνη 1986, 706). Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις δανείων, αλλά και κατά την επικουρική βάση της που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και ως προς τα παρεπόμενα αιτήματα αυτής περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής αναφορικά με τα αναγνωριστικά αιτήματά της,και στη συνέχεια απέρριψε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς και τα ανωτέρω παρεπόμενα αιτήματα ως ουσιαστικά αβάσιμα, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, αφού οι εκκαλούσες – ενάγουσες παραπονούνται για την κατ’ ουσίαν μερική απόρριψη της αγωγής τους με τους συναφείς τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους της υπό κρίση έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο έχει την εξουσία, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό και τη νομιμότητα των αγωγικών αιτημάτων που έγιναν δεκτά ως παραδεκτά και νόμιμα πρωτοδίκως και να απορρίψει αυτά, ως αόριστα ή μη νόμιμα, δεδομένου ότι η απόφαση είναι επωφελέστερη για τις εκκαλούσες – ενάγουσες και δεν χειροτερεύει τη θέση τους, σύμφωνα με τις σκέψεις που προεκτέθηκαν. Στη συνέχεια πρέπει, γενομένης δεκτής της έφεσης κατά το μέρος της αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τα αντίστοιχα κεφάλαιά της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις δανείων, αλλά και κατά την επικουρική βάση της που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επιπλέον δε πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμα τα παρεπόμενα αιτήματα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων και περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής αναφορικά με τα αγωγικά αιτήματα που τράπηκαν σε αναγνωριστικά.
Σύμφωνα με το άρθρο 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον». Συνεπώς, ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994 ΝΟΜΟΣ), χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1087/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 460/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 309/2011 ΝΟΜΟΣ). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1152/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1183/2015 ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 522, 525 και 527 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί ούτε να προτείνει νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Ισχυρισμός που στηρίζει τη βάση της αγωγής, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση ή με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών, με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στο δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων, οι οποίοι θεμελιώνουν την αγωγική βάση (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή, σε καταλυτικούς του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, οι οποίοι μπορούν να προταθούν στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι μεταβάλλουν την βάση της αγωγής (ΟλΑΠ 2/1994 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1867/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 962/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2070/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 323/2017 Αρμ 2017. 248). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 1867/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 61/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 129/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 129/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η υπό κρίση αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις δανείων, αλλά και κατά την επικουρική βάση της που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ωστόσο, οι ενάγουσες με τους λόγους της κρινόμενης έφεσης τους ισχυρίζονται ότι οι ένδικες δανειακές συμβάσεις καταρτίσθηκαν μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων, οι οποίοι ενεργούσαν για τον εαυτό τους ατομικά και όχι ως εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα δανεισθέντα ποσά κατέληγαν στο ταμείο της πρώτης εναγόμενης και προορίζονταν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων έλλειψης ταμειακής ρευστότητας αυτής, και ότι σε κάθε περίπτωση η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόμενων ευθύνονται για την απόδοση των δανεισθέντων ποσών, αφού αυτοί εγγυήθηκαν υπέρ της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και ανέλαβαν σωρευτικά τα χρέη αυτής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός αποτελεί ανεπίτρεπτη προσθήκη νέων περιστατικών, με τα οποία τροποποιείται η ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής, και ως εκ τούτου απαραδέκτως προβάλλεται και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 443 του ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωσε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 444 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με την παρ. 1 του άρθρου 40 του Ν. 3994/2011, ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις, β)….. και γ) φωτογραφίες ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 444, μηχανική απεικόνιση είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Η αποδεικτική δύναμη των βιβλίων αυτών ρυθμίζεται στο άρθρο 448 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 παρ. 1 περ. α’ και β’ του ΚΠολΔ, εφόσον είναι συνταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά, αλλά επιτρέπεται η ανταπόδειξη. Κατά προσώπων, όμως, που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξη της είναι αποδεδειγμένη με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος αφότου γίνει η εγγραφή, έκτος και αν ο υπόχρεος αναγνώρισε με την υπογραφή του το περιεχόμενο. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 447 του ΚΠολΔ, κατά τον οποίο τα ιδιωτικά έγγραφα αποδεικνύουν μόνο κατά του εκδότη τους, τα επαγγελματικά βιβλία αποδεικνύουν, παρότι δεν φέρουν υπογραφή, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 448 του ΚΠολΔ και υπέρ αυτού. Η εξαίρεση αυτή, όμως, ισχύει μόνο για τα επαγγελματικά βιβλία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά νόμο (εμπορικό ή άλλες διατάξεις). Εξ αντιδιαστολής από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν τα υποχρεωτικά εκ του νόμου βιβλία των αναφερομένων στο άρθρο 444 του ΚΠολΔ προσώπων, τα προαιρετικά βιβλία των προσώπων αυτών αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα και έχουν αποδεικτική δύναμη μόνο υπό τους όρους του άρθρου 443 του ΚΠολΔ (ΑΠ 756/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 39/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 74/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η φωτοτυπία αποτελεί ακριβή απεικόνιση του φωτοτυπούμενου εγγράφου. Επικυρωμένη δε φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπούμενου εγγράφου και επιπλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής. Έτσι για να αποτελεί η φωτοτυπία αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων κυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, θα πρέπει να υπάρχει α) στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα) που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή βεβαίωση του υπαλλήλου που έκανε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτύπωσης και η βεβαίωση αυτή να έχει αποτυπωθεί στη φωτοτυπία και β) στη φωτοτυπία βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα, ενώ με το άρθρο 52 παρ.1 και 2 του ήδη καταργηθέντος ν.δ/τος 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» οριζόταν ότι «ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να εκδίδει επικυρωμένα υπ’ αυτού αντίγραφα των παρ’ αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων, ων υπεύθυνος περί της ακρίβειας των» (παρ. 1) και ότι «τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου» (παρ. 2), αντίστοιχη δε διάταξη υφίσταται και στο 36 παρ. 2 περ. β’ του Ν. 4194/2013 (ισχύων Κώδικας Δικηγόρων). Ωςαντίγραφα νοούνται και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων, όπως τα εμπορικά βιβλία και τα πολυσέλιδα έντυπα, συνιστάμενα σε σελίδες τους ή, προκειμένου για εμπορικά βιβλία τηρούμενα υπό μορφή φύλλων ή πινακίδων (καρτελών), τα αντίγραφα των επί μέρους φύλλων ή πινακίδων (ΑΠ 570/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 27/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2209/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1587/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 122/2011 ΑχαΝομ 2012. 219). Από το συνδυασμό δε των άρθρων 449 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ με εκείνες των άρθρων 435, 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 453 παρ. 1 και 458 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων που δεν έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, διότι δεν βεβαιώνεται η ακρίβειά τους από δημόσιο υπάλληλο έχοντα δικαίωμα αντιγραφής, λαμβάνονται υπόψη για συναγωγή από αυτές δικαστικών τεκμηρίων, αρκεί να μην αμφισβητείται η γνησιότητά τους ή, σε περίπτωση αμφισβήτησης, η γνησιότητα να έχει αποδειχθεί (ΑΠ 189/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1757/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 158/1995 ΕλΔνη 1996. 153, ΕφΠειρ 406/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 457 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ, εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο, με συνέπεια να θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου του με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: α) Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 του ΚΠολΔ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, του ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου για τη γνησιότητά του. Ο αντίδικος αυτού έχει το βάρος της δηλώσεως για άρνηση της γνησιότητας, ο δε πρώτος της αποδείξεως αυτής, αν αμφισβητηθεί. β) Εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή (μία ή περισσότερες), η γνησιότητα της οποίας δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή, τεκμήριο που ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. γ) Η απόδειξη από εκείνον που προσήγαγε το ιδιωτικό έγγραφο της γνησιότητας της υπογραφής σ’ αυτό που αμφισβητήθηκε από τον αντίδικο επιβάλλεται όχι μόνο αν γίνεται χρήση του εγγράφου αυτού για άμεση απόδειξη, αλλά και όταν από αυτό συνάγονται δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1616/2001 ΝΟΜΟΣ). Για την απόδειξη της γνησιότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης (άρθρο 458 του ΚΠολΔ), ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Και αν μεν αποδειχθεί κατά την διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγονται τα ιδιωτικά έγγραφα, η μη γνησιότητα του περιεχομένου τους, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο, ενώ αν προκύπτει ότι αυτά είναι γνήσια τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη. Τέλος, η άρνηση της γνησιότητας κάθε ιδιωτικού εγγράφου, πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις και να γίνει κατ’ αυτή τη συζήτηση κατά την οποία προσκομίζεται αυτό, εάν δε αυτό δεν γίνει, θεωρείται ότι αναγνωρίστηκε σιωπηρώς η γνησιότητα αυτού και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού σε μεταγενέστερη συζήτηση, και δη ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 964/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1304/2013 ΝΟΜΟΣ). Εάν αμφισβητηθεί και δεν αποδειχθεί η γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, το έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 457, 336 παρ. 3, 339, 340 και 395 του ΚΠολΔ, δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου, εφόσον προϋπόθεση τούτου είναι το βέβαιο και αναμφισβήτητο του γεγονότος, το οποίο αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου. Αν το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη το ως άνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α του ΚΠολΔ (ΑΠ 1277/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1756/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 279/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2655/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 106/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 438/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 140/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1038/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 1, 2 εδ. α’ και β’ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται και στη δευτεροβάθμια δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων, Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη, τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου “συμπληρωματικά” στην παρ. 2 εδ. β’ του άρθρου 270 του ΚΠολΔ. Έτσι, υπό τις άνω προϋποθέσεις, στην τακτική διαδικασία είναι παραδεκτά και λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα για οποιοδήποτε λόγο και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 432, 433 και 435 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να συγκαταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκμαίρεται πως έχει εκμηδενιστεί η αποδεικτική του δύναμη (άρθρο 433 του ΚΠολΔ) και να είναι γνήσιο.Περαιτέρω, ένα ιδιωτικό έγγραφο για να έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη (άρθρο 433 του ΚΠολΔ), ενώ δεν αποδεικνύει, καταρχήν, υπέρ του εκδότη του (άρθρο 447 του ΚΠολΔ). Επομένως, ιδιωτικά έγγραφα χωρίς υπογραφή δεν έχουν καταρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 443 και 447 του ΚΠολΔ. Δεν παύουν όμως να έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των εγγράφων και είναι υποστατά ως έγγραφα. Αποτελούν αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, λαμβάνονται δε υπόψη και συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, στην τακτική διαδικασία, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ασκούντος ουσιώδη επίδραση στην έκβασή της δίκης ισχυρισμού (ΑΠ 78/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1251/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούσες – ενάγουσες με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έλαβε υπόψη της ως δικαστικά τεκμήρια, για την απόδειξη των επίδικων συμβάσεων δανείου, τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τις ενάγουσες αποσπάσματα από τις καταχωρήσεις στο λογιστικό πληροφοριακό πρόγραμμα “………..” της εταιρείας “…………”, στο οποίο καταχωρούνταν όλες οι χρεώσεις και οι πιστώσεις του ταμείου της πρώτης εναγόμενης, και από τα οποία προέκυπταν όλες οι μεταβιβάσεις των επιμέρους ποσών σε εκτέλεση των επίδικων δανειακών συμβάσεων, ενώ εάν εφάρμοζε ορθά το νόμο θα δεχόταν ότι τα εν λόγω αποσπάσματα συνιστούν μηχανικές απεικονίσεις κατ’ άρθρο 444 παρ. 2 του ΚΠολΔ και αποτελούν πλήρη απόδειξη για τα γεγονότα ή πράγματα που αναγράφουν κατ’ άρθρο 448 παρ. 3 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν τη γνησιότητα αυτών κατά τρόπο σαφή, ρητό και ειδικό, αλλά περιορίσθηκαν στην επίκληση αόριστων ισχυρισμών ότι δήθεν η πρώτη ενάγουσα προέβη σε παραποίηση των εν λόγω αποσπασμάτων από τις καταχωρήσεις στο λογιστικό πληροφοριακό πρόγραμμα “………”, ενώ σε κάθε περίπτωση η γνησιότητα αυτών αποδείχθηκε από τα λοιπά προσκομισθέντα από τις ενάγουσες αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 458 του ΚΠολΔ, και ιδίως από τις χειρόγραφες καταστάσεις εσόδων – εξόδων, τις οποίες τηρούσε η πρώτη εναγόμενη και στις οποίες αναγράφονταν παραπλεύρως των επίμαχων εγγραφών οι αντίστοιχοι κωδικοί με τους οποίους αυτές οι εγγραφές είχαν καταχωρηθεί στο λογιστικό πληροφοριακό πρόγραμμα “……….”. Επιπλέον, με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν έλαβε υπόψη της ότι τα προαναφερόμενα αποσπάσματα από τις καταχωρήσεις στο λογιστικό πληροφοριακό πρόγραμμα “………”, πέραν του χαρακτήρα τους ως μηχανικών απεικονίσεων, συνιστούν και εμπορικά βιβλία κατ’ άρθρο 444 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ, υποχρεωτικά τηρούμενα από την πρώτη εναγόμενη, κατ’ άρθρα 7 και 19 του π.δ. 186/1992, που τηρεί φορολογικά βιβλία Γ’ κατηγορίας, δεδομένου ότι τα αποσπάσματα αυτά αντιστοιχούν στο βιβλίο με κωδικό αριθμό ………. του λογαριασμού «Ταμείο», και ως εκ τούτου αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά κατ’ άρθρο 448 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επιτρεπομένης μόνο της ανταπόδειξης, στην οποία ουδόλως προέβησαν οι εναγόμενοι, ενώ σε κάθε περίπτωση αποτελούν εξώδικη ομολογία κατ’ άρθρο 352 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Οι λόγοι αυτής της έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι για τους ακόλουθους λόγους.Καταρχήν, οι ενάγουσες προς απόδειξη του ισχυρισμού τους περί μεταφοράς των επιμέρους ποσών στο ταμείο της πρώτης εναγόμενης, σε εκτέλεση των επίδικων δανειακών συμβάσεων, προσκόμισαν αποσπάσματα από τις καταχωρήσεις στο λογιστικό πληροφοριακό πρόγραμμα “………..” της εταιρείας “…………..”, στο οποίο καταχωρούνταν, κατά τους ισχυρισμούς τους, όλες οι χρεώσεις και οι πιστώσεις του ταμείου της πρώτης εναγόμενης, σε ορισμένα εκ των οποίων αναγράφονταν στο επάνω μέρος τους οι ενδείξεις «Καρτέλα Λογαριασμού» «Λογ/σμός ………» «Ταμείο Κεντρικό», και στη συνέχεια αναγράφονταν στη στήλη «Χρέωση», μεταξύ άλλων εγγραφών, «δάνειο ……» ή «δανεικά ……» ή «ανάληψη κάρτας ……» ή «δανεικά …….» ή «…….. κάρτα» ή «δανεικά …….», επιπλέον δε οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν ότιοι εν λόγω εκτυπώσεις συνιστούν και εμπορικά βιβλία κατ’ άρθρο 444 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ, υποχρεωτικά τηρούμενα από την πρώτη εναγόμενη, κατ’ άρθρα 7 και 19 του π.δ. 186/1992, που τηρεί φορολογικά βιβλία Γ’ κατηγορίας, και συγκεκριμένα το βιβλίο με κωδικό αριθμό ………. του λογαριασμού «Ταμείο». Πλην όμως, οι προσκομιζόμενες από τις ενάγουσες φωτοτυπίες αποσπασμάτων από τις καταχωρήσεις στο λογιστικό πληροφοριακό πρόγραμμα “……….” της εταιρείας “………”,δεν αποτελούν κυρωμένα αντίγραφα εκ του πρωτοτύπου, κατ’ άρθρο 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και ως εκ τούτου δεν έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, αφού δεν υπάρχουν στα φωτοτυπούμενα αποσπάσματα που φέρονται να έχουν εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, βεβαιώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης, που έκαναν τις εκτυπώσεις, για τη γνησιότητα αυτών των εκτυπώσεων, οι οποίες (βεβαιώσεις) να έχουν αποτυπωθεί στις φωτοτυπίες, ούτε υπάρχουν στις φωτοτυπίες βεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι οι φωτοτυπίες αυτές είναι ακριβή αντίγραφα εκ των πρωτοτύπων που έστω και κατ’ ελάχιστο χρόνο είχαν στην κατοχή τους, ένδειξη ως προς την οποία θα μπορούσε να γίνει χρήση του όρου αντιπεφωνημένα αντίγραφα, αφού αυτή προϋποθέτει την αντιπαραβολή του αντιγράφου με το πρωτότυπο έγγραφο.Συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, οι εν λόγω φωτοτυπίες εγγράφων που δεν έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για συναγωγή από αυτές δικαστικών τεκμηρίων, αρκεί να μην αμφισβητείται η γνησιότητά τους ή, σε περίπτωση αμφισβήτησης, η γνησιότητα να έχει αποδειχθεί. Στην προκειμένη δε περίπτωση, οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αμφισβήτησαν τη γνησιότητα αυτών κατά τρόπο σαφή, ρητό και ειδικό, επικαλούμενοι ότι η πρώτη ενάγουσα αφαίρεσε από το σκληρό δίσκο του υπολογιστή της πρώτης εναγόμενης όλα τα πρωτότυπα δεδομένα, καθώς και τα αντίγραφα των δεδομένων (backup), του λογισμικού προγράμματος “……..”, τη χρήση του οποίου είχε διαθέσει στην πρώτη εναγόμενη η εταιρεία “……………” την 18.06.2004, και ότι κατόπιν άσκησης εναντίον της πρώτης ενάγουσας της με αριθμό κατάθεσης …../2012 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων επίδειξης εγγράφων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η τελευταία παρέδωσε σε ψηφιακή μορφή (Usb-stick) δύο αρχεία, τα οποία, όμως, δεν είναι τα πρωτότυπα δεδομένα (data), αλλά αντιθέτως αποτελούν εκτυπώσεις σε μορφή word από ένα μικρό υποσύνολο των στοιχείων της πρώτης εναγόμενης και περιέχουν την εκτύπωση της κίνησης του ταμείου (λογαριασμός 38.00.00) κατά τις οικονομικές χρήσεις των ετών 2009-2010, ήτοι περιέχουν καρτέλα από ένα μόνο λογαριασμό λογιστικής σε σύνολο 2.000 περίπου λογαριασμών και αφορούν μόνο τις ανωτέρω οικονομικές χρήσεις, ενώ λείπουν οι οικονομικές χρήσεις των ετών 2004 έως 2008. Κατά συνέπεια, εφόσον αμφισβητήθηκε η γνησιότητα των προσκομιζόμενων από τις ενάγουσες φωτοτυπιών των αποσπασμάτων από τις καταχωρήσεις στο ανωτέρω λογιστικό πληροφοριακό πρόγραμμα, προκειμένου αυτές να ληφθούν υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, οι ενάγουσες φέρουν το δικονομικό βάρος απόδειξης της γνησιότητας αυτών, η οποία μπορεί να γίνει με κάθε αποδεικτικό μέσο. Αναφορικά δε με τις προσκομιζόμενες από τις ενάγουσες χειρόγραφες καταστάσεις εσόδων – εξόδων της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, τις οποίες φέρεται να τηρούσε η πρώτη ενάγουσα για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης,και οι οποίες δεν φέρουν την υπογραφή του εκδότη τους, και ως εκ τούτου ως ανυπόγραφα έγγραφα λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, πρέπει να επισημανθεί ότι οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ρητώς αμφισβήτησαν τη γνησιότητα αυτών των εγγράφων, επικαλούμενοι ότι έχουν συνταχθεί από την πρώτη ενάγουσα και ότι εφόσον τα προσκομίζει η ίδια, δεν αποδεικνύουν υπέρ της κατ’ άρθρο 447 του ΚΠολΔ, και ότι σε κάθε περίπτωση δεν απεικονίζουν τις πραγματικές καταστάσεις εσόδων – εξόδων της πρώτης εναγόμενης.Κατά συνέπεια, εφόσον αμφισβητήθηκε η γνησιότητα των προσκομιζόμενων από τις ενάγουσες ανυπόγραφων χειρόγραφων καταστάσεων εσόδων – εξόδων, αυτές φέρουν το δικονομικό βάρος απόδειξης της γνησιότητας αυτών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ως ανυπόγραφα ιδιόχειρα έγγραφα.
Από την επανεκτίμηση όλων των λοιπών αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα της ανώμοτης εξέτασης της πρώτης ενάγουσας και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της υπ’ αριθ. ………./23.03.2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………..της μάρτυρος …………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εναγουσών, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθ. …./20.03.2017, …../20.03.2017 και …../20.03.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), της προσκομιζόμενης από τους εναγόμενους υπ’ αριθ. ………../22.09.2014 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων ………… των μαρτύρων …………. και ……….., καθώς και της υπ’ αριθ. ……./13.11.2014 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….. του μάρτυρος ………………, οι οποίες λήφθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στα πλαίσια άλλης δίκης, ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και οι οποίες εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον κρίνεται ότι δεν λήφθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, οπότε θα ήταν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (βλ. ΑΠ1186/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 259/2005 ΕλληΔνη 2006. 1396, ΜονΕφΔωδ 29/2021 ΝΟΜΟΣ), των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………..» και έδρα το Πέραμα Αττικής, ιδρύθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/15.01.1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλλιθέας ……………., με μοναδική εταίρο και διαχειρίστρια αυτής τη δεύτερη εναγόμενη που τυγχάνει σύζυγος του τρίτου εναγόμενου, και είχε ως αντικείμενο εργασιών τις γενικές επισκευές πλοίων, τις αμμοβολές, τις υδροβολές, τους χρωματισμούς – βαφές, τους γενικούς καθαρισμούς κτιρίων, τις ελασματουργικές εργασίες, καθώς και την ανάληψη δημόσιων έργων σχετικών με τις ανωτέρω δραστηριότητες (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αρ. φύλλου 977/05.03.1997 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Το κεφάλαιο της εταιρείας ορίσθηκε σε 3.000.000 δραχμές ή 8.804,10 ευρώ, διαιρούμενο σε 300 εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας 1.000 δραχμών ή 2,94 ευρώ το καθένα, ενώ η διάρκεια της εταιρείας ορίσθηκε εικοσαετής. Κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων του καταστατικού της πρώτης εναγόμενης, τροποποιήθηκε ο σκοπός αυτής και αυξήθηκε το εταιρικό της κεφάλαιο, ανερχόμενο στο ποσό των 138.000 ευρώ και διαιρούμενο σε 4.600 εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας 30 ευρώ το καθένα (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ………../15.10.2008 συμβόλαιο τροποποίησης – κωδικοποίησης εταιρικού καταστατικού της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………..). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ενάγουσες, που είναι αδελφές, έχουν συγγενική σχέση με τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, αφού ο τελευταίος είναι αδελφός της μητέρας τους και θείος τους. Λόγω της συγγενικής τους σχέσης, οι ενάγουσες απασχολήθηκαν στην πρώτη εναγόμενη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλοι γραφείου, η μεν πρώτη ενάγουσα από το έτος 2000 μέχρι την 30.11.2011, έχουσα τη διαχείριση του ταμείου της εταιρείας και τη συμμετοχή αυτής σε δημόσιους διαγωνισμούς, η δε δεύτερη ενάγουσα από το έτος 2003 μέχρι την 31.12.2010, ασχολούμενη με τη γραμματειακή υποστήριξη της εταιρείας. Ειδικότερα, στην πρώτη ενάγουσα είχε ανατεθεί η διαχείριση όλων των οικονομικών θεμάτων της πρώτης εναγόμενης, συμπεριλαμβανομένης της κατάθεσης χρημάτων από πληρωμές πελατών της εταιρείας στους τραπεζικούς της λογαριασμούς, καθώς και της ανάληψης χρημάτων από αυτούς τους λογαριασμούς προς κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων της εταιρείας και προς καταβολή της μισθοδοσίας των υπαλλήλων της. Για τον λόγο αυτό η πρώτη ενάγουσα είχε ορισθεί συνδικαιούχος, μαζί με τη δεύτερη εναγόμενη -νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης, στους τραπεζικούς λογαριασμούς που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της εταιρείας, και συγκεκριμένα στους λογαριασμούς υπ’ αριθ. ……….. και …………… που τηρούνταν στην Εθνική Τράπεζα, υπ’ αριθ. ……….. που τηρείτο στην Τράπεζα Κύπρου και υπ’ αριθ. …………. που τηρείτο στην Τράπεζα Πειραιώς. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις διαταράχθηκαν το Νοέμβριο του έτους 2011 και για τον λόγο αυτό η πρώτη εναγόμενη επέδωσε στην πρώτη ενάγουσα την από 30.11.2011 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, η οποία, όμως, κρίθηκε τελεσίδικα άκυρη ελλείψει καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 5312/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών, κατά της οποίας ασκήθηκε η από 02.05.2014 έφεση που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 728/2017 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, η πρώτη και η δεύτερη των εναγόμενων άσκησαν εναντίον των εναγουσών την προσκομιζόμενη από 21.12.2011 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων επίδειξης εγγράφων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθούν αυτές να τους χορηγήσουν, μεταξύ άλλων, νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα του πληροφοριακού λογισμικού προγράμματος “…………..”, τη χρήση του οποίου είχε διαθέσει στην πρώτη εναγόμενη η εταιρεία “……………..”. Ακολούθως, η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε στην πρώτη εναγόμενη σε ψηφιακή μορφή (Usb-stick) δύο αρχεία, υπό τον τίτλο “2009.doc” και “2010.doc”,τα οποία, όμως, δεν ήταν τα πρωτότυπα δεδομένα (data), αλλά αντιθέτως αποτελούσαν εκτυπώσεις σε μορφή word από ένα μικρό υποσύνολο των στοιχείων της πρώτης εναγόμενης και περιείχαν την εκτύπωση της κίνησης του ταμείου (λογαριασμός 38.00.00) κατά τις οικονομικές χρήσεις των ετών 2009-2010, ήτοι περιείχαν καρτέλα από ένα μόνο λογαριασμό λογιστικής σε σύνολο 2.000 περίπου λογαριασμών και αφορούσαν μόνο τις ανωτέρω οικονομικές χρήσεις, ενώ έλειπαν οι οικονομικές χρήσεις των ετών 2004 έως 2008, δοθέντος ότι η εταιρεία “…………..” είχε διαθέσει τη χρήση του εν λόγω λογισμικού στην πρώτη εναγόμενη ήδη από την 18.06.2004. Όπως δε προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 24.05.2012 βεβαίωση της εταιρείας “………………”, στο συγκεκριμένο λογισμικό υπήρχε η δυνατότητα αντιγραφής όλων ή μέρους των στοιχείων και επικόλλησης σε βοηθητικό μαγνητικό μέσο, με ή χωρίς τη διαγραφή αυτών των στοιχείων, ενώ στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή της πρώτης εναγόμενης δεν υπήρχαν τα πρωτότυπα δεδομένα, ούτε βρέθηκαν τα αντίγραφα των δεδομένων (backup), ούτε το ίδιο το λογισμικό πρόγραμμα “……………..”. Επιπλέον, η εταιρεία “……………….” δεν διέθετε αντίγραφα των δεδομένων (backup) από τη χρήση του εν λόγω λογισμικού προγράμματος (βλ. την προσκομιζόμενη από 16.01.2012 βεβαίωση της εταιρείας “………………..”). Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο κρίνει ότι όλες οι προσκομιζόμενες από τις ενάγουσες φωτοτυπίες των αποσπασμάτων από τις καταχωρήσεις στο λογισμικό πρόγραμμα “…………..” συνιστούν μη γνήσια έγγραφα, και ως εκ τούτου μη επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα που δεν θα συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα, δεδομένου ότι οι ενάγουσες που τα επικαλέστηκαν και τα προσκόμισαν, μετά την αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους, παρόλο που έφεραν το βάρος απόδειξης, δεν ανταποκρίθηκαν στο σχετικό δικονομικό βάρος και δεν απέδειξαν τη γνησιότητα αυτών, κατά τα προαναφερθέντα. Επιπλέον, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε ότι οι προσκομιζόμενες από τις ενάγουσες χειρόγραφες καταστάσεις εσόδων – εξόδων της πρώτης εναγόμενης, τις οποίες φέρεται να τηρούσε η πρώτη ενάγουσα για λογαριασμό της τελευταίας, και οι οποίες δεν φέρουν την υπογραφή του εκδότη τους,είναι αληθείς κατά περιεχόμενο και ότι συντάχθηκαν στο χρόνο που αναφέρουν. Ειδικότερα, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν επαληθεύτηκε ο ισχυρισμός των εναγουσών ότι οι εν λόγω χειρόγραφες καταστάσεις που τηρούνταν από την πρώτη ενάγουσα για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, επιδεικνύονταν καθημερινώς στη δεύτερη εναγόμενη ως νόμιμη εκπρόσωπο αυτής, καθώς και στον τρίτο εναγόμενο ως ασκών την πραγματική διοίκηση της εταιρείας από κοινού με τη δεύτερη εναγόμενη, προκειμένου να εγκρίνουν την ορθή καταχώρηση όλων των εγγραφών και ότι μετά την έγκριση αυτών, όλα τα στοιχεία καταχωρούνταν και στο λογισμικό πρόγραμμα “…………..” και στη συνέχεια αναγράφονταν παραπλεύρως των εγγραφών στις χειρόγραφες καταστάσεις, οι αντίστοιχοι κωδικοί με τους οποίους αυτές είχαν καταχωρηθεί στο λογισμικό πρόγραμμα. Άλλωστε, ούτε η εξετασθείσα από τις ενάγουσες μάρτυρας …………, στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. ………../23.03.2017 ένορκη βεβαίωσή της, κατέθεσε οτιδήποτε σχετικό με τις εν λόγω ανυπόγραφες χειρόγραφες καταστάσεις που να επιβεβαιώνει τον ανωτέρω ισχυρισμό των εναγουσών. Επιπλέον δε, και παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τις ενάγουσες, από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 3463/2018 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, δεν προέκυψε ότι ο τρίτος εναγόμενος,κατά την εκδίκαση της έφεσής του κατά της καταδικαστικής σε βάρος του για αξιόποινη πράξη της μη καταβολής δεδουλευμένων κατ’ άρθρο 28 παρ. 11 του Ν. 3996/2011, υπ’ αριθ. 508/2018 απόφασης του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, προσκόμισε προς υπεράσπισή του τις εν λόγω ανυπόγραφες χειρόγραφες καταστάσεις εσόδων – εξόδων, αναγνωρίζοντας έτσι τη γνησιότητα αυτών. Κατά συνέπεια,πρέπει να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός των εναγόμενων περί μη γνησιότητας των ως άνω εγγράφων, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, ούτε συνεκτιμώνται με το υπόλοιπο προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό. Περαιτέρω,από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι κατά τα έτη 2009-2010, η πρώτη εναγόμενη είχε πληγεί από την οικονομική κρίση που είχε επηρεάσει ολόκληρη τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, όπου αυτή ανέπτυσσε τη δραστηριότητά της, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του κύκλου των εργασιών της, την περιέλευσή της σε αδράνεια το έτος 2012 και στη συνέχεια τη θέση της σε καθεστώς εκκαθάρισης.Ενισχυτικό της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου είναι το γεγονός ότι από τους 150 εργαζόμενους που απασχολούσε η πρώτη εναγόμενη κατά το παρελθόν, την ανωτέρω χρονική περίοδο των ετών 2009-2010 απασχολούσε μόλις 40 άτομα. Για τους λόγους αυτούς η δεύτερη εναγόμενη απευθύνθηκε στη δεύτερη ενάγουσα, προκειμένου να διευκολύνει οικονομικά την εκπροσωπούμενη από αυτήν εταιρεία – πρώτη εναγόμενη, προς αντιμετώπιση των προβλημάτων της ταμειακής ρευστότητας, συνεπεία των οποίων αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Στα πλαίσια της μακροχρόνιας γνωριμίας των διαδίκων, αλλά και του συγγενικού και επαγγελματικού τους δεσμού, καταρτίσθηκε ατύπως (προφορικά) μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, εκπροσωπούμενης από τη δεύτερη εναγόμενη, σύμβαση άτοκου δανείου, την 06.02.2009, δυνάμει της οποίας η δεύτερη ενάγουσα μεταβίβασε προς την πρώτη εναγόμενη κατά κυριότητα,το χρηματικό ποσό των 55.000,00 ευρώ. Ειδικότερα, σε εκτέλεση της δανειακής σύμβασης, η δεύτερη ενάγουσα μετέφερε την 06.02.2009 από τον υπ’ αριθ. …………. λογαριασμό που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα στον τηρούμενο στην ίδια Τράπεζα υπ’ αριθ. ………. λογαριασμό με συνδικαιούχους την πρώτη ενάγουσα και τη δεύτερη εναγόμενη, το ποσό των 55.000,00 ευρώ, όπως προέκυψε από τα προσκομιζόμενα από 06.02.2009 γραμμάτια πληρωμής και είσπραξης, αντίστοιχα, που εξέδωσε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι οι ίδιοι οι εναγόμενοι στην 6η σελίδα των προτάσεων τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συνομολόγησαν ότι ο προαναφερόμενοςυπ’ αριθ. ………………. κοινός τραπεζικός λογαριασμός με συνδικαιούχους την πρώτη ενάγουσα και τη δεύτερη εναγόμενη εξυπηρετούσε τις ανάγκες της πρώτης εναγόμενης εταιρείας. Αναφορικά με την ανωτέρω δανειακή σύμβαση μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, για τη σύσταση της οποίας δεν απαιτείται έγγραφος τύπος, υπήρχε ηθική αδυναμία κατάρτισής της εγγράφως, σύμφωνα με την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, λόγω της μακροχρόνιας, συγγενικής, αλλά και επαγγελματικής σχέσης, που αυτές διατηρούσαν. Η ύπαρξη ισχυρής συγγενικής και επαγγελματικής σχέσης μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων δικαιολογεί την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας στη δεύτερη ενάγουσα, να ζητήσει να εξασφαλισθεί η απόδειξη της δανειακής σύμβασης με κάποιο έγγραφο. Άλλωστε, από τα προαναφερόμενα από 06.02.2009 γραμμάτια πληρωμής και είσπραξης, αντίστοιχα, που εξέδωσε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. πηγάζει αρχή έγγραφης απόδειξης, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε η σύναψη των λοιπών αναφερόμενων στην αγωγή δανειακών συμβάσεων μεταξύ των εναγουσών και της πρώτης εναγόμενης, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι ούτε η εξετασθείσα από τις ενάγουσες μάρτυρας ………., στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. ………./23.03.2017 ένορκη βεβαίωσή της, κατέθεσε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη σύναψη των εν λόγω δανειακών συμβάσεων, αντιθέτως δε κατέθεσε αορίστως ότι οι ενάγουσες είχαν δανείσει προσωπικά τη δεύτερη εναγόμενη, παίρνοντας δανεικά από τρίτους, συνάπτοντας δάνεια στο όνομά τους και χρεώνοντας τις κάρτες τους. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η πρώτη ενάγουσα, δυνάμει συμφωνίας που συνήψε με τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, ανέλαβε να πληρώσει για λογαριασμό τους τα οφειλόμενα από αυτούς ασφάλιστρα για τις υπ’ αριθ. ………../10.09.2010 και ………/10.09.2010 συμβάσεις ιδιωτικής ιατρικής ασφάλισης, που είχαν καταρτίσει με την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “………….”. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από το προσκομιζόμενο από 13.01.2012 αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού πιστωτικής κάρτας για την περίοδο από την 19.02.2010 έως την 13.01.2012 της Τράπεζας ……., σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας, η πρώτη ενάγουσα εξόφλησε για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης,μέσω της υπ’ αριθ. ………. πιστωτικής της κάρτας Mastercard της Τράπεζας ………, την ως άνω οφειλή της ύψους 1.860,40 ευρώ, ήτοι τα ασφάλιστρα ποσού 465,10 ευρώ ανά τρίμηνο, για το χρονικό διάστημα από την 10.09.2010 έως την 10.09.2011. Επιπλέον, όπως προέκυψε από το προσκομιζόμενο από 05.01.2012 αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού πιστωτικής κάρτας για την περίοδο από την 19.02.2010 έως την 05.01.2012 της Τράπεζας ………,σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας,η πρώτη ενάγουσα εξόφλησε για λογαριασμότου τρίτου εναγόμενου, μέσω της υπ’ αριθ. ………….. πιστωτικής της κάρτας Visa της Τράπεζας ………., την ως άνω οφειλή του ύψους 2.092,29 ευρώ, ήτοι τα ασφάλιστρα ποσού 697,43 ευρώ ανά τρίμηνο, για το χρονικό διάστημα από την 10.09.2010 έως την 10.06.2010. Αποδείχθηκε επίσης ότι η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόμενων αρνήθηκαν να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα τις ως άνω δαπάνες ποσού1.860,40 ευρώ και 2.092,29 ευρώ, αντίστοιχα, στις οποίες αυτή υποβλήθηκε εξ ιδίων, κατά τα προαναφερθέντα.Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη την κύρια βάση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγόμενη και αναγνώρισε την υποχρέωση αυτής να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 55.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 22.12.2013, ήτοι μετά την παρέλευση ενός μηνός από την επίδοση της αγωγής την 22.11.2013 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……../22.11.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………. και έως την πλήρη εξόφληση, επιπλέον δε έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενωνκαι αναγνώρισε την υποχρέωση αυτών να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα, η μεν δεύτερη εναγόμενη το ποσό των 1.860,40 ευρώ,με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής καιέως την πλήρη εξόφληση, ο δε τρίτος εναγόμενος το ποσό των 2.092,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής καιέως την πλήρη εξόφληση, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις,και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγος της έφεσης.
Κατόπιν τούτων, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα αναφορικά με την υπό κρίση έφεση, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τα αντίστοιχα κεφάλαιά της που αφορούν στη νομική βασιμότητα της αγωγής ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων κατά την κύρια και κατά την επικουρική βάση της, αλλά και στη νομική βασιμότητα των παρεπόμενων αιτημάτων περί καταβολής τόκων, περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής αναφορικά με τα αναγνωριστικά αγωγικά αιτήματα, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, τα οποία και θα επανακαθοριστούν. Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτέλεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς τα άνω κεφάλαια κατά τα οποία έσφαλε, αλλά και ως προς εκείνα που δεν έσφαλε (μη προσβληθέντα και προσβληθέντα αλλά μη ανατραπέντα) και, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις δανείων, αλλά και κατά την επικουρική βάση της που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επιπλέον δε πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμα τα παρεπόμενα αιτήματα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά της δεύτερης και του τρίτου των εναγόμενων και περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής αναφορικά με τα αγωγικά αιτήματα που τράπηκαν σε αναγνωριστικά, ενώ πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της ως προς την πρώτη εναγόμενη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 55.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 22.12.2013 και έως την πλήρη εξόφληση, επιπλέον δε πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων, να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτών να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα, η μεν δεύτερη εναγόμενη το ποσό των 1.860,40 ευρώ,με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, ο δε τρίτος εναγόμενος το ποσό των 2.092,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής καιέως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στις εκκαλούσες – ενάγουσες. Τέλος, λόγω της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να εξαφανιστεί εν όλω η διάταξη της περί δικαστικών εξόδων (βλ. ΜονΕφΘεσ 923/2018 ΝΟΜΟΣ) και τα δικαστικά έξοδα του εναγουσών αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος των εναγόμενων λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 07.02.2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 4065/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 30.07.2013 και με αριθμό κατάθεσης ………./2013 αγωγή.
Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.
Δέχεται κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγήως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της ως προς την πρώτη εναγόμενη, και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγόμενων.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (55.000,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 22.12.2013 και έως την πλήρη εξόφληση.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων οκτακοσίων εξήντα ευρώ και σαράντα λεπτών (1.860,40 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση τουτρίτου εναγόμενου να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (2.092,29 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή στις εκκαλούσες– ενάγουσεςτου παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπ’ αριθ. ………../2019 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών,αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17-2-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ