Αριθμός 95/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., 2) ………. 3) ……….. και 4) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Κωνσταντέ (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 71/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 27.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 71/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28-07-2020, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, διότι δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ περαιτέρω έχει καταβληθεί και το με αριθμό …………/ 2020 ηλεκτρονικό παράβολο, όπως βεβαιώνεται με την έκθεση καταθέσεως του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 11-5-2018 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων, και ήδη εκκαλών, εξέθετε ότι οι εναγόμενοι κατά την πραγματοποίηση εργασιών ανοικοδόμησης του οικοπέδου τους κατέλαβαν παράνομα και υπαίτια το περιγραφόμενο τμήμα του όμορου, δικής του κυριότητας οικοπέδου, έκτασης 13,30 τ.μ., όπως εξάλλου έκρινε και η εκδοθείσα επι αγωγής του, ήδη αμετάκλητη, με αριθμό 505/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με συνέπεια ο ίδιος να υποστεί ζημία συνιστάμενη στην αδυναμία εκμετάλλευσης του οικοπέδου του και τη μείωση της εμπορικής του αξίας από το έτος 2006, οπότε προτίθετο να το πωλήσει, έως το χρόνο άσκησης της αγωγής, κατά το ποσό των 200.000 ευρώ, και ζητούσε για τον λόγο αυτό, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό :α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να αποκαταστήσουν τα πράγματα στην πρότερα κατάσταση, δια της κατεδαφίσεως εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης που θα εκδοθεί, του μέρους της οικοδομής τους, που ανηγέρθη εντός του ακινήτου του, άλλως να υποχρεωθούν να του καταβάλουν το ποσό των 25.000 ευρώ ως προκαταβολή των δαπανών, που θα απαιτηθούν για την κατεδάφιση αυτού από τον ίδιο και β) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρον ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη λόγω της αδικοπραξίας τους, το ποσό των 200.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως αόριστο το πρώτο αγωγικό αίτημα κατά το επικουρικό του σκέλος, ακολούθως έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς το πρώτο της αίτημα (κατά το κύριο σκέλος του), ενώ την απέρριψε ως προς το δεύτερο αίτημα της λόγω παραγραφής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκείμενου να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν η αγωγή του ως ουσιαστικά βάσιμη.
ΙΙΙ. Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση, τις προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα με αριθμούς …./ 2.10.2018 και …./ 2.10.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. και ………, αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., μετά από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. την ……../26.09.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….), καθώς και την προσκομιζόμενη από τους εφεσιβλήτους με αριθμό ……./17.09.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………, που λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου (βλ. την ……../12.09.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει κύριος, δυνάμει του με αριθμό ……../24.06.2004 νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., ενός οικοπέδου, εμβαδού 130,14 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 128,47 τ.μ., που βρίσκεται στον Πειραιά, στη θέση ……….. Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006, οι εναγόμενοι, από τους οποίους οι δύο πρώτοι τυγχάνουν συνεπικαρπωτές και οι λοιποί ψιλοί συγκύριοι εξ αδιαιρέτου της προς βορρά όμορης του ως άνω οικοπέδου ιδιοκτησίας, κατά την ανέγερση σε αυτήν οικοδομής κατέλαβαν αυθαίρετα και παράνομα ένα εδαφικό τμήμα του ακινήτου του ενάγοντος, έκτασης 13,30 τ.μ.. Το εν λόγω εδαφικό τμήμα, ορίζεται στο από Οκτώβριο 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ………, με τα γράμματα Ε Δ Γ β’ β γ δ ε Ε και συνορεύει βόρεια επί πλευράς β’ Γ, μήκους 7,22 μ., και Δ Ε, μήκους 6,15 μ., με την ιδιοκτησία των εναγομένων, νότια επί πλευράς β γ, μήκους 8,01 μ, και δ ε, μήκους 5,71 μ., με το υπόλοιπο της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, δυτικά επί πλευράς Ε ε, μήκους 0,65 μ., και επί πλευράς γ δ, μήκους 3,05 μ., με την ιδιοκτησία των εναγομένων και ανατολικά επί πλευράς Γ Δ, μήκους 3 μ., με την ιδιοκτησία των εναγομένων και επί πλευράς β β’, μήκους 0,45 μ., με την οδό ……….. Τα προαναφερόμενα έγιναν τελεσιδίκως δεκτά με την με αριθμό 505/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση κατά της με αριθμό 1881/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε κάνει δεκτή την από 05.02.2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2007 διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος κατά των εναγομένων, και αναγνώρισε αυτόν κύριο του επιδίκου καταληφθέντος εδαφικού τμήματος και υποχρέωσε τους εναγομένους να του αποδώσουν. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, μολονότι οι εργασίες ανέγερσης της οικοδομής των εναγομένων έχουν διακοπεί από τις 10.11.2006, δυνάμει του με αριθμό ………/ 10.11.2006 εγγράφου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς, η κατά τα προαναφερόμενα κατάληψη του ως άνω τμήματος του ακινήτου του ενάγοντος συνεχίζει να υφίσταται, με συνέπεια ο τελευταίος να αδυνατεί να κάνει χρήση του και να υφίσταται ζημία, προς αποκατάσταση (in natura) της οποίας οι εναγόμενοι υποχρεούνται στην επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση. Τα ανωτέρω, εξάλλου, έχουν γίνει δεκτά με την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία οι εναγόμενοι υποχρεώθηκαν να κατεδαφίσουν το εν λόγω τμήμα της οικοδομής τους, και η οποία δεν προσβάλλεται κατά το κεφάλαιο αυτό. Επιπλέον, ο ενάγων με την αγωγή του διατείνεται, ότι λόγω της ως άνω παράνομης κατάληψης μέρους του οικοπέδου του από τους εναγομένους, αυτός υπέστη και έτερη περιουσιακή ζημία, συνιστάμενη στην απομείωση της αξίας του όλου ακινήτου του κατά 200.000 ευρώ σε σχέση με την αξία αυτού κατά τον χρόνο κατάληψης του. Συγκεκριμένα, κατά τα αναφερόμενα σε αυτήν, ο ενάγων το έτος 2006 προτίθετο να πωλήσει το ακίνητο του έναντι τιμήματος 300.000 ευρώ, που ανταποκρινόταν και στην εμπορική του αξία, πλην, όμως, μετά την μερική κατάληψη του, κατά τα προαναφερόμενα, αναγκάστηκε τελικώς να το αποσύρει από την αγορά. Ήδη δε, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής η αξία αυτού είχε μειωθεί στο ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο και του προσέφεραν οι εναγόμενοι προς επίλυση της ένδικης διαφοράς τους. Αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω αγωγικών ισχυρισμών αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων το έτος 2006 είχε όντως αναθέσει στην μεσίτρια, ………, να προβεί στην εκτίμηση της αξίας του ακινήτου του προκειμένου να το πωλήσει. Όπως δε, η τελευταία βεβαιώνει στην με αριθμό ………/2018 ένορκη βεβαίωση της, η αξία αυτού (όλου ακινήτου) κατά το έτος 2006 ανερχόταν μεταξύ 300.000 ευρώ και 350.000 ευρώ. Ωστόσο, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τελικώς βρέθηκε υποψήφιος αγοραστής για το ακίνητο, έτοιμος να προσφέρει ισόποσο τίμημα, και ότι η αγοραπωλησία ματαιώθηκε λόγω της μερικής κατάληψης του ακινήτου από τους εναγομένους. Ειδικότερα, αναφορικά με το ζήτημα αυτό η ως άνω μεσίτρια δεν αναφέρεται ονομαστικά σε συγκεκριμένο αγοραστή, παρά μόνον κάνει λόγο αόριστα για διαπραγματεύσεις του ενάγοντος με υποψήφιο αγοραστή για πώληση του ακινήτου στο ποσό των 300.000 ευρώ, οι οποίες διακόπηκαν για τον ανωτέρω λόγο. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη εκ μέρους του ενάγοντος ζημία του. Περαιτέρω δε, και σε κάθε περίπτωση, η αξίωση του έχει παραγραφεί, διότι όπως προέκυψε σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, ο ενάγων τελούσε σε γνώση τόσο της ζημίας όσο και του υπόχρεου σε αποζημίωση, τουλάχιστον από τον χρόνο συζήτησης της ως άνω από 5-2-2007 διεκδικητικής αγωγής του στις 10-5-2012, οπότε η ζημία του από την επικαλούμενη μείωση της εμπορικής αξίας του ακίνητου ήταν προβλέψιμη, δεδομένης της γενικευμένης οικονομικής κρίσης και της συνεχούς πτώσης των τιμών στην αγορά των ακινήτων, ενώ, ακόμη και αν δεν γνώριζε την έκταση της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης, τελούσε πάντως σε γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης των εναγομένων (βλ. και ΟΛΑΠ 24/2003). Συνεπώς, ο χρόνος της πενταετούς, κατ’ άρθρο 937 ΑΚ, παραγραφής, που ξεκίνησε από τότε, συμπληρώθηκε πριν τον χρόνο άσκησης της (κριθείσας πρωτοδίκως) αγωγής αποζημίωσης, στις 22.05.2018. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, αν και με ελλιπή και εν μέρει διάφορη αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται αντιστοίχως από την αιτιολογία της απόφασης αυτής, δεν έσφαλε και ο μοναδικός λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως και η έφεση στο σύνολο της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιδικασθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), ενώ αναφορικά με το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που ο τελευταίος προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 71/ 2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του με αριθμό ……………./ 2020 παραβόλου, συνολικού ποσού εκατό (100) ευρώ.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και τα ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ