ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
630/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 367/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας κατά της εκκαλούσας από 5.11.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής της εφεσίβλητης, και με την οποία (εκκαλούμενη απόφαση) έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 32.260 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ως οφειλόμενο, ανεξόφλητο, υπόλοιπο συμφωνηθέντων, αφενός μεν εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας, για την εκτέλεση εργασιών επισκευής σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, αφετέρου δε τιμήματος πωλήσεων προς την τελευταία εξαρτημάτων για το ανωτέρω πλοίο, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 12.5.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, με την επιμέλεια της ενάγουσας, που έλαβε χώρα στις 12.4.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……. έκθεσης επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή Δ. Κ., και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα με την από 5.11.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………..) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), επικαλούμενη ότι δυνάμει πλειόνων συμβάσεων έργου και πώλησης, τις οποίες κατήρτισε με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας πλοίου με την ονομασία “E. “, διά της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα και διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου εταιρίας με την επωνυμία “…..”, που συμβλήθηκε για λογαριασμό της, κατά το χρονικό διάστημα από 7.8.2013 έως 16.5.2014, εκτέλεσε προσηκόντως τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο εργασίες επισκευής στο ανωτέρω πλοίο, και παρέδωσε τα επίσης αναλυτικά διαλαμβανόμενα είδη (εξαρτήματα του πλοίου αυτού), που παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα, αντί συμφωνηθέντων εργολαβικής αμοιβής και τιμήματος, συνολικού ποσού 90.760 ευρώ, έναντι του οποίου έχει ήδη εισπράξει το ποσό των 58.500 ευρώ, διά μερικότερων τμηματικών καταβολών της εναγομένης, στο σύνολό τους ανερχομένων στο ποσό αυτό, που καταλογίσθηκαν στις αρχαιότερες οφειλές της, ζήτησε να υποχρεωθεί η αντίδικός της να της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 32.260 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να της οφείλει, παρά τις προς τούτο συνεχείς οχλήσεις της, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής της ευθύνης, άλλως, επικουρικώς, τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί αυτή στη δικαστική της δαπάνη. Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.367/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης και είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, και απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη κατά την επικουρικά σωρευθείσα στο δικόγραφο αυτής προς θεμελίωση του αιτήματός της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ενώ κρίθηκε ως νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στη συνέχεια έγινε στο σύνολό της δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, κατόπιν απόρριψης, τόσο των προβληθεισών ενστάσεων της εναγομένης α) περί μερικής εξόφλησης, διά καταβολών των αναφερομένων στις προτάσεις της χρηματικών ποσών, της επίδικης οφειλής της, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, απορρέει από μία και μόνον ενιαία σύμβαση έργου, με αντικείμενο την εκτέλεση, αντί αμοιβής, από την ενάγουσα εργασιών επισκευής σε όλα τα πλοία, πλοιοκτησίας μεν διαφορετικών εταιριών του αυτού επιχειρηματικού ομίλου, που διαχειριζόταν, όμως, η ίδια εταιρία, και δη αυτή με την επωνυμία «…………….», η οποία και συμβλήθηκε στην επίμαχη σύμβαση, και όχι από πλείονες, που αφορούσαν μόνο στο συγκεκριμένο πλοίο, όπως εκτίθεται στην αγωγή, άλλως β) του συμψηφισμού της οφειλής της με απαιτήσεις, προερχόμενες από την ίδια σύμβαση, άλλων πλοιοκτητριών εταιριών σε βάρος της ενάγουσας, όσο και του υποβληθέντος αιτήματος περί αναστολής της δίκης κατά τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί ασκηθείσης συναφούς αναγνωριστικής αγωγής – μεταξύ άλλων – και της εναγομένης, αλλά και της προαναφερθείσης διαχειρίστριας του πλοίου της και αντιπροσώπου της, κατά της ενάγουσας, υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 32.260 ευρώ, ως, όπως έγινε δεκτό, ανεξόφλητο υπόλοιπο, αφενός μεν της συμφωνηθείσης εργολαβικής αμοιβής της τελευταίας για την προσήκουσα εκτέλεση εργασιών επισκευής στο συγκεκριμένο πλοίο, δυνάμει πλειόνων συμβάσεων έργου, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ τους, της εναγομένης συμβληθείσας σ’αυτές διά της ως άνω – διαχειρίστριας του πλοίου της – εταιρίας, που την εκπροσωπούσε ως αντιπρόσωπός της, αφετέρου δε του συνομολογηθέντος τιμήματος, κατά τον ίδιο τρόπο καταρτισθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων πώλησης παραδοθέντων και παραληφθέντων εξαρτημάτων του πλοίου αυτού, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη, έχοντας προς τούτο προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την ένδικη έφεσή της, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφό της, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μόνον ως προς την κρίση του επί των κεφαλαίων της εκκαλουμένης, που αφορούν α) την προβληθείσα ένστασή της περί του συμψηφισμού της επίδικης οφειλής της με άλλες απαιτήσεις κατά της ενάγουσας, και β) το υποβληθέν απ’αυτήν αίτημα αναστολής της δίκης επί της αγωγής κατά τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ, μέχρι του αμετάκλητου πέρατος έτερης αστικής δίκης, αμφότερα τα οποία (ένσταση και αίτημα) απορρίφθηκαν, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 440 του ΑΚ «ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», ενώ κατά το άρθρο 441 του ΑΚ «ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από την στιγμή κατά την οποία δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό και επέρχεται με την σχετική προς τούτο πρόταση του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξαρτήτως από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση, γι’ αυτό κύρια απαίτηση υπό προθεσμία μπορεί να αποσβεσθεί με ανταπαίτηση ληξιπρόθεσμη. Αυτονόητο είναι ότι βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, εάν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Εξάλλου, αμοιβαίες είναι οι απαιτήσεις όταν εκείνος που προβαίνει στην δήλωση συμψηφισμού είναι οφειλέτης της κύριας απαίτησης, δηλαδή εκείνης κατά της οποίας ο συμψηφισμός προβάλλεται, συγχρόνως δε και ο δανειστής της ανταπαίτησης, δηλαδή εκείνης που προτείνεται σε συμψηφισμό. Έτσι, από την αρχή αυτής της αμοιβαιότητας συνάγεται ότι ο οφειλέτης μόνον δικές του απαιτήσεις είναι δυνατόν να προτείνει σε συμψηφισμό. Ξένες απαιτήσεις δεν μπορεί να προβάλει ο οφειλέτης σε συμψηφισμό κατά του δανειστή του ακόμη και με την συγκατάθεση του δικαιούχου. Μόνον εάν έχει προηγηθεί εκχώρηση είναι δυνατόν να προβληθεί ξένη απαίτηση σε συμψηφισμό (ΕφΘεσ 781/2012 Αρμ.2013.1460). Έτσι, o οφειλέτης μπορεί να προβάλει προς συμψηφισμό μόνο δικές του ανταπαιτήσεις κατά του δανειστή της κύριας απαίτησης, και όχι ξένες απαιτήσεις, τις οποίες δε μπορεί να προτείνει για συμψηφισμό oύτε με συγκατάθεση του δικαιούχου, εκτός αν γίνει εκχώρηση προς αυτόν της ξένης απαίτησης (ΕφΑθ 265/2000 ΕλλΔνη 2000.1427, ΕφΑθ 6443/1989 ΕλλΔνη 31.1539). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη με τις προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό, ισχυρίσθηκε ότι μεταξύ της ενάγουσας και της διαχειρίστριας του πλοίου της με την ονομασία «E.» εταιρίας με την επωνυμία «…………» καταρτίσθηκε σύμβαση έργου, με την οποία η ανωτέρω εταιρία ανέθεσε στην ενάγουσα, αντί αμοιβής, τη διενέργεια των αναγκαίων επισκευών, σε όλα τα πλοία, συνολικά ένδεκα (11), του προαναφερθέντος συμπεριλαμβανομένου, τα οποία, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010 έως και το έτος 2014 τελούσαν υπό τη δική της διαχείριση, πλοιοκτησίας διαφορετικών εταιριών του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου, και δη την εκτέλεση σ’αυτά όλων των απαιτούμενων μηχανολογικών εργασιών, όταν θα ναυλοχούσαν στην ευρύτερη περιοχή του λιμένος του Πειραιά, προς αποκατάσταση της αξιοπλοΐας τους, της διαχειρίστριας συμβληθείσας ως αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιριών και για λογαριασμό τους. Ότι οι εργασίες αυτές θα εκτελούντο από το εργατοτεχνικό προσωπικό της ενάγουσας, με υλικά και ανταλλακτικά, που η ανωτέρω θα προμηθευόταν, καταβάλλοντας εξ ιδίων το τίμημα της αγοράς τους, το οποίο, ακολούθως, θα συνυπολόγιζε κατά τον προσδιορισμό της αμοιβής της, καθώς και ότι η ίδια η εργολάβος θα επιβαρυνόταν με τη δαπάνη της μεταφοράς των εξαρτημάτων από και προς τα υπό επισκευή πλοία. Ότι η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να συντάσσει, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών σε κάθε πλοίο, αναλυτική κατάσταση, στην οποία θα αναφέρονταν οι συγκεκριμένες εργασίες, που εκτελέσθηκαν, και τα υλικά και ανταλλακτικά, που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και η εργολαβική της αμοιβή, του κόστους της αγοράς των υλικών συμπεριλαμβανομένου σ’αυτήν, και η οποία, στη συνέχεια, θα υποβαλλόταν προς έγκριση στο αρμόδιο τεχνικό τμήμα της διαχειρίστριας εταιρίας, οπότε και θα επακολουθούσε η έκδοση από την εργολάβο των σχετικών παραστατικών. Ότι η αμοιβή της ενάγουσας, θα προσδιοριζόταν κατά τα ειωθότα στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, «απολογιστικώς», τηρουμένου μεταξύ τους «ανοικτού δοσοληπτικού λογαριασμού», στον οποίο θα καταχωρούντο οι χρεώσεις (το κόστος των υλικών και τα ημερομίσθια του προσωπικού, που θα απασχολείτο στις εργασίες) και οι πιστώσεις (οι καταβολές προς την εργολάβο, που θα πραγματοποιούντο κατά τη διάρκεια των επισκευών από τη διαχειρίστρια, για λογαριασμό των πλοιοκτητριών), και του οποίου το κατάλοιπο (είτε χρεωστικό, είτε πιστωτικό) θα προέκυπτε κατά την εκκαθάριση της συναλλαγής και το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010 έως και το μήνα Μάρτιο του έτους 2014, κατά το οποίο εκτελέσθηκαν από την ενάγουσα εργασίες μηχανολογικών επισκευών στα εν λόγω πλοία, ενίοτε και σε περισσότερα του ενός ταυτόχρονα, η διαχειρίστρια πλειστάκις προέβη σε καταβολές χρηματικών ποσών, έναντι της αμοιβής της εργολάβου, είτε απευθείας προς την ίδια, διά της έκδοσης επιταγών, σε διαταγήν της τελευταίας, ή διά τραπεζικών εμβασμάτων, είτε, κατόπιν υπόδειξής της, και πάντοτε τοις μετρητοίς, προς την εταιρία με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στη ….., ιδίων συμφερόντων με αυτήν (την ενάγουσα). Ότι για τις συγκεκριμένες καταβολές προς την εταιρία …….. χορηγούντο από την τελευταία στη διαχειρίστρια χειρόγραφες αποδείξεις, που υπέγραφαν άλλοτε ο ………., αρχικός εταίρος και ιδρυτής της ενάγουσας, άλλοτε η τότε υπάλληλος αυτής ………… Ότι άπασες οι καταβολές καταχωρούντο στη στήλη των πιστώσεων στον προαναφερθέντα δοσοληπτικό λογαριασμό, και θα καταλογίζονταν στην αμοιβή της ενάγουσας, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν κατά την τελική εκκαθάριση του εν λόγω λογαριασμού, όταν και θα εκδίδονταν από την εργολάβο τα σχετικά τιμολόγια, όπως είχε συμφωνηθεί εξαρχής με τη διαχειρίστρια των πλοίων εταιρία. Ότι για τις εργασίες, που εκτελέσθηκαν σε καθένα των πλοίων αυτών κατά τις αναφερόμενες στις προτάσεις της χρονικές περιόδους του ανωτέρω διαστήματος εκδόθηκαν από την ενάγουσα τα τιμολόγια, και πραγματοποιήθηκαν από τη διαχειρίστρια εταιρία, έναντι της αμοιβής της εργολάβου, για λογαριασμό των πλοιοκτητριών, οι καταβολές, που επίσης εκεί αναλυτικά παρατίθενται (όσον αφορά ειδικότερα τις καταβολές διαλαμβάνονται η ημερομηνία, το ακριβές χρηματικό ποσό, αλλά και ο τρόπος, που έλαβε χώρα έκαστη εξ αυτών, δηλαδή εάν διενεργήθηκε με την έκδοση συγκεκριμένης, επίσης μνημονευομένης, τραπεζικής επιταγής, με έμβασμα, ή με την παράδοση μετρητών χρημάτων προς την εταιρία …..), και, τέλος, εκτίθεται το υπόλοιπο του δοσοληπτικού λογαριασμού, που τηρείτο από τη διαχειρίστρια κατά τη διάρκεια των εργασιών, όπως διαμορφώθηκε στο τέλος της συναλλαγής κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού για το κάθε πλοίο, δηλαδή ξεχωριστός για το καθένα, και όχι ένας για όλα, είτε χρεωστικό, είτε πιστωτικό για την ενάγουσα, όπερ σημαίνει ότι η τελευταία εδικαιούτο να λάβει, ή υποχρεούτο να καταβάλει αντίστοιχα, κατά περίπτωση, το ποσό του ανακύψαντος κατά την εκκαθάριση καταλοίπου, ανάλογα με το εάν οι διενεργηθείσες από τη διαχειρίστρια μερικότερες καταβολές χρηματικών ποσών υπολείποντο ή υπερέβαιναν αντίστοιχα στο σύνολό τους την εργολαβική αμοιβή της (της ενάγουσας), που οφειλόταν για το κάθε πλοίο για τις εκτελεσθείσες σ’αυτό εργασίες, η οποία περιελάμβανε κατά τα προεκτεθέντα και το τίμημα της αγοράς από την εργολάβο των υλικών (ανταλλακτικών και εξαρτημάτων), που χρησιμοποιήθηκαν, με βάση τα εκδοθέντα από την τελευταία τιμολόγια (παροχής υπηρεσιών ή πώλησης αγαθών). Ότι σε πιστωτικό σε βάρος της εργολάβου – ενάγουσας διαμορφώθηκε κατά το κλείσιμο του λογαριασμού το υπόλοιπο, όσον αφορά τα πλοία με την ονομασία «B.V.1», «B.V.2», και «M/V C. E.», πλοιοκτησίας εκάστου εξ αυτών των εταιριών με την επωνυμία «……..», «…….» και «………», και ανήλθε στο ποσό των 80.720 ευρώ, 31.612,21 ευρώ και 2.937,80 ευρώ αντίστοιχα, ενώ ως προς όλα τα υπόλοιπα πλοία, μεταξύ δε αυτών και το πλοίο με την ονομασία «E.», στο οποίο αναφέρεται η αγωγή, το υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν χρεωστικό, διότι, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις της, η αξία των εργασιών, που πραγματοποιήθηκαν σ’αυτά, και των υλικών, που αγοράσθηκαν από την εργολάβο και χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση των επισκευών, υπερβαίνει στο σύνολό της, όπως αυτό προκύπτει από τα επίσης αναφερόμενα παραστατικά, του συνόλου των διενεργηθεισών από τη διαχειρίστρια των πλοίων εταιρία καταβολών έναντι της οφειλής των πλοιοκτητριών. Ότι ειδικά για το επίμαχο πλοίο εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα το ποσό των 31.840 ευρώ, στο οποίο διαμορφώθηκε το κατάλοιπο του δοσοληπτικού λογαριασμού, που τηρήθηκε για το συγκεκριμένο πλοίο καθ’όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο εκτελούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής, και όχι των 32.260 ευρώ, όπως ζητείται να της καταβληθεί με την αγωγή. Με βάση τα προεκτεθέντα, η εναγόμενη πρότεινε σε συμψηφισμό τις απαιτήσεις σε βάρος της ενάγουσας για την καταβολή του υπολοίπου του λογαριασμού, που διαμορφώθηκε σε πιστωτικό, όσον αφορά τα πλοία με την ονομασία «B.V.1», «B. V.2», και «M/V C. E.», ποσού 80.720 ευρώ, 31.612,21 ευρώ και 2.937,80 ευρώ αντίστοιχα, με την επίδικη απαίτηση, ποσού 32.260 ευρώ, και, κατόπιν τούτου, επικαλέσθηκε απόσβεση της απαίτησης αυτής, ζητώντας, συνακόλουθα, την απόρριψη της ασκηθείσης αγωγής. Η ανωτέρω προβληθείσα ένσταση, όμως, απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη, καθώς, με βάση όσα πραγματικά περιστατικά παρατέθηκαν στις προτάσεις της εναγομένης για τη θεμελίωσή της, και αληθών αυτών υποτιθεμένων, δεν πληρούνται στην υπό κρίση περίπτωση οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού, και ειδικότερα αυτή της αμοιβαιότητας των συμψηφιζομένων απαιτήσεων, καθώς, ναι μεν η εναγόμενη, που προβαίνει στη δήλωση συμψηφισμού, είναι οφειλέτρια της κύριας – επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, δηλαδή εκείνης κατά της οποίας ο συμψηφισμός προβάλλεται, αλλά δεν είναι συγχρόνως και η δανείστρια της ανταπαίτησης, δηλαδή εκείνης που προτείνεται σε συμψηφισμό, και εν προκειμένω των επικαλουμένων απαιτήσεων σε βάρος της ενάγουσας προς καταβολή του διαμορφωθέντος «πιστωτικού» καταλοίπου κατά το κλείσιμο και την εκκαθάριση του «ανοικτού δοσοληπτικού» λογαριασμού, o οποίος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εναγομένης, τηρήθηκε για κάθε πλοίο ξεχωριστά, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης σ’αυτό εργασιών επισκευής, από τη διαχειρίστρια των πλοίων εταιρία, που συμβλήθηκε με την ενάγουσα για λογαριασμό των πλοιοκτητριών, ως αντιπρόσωπός τους, και συγκεκριμένα του προκύψαντος μετά το πέρας των εργασιών καταλοίπου αναφορικά με τα πλοία «B.V.1», «B. V.2», και «M/V C.E.», ως προς τα οποία η συνολική αξία των διενεργηθεισών σ’αυτά από την ενάγουσα εργασιών, της αξίας των χρησιμοποιηθέντων στις επισκευές υλικών συμπεριλαμβανομένης, όπως προσδιορίζεται από τα σχετικώς εκδοθέντα απ’αυτήν παραστατικά, φέρεται ως υπολειπόμενη του συνολικού ποσού των πραγματοποιηθεισών από τη διαχειρίστρια σε εξόφληση της οφειλής των πλοιοκτητριών από την αιτία αυτή καταβολών προς την ενάγουσα, με αποτέλεσμα η τελευταία να υποχρεούται πλέον να αποδώσει τη διαφορά των δύο ποσών, διότι δικαιούχοι των απαιτήσεων αυτών είναι οι πλοιοκτήτριες εταιρίες των ως άνω πλοίων, που αποτελούν διαφορετικά νομικά πρόσωπα, και όχι η εναγόμενη, ως προς την οποία ο λογαριασμός, που αφορά τις εργασίες στο δικό της πλοίο, αναφέρεται ότι έκλεισε με χρεωστικό σε βάρος της υπόλοιπο, και, συνεπώς, πρόκειται για ξένες απαιτήσεις, οι οποίες δε μπορούν να προταθούν σε συμψηφισμό από την εναγόμενη, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ουδόλως μνημονεύεται ότι έχει λάβει χώρα εκχώρηση προς την ανωτέρω των απαιτήσεων αυτών, ώστε να δικαιούται αυτή να τις προτείνει, παρότι ξένες, προς συμψηφισμό, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Ο προβαλλόμενος με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης ισχυρισμός της εναγομένης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ένστασή της περί συμψηφισμού των απαιτήσεων των πλοιοκτητριών εταιριών σε βάρος της ενάγουσας για την καταβολή του υπολοίπου του δοσοληπτικού λογαριασμού, που διαμορφώθηκε, κατά τα αναφερόμενα στις προτάσεις της, σε πιστωτικό υπέρ τους μετά το πέρας των επισκευών στα πλοία τους από την εργολάβο και την εκκαθάριση των συναλλαγών, με την ένδικη απαίτηση της τελευταίας, διότι η άσκηση από την ίδια (την εναγόμενη) και τις λοιπές πλοιοκτήτριες εταιρίες, καθώς και από τη διαχειρίστρια των πλοίων τους εταιρία, σε βάρος της ενάγουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της από 19.9.2016 αγωγής τους, με την οποία ζητείται ν’αναγνωρισθεί ότι α) η έννομη σχέση, που συνδέεει τις ενάγουσες της αγωγής αυτής με την εναγόμενη (και νυν ενάγουσα) είναι εκείνη της ενιαίας σύμβασης έργου, με εργολαβική αμοιβή της αντιδίκου τους, προσδιοριζόμενη απολογιστικώς, β) ότι από το συνολικό εργολαβικό λογαριασμό προκύπτει χρεωστικό κατάλοιπο για τις πλοιοκτήτριες εταιρίες, ανερχόμενο μόνον στο ποσό των 36.233,69 ευρώ, και όχι στο ποσό των 466.264,70 ευρώ, το οποίο αξιώνει η εναγόμενη (εν προκειμένω ενάγουσα) με ένδεκα αγωγές της, που έχει ασκήσει κατά των πλοιοκτητριών εταιριών (της κρινόμενης συμπεριλαμβανομένης), άλλως και για την περίπτωση, που ήθελε κριθεί ότι δεν πρόκειται περί μίας ενιαίας σύμβασης έργου, αλλά περί πλειόνων τέτοιων, ν’αναγνωρισθεί ότι το κατάλοιπο για κάθε μία εξ αυτών ανέρχεται στο ειδικότερο αναφερόμενο στο δικόγραφο της ανωτέρω αγωγής (αλλά και στις προτάσεις της εναγομένης, που κατατέθηκαν στην παρούσα δίκη) ποσό, ουσιαστικά υποδηλώνει συγκατάθεση των λοιπών εταιριών για την προβολή από την ίδια (την εναγόμενη) των δικών τους απαιτήσεων σε βάρος της ενάγουσας προς συμψηφισμό στην παρούσα δίκη με την απαίτηση της τελευταίας, που κατάγεται προς κρίση, και, επομένως, μπορεί να ερμηνευθεί ως εκχώρηση των απαιτήσεών τους προς αυτήν, πρέπει ν’απορριφθεί, διότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ξένη απαίτηση δε μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό ούτε με τη συγκατάθεση του δικαιούχου, εκτός εάν έχει προηγηθεί εκχώρησή της, όπερ η εναγόμενη δεν επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα εν προκειμένω, της συγκατάθεσης, επομένως, ακόμη και εάν ήθελε εκτιμηθεί ως τέτοια η από κοινού άσκηση από την εναγόμενη και τις λοιπές πλοιοκτήτριες της εν λόγω αγωγής, μη δυναμένης, σε κάθε περίπτωση, να ερμηνευθεί ως εκχώρηση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε την προταθείσα ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, διότι δέχθηκε ότι πρόκειται περί ξένων απαιτήσεων, και όχι δικών της, σε βάρος της ενάγουσας, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις οικείες νομικές διατάξεις, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.
Κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο. Παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης η οποία ομιλεί περί αναβολής της συζήτησης, πρόκειται ενταύθα περί αναστολής της δίκης. Από δε τη διατύπωση και την έννοια αυτής της διάταξης, που έχει θεσπισθεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας, και η οποία εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική ή διοικητική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων, για το σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης σχετικά προς το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 1374, 1377/2012, ΑΠ 1390/2002, 190/2001 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, ΕφΑθ 7228/2004 ΕλλΔνη 2005.543, ΕφΑθ 10144/1995 ΝοΒ 1996.225, ΕφΑθ 4284/1993, Αρμ 1994. 303, ΕφΑθ 370/1993 ΕλλΔνη 1994.492). Περαιτέρω, λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρονται, είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (βλ. ΕφΑθ 2575/2009, ΕφΔωδ 70/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος) Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1247/1982 ΔΕΝ 39.1102, ΕφΘεσ 457/2011 Αρμ 2011.1022), ούτε θεμελιώνει τέτοιο (λόγο έφεσης) η απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό (αίτημα αναβολής – ΑΠ 194/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης ν’αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δε θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (πρβλ. και ΑΠ 679/1973 ΝοΒ 22.68, βλ. επίσης ΕφΠατρ 144/2018, ΕφΔωδ 11/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 292/2015 Δικογραφία 2016.75, ΕφΘεσ 907/1993, ΕφΑθ 9117/1989 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 8701/1980 ΝοΒ 29.357, ΕφΑθ 1610/1972 Αρμ 26.910, αντίθετα ΕφΑθ 12901/1987 ΕλλΔνη 31.587). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση, διατεινόμενη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει σφάλει, διότι απέρριψε το υποβληθέν αίτημά της για αναστολή της δίκης κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ανωτέρω από 19.9.2016 αναγνωριστικής αγωγής. Ο λόγος αυτός της έφεσης, όμως, πρέπει, ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον η απόφαση με την οποία απορρίπτεται ρητά ή σιωπηρά αίτηση διαδίκου περί αναβολής της συζήτησης εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου και δεν υπόκειται σε έφεση για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τις σκέψεις που προκτέθηκαν. Επιπροσθέτως ούτε από το παρόν Δικαστήριο κρίνεται αναγκαία για την ασφαλέστερη διάγνωση της διαφοράς η αναστολή της δίκης επί της κρινόμενης έφεσης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής, λαμβανομένων υπόψη, αφενός μεν του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που προσβάλλεται με την έφεση αυτή, το οποίο ανάγεται στην κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της νομικής βασιμότητας της προβληθείσης από την εναγόμενη ένστασης συμψηφισμού, και επί του οποίου δύναται να σχηματισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί και να τεθεί υπόψη στην έκκλητη δίκη αμετάκλητη απόφαση επί της προαναφερθείσας και μεταγενεστέρως ασκηθείσης αγωγής, αφετέρου δε του γεγονότος ότι επί της εν λόγω αγωγής έχει ήδη εκδοθεί απόφαση, και δη η προσκομιζόμενη από αμφότερους τους διαδίκους υπ’αριθμ. 1262/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση αυτής ως προς όλους τους διαδίκους, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί των ειδικότερα διαλαμβανομένων στο διατακτικό της ένδεκα (11) συνολικά αγωγών, που έχουν ασκηθεί από την ενάγουσα κατά καθεμίας των πλοιοκτητριών εταιριών προς καταβολή της εργολαβικής της αμοιβής για την εκτέλεση εργασιών επισκευής στα πλοία τους, στις οποίες (αγωγές) συμπεριλαμβάνεται και η κρινόμενη (πρόκειται συγκεκριμένα για την αναφερόμενη υπό τον αριθμό 7 αγωγή του διατακτικού της απόφασης αυτής).
Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει, αφενός μεν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 12.5.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………. και ……….) έφεση κατά της υπ’αριθμ.367/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18.10.2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ