ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 93 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών ………… και το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Παναγιώτα Κλουκίνα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σόνια Μιχάλαρου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚπολΔ.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4.6.2018 αγωγή του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2018 κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζητούσε την αναγνώρισή του ως κυρίου σε ακίνητο στη νήσο Σαλαμίνα και τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, με την 976/2020 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ό,τι έκρινε απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή.
Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 8.7.2020, με Γ.Α.Κ. ……/2020 και με Ε.Α.Κ. …../2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 8.7.2020, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 27.7.2020 με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παραπάνω διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 8.7.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2020 και Ε.Α.Κ. ……/2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά του εφεσίβλητου ………….. προς εξαφάνιση της 976/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία δέχθηκε κατά τα κύρια αιτήματά της την από 4.6.2018 (με Γ.Α.Κ. ……../2018 και Ε.Α.Κ. ……/2018) αγωγή του νυν εφεσίβλητου κατά του νυν εκκαλούντος έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 9.6.2020 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/9.6.2020 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ………….. στον Υπουργό Οικονομικών), η δε έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 8.7.2020. Πρέπει, λοιπόν, η έφεση που αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).
Με την από 4.6.2018 αγωγή του ο νυν εφεσίβλητος υποστήριζε ότι δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ασκώντας πράξεις νομής (οριοθέτηση, καθαρισμό, περίφραξη με συρματόπλεγμα και πασσάλους, καλλιέργεια κηπευτικών ειδών εποχής, πότισμα, συλλογή καρπών, χρησιμοποίηση ως χώρο στάθμευσης και αποθήκευσης και τοποθέτηση δεξαμενών νερού) προσμετρώντας στον χρόνο νομής του τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του, τυγχάνει πλήρης και αποκλειστικός κύριος ενός αγροτεμαχίου εκτός σχεδίου πόλεως, κείμενου στη θέση “……..” του Αιαντείου Σαλαμίνας, μη άρτιου και μη οικοδομήσιμου, απέχοντος 150 μέτρα από τη θάλασσα, με έκταση 320,79 τετρ. μέτρα, με ΚΑΕΚ …………., το οποίο συνορεύει βορειοδυτικά με πλευρά Α-Β μήκους 17,03 μέτρων με αγροτική οδό (……….) πλάτους 6 μ. , που φέρει ΚΑΕΚ ………….., νοτιοανατολικά εν μέρει με πλευρά Δ-Ε μήκους 5,71 μ. με ιδιοκτησία που φέρει ΚΑΕΚ …………. και εν μέρει με πλευρά Γ-Δ μήκους 10,39 μ. με ιδιοκτησία που φέρει ΚΑΕΚ …………., βορειοανατολικά με πλευρά Β-Γ μήκους 18,90 μ. με ιδιοκτησία που φέρει ΚΑΕΚ ………… και νοτιοδυτικά με πλευρά Ε-Α μήκους 19,47 μ. με ιδιοκτησία του ίδιου του ενάγοντος και της …………. που φέρει ΚΑΕΚ ………………. Ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα, ότι περιήλθε στον ενάγοντα το έτος 1995 με άτυπη προφορική αγορά από τον ….. …………, στον οποίο είχε περιέλθει δυνάμει άτυπης προφορικής διανομής και κληρώσεως το έτος 1964, μεταξύ των μελών του εδρεύοντος στην Αθήνα, Οικοδομικού Συνεταιρισμού “…………”, μέλος του οποίου ήταν ο ………. και όπως το επίδικο είχε περιέλθει αρχικώς στον ως άνω Οικοδομικό Συνεταιρισμό σε μείζονα έκταση 94.933 τ.μ. από άτυπη αγορά από τους …………, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………../1964 προσυμφώνου αγοραπωλησίας του Συμβ/φου Σαλαμίνας ………. και όπως μετά την υπογραφή του προσυμφώνου αυτού, οι ως άνω παρέδωσαν τη νομή του παραπάνω αγροκτήματος στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό, ο οποίος μετά από μελέτη και τοπογράφηση το κατάτμησε σε οικοδομικά τετράγωνα και οικόπεδα και στις 2.7.1964 έγινε κλήρωση των παραπάνω οικοπέδων και με αυτή περιήλθε στον ………. το επίδικο οικόπεδο. Ότι απώτατος δικαιοπάροχος του ενάγοντος ήταν ο ………., στον οποίο είχε περιέλθει το ακίνητο εκ πατρικής κληρονομίας το έτος 1880 και από τον οποίο το κληρονόμησε ο ………. το έτος 1913. Ότι ο ενάγων παρέλειψε να δηλώσει το εμπράγματο δικαίωμά του κατά την κτηματογράφηση της περιοχής και με την έναρξη της λειτουργίας του κτηματολογίου στις 12.2.2007, έλαβε το προαναφερόμενο ΚΑΕΚ και το επίδικο καταχωρίσθηκε εσφαλμένα ως ιδιοκτησία “άγνωστου ιδιοκτήτη”. Ενόψει των ανωτέρω κι επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον απο την προσβολή του εμπράγματου δικαιώματός του, λόγω της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ο ενάγων ζητούσε: α) να αναγνωρισθεί πλήρης και αποκλειστικός κύριος του ανωτέρω ακινήτου με ΚΑΕΚ ……….. που αποτυπώνεται στο από Ιανουαρίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………, β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να καταχωρισθεί το εμπράγματο δικαίωμά του στο ανωτέρω ΚΑΕΚ, γ) να υποχρεωθεί ο προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας να προβεί σε όλες τις απαραίτητες διορθώσεις και δ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή παραδεκτή, επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, πλην των υπό στοιχεία γ’ και δ’ αιτημάτων, τα οποία έκρινε μη νόμιμα, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.3 του ν. 2664/1998 διορθώνεται η αρχική κτηματολογική εγγραφή αν η απόφαση που δέχεται την αγωγή κατέστη αμετάκλητη και άρα δεν επιτρέπεται η προσωρινή εκτελεστότητα της απόφασης που διατάσσει τη διόρθωση και επιπλέον δεν απαιτείται για τη διόρθωση σχετική διαταγή προς τον προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου. Κατά τα λοιπά δέχθηκε και κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνώρισε κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή της Σαλαμίνας ότι ο ενάγων τυγχάνει πλήρης και αποκλειστικός κύριος του ως άνω καταχωρισθέντος στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας με το παραπάνω ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτημαλογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, με την καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο του ανωτέρω ΚΑΕΚ του ενάγοντος ως πλήρους και αποκλειστικού κυρίου σε ποσοστό 100% δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας. Ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και ακολούθως να απορριφθεί η από 4.6.2018 αγωγή του εφεσίβλητου για τους λόγους που αναφέρει και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην εξέταση των λόγων της υπό κρίση έφεσης, σημειώνεται ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με τις κατατεθείσες ενώπιον αυτού (του Δικαστηρίου) προτάσεις του κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ τους πρωτοδίκως με τις από 18.11.2016 προτάσεις του προβληθέντες ισχυρισμούς α) της ένστασης απαραδέκτου της ασκηθείσας αγωγής σε περίπτωση μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ, β) της ένστασης απαραδέκτου της συζήτησης της ασκηθείσας αγωγής σε περίπτωση μη προσκόμισης αντιγράφων κτηματολογικών φύλλων και αποσπασμάτων κτηματολογικών διαγραμμάτων των ακινήτων, των οποίων ζητείται η διόρθωση και γ) ένσταση απαραδέκτου συζήτησης της ασκηθείσας αγωγής σε περίπτωση μη προσκόμισης πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ. Ωστόσο, το εκκαλούν δεν έχει αμφισβητήσει με λόγο έφεσης ότι δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω προϋποθέσεις του παραδεκτού της αγωγής στον πρώτο βαθμό και δεν έχει προσβάλει την κρίση της εκκαλούμενης απόφασης που δέχεται ότι προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όλα τα παραπάνω απαιτούμενα πιστοποιητικά, ως εσφαλμένη, το δε εφετείο κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ εξετάζει την υπόθεση με την άσκηση της έφεσης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ως εκ τούτου, απαραδέκτως προτείνονται με τις προτάσεις του εκκαλούντος υπό τη μορφή της επαναφοράς των ισχυρισμών του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ελλείψεις που θα έπρεπε να αποτελέσουν αυτοτελείς λόγους έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο εφεσίβλητος νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου α) το με κωδικό ………./28.6.2018 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας από το οποίο σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ………/20.6.2018 έκθεση κατάθεσης της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι έχει τηρηθεί η κατ’ άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 περιπτ. Ιβ’ και παρ.5 και 13 παρ.2 εδ. δ’ του ν. 2664/1998 προδικασία για την άσκηση της αγωγής, β) το υπ’ αριθ. πρωτ. …/12.12.2018 ακριβές αντίγραφο του οικείου κτηματολογικού φύλλου για το επίδικο ακίνητο καθώς και το ταυτάριθμο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος και γ) το πρόσφατο από 5.10.2021 πιστοποιητικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. άρ. 54Α ν. 4174/2013 για το επίδικο ακίνητο που αφορά στα έτη από 2016 έως και 2020.
Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτός ο και πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του περί αοριστίας της αγωγής, όπως η αοριστία αυτή εντοπίζεται αφενός στην περιγραφή του επίδικου ακινήτου, αφετέρου στην αναφορά του τρόπου κτήσης της κυριότητας επί του ακινήτου αυτού, τόσο από τον ίδιο τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, όσο και από τους φερόμενους ως απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο εμβαδού 321 τ.μ. φέρεται στην αγωγή ως τμήμα ευρύτερου ακινήτου εμβαδού 94.933 τ.μ. που είχε δήθεν αποκτήσει ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός “………..”, που με τη σειρά του είναι τμήμα ευρύτερου ακινήτου εμβαδού 127.500 τ.μ. που είχε δήθεν αποκτήσει ο …….. εκ διανομής μεγαλύτερου ακινήτου 170.000 τ.μ. που είχαν εξ αδιαιρέτου ο τελευταίος εκ κληρονομίας του εν έτει 1942 αποβιώσαντος πατρός του, ……… και ………. και …… . που το είχαν αγοράσει σε μεγαλύτερη έκταση απροσδιόριστου εμβαδού από τον …….., ο οποίος το είχε εξ αδιαιρέτου με την ……….. εκ κληρονομίας του εν έτει 1942 αποβιώσαντος πατρός του πρώτου και συζύγου της δεύτερης, …….., ο οποίος το είχε αποκτήσει εκ κληρονομίας του εν έτει 1940 αποβιώσαντος πατρός του, ……….. που το είχε δήθεν αγοράσει σε μεγαλύτερη έκταση 300.000 τ.μ. από τον …………. Ότι ως προς το επίδικο, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είχε υποχρέωση εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατό στο εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επίδικου αντικειμένου. Ότι αντίθετα ο ενάγων δεν προσδιόρισε με την ασκηθείσα αγωγή του, τη θέση και τα όρια του αρχικού ευρύτερου ακινήτου, ούτε τη θέση και τα όρια του επίδικου εντός της ευρύτερης έκτασης, αλλά ούτε καν το ειδικότερο τμήμα της ευρύτερης περιοχής, όπου βρίσκεται το επίδικο. Ότι έτσι η σχετική παράλειψη της θέσης και των ορίων της ευρύτερης έκτασης εντός της οποίας κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος-εφεσίβλητου που έγιναν δεκτοί πρωτοδίκως, βρίσκεται το επίδικο, επάγεται μη άλλως θεραπεύσιμη αοριστία της αγωγής. Σχετικά με τον παραπάνω ισχυρισμό σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2, 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή που απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, ο ενάγων υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο που φέρεται να απέκτησε με άτυπη αγορά το έτος 1995 από τον δικαιοπάροχό του, ……………. αποτελεί αυτοτελές ακίνητο, το οποίο ο δικαιοπάροχός του είχε στη νομή του με κλήρωση σε αυτόν ως μέλος Συνεταιρισμού, κατόπιν κατάτμησης σε οικοδομικά τετράγωνα και οικόπεδα μιας ευρύτερης έκτασης εμβαδού 94.933 τ.μ. που είχε λάβει στη νομή του ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός “…………” μετά την υπογραφή του υπ’ αριθ. ……../1964 προσυμφώνου αγοραπωλησίας του Συμβ/φου Σαλαμίνας ……… και με άτυπη αγορά από τους ……….. και την οποία (έκταση) ο Συνεταιρισμός μετά από μελέτη και τοπογράφησή της, την κατάτμησε κατά τα ανωτέρω σε οικοδομικά τετράγωνα και οικόπεδα, τα οποία στις 2.7.1964 σε έκτακτη γενική συνέλευση μοίρασε με κλήρωση στα μέλη του, με αποτέλεσμα από την κλήρωση αυτή να περιέλθει το επίδικο ακίνητο στη νομή του άμεσου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ……….. Το επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στο Αιάντειο του Δήμου Σαλαμίνας, περιγράφεται στην αγωγή επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του και των ΚΑΕΚ των όμορων ακινήτων, κυρίως όμως αναφέρεται το ΚΑΕΚ του ίδιου του επίδικου, επιπλέον δε έχει ενσωματωθεί στο αγωγικό δικόγραφο το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος εντός του οποίου εμφαίνεται το εν λόγω ακίνητο και προσδιορίζονται οι συντεταγμένες του. Επομένως το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στην αγωγή με τρόπο κατά τον οποίο δεν γεννάται αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του και δεν εμφανίζεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου αυτοτελούς ακινήτου, για να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της θέσης του στο μείζον ακίνητο των 94.933 τετρ. μέτρων, που είχε λάβει στη νομή του ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος Οικοδομικός Συνεταιρισμός με προσύμφωνο πώλησης και άτυπη αγορά (έτσι και οι ΜονΕφΠειρ 470/2021 και 127/2021 στο site του Εφετείου Πειραιά efeteio-peir.gr). Συνεπώς ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του.
Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης που ομοίως αφορά σε αοριστία της αγωγής, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος που έχει ως βάση της αγωγής του για την από αυτόν κτήση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου την έκτακτη χρησικτησία, δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένες υλικές εμφανείς διακατοχικές πράξεις επί του επίδικου, ούτε επί του ευρύτερου αρχικού ακινήτου (του οποίου η έκταση δεν προσδιορίζεται), το είδος των πράξεων νομής, αλλά ούτε και το πρόσωπο του δήθεν ασκούντος τις διακατοχικές πράξεις, ούτε και τα χρονικά διαστήματα άσκησής τους κατά το κρίσιμο νομικώς χρονικό διάστημα της τριαντακονταετίας έως την 11.9.1915 και σε κάθε περίπτωση της εικοσαετίας μέχρι την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου. Και το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου έφεσης τυγχάνει αβάσιμο στην ουσία του καθώς στις σελίδες 5 και 6 του αγωγικού δικογράφου, ο ενάγων διαλαμβάνει όλα τα παραπάνω στοιχεία και δη ότι “Επί του παραπάνω αγροτεμαχίου από το έτος 1880 τόσο οι δικαιοπάροχοί μου απώτεροι και εγγύτεροι όσο και εγώ από τότε που παρέλαβα την νομή και κυριότητα αυτού το έτος 1995 και μέχρι σήμερα ασκώ συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής και κατοχής, όπως οριοθέτηση, καθαρισμό, περίφραξη με συρματόπλεγμα και πασσάλους, το καλλιεργώ με διάφορα κηπευτικά είδη εποχής, το ποτίζω, συλλέγω τους καρπούς και το χρησιμοποιώ ως χώρο στάθμευσης και αποθήκευσης και μάλιστα εντός αυτού υπάρχουν δύο δεξαμενές νερού την μία εκ των οποίων την είχε τοποθετήσει ο άμεσος δικαιοπάροχός μου ………….. και την άλλη την έχω τοποθετήσει εγώ, για τις ανάγκες ύδρευσης του ακινήτου μου και επομένως έχω εμφανή και κραυγαλέα παρουσία στην εν γένει περιοχή, επιπλέον δε, το επίδικο συνορεύει με όμορη από τα νοτιοδυτικά ιδιοκτησία εμού και της . ………….., με ΚΑΕΚ …………., συνεπώς έχω καταστεί πλέον αποκλειστικός κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νομής και κατοχής με διάνοια κυρίου πλέον των 23 ετών (Άρθρο 1045 Α.Κ.)… το ανωτέρω ακίνητο τόσο εγώ όσο και οι δικαιοπάροχοί μου (εγγύτεροι και απώτεροι) ασκούσαμε και ασκούμε επί σειρά ετών άνω των εκατόν τριάντα οκτώ χρόνων πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζουν σε κυρίους του ακινήτου, το διακατέχουμε και το νεμόμαστε συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως για περίπου 23 έτη εγώ με καλή πίστη και διάνοια κυρίου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας προσμετρώντας νομίμως άλλα 115 έτη τουλάχιστον” και στη σελίδα 7 “Ειδικότερα, ο απώτερος δικαιοπάροχός μου, ……….., καλλιεργούσε το επίδικο με την μεγαλύτερη έκταση με στάρι, κριθάρι, αρακά και αμπέλι. Επομένως, και εγώ ως διάδοχος αυτού έγινα κύριος του επίδικου όχι μόνο παραγώγως αλλά και πρωτοτύπως με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία αφού και μετά από τον αρχικό δικαιοπάροχό μου, …………, οι επόμενοι ιδιοκτήτες του ακινήτου συνέχιζαν να το καλλιεργούν με γεωργικά προϊόντα και να το μεταβιβάζουν διαιρώντας το σε οικοδομικά τετράγωνα και οικόπεδα. Πρέπει να σημειωθεί ότι δηλώνω το ακίνητο μου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και υπόκειμαι στην ανάλογη φορολογία (ΕΝΦΙΑ)”. Εξάλλου για το ορισμένο της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, δεν απαιτείτο να εκτίθενται, πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ΄ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από την 11-9-1915 ούτε αν εξαιρούνταν της χρησικτησίας, ως δημόσιο κτήμα, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 1125/2018, ΕφΠειρ 533/2020 στις οποίες παραπέμπει η ΜονΕφΠειρ 127/2021 στην efeteio-peir.gr). Ούτε απαιτείτο για το ορισμένο της αγωγής να προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο ασκήθηκε η κάθε πράξη νομής από τον ενάγοντα και καθέναν από τους δικαιοπαρόχους του. Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πρώτος λόγος έφεσης.
Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με πλημμελή αιτιολογία και κατόπιν εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο από το έτος 1995, ευρισκόμενος στη νομή του επίδικου και προσμετρώντας στον δικό του, τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, μέχρι την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου και με εικοσαετή νομή είχε ήδη καταστεί κύριος στο επίδικο με έκτακτη χρησικτησία. Ότι σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η επίδικη έκταση ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου για τους λόγους που αυτό ανέπτυξε πρωτοδίκως. Ειδικότερα, το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με τις νομότυπα κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του, πέραν της αρνήσεως της ένδικης αγωγής και δη όλων των πραγματικών ισχυρισμών του ενάγοντος περί θεμελίωσης χρησικτησίας στο πρόσωπο του ίδιου και των δικαιοπαρόχων του είχε ισχυρισθεί ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του: α) δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ως έκταση παραχωρηθείσα στο νέο ελληνικό κράτος που πριν ανήκε στο τουρκικό δημόσιο, ή βάσει της ως άνω Συνθήκης και των ανωτέρω Πρωτοκόλλων, ως έκταση που ήταν προ της Επανάστασης του 1821 νόμιμα κατεχόμενη από οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλείψει την εν λόγω εδαφική έκταση και αναχώρησαν από την εν λόγω περιοχή της Αττικής, χωρίς το επίδικο γεωτεμάχιο να καταληφθεί από οποιονδήποτε τρίτο πέραν του ιδίου (Ελληνικού Δημοσίου), άλλως β) βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29.11.1836 Β. Διατάγματος “περί ιδιωτικών δασών” ως δάσος, αφού οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες του δεν προσκόμισαν μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση αυτού του νόμου (μέχρι 30.11.1837) τους τυχόν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας τους, και δοθέντος ότι το επίδικο έχει τον χαρακτήρα δάσους, άλλως γ) σύμφωνα με το άρθρο 1 του από 3/15.12.1833 Β. Δ/τος που είχε ισχύ νόμου ως λιβάδι ή βοσκότοπος γιατί ορίσθηκε ότι όλα τα λιβάδια, όπως το επίδικο, για την επικαρπία των οποίων δεν έχει κάποιος έγγραφο που εκδόθηκε επί τουρκοκρατίας (ταπί), θεωρούνται ως δημόσια, άλλως δ) ως αδέσποτο κτήμα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 21-6/10.7.1837 Β. Δ/τος “περί διακρίσεως κτημάτων” και δη κατά το άρθρο 16 αυτού που ορίζει ότι “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλ. όλα τα αδέσποτα και τα των ακλήρων, αποθανόντων κτήματα ή τα εγκαταλελειμμένα επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις ανήκουν εις το Δημόσιον”, άλλως τέλος ε) δυνάμει τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας γιατί το Δημόσιο νεμόταν το επίδικο ακίνητο από τη σύσταση του ελληνικού κράτους με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο επιχειρώντας σε αυτό τις αναφερόμενες πράξεις νομής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε νόμιμους τους παραπάνω ισχυρισμούς ως ενστάσεις που στηρίζονται στις ανωτέρω διατάξεις, επιπλέον δε ο τελευταίος στο άρθρο 1045 ΑΚ, πλην του ισχυρισμού κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία που τον έκρινε απορριπτέο ως μη νόμιμο καθώς δεν αναφερόταν νόμιμος τίτλος και χρόνος μεταγραφής αυτού, εφεξής του οποίου άρχεται η δεκαετής νομή για θεμελίωση κυριότητας κατ’ άρθρο 1041 ΑΚ, ακολούθως δε απέρριψε τις σχετικές ενστάσεις του εναγομένου ως ουσία αβάσιμες. Σημειωτέον ότι οι ισχυρισμοί αυτοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, πράγματι αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ώστε τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), έπρεπε να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 893/2020 δημ. στην areiospagos.gr, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013 δημ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 694/2020, efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 470/2021 στην efeteio-peir.gr). Για την απόρριψη των παραπάνω ενστάσεών του παραπονείται με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσής του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Καταρχάς, ως προς την απόρριψη ως μη νόμιμου του ισχυρισμού κτήσης κυριότητας του εναγόμενου στο επίδικο ακίνητο με τακτική χρησικτησία, ορθά τούτος απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη με την ως άνω αιτιολογία.
Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι και από τις ομοίως νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο ένορκες βεβαιώσεις και δη α) τη με αριθμό …./18.9.2018 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ……….., φίλου του εφεσίβλητου, β) τη με αριθμό ……./18.9.2018 του μάρτυρα ………., κουνιάδου του εφεσίβλητου και γ) τη με αριθμό …/18.9.2018 ένορκη κατάθεση της μάρτυρα ………., ήτοι της συζύγου του εφεσίβλητου, οι οποίες δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας και λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. .…../2.7.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, ………) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επίδικο ακίνητο είναι το καταχωρισθέν στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ …….. γεωτεμάχιο έκτασης 321 τ.μ. στη θέση “………” της κτηματικής περιφέρειας της Δημοτικής Κοινότητας Αιαντείου του Δήμου Σαλαμίνας και είναι αποτυπωμένο στο από Ιανουάριο του 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ, με έκταση 320,79 τ.μ., κείμενο εκτός σχεδίου πόλης και εκτός ζώνης, τυγχάνει δε μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο. Σύμφωνα με το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα συνορεύει βορειοδυτικά με πλευρά Α-Β μήκους 17,03 μέτρων με αγροτική οδό (……..) πλάτους 6 μ. , που φέρει ΚΑΕΚ …….., νοτιοανατολικά εν μέρει με πλευρά Δ-Ε μήκους 5,71 μ. με ιδιοκτησία που φέρει ΚΑΕΚ ……. και εν μέρει με πλευρά Γ-Δ μήκους 10,39 μ. με ιδιοκτησία που φέρει ΚΑΕΚ …….., βορειοανατολικά με πλευρά Β-Γ μήκους 18,90 μ. με ιδιοκτησία που φέρει ΚΑΕΚ …….. και νοτιοδυτικά με πλευρά Ε-Α μήκους 19,47 μ. με ιδιοκτησία του ίδιου του ενάγοντος και της ……… που φέρει ΚΑΕΚ ………… Ο ενάγων αγόρασε ατύπως το επίδικο ακίνητο κατά το έτος 1995 από τον ……….. Έκτοτε, το οριοθέτησε με συρματόπλεγμα, άρχισε να το καλλιεργεί με διάφορα κηπευτικά είδη, το καθαρίζει, το επιβλέπει, τοποθέτησε σε αυτό δεξαμενή νερού και το δηλώνει στην εφορία ως περιουσιακό του στοιχείο, χωρίς ποτέ να οχληθεί από τρίτο. Το έτος 2007, προέβη μαζί με τη σύζυγό του στην αγορά του όμορου στα νοτιοδυτικά ακινήτου, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, έκτασης 331 τ.μ., όπου βρίσκεται η εξοχική τους κατοικία και ως εκ τούτου χρησιμοποιούν το επίδικο και για χώρο στάθμευσης. Ο δικαιοπάροχος του ενάγοντα, ………., είχε αποκτήσει τη νομή του επίδικου ακινήτου κατόπιν άτυπης προφορικής διανομής με κλήρωση μεταξύ των μελών του οικοδομικού συνεταιρισμού των “………”, ο οποίος είχε αποκτήσει μια έκταση 94.933 τ.μ. με άτυπη αγορά συνομολογηθείσα στο με αριθμό ……../1964 προσύμφωνο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….. και προέβη στην τοπογράφηση και κατάτμηση αυτού σε οικοδομικά τετράγωνα και οικόπεδα, τα οποία έκτοτε μοιράστηκαν με κλήρωση στα μέλη του, καθένα από τα οποία κατέστη νομέας του αντίστοιχου μερικότερου τεμαχίου. Στο ανωτέρω προσύμφωνο πωλητές ήταν οι …………… Ο ………. είχε αποκτήσει το επίδικο σε μείζονα έκταση κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του πατέρα του, ……… που απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη το έτος 1942, και στην οποία εκείνος αναμείχθηκε. Το λοιπό ποσοστό 3/8 κληρονόμησε ο αδελφός του ……… και ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η μητέρα του, ………… Σημειώνεται ότι επί κληρονομικής διαδοχής που έλαβε χώρα υπό την ισχύ του Β.Ρ.Δ. σε περίπτωση που ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946), η κληρονομία διέπεται από τις διατάξεις του Δικαίου αυτού. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 πανδ. (28.7), ν. 14 § 8 πανδ. (11.7) και ν. 69 πανδ. (29-2) του προϊσχύοντος του ΑΚ Β.Ρ.Δ., οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία με μονομερή δήλωση της βούλησής τους για αποδοχή αυτής που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική) είτε σιωπηρή συναγομένη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμιξη σ’ αυτή και απόκτησή της. Σύμφωνα επίσης με τις διατάξεις των ν.2 εισ. (2-19), 3 εισ. (3-1), 14 πανδ. (38-16), οι οικείοι (sui) δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα τους, χωρίς τη γνώση ή βούλησή τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου) είτε από διαθήκη (ΑΠ 505/2015 στην ΤΝΠ Νόμος), ενώ από τις ίδιες διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου δεν προβλεπόταν μεταγραφή για τις αιτία θανάτου πράξεις, η οποία προβλέφθηκε για πρώτη φορά με τα άρθρα 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ (ΑΠ 41/2018, 1713/2006 στη ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, εκ των παραπάνω κληρονόμων, ο ……… πώλησε το μερίδιό του στους ……… ………. και ………… και σε ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο με το με αριθμό ………./1963 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς …… που νόμιμα μεταγράφηκε. Εν συνεχεία οι ανωτέρω συγκύριοι διένειμαν το κοινό ακίνητο με το με αριθμό …/1964 συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….. που νόμιμα μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο .. και με αριθμό …. Ο δε αρχικός ιδιοκτήτης της ευρύτερης έκτασης ……… είχε αποκτήσει την ευρύτερη έκταση από κληρονομιά του θανόντα το έτος 1940 πατρός του, ……… και δυνάμει της με αριθμό …………/15.6.1939 δημόσιας διαθήκης του, νομίμως συνταχθείσας ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά …………. που νομίμως δημοσιεύθηκε με το με αριθμό …./27.7.1942 πρακτικό δημοσίευσης του Πρωτοδικείου Πειραιά. Ο δε ………. είχε αποκτήσει κατά κυριότητα το επίδικο ως περιλαμβανόμενο σε έκταση 300 στρεμμάτων εξ αγοράς από τον ………., δυνάμει του με αριθμό ………./1920 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογραφούντος γραμματέως του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με α.α. ….. Στον ……….. είχε περιέλθει το παραπάνω ακίνητο από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 15.2.1913 πατρός του, ………, στην οποία εκείνος αναμείχθηκε, ο δε κληρονομούμενος το είχε αποκτήσει εκ πατρικής κληρονομίας το έτος 1880. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ουδέποτε οχλήθηκε στην άσκηση της νομής του επί του ανωτέρω ακινήτου, ουδόλως δε αμφισβητήθηκε από κάποιον τρίτο, ούτε από το Ελληνικό Δημόσιο. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι το τελευταίο άσκησε ποτέ πράξεις νομής επί του επίδικου ακινήτου ούτε ότι αυτό ήταν κτήμα των Οθωμανών, το οποίο κατά τη διάρκεια του πολέμου το κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και το δήμευσε ούτε ότι αυτό είχε εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτού και δεν είχε καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, ούτε ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν χωρίς κύριο ή ότι υπό την δεσποτεία άλλου προϋπήρξε, ποιος ήταν αυτός ο άλλος και πώς ο τελευταίος απέβαλε την κυριότητά του, δηλαδή με εγκατάλειψη με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα – και κατά το ισχύον δίκαιο (972 ΑΚ) την εγκατάλειψη της νομής αυτού από τον εκάστοτε κύριο με την πρόθεση παραιτήσεώς του από την κυριότητα, η οποία να έχει περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να έχει μεταγραφεί, ούτε ότι το επίδικο ήταν χορτολιβαδικό ή βοσκότοπος ή δάσος. Αντίθετα, το επίδικο ήταν ανέκαθεν ιδιωτική περιουσία, που κληρονομήθηκε διαδοχικά και πωλήθηκε κατά τα ανωτέρω προεκτεθέντα. Ο ενάγων άσκησε τις ως άνω αναφερόμενες πράξεις νομής στο επίδικο με διάνοια κυρίου από το έτος 1995 σε συνέχεια των πράξεων νομής του δικαιοπαρόχου του, ………, ο οποίος είχε εγκαταστήσει σε αυτό τη μία εκ των δύο δεξαμενών νερού και ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τρίτο, ουδόλως δε από το Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω προέκυψε ότι επειδή, κατά την κτηματογράφηση και την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή, ο ενάγων παρέλειψε να υποβάλλει δήλωση ιδιοκτησίας, το επίδικο ακίνητο υπό το ανωτέρω KAEK καταχωρίσθηκε με δικαιούχο «άγνωστο ιδιοκτήτη», στις 12.2.2007. H εν λόγω πρώτη κτηματολογική εγγραφή ελέγχεται ως ανακριβής, δοθέντος ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο ο ενάγων, ο οποίος από το έτος 1995 βρισκόταν στη νομή του επίδικου, προσμετρώντας στον δικό του, τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του από το έτος 1964, μέχρι την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου και με εικοσαετή νομή είχε ήδη καταστεί κύριος στο επίδικο με έκτακτη χρησικτησία. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν προσκόμισε αποδείξεις περί της ιδιότητας του επιδίκου ως δημοσίου κτήματος, ούτε υπέβαλε δήλωση εμπράγματου δικαιώματος για το επίδικο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής. Κατόπιν των ανωτέρω και απορριπτομένων των ενστάσεων περί ιδίας κυριότητας του εναγομένου ως ουσία αβάσιμων, έπρεπε η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη κατά τα κύρια αιτήματα αυτής, να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα, τύγχανε με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, αποκλειστικός κύριος σε ποσοστό 100% του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση, καθώς δεν απομένει προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 του ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 23.2.2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ