Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 90/2022

Aριθμός     90/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Φωτίου Κουντουριώτη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ανδρέα Μελέτη.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  11.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1467/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 27.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αρχικά η 20η.5.2021 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμό …./27.10.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………… που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 27.9.2020 με αριθμό ………./29.9.2020 εφέσεως, κατά της με αριθμό 1467/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών με δικονομικά απόντες τους τρείς πρώτους εναγομένους (εξ αυτών εν προκειμένου πρώτος εφεσίβλητος) και αντιμωλία εκκαλούντος και δευτέρου εφεσιβλήτου επί της από 11.2.2019 με αριθμό …………./2019 αγωγής του ήδη εκκαλούντος με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα και πριν τριάντα ημέρες, κατ’άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ στον πρώτο εφεσίβλητο που δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και δεν πήρε μέρος στην συζήτηση. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 152 παρ.1 ΚΠολΔ, αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη του άρθρου 155 παρ.2 ΚΠολΔ, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση για την επαναφορά πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η προθεσμία και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί, συνάγεται ότι η επαναφορά αποτελεί έκτακτο ένδικο βοήθημα, με το οποίο παρέχεται προστασία για την απώλεια γνήσιας δικονομικής προθεσμίας, η δε απώλεια αυτής έχει ως συνέπεια την έκπτωση από το δικαίωμα για ενέργεια της διαδικαστικής πράξης που αφορά η προθεσμία (ΑΚ 151) και την απόρριψή της ως εκπρόθεσμης, με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για πράξη σύγχρονη ή προγενέστερη της αίτησης επαναφοράς. Έτσι και ο διάδικος που δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμη, κατά το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, έφεση, δηλαδή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοση της οριστικής πρωτόδικης απόφασης, αν διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημερών, αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, μπορεί, αν η εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Κατά την έννοια αυτή, η επαναφορά δεν συνεπάγεται τη χορήγηση νέας προθεσμίας για την επιχείρηση της εκπρόθεσμης διαδικαστικής πράξης, αλλά προσδίδεται σε αυτή με τη δικαστική απόφαση, που δέχεται την αίτηση επαναφοράς, η έννομη συνέπεια που θα είχε, αν ήταν εμπρόθεσμη (ΟλΑΠ 29/1992), δηλαδή θεωρείται πλασματικά ως εμπρόθεσμη. Ανταποκρίνεται έτσι η επαναφορά σε εκτιμήσεις επιείκειας και παράλληλα ικανοποιείται το δικαίωμα ακρόασης των διαδίκων, με τελικό στόχο την εξισορρόπηση της ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου με την αρχή της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης. Η επαναφορά, κατά το άρθρο 153 ΚΠολΔ, πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα άρσης του εμποδίου, που συνιστούσε την ανώτερη βία, ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου, η σχετική δε αίτηση ασκείται, κατά το άρθρο 155 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Επομένως, η αίτηση επαναφοράς μπορεί να ασκηθεί και με το δικόγραφο της έφεσης, το οποίο πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ, να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, να κοινοποιηθεί στον εφεσίβλητο μέσα στην προθεσμία του άρθρου 153 ΚΠολΔ (ΑΠ 264/2013), η δε άσκησή της δεν ολοκληρώνεται πριν από την επίδοση της αίτησης στον καθ` ου αυτή απευθύνεται (αν και τέτοια επίδοση δεν απαιτείται αυτοτελώς για την άσκηση της έφεσης). Συνακόλουθα, αν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή με την εκτεθείσα έννοια, το αίτημα επαναφοράς είναι απαράδεκτο (ΑΠ 1467/2019 ΑΠ 1155/2012 δημ. νόμος). Αν γίνει δεκτή η αίτηση, θεωρείται ότι η εκπρόθεσμη διαδικαστική πράξη είναι παραδεκτή και εμπρόθεσμη. Ως ανώτερη βία στην πιο πάνω διάταξη, νοείται το παρακωλυτικό της τήρησης της προθεσμίας γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με ενέργειες άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 1266/2001 Δνη 43/125 δημ. νόμος). Τέτοιο γεγονός μπορεί κατά τις περιστάσεις να είναι και η ασθένεια του διαδίκου όταν αυτή απετέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για την εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου και για τον λόγο αυτό απαιτείται στην σχετική αίτηση να προσδιορίζεται το είδος και η διάρκεια της ασθένειας (ΑΠ 1235/2008, ΑΠ 694/2008, ΑΠ 376/2008, ΑΠ 562/2007, ΑΠ 416/2006, ΑΠ 527/2002 όλες σε «Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση, με την ως άνω ένδικη έφεση του, στην οποία σωρεύεται και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι άσκησε αυτήν εκπροθέσμως, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της αποφάσεως που έγινε στις, επικαλούμενος ως γεγονός ανώτερης βίας, που τον εμπόδισε να ασκήσει εμπρόθεσμα την έφεση, την αιφνίδια σωματική νόσο του. Ειδικότερα εκθέτει ότι ο ίδιος επέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση (που εκδόθηκε επί της από 11.2.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019) που δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή του στην πρώτη εναγομένη (εδώ μη διάδικο) στις 13.7.2020, αλλά ότι από τις αρχές μηνός Αυγούστου 2020 αντιμετώπισε σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα υγείας από κομβιή ή ταχυκαρδία επανεισόδων στον κολποκοιλιακό κόμβο, μετά δε από αρκετές ιατρικές εξετάσεις και συστάσεις την 9-9-2020 εισήχθη στην καρδιολογική κλινική του 251 γενικού νοσοκομείου Αεροπορίας, όπου και χειρουργήθηκε και ότι εξήλθε την 11.9.2020 του νοσοκομείου λαμβάνοντας για τριάντα ημέρες θεραπευτική αγωγή με τα φάρμακα Plavix 75 mg, Nexium 40 mg και convor 5 m, ενώ του χορηγήθηκε δεκαπενθήμερη αναρρωτική άδεια με παραμονή στο σπίτι χωρίς την παραμικρή κόπωση και συνεχή ιατρική παρακολούθηση και επανεξέταση. Επιπλέον, ο εκκαλών αναφέρει και δημόσια έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας των γεγονότων αυτών δηλαδή το από 10-9-2020 έγγραφο του 251 γενικού νοσοκομείου Αεροπορίας και το από 11-9-2020 εξιτήριο. Ότι τα προαναφερόμενα συνιστούν στο πρόσωπό του ανωτέρα βία, αφού η αιφνίδια και σοβαρή κατάσταση της υγείας του τον εμπόδισε να έχει οποιαδήποτε δυνατότητα επίσκεψης και συνεννόησης με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του για την άσκηση εφέσεως κατά της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αυτή απέρριψε την αγωγή του, εντολή την οποία μπόρεσε να δώσει τελικά την Παρασκευή 26.9.2020 όταν ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του, τον επισκέφθηκε στην οικία του. Με βάση το ιστορικό αυτό αιτήθηκε με το δικόγραφο της εφέσεως του, την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ώστε να θεωρηθεί ότι η ένδικη έφεση του έχει ασκηθεί εμπροθέσμως. Η ένδικη αίτηση επαναφοράς ασκήθηκε και κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους εμπροθέσμως (άρθρα 153 και 147 παρ.2 ΚΠολΔ), ήτοι εντός της αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από την λήξη του ανυπέρβλητου κωλύματος την στις 26.9.2020 καθ` όσον η αίτηση κατατέθηκε στην γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.9.2020, και επιδόθηκε στους εφεσίβλητους την στις 27.102020 σύμφωνα με τις αριθμό ………../27.10.2020 και ……../27.10.2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……….. Με δεδομένο ότι  η επίδοση της απόφασης από κάποιο ή προς κάποιο από τους διαδίκους κινεί την προθεσμία της έφεσης τόσο κατά του επιδόσαντος και κατά εκείνου προς τον οποίον έγινε η επίδοση (ΑΠ 1306/2018, ΑΠ 365/2010, ΑΠ 832/2007, ΑΠ 1625/2005 δημ. νόμος), η κρινόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση με το παραπάνω περιεχόμενο τυγχάνει νόμιμη, διότι η προβαλλόμενη παραπάνω κατάσταση του εκκαλούντος συνιστά αιφνίδιο γεγονός. Επειδή δε το κώλυμα αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα με επίκληση ιατρικά περιστατικά (βλ. σχετικά γ, δ, ε) θα πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ουσία και να θεωρηθεί παραδεκτή και εμπρόθεσμη η κρινόμενη έφεση (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του ενός και μόνου λόγου της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), δεδομένου, ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης της η κατάθεση παράβολου εκ μέρους του εκκαλούντος λόγω της φύσεως της διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ ). Επίσης να σημειωθεί ότι παραδεκτώς ο εκκαλών επιλέγει κατ’άρθρο 517 του ΚΠολΔ να ασκήσει την έφεση του μόνο κατά των τρίτου και τετάρτου εναγομένου (ήδη πρώτος και δεύτερος των εφεσιβλήτων) και όχι και κατά του δευτέρου εναγομένου ως προς τον οποίο δεν διακόπηκε η δίκη στον πρώτο βαθμό διότι δεν δηλώθηκε παραδεκτά ο θάνατος του από το διάδικο που δικαιούτο να συνεχίσει τη δίκη. Τούτο δε διότι επί απλής ομοδικίας, η μεταξύ των περισσοτέρων ομοδίκων σχέση είναι απλώς δικονομική, σκοπό δε έχει την εκδίκαση περισσοτέρων διαφορών σε μία δίκη, και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ ο αντίδικος των ομοδίκων απευθύνει την έφεση μόνον κατ` εκείνων έναντι των οποίων επιθυμεί να διορθωθεί η προοβληθείσα πρωτόδικη απόφαση, εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας οπότε υποχρεούται να απευθύνει την έφεση εναντίον όλων των αναγκαίων ομοδίκων (ΕφΑθ 5696/ 2009 δημ. νομος, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΚΠολΔΤομ. Ι, 2000, 517 αρ. 5 και 6).

Με την ασκηθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του ο ήδη εκκαλών ενάγων εξέθετε ότι προσλήφθηκε από την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία (εδώ μη διάδικος) το έτος 1985 προκειμένου να εργαστεί με καθεστώς πλήρους πενθήμερης απασχόλησης από Δευτέρα έως Παρασκευή ως υπάλληλος – πωλητής μηχανολογικών – βιομηχανικών πλαστικών, που εμπορευόταν αυτή στο κατάστημα που διατηρούσε στον Πειραιά, αντί συμφωνημένων μηνιαίων μικτών αποδοχών που ανήλθαν το επίδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 2.100€. Ότι από το μήνα Ιούλιο του έτους 2018 η πρώτη εναγομένη εργοδότριά του εταιρία καθυστερούσε την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του και οι λοιποί εναγόμενοι, πρόεδρος, αντιπρόεδρος και μέλος του ΔΣ αυτής (πρώτος και δεύτερος των εφεσιβλήτων) αντίστοιχα, μεθόδευαν την διοχέτευση των εργασιών της εταιρίας στη νοεσυσταθείσα ατομική επιχείρηση του δευτέρου εφεσιβλήτου και αποπειράθηκαν να εξαναγκάσουν αυτόν (εκκαλούντα) να παραιτηθεί των εργασιακών δικαιωμάτων που θεμελίωσε ως επί τριάντα και επιπλέον έτη εργαζόμενος στην πρώτη αυτών προκειμένου να προσληφθεί με νέο καθεστώς και δίχως αναγνώριση της προϋπηρεσίας του στην επιχείρηση αυτή, πρόταση που αυτός δεν αποδέχθηκε. Ότι ακολούθως ενόψει της μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, ενώ άσκησε και αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Ότι συνεπεία της ως άνω συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων ο ίδιος παρέμενε δίχως αντικείμενο εργασίας και δίχως να του καταβάλλεται ο συμφωνημένος μισθός του. Ότι κατόπιν τούτων την 14-1- 2019 προέβη σε επίσχεση της εργασίας του, ενώ την 24-1-2019 κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη εργοδότρια εταιρία εξώδικη δήλωση με την οποία ζητούσε δεδουλευμένους μισθούς και – θεωρώντας τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του και την κατά τα προαναφερόμενα μείωση των εργασιακών του καθηκόντων ως μονομερή βλαπτική των όρων εργασίας του μεταβολή – καταγγελία εκ μέρους αυτής της σύμβασης εργασίας του – ζητούσε την αποζημίωση απόλυσής του. Ακολούθως αιτήθηκε κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας του, και επικουρικά με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθώς και τις περί αδικοπραξιών διατάξεις : α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και προσωπική κράτηση των εφεσιβλήτων λόγω της αδικοπραξίας να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των 3.886 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και για αποδοχές υπερημερίας ένεκα της επίσχεσής του και το ποσό των 16.114 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης και β) να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 35.286 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο αφότου κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις 16 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 33 και 37 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών σύμφωνα με τα άρθρα 591, 614 αρ. 3, 621-622 ΚΠολΔ, αλλά έκρινε ότι αυτή ήταν νομικά αβάσιμη κατά το μέρος που ασκείτο και κατά εδώ εφεσιβλήτων τόσο ως προς την κύρια της βάση διότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή ουδόλως συνδέονταν οι εδώ εφεσίβλητοι συμβατικά με τον εκκαλούντα. Ως προς την επικουρική της βάση η αγωγή κρίθηκε νομικά αβάσιμη ως προς όλους τους εναγομένους (άρα και τους εφεσίβλητους) διότι κρίθηκε ότι η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μια σύμβαση γεννά μόνο ενδοσυμβατική ευθύνη. Επιπλέον κρίθηκε με επάλληλη αιτιολογία ότι δεν εμπεριέχονταν στην αγωγή πραγματικά περιστατικά υπαγωγής στη θεωρία της κάμψης της νομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εργοδότριας πρώτης εναγομένης εταιρίας. Ως προς την τελευταία η αγωγή κρίθηκε ότι ασκήθηκε παραδεκτά εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6§2 του ν. 3198/1955 και αφού κρίθηκε νόμιμη έγινε δεκτή στο σύνολο της κατ’ουσία τόσο ως προς το καταψηφιστικό όσο και ως προς το αναγνωριστικό της αίτημα και επιδικάστηκαν δεδουλευμένα και αποζημίωση απόλυσης στον εκκαλούντα και συνολικά  55.286 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων εκκαλών και με την κρινόμενη έφεση του και το μοναδικό διαλαμβανόμενο σε αυτή λόγο που άπτεται σε κακή εφαρμογή νόμου κα ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του και ως προς τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων (εφεσιβλήτους).

Από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ προκύπτει ότι υφίσταται αδικοπραξία, όταν η προξενήσασα την ζημία συμπεριφορά είναι παράνομη και οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια, οπότε ο υπαίτιος υποχρεούται σε αποζημίωση περιλαμβάνουσα τόσο την θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος. Η καθυστέρηση της πληρωμής όμως ή η μη πληρωμή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού γεννά συμβατική μόνον και όχι και αδικοπρακτική ευθύνη του εργοδότη, έστω και εάν στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη αυτού βάσει του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, συνεπώς καθιστάμενος υπερήμερος ο εργοδότης οφείλει συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ τόκο υπερημερίας και υποχρεούται σε αποζημίωση της θετικής μόνον ζημίας του μισθωτού από την μη καταβολή των αποδοχών και όχι και του διαφυγόντος κέρδους (ΑΠ 1068/2020 δημ. νομος). Τούτο δε διότι ναι μεν με τη διάταξη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/194 ανάγεται σε ποινικό αδίκημα η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρεώσεώς του για την πληρωμή του μισθού του εργαζόμενου που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας, πλην όμως με την παράλειψη, της πληρωμής (εν όλω ή εν μέρει) αυτού, ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς, δεν υπάρχει ζημία, που να έχει αιτία την, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη, και ως εκ τούτου παρέπεται ότι η μη εκπλήρωση της προς καταβολή του οφειλομένου μισθού υποχρεώσεως του εργοδότη και η παρακράτηση από αυτόν του μισθού, τον οποίο ενοχικώς οφείλει, δεν συνιστά αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, προϋπόθεση της οποίας είναι και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη (ΑΠ 106/2010, ΕφΑθ 538/2020 δημ. νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ 1, 653, 656, 349, 351 του ΑΚ, 7 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από τον νόμο ή τη σύμβαση ή κατά κατάχρηση δικαιώματος, μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της σύμβασης, με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή έμμεσα υλική ή ηθική ζημία στον μισθωτό (ΑΠ 195/2015, ΕφΠειρ 467/2016 δημ. νόμος). Σε μια τέτοια περίπτωση παρέχεται στον μισθωτό, που δεν αποδέχεται τη βλαπτική μεταβολή, η ευχέρεια είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη την αποδοχή της προσφερόμενης εργασίας του με τους όρους που ίσχυαν πριν από τη μεταβολή, καθιστώντας αυτόν, αν δεν συμμορφωθεί, υπερήμερο (ΑΠ 481/2018, ΑΠ 1629/2017 δημ. νόμος). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1,3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του ΠΔ 178/2002, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως “μεταβιβάζων” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως “διάδοχος” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων και ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση, ανεξάρτητα από τον τρόπο της μεταβίβασης (ΑΠ 1147/2017, ΑΠ 77/2016, ΑΠ 1319/2015 δημ. νόμος). Διατήρηση της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας του προσωπικού της και συνεπώς δικαιολογείται ο νέος φορέας της (ΑΠ 77/2016, ΑΠ 1319/2015 δημ. νόμος). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 997/2018, δημ. νόμος). Τέλος επί αφερέγγυου νομικού προσώπου η άρση της νομικής του προσωπικότητας, αποσκοπεί μεν στην επέκταση της ευθύνης προς εκπλήρωση οφειλής και πέραν του συμβατικού δεσμού, δεν επάγεται όμως μετακύλιση της ευθύνης αυτής παρά μόνο καθέτως, σ` εκείνο ακριβώς το πρόσωπο που κυριαρχεί στη διοίκηση του αφερέγγυου οφειλέτη και υποτάσσει τη συναλλακτική του δραστηριότητα στη δική του επιχειρηματική βούληση, όχι δε και οριζοντίως σε άλλα πρόσωπα, που εκ παραλλήλου με το αφερέγγυο πρόσωπο συναλλάσσονται προς εξυπηρέτηση των αθέμιτων σκοπών του πρόσθετου οφειλέτη, δεν μετείχαν, όμως, στη συγκεκριμένη συναλλαγή, για την οποία αίρεται η περιουσιακή αυτοτέλεια του συμβατικού οφειλέτη (ΑΠ 615/2019 δημ. νόμος).

Με το μοναδικό λόγο εφέσεως ο ήδη εκκαλών ενάγων παραπονείται επειδή η αγωγή του απορρίφθηκε ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων (ήδη εφεσίβλητοι) διότι αυτός ισχυρίστηκε με την αγωγή του ότι την 7-9-2018, σε συνάντηση που είχε µε τους εφεσίβλητους (αντιπρόεδρο και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας πρώτης εναγομένης εργοδότριας) με την παρουσία και του λογιστή της εργοδότριας του δήλωσαν ότι η εταιρεία αντιµετωπίζει διάφορα προβλήµατα και ότι έχουν την πρόθεση να την αδρανοποιήσουν και τελικά να την κλείσουν, αφού πρώτα µεταφέρουν ό,τι υπάρχει στο ενεργητικό της εταιρείας αυτής (µηχανήµατα, εξοπλισµό, εµπορεύµατα, πελατολόγιο κ.λπ.) σε άγνωστη γι’αυτόν νέα επιχείρησή τους την οποία είχαν πρόθεση να δηµιουργήσουν, ότι του πρότειναν – υπέδειξαν, να παραιτηθεί από την εργασία του μετά από τριάντα τρία έτη και ταυτόχρονα του υποσχέθηκαν ότι εάν αποδεχόταν την πρόταση αυτή (περί παραίτησης) θα τον προσλαμβάνανε στη νέα επιχείρησή τους µε νέα σύµβαση και νέους όρους εργασίας. Ότι στη νέα επιχείρηση θα συνεχιζόταν πέραν της εμπορίας χαλκού ορείχαλκου και αλουμινίου και η εµπορία των πολυαµιδίων µε τα οποία αυτός ασχολείτο αποκλειστικά και ότι θα είχε πλέον νέο διευρυµένο αντικείµενο στην πώληση όλων των άνω εµπορευµάτων, αλλά ότι οι αποδοχές του θα μειώνονταν ουσιωδώς αλλά θα συνέχιζε να είχε εργασία ενώ του δήλωσαν ότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα του κατέβαλαν ούτε την αποζημίωση απόλυσης λόγω της παύσης των εργασιών της εταιρίας. Ότι ακολούθως πληροφορήθηκε ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος, σε συνεργασία µε τα λοιπά µέλη του ΔΣ της εργοδότριας είχε ήδη από 3-7-2018 δηµιουργήσει σε µίσθιο κατάστηµα επί της οδού ………….. στον Πειραιά νέα ατοµική επιχείρηση, µε ίδιο αντικείµενο µε αυτό της εργοδότριάς εταιρείας και ότι σε αυτή συστηµατικά πλέον διοχέτευαν οι εφεσίβλητοι όλες τις εργασίες της εργοδότριάς με αποτέλεσμα να αναγκαστεί αυτός να δηλώσει με την αναφερόμενη στην αγωγή εξώδικη διαμαρτυρία στην εργοδότρια ότι από 14-1-2019 ασκεί το δικαίωµα επισχέσεως εργασίας µέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των δεδουλευμένων του και ότι η μεταβολή των όρων εργασίας του ήταν προσβλητική και παράνομη  και ότι στη συνέχεια στις 21-1- 2019 κατήγγειλε την από 1-5-1985 σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου λόγω µονοµερούς βλαπτικής µεταβολής των όρων εργασίας µου χωρίς την συγκατάθεσή αιτούμενος πέραν των οφειλομένων και τη νόμιμη αποζημίωση. Όμως με το παραπάνω περιεχόμενο η αγωγή του εκκαλούντος δεν είχε το απαιτούμενο περιεχόμενο ώστε να υπαχθεί νομικά στις διατάξεις του ΠΔ 178/2002 περί μεταβίβασης επιχείρησης ούτε εκτίθονταν σε αυτή περιστατικά περί κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της πρώτης ανώνυμης εταιρίας εργοδότριας ώστε να μπορεί να αρθεί το πέπλο της νομικής προσωπικότητας και να μετακυληθεί η ευθύνη κάθετα στο πρόσωπο που κυριαρχεί στη διοίκηση του αφερέγγυου οφειλέτη και υποτάσσει τη συναλλακτική του δραστηριότητα στη δική του επιχειρηματική βούληση, κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη. Οι δεδουλευμένες αποδοχές και η αποζημίωση λόγω καταγγελίας ουσιαστικά της σύμβασης εργασίας του εκκαλούντος ήταν οι συμβατικές του αξιώσεις τις οποίες νομίμως με την αγωγής του άσκησε κατά της εργοδότριας ως προς την οποία έγινε δεκτή στο σύνολο της η αγωγή. Οι εφεσίβλητοι δεν συνδέονταν πρωτίστως συμβατικά κατά τα ανωτέρω με τον εκκαλούντα και η πρόταση πρόσληψης του σε άλλη εταιρία με μικρότερες αποδοχές δεν συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή δεν υφίσταται προς έρευνα άλλος λόγος έφεσης θα απορριφθεί κατ’ουσίαν η 27.9.2020 με αριθμό ………/29.9.2020 έφεση κατά της με αριθμό 1467/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Θα οριστεί παράβολο για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από μέρος του μη παρισταμένου εφεσίβλητου (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, βαρύνουν μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος τον εκκαλούντα, λόγω της ήττας του, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με δικονομικά απόντα τον πρώτο εφεσίβλητο και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 27.9.2020 με αριθμό ………./29.9.2020 έφεση, κατά της με αριθμό 1467/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών με δικονομικά απόντες τους τρείς πρώτους εναγομένους και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων επί της από 11.2.2019 με αριθμό ………/2019 αγωγής

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 23 Φεβρουαρίου   2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ