Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 631/2018

Αριθμός  631/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ` έφεση δίκη (άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ): «το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο, ως εκ τούτου δε και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254, 271 επ., 280 ΚΠολΔ εάν κάποιος παρέστη κανονικά κατά την προηγουμένη συζήτηση, κατά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη, όπως και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν δηλ. δεν παρέστη στην αρχική αλλά μόνο στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δικάζεται κατ` αντιμωλία (30/1997 ΑΠ (ΟΛΟΜ)  Δ/ΝΗ/1997 (1522), ΝΟΒ/1998 188, β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση, τ. Β`, σ. 165). Ισχυρισμοί μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς για πρώτη φορά και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αφού έως τη δεύτερη εκφώνηση της υπόθεσης αυτή θεωρείται ότι διαρκεί (ΕφΔωδ 212/2009 ΤΝΠ-Νόμος). Κατά συνέπεια δεν απαιτείται η κατάθεση νέων προτάσεων ούτε η επίκληση νέων αποδεικτικών μέσων ή η επανυποβολή των ενστάσεων. Επιπλέον, δεν είναι αναγκαία η παράσταση του διαδίκου στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Ο διάδικος που παρίσταται νόμιμα σε ένα από τα δύο στάδια, ενώ απουσιάζει από το άλλο δικάζεται κατ`αντιμωλία (βλ. ΕφΠατρ. 463/2009, ΕφΘεσ.2976/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την από 1-4-2013 (κύρια) αγωγή της (αρ.κατ………) ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, …………., επικαλέσθηκε τα ακόλουθα: Ότι στις 19-6-2011 και περί ώρα 16.00, στο λιµάνι του Λαυρίου, εντός του υπό σηµαία Ηνωµένων Πολιτειών Αµερικής ταχύπλοου σκάφους αναψυχής, ιδιωτικής χρήσης, µε την ονοµασία «M.», µε αριθµό νηολογίου ………., κυριότητας της πρώτης εναγοµένης αλλοδαπής (εδρεύουσας στις ……….) εταιρείας, ήδη εκκαλούσας, µε την επωνυµία «………..INC», επισυνέβη το περιγραφόµενο στο δικόγραφο ατύχηµα, το οποίο οφείλετο αποκλειστικώς σε υπαίτια και παράνοµη συµπεριφορά του δευτέρου εναγοµένου, ήδη τρίτου εφεσίβλητου, κυβερνήτη του εν λόγω σκάφους, προστηθέντος της ως άνω εναγοµένης εταιρείας, και είχε ως συνέπεια το σοβαρό τραυµατισµό της ίδιας (ενάγουσας). Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, όπως το αίτηµα της αγωγής της παραδεκτά, κατ’ άρθρο 223, 294 και 297 ΚΠολΔ, περιορίσθηκε µε δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουµένη πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης, αλλά και µε τις προτάσεις της, ως προς µέρος της αιτούµενης πρόσθετης, κατ’ άρθρο 931 του ΑΚ, αποζηµίωσης και ως προς µέρος της αιτούµενης χρηµατικής ικανοποίησης, να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, να της καταβάλουν, ευθυνόµενοι εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 1.056.180.12 ευρώ, που αντιστοιχεί στη θετική ζηµία που υπέστη από τη σε βάρος της αδικοπραξία, στην πρόσθετη αποζηµίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, λόγω της προκληθείσας εκ του ατυχήµατος µόνιµης αναπηρίας της και των ειδικώς αναφεροµένων στην αγωγή συνεπειών της, καθώς και στη χρηµατική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθική; της βλάβης. Το ως άνω ποσό ζήτησε να της καταβληθεί µε το νόµιµο τόκο από την ηµέρα του ατυχήµατος, άλλως από την καταβολή εκ µέρους της (ενάγουσας) των προκληθεισών από το ατύχηµα και τον επακόλουθο τραυµατισµό της δαπανών, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Η πρώτη εναγόµενη της ανωτέρω (κύριας) αγωγής, ήδη εκκαλούσα, µε την από 25-7-2014 (αριθµ. κατάθ, ………) ανακοίνωση δίκης, προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέµβαση και τη σωρευόµενη σ’ αυτές παρεµπίπτουσα αγωγή αποζηµίωσης, στην οποία ενσωµατώνει παραδεκτώς σε φωτοτυπία την κατ’ αυτής (κύρια) αγωγή της ……………., ανακοίνωσε τη δίκη που ανοίχθηκε µε την προαναφερόµενη αγωγή και προσεπικάλεσε την ασφαλιστική εταιρεία µε την επωνυµία «………. .», ήδη πρώτη εφεσίβλητη, η οποία είχε αναλάβει δυνάµει σχετικής σύμβασης ασφάλισης, κατά το χρόνο κατά τον οποίο συνέβη το επίδικο ατύχηµα, να καλύψει την αστική της ευθύνη έναντι τρίτων για ζηµίες που θα προκαλούνταν σε πρόσωπα ή πράγµατα κατά ή επ ευκαιρία της λειτουργίας του περιγραφόµενου στην (κύρια) ως άνω αγωγή σκάφους, προκειµένου να παρέµβει αυτή στη (κύρια) δίκη, ως δικονοµική της εγγυήτρια. Επιπλέον, ζήτησε, όπως παραδεκτά περιορίσθηκε κατ’ άρθρο 223, 294 και 297 του ΚΠολΔ, το καταψηφιστικό αίτηµά της, να υποχρεωθεί αυτή (προσεπικαλούµενη-παρεµπιπτόντως εναγόµενη), να της καταβάλει, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η σε βάρος της κύρια αγωγή, από το ποσό που θα καταβάλει η ίδια στην ενάγουσα της κύριας αγωγής µετά τόκων και εξόδων, δυνάµει της απόφασης που θα εκδοθεί επί της τελευταίας, το ποσό που καλύπτεται από την ένδικη ασφαλιστική σύµβαση, ήτοι αυτό των 300.000 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από το χρόνο καταβολής του στην κυρίως ενάγουσα. καθώς και να καταδικασθεί αυτή στην πληρωµή των δικαστικών της εξόδων. Η προσεπικαλούµενη παρεµπιπτόντως εναγόµενη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, µε το από 6-10-2014 ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετης παρέµβασης (αρ.κατ. …………), που κατατέθηκε στη Γραµµατεία του Δικαστηρίου του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου, άσκησε πρόσθετη παρέµβαση υπέρ της πρώτης των εναγοµένων της κύριας αγωγής, µε την οποία αφού εξέθεσε ότι η πρώτη εναγόµενη της κύριας αγωγής ήταν ασφαλισµένη στην ίδια, µε ισχυρή κατά το χρόνο του επίδικου ναυτικού ατυχήµατος σύµβαση ασφαλίσεως, για την αστική της ευθύνη για ζηµίες που θα προκαλούνταν σε τρίτους από τη λειτουργία του στην κύρια αγωγή αναφερθέντος ταχύπλοου σκάφους, αιτήθηκε να απορριφθεί η εν λόγω αγωγή. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο µε την εκκαλούµενη µε αριθµό 3305/2015 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε κατ’ αντιµωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την κύρια αγωγή, την προσεπίκληση δικονοµικού εγγυητή-παρεµπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέµβαση, και έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και εφαρµοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ακολούθως, έκρινε: α) ότι η (κύρια) αγωγή τυγχάνει ορισµένη και νόµιµη, στηριζόµενη στις διατάξεις των άρθρων 71,297,298,299,330,346, 481, 914, 922, 931, 932 εδ. α’και β’ ΑΚ, 84 του ν. 3816/1958 περί ΚΙΝΔ, πλην των κονδυλίων αποζηµίωσης που αφορούν δαπάνες ταξιδιών στο ……… προς αποκατάσταση της υγείας της ενάγουσας κατά τα χρονικά διαστήµατα από 30-5-2012 έως 4-6-2012 και από 22-7-2012 έως 25-7-2012, ύψους 5.782,85 ευρώ και 4.241,24 ευρώ αντιστοίχως, ως προς τα οποία είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και του παρεπόµενου αιτήµατος καταβολής τόκων για χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής, το οποίο απέρριψε ως µη νόµιµο, και β) ότι η παρεµπίπτουσα αγωγή είναι ορισµένη και νόµιµη, στηριζόµενη στις διατάξεις των άρθρων 259 και 262 του ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ, 1,2,3,7,11 και 25 του ν. 2496/1997 («Ασφαλιστική σύµβαση, τροποποιήσεις της νοµοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις»), 346 ΑΚ, 69 παρ. 1 περ. δ’ και ε’ του ΚΠολΔ και γ) η πρόσθετη παρέµβαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε υπό την αίρεση της απόρριψης των προβαλλόµενων από την παρεµβαίνουσα ισχυρισµών κατά της υπό στοιχείο β’ προσεπίκλησης- παρεµπίπτουσας αγωγής. Στη συνέχεια: ί) δέχθηκε εν µέρει, ως ουσιαστικά βάσιµη, την κύρια αγωγή και υποχρέωσε τους εναγοµένους σ’ αυτήν να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 245.031,19 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής µέχρι την εξόφληση και ίί) απέρριψε την προσεπίκληση δικονοµικού εγγυητή και τη σωρευόµενη σ’ αυτήν παρεµπίπτουσα αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιµη. Κατά της παραπάνω εκκαλούµενης απόφασης, η πρώτη εναγομένη της κύριας αγωγής εταιρεία µε την επωνυµία «………….» άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 25-7-2016 (αρ.εκθ. κατ. ……….) έφεση κατά α) της ενάγουσας της κύριας αγωγής …………, β) του κυρίως εναγοµένου και συνεναγοµένου της ……….. και γ) της προσεπικαλούµενης-παρεµπιπτόντως εναγοµένης εταιρείας µε την επωνυµία «………. .» παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αφού ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα εφαρμόστηκε το άρθρο 9 και όχι το άρθρο 13 του ν. 2743/1999 και εσφαλμένα κρίθηκε ότι το σκάφος διενήργησε παράνομο πλου και ότι συνεπώς εξαιρείτο από την ασφαλιστική κάλυψη για το λόγο αυτό. Αιτήθηκε λοιπόν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη της με την οποία απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή ώστε να γίνει δεκτή η προσεπίκληση της ασφαλιστικής εταιρίας και η σωρευομένη στο δικόγραφο της προσεπίκλησης παρεμπίπτουσα αγωγή. Με τη με αριθμό 643/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, αρχομένης από την επίδοση της απόφασης να συμπληρωθούν με επιμέλεια της εκκαλούσας ελλείψεις που αφορούσαν την ύπαρξη του νομικού προσώπου της εκκαλούσας και τη νόμιμη εκπροσώπηση αυτής καθώς και την ύπαρξη της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου Α.Α. , για την εκπροσώπηση της εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «……….. .». Ειδικότερα προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως με σημείωμα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το με αριθμό …….. ειδικό πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δ.Κ. με το οποίο βεβαιώνεται ότι εµφανίστηκε η ικανή για δικαιοπραξία και µη εξαιρούµενη από το νόµο Α.Ν, ναυπηγός, η οποία µε την ιδιότητα της νοµίµου εκπροσώπου, και διευθύντριας της εδρευούσης στο ……. Εταιρείας µε την επωνυµία «……… .», η οποία ως άνω εταιρεία και µε βάση το από 21.02.2018 πιστοποιητικό του κ. ……. (………), Γραµµατέα της Πολιτείας του …….., έχει συσταθεί νόµιµα σύµφωνα µε τους νόµους της άνω Πολιτείας και µέχρι εκδόσεως του άνω πιστοποιητικού εξακολουθεί να υφίσταται και να είναι σε νόµιµη υπόσταση και νόµιµη εταιρική ισχύ και δεν έχει ακυρωθεί ή λυθεί και εξακολουθεί λειτουργούσα και από το οποίο άνω πιστοποιητικό προκύπτει ότι διεύθυνση της έδρας της άνω εταιρείας είναι: …. οδός ……, Δωµάτιο ……., …….., ……, …, Η.Π.Α., ότι αυτή έχει συσταθεί µε το από 01.08.1988 έγγραφο σύστασης της άνω εταιρείας, όπως αυτό τροποποιήθηκε ακολούθως και σήµερα νοµίµως υφίσταται και νόµιµη εκπρόσωπος και Διευθύντρια της άνω εταιρείας είναι η προαναφερόμενη Α.Ν, και το οποίο ως άνω πιστοποιητικό φέρει την υπ’ αρ. ………. θεώρηση Apostille και µετά της µεταφράσεως αυτού στα Ελληνικά από 03.05.2018 από το Δικηγόρο Α.Α. προσαρτάται στο παρόν και η προαναφερόμενη εµφανισθείσα έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά για υπογραφή του παρόντος µε το προσαρτώµενο στο παρόν από 03.05.2018 πρακτικό του µοναδικού Διευθυντή και µοναδικού µετόχου της άνω εταιρείας. Η άνω εταιρεία µε την επωνυµία «…………. ..», δεν έχει λυθεί, δεν εκκρεµεί σε βάρος της αίτηση πτωχεύσεως, ή δήλωση παύσης πληρωµών, δεν υφίσταται αίτηση για συνδιαλλαγή της [άρθρο 99 του ν. 3588/2007], δεν έχει τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση και δεν έχει τροποποιηθεί περαιτέρω από τότε µέχρι σήµερα το καταστατικό της, ούτε έχει επέλθει καµία µεταβολή στην εκπροσώπησή της, σύµφωνα µε ρητή δήλωση της ως άνω νοµίµου εκπροσώπου της. Η ανωτέρω εµφανισθείσα, µε την ιδιότητα που παρίσταται στο παρόν κατά τα ανωτέρω, ζήτησε τη σύνταξη και υπογραφή του παρόντος, µε το οποίο δήλωσε ότι για λογαριασµό της άνω αλλοδαπής εταιρείας µε την επωνυµία «………….. .» εγκρίνει όλες τις πράξεις που έχουν διενεργήσει µέχρι και σήµερα ο µέχρι πρότινος µοναδικός διευθυντής και νόµιµος εκπρόσωπος της εταιρίας, ……….., κάτοικος ……… Αττικής, και οι διορισθέντες από εκείνον πληρεξούσιοι δικηγόροι της εταιρίας, κατά το χειρισµό της παρούσας υπόθεσης που εκκρεµεί ενώπιον του Τριµελούς Εφετείου Πειραιά (τµήµα ναυτικών διαφορών) και αφορά το ατύχηµα που υπέστη στις 19/6/2011 η …….., ευρισκόµενη εντός του ταχυπλόου σκάφους αναψυχής «M.» και ότι δίνει ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα για την παράσταση, εκπροσώπηση και προβολή ισχυρισμών σχετικά με τη δίκη αυτή.

Ακολούθως η από 26.7.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3305/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών και έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 του ΚΠολΔ και 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998), και εμπρόθεσμα εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας καθόσον δεν γίνεται επίκληση κοινοποίησης της εκκαλουμένης από κανένα διάδικο μέρος (άρθρα 143 παρ. 1, 144, 147 παρ. 2 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο ένατο παρ 4 του ν. 4335/2015). Να σημειωθεί τέλος ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχουν κατατεθεί και τα τέσσερα παράβολα δημοσίου με αριθμούς ……… ποσού 20 ευρώ το καθένα και τα δύο παράβολα του ΤαΧΔιΚ με αριθμούς ……. και ……. ποσού 60 ευρώ το καθένα. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 169 του ΚΠολΔ το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί ή ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στα έξοδα του αντιδίκου του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 εδ. Β του ίδιου κώδικα, το δικαστήριο δεν προχωρεί στη συζήτηση του ενδίκου μέσου ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση, που διέταξε σχετικά με το ένδικο αυτό μέσο. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για την επιβολή της προβλεπόμενης εγγύησης, απαιτείται κατ’ αρχήν αίτηση του εναγομένου, καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο, η οποία προκειμένου για την συζήτηση ενδίκου μέσου υποβάλλεται με τις προτάσεις κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ΄ του ΚΠολΔ) και περαιτέρω η συνδρομή προφανούς κινδύνου ότι ενδεχόμενη καταδίκη του αιτούντος την παροχή έννομης προστασίας στα έξοδα δεν θα καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί. Κριτήριο, επομένως, της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος δεν έχει εμφανή περιουσία, έχει άγνωστη διαμονή, είναι αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του αιτούντος και, εν γένει, αφερέγγυος. Για να διαταχθεί η εγγυοδοσία, πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη, προαποδεικτικά, από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για την αδυναμία εκτέλεσης της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης σ` αυτά του υπόχρεου στην καταβολή της εγγυοδοσίας διαδίκου. Το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική ένσταση της δίκης για εγγυοδοσία, ορίζει όχι μόνο το ποσό της, αλλά και την προθεσμία, εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει. Αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγυοδοσία, “αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή, η κυρία παρέμβαση ή το ένδικο μέσο”, πράγμα που είναι υποχρεωτικό για το δικαστήριο και δεν απόκειται στην διακριτική του ευχέρεια. Η ανάκληση δε, θεωρείται, πως αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης ή του ενδίκου μέσου. Το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων της ανωτέρω δικονομικής αναβλητικής ένστασης, η οποία εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εναγόμενος, ο καθ` ου η κυρία παρέμβαση ή εκείνος, κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ η ένσταση είναι βάσιμη, αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ1876/2009 δημ. νόμος, ΑΠ 308/2009, Αρμ. 2009, 1536, ΑΠ 990/08 δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 163/2013 δημ. νόμος).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πρώτη εφεσίβλητη, κατά την συζήτηση της κρινόμενης έφεσης κατά τη δικάσιμο κατά την οποία διατάχθηκε επανάληψη της συζήτησης, κατά την παρούσα συζήτηση της υποθέσεως, να υποχρεωθεί η εκκαλούσα σε εγγυοδοσία ύψους 12.000 ευρώ τουλάχιστον για τα δικαστικά έξοδα της προκειμένης δίκης (και για τους δύο βαθμούς), γιατί υπάρχει έκδηλη αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα αυτής (εκκαλούσας), ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της εκδοθησομένης αποφάσεως, κατά τη διάταξη της ενδεχόμενης καταδίκης τους στα δικαστικά έξοδα. Η αίτηση αυτή η οποία τυγχάνει, παραδεκτή, ως ασκηθείσα κατά την προκειμένη, πρώτη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, συζήτηση της ένδικης υποθέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις. Πρέπει, όμως, αυτή ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, καθ’ όσον από το σύνολο των εγγράφων, που προσκομίζει και επικαλείται η επιφορτισμένη με το βάρος αποδείξεως πρώτη εφεσίβλητη δεν αποδείχθηκε η αφερεγγυότητα της εκκαλούσας με δεδομένο ότι δεν αρκεί πιθανολόγηση αλλά πλήρη απόδειξη αναφορικά με την επικαλούμενη από την πρώτη εφεσίβλητη αφερεγγυότητα της αντιδίκου της,

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του τρίτου κεφαλαίου του ν. 2743/1999 που αφορά τα Ιδιωτικά πλοία αναψυχής µε ελληνική σηµαία «α) Απαγορεύεται η εκτέλεση ταξιδιών αναψυχής ή και περιήγησης µε καταβολή ναύλου από ιδιωτικά πλοία αναψυχής µε ελληνική σηµαία. β) Απαγορεύεται η διαφήµιση, σε οποιαδήποτε χώρα και κατά οποιονδήποτε τρόπο, εκτέλεσης στην Ελλάδα ταξιδιών αναψυχής ή και περιήγησης µε καταβολή ναύλου από ιδιωτικά πλοία αναψυχής µε ελληνική σηµαία. 2. Πριν από τον απόπλου, ο πλοίαρχος ή ο κυβερνήτης κάθε ιδιωτικού πλοίου αναψυχής µε ελληνική σηµαία οφείλει να καταθέτει στη λιµενική αρχή του λιµένα αφετηρίας και κάθε λιµένα προσέγγισης κατάσταση µε τα στοιχεία των επιβαινόντων, απλό αντίγραφο της οποίας πρέπει να φέρει µαζί µε τα λοιπά έγγραφα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ως λιµένας αφετηρίας θεωρείται ο ελληνικός λιµένας από τον οποίο αρχίζει το ταξίδι ή ο πρώτος ελληνικός λιµένας στον οποίο προσεγγίζει το ιδιωτικό πλοίο αναψυχής, όταν το ταξίδι αρχίζει στην αλλοδαπή. 3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 εφαρµόζεται και για τα ιδιωτικά πλοία αναψυχής µε ελληνική σηµαία, καθώς και για τα σκάφη ή άλλα θαλάσσια µέσα αναψυχής. τα οποία θεωρούνται ταχύπλοα, σύµφωνα µε τους ισχύοντες κανονισµούς λιµένα. 4. Τα ιδιωτικά πλοία αναψυχής µε ελληνική σηµαία, τα οποία ελλιµενίζονται µόνιµα στην Ελλάδα, εφοδιάζονται από την αρµόδια λιµενική αρχή µε άδεια παραµονής και κυκλοφορίας. Με απόφαση του Υπουργού Εµπορικής Ναυτιλίας καθορίζονται ο τύπος της άδειας αυτής, τα στοιχεία που αναγράφονται, ο χρόνος ισχύος της και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια, 5. α) Τα ιδιωτικά πλοία αναψυχής µε ελληνική σηµαία εφοδιάζονται µε Δελτίο Κίνησης Πλοίου Αναψυχής (ΔΕ.Κ.Π.Α.). Το ΔΕ.Κ.Π.Α. χορηγείται από τη λιµενική αρχή του τόπου µόνιµου ελλιµενισµού τους και αν δεν υπάρχει µόνιµος ελλιµενισµός από τη λιµενική αρχή του λιµένα που καταπλέουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το δελτίο αυτό, µε ευθύνη του κυβερνήτη, προσκοµίζεται για θεώρηση στη λιµενική αρχή κάθε λιµένα, στον οποίο καταπλέει ή από τον οποίο αποπλέει το πλοίο. β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εµπορικής Ναυτιλίας και Οικονοµικών καθορίζονται ο τύπος του ΔΕ.Κ.Π.Α., τα στοιχεία που αναγράφονται σε αυτό, η ισχύς, η διαδικασία αντικατάστασής του σε περίπτωση απώλειας, το αντίτιµό του, που αποτελεί έσοδο του Ειδικού Λογαριασµού Κεφαλαίου Λιµενικής Αστυνοµίας της λιµενική αρχής που το εκδίδει, καθώς και κάθε άλλη λεπτοµέρεια. 6. Στο άρθρο 11 του ν.1940/1991 (ΦΕΚ 40 Α’) προστίθενται παράγραφοι 3, 4 και 5 ως ακολούθως «3. Με απόφαση του Υπουργού Εµπορικής Ναυτιλίας ορίζεται ηµεροµηνία, µετά την παρέλευση της οποίας δεν είναι δυνατή η διακυβέρνηση ιδιωτικού πλοίου αναψυχής χωρίς την κατοχή της σχετικής άδειας κυβερνήτη. 4. Οι παραβάτες των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται σε εκτέλεση αυτών υπόκεινται στις κυρώσεις του άρθρου 157 του Κώδικα Δηµοσίου Ναυτικού Δικαίου, ανεξάρτητα από τις ποινικές και αστικές ευθύνες που προβλέπονται από την ισχύουσα νοµοθεσία. Με απόφαση του Υπουργού Εµπορικής Ναυτιλίας, µετά από εισήγηση του προϊσταµένου της αρµόδιας λιµενικής αρχής, µπορεί, ανάλογα µε τη βαρύτητα της παράβασης, να επιβληθεί και προσωρινή στέρηση της άδειας λειτουργίας του πλοίου, διάρκειας µέχρις έξι (6) µηνών. 5. Στους κατόχους άδειας διακυβέρνησης ιδιωτικού πλοίου αναψυχής µπορεί, ανάλογα µε τη βαρύτητα της παράβασης, να επιβάλλεται από τον προϊστάµενο της αρµόδιας λιµενικής αρχής, ανεξάρτητα από τις κυρώσεις που προβλέπονται για παραβάσεις των σχετικών µε την άδεια υποχρεώσεών τους και προσωρινή στέρηση της άδειας διακυβέρνησης, διάρκειας µέχρις έξι (6) µηνών.» Εξάλλου κατά το άρθρο 13 του ίδιου νόμου περί τελικών και μεταβατικών διατάξεων «1. α) Οι αποφάσεις αναγνώρισης τουριστικών πλοίων και πλοιαρίων ως επαγγελµατικών, που έχουν εκδοθεί σύµφωνα µε τις καταργούµενες διατάξεις του ν. 438/1976 και είναι σε ισχύ ή έληξε η ισχύς τους αλλά δεν έχει ακόµη παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της ισχύος τους, αντικαθίστανται, εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις του παρόντος νόµου, µέσα σε αποκλειστική προθεσµία έξι (6) µηνών από την έναρξη ισχύος αυτού, µε άδειες επαγγελµατικών πλοίων αναψυχής, χωρίς να ερευνάται η εκπλήρωση της υποχρέωσης της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν. 438/1976. Οι άδειες αυτές θεωρούνται νέες άδειες και εκδίδονται σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2, το παράβολο, όµως, που καταβάλλεται είναι, κατ’ εξαίρεση, αυτό της παραγράφου 2 του άρθρου 7. Αποφάσεις που για οποιονδήποτε λόγο δεν αντικαθίστανται µέσα στην προθεσµία αυτή παύουν να ισχύουν αυτοδικαίως. β) Με απόφαση του Υπουργού Εµπορικής Ναυτιλίας, ρυθµίζεται κάθε λεπτοµέρεια για την εφαρµογή της προηγούµενης περίπτωσης α’. 2. Οι κάτοχοι άδειας ναυτικού πράκτορα, που σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 438/1976 δικαιούντο να εκναυλώνουν τουριστικά πλοία και πλοιάρια που είχαν χαρακτηριστεί ως επαγγελματικά, διατηρούν το δικαίωμα αυτό για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 3. Οι τελωνειακές διατάξεις, οι σχετικές με φορολογικές απαλλαγές και επιστροφές φόρων, που έχουν θεσπιστεί για τα επαγγελματικά τουριστικά πλοία του ν. 438/1976, εφαρμόζονται αναλόγως για τα επαγγελματικά πλοία αναψυχής του παρόντος νόμου. Η ισχύς της διάταξης της παραγράφου αυτής αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Ιστιοφόρα ειδικής κατασκευής ολικού μήκους μέχρι 17 μέτρα, τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 438/1976 κατά το χρόνο κατάθεσης του νόμου αυτού ως σχεδίου στη Βουλή, υπάγονται κατ’ εξαίρεση στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, εφόσον η απόφαση αναγνώρισής τους ως τουριστικών αντικατασταθεί με άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως κρίθηκε ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 2447/1999 για τον απόπλου σκάφους αναψυχής απαιτείται υποβολή κατάστασης επιβαινόντων στο λιμεναρχείο, η οποία θεωρείται και διατηρείται επί του σκάφους καθώς θα έπρεπε να εφαρμόσει την εξαίρεση του άρθρου 13 του παραπάνω νόμου. Ο λόγος αυτός εφέσεως κρίνεται απορριπτέος διότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Ειδικότερα όπως προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 13 που προεκτέθηκε η μόνο εξαίρεση που εισάγει το άρθρο 13 αφορά τις άδειες των σκαφών αναψυχής που είχαν εκδοθεί με το καθεστώς του ν. 438/1976. Αυτό προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου στην οποία αναφέρεται στο άρθρο 9 ότι η υποχρέωση του πλοιάρχου ή Κυβερνήτη των επαγγελµατικών πλοίων αναψυχής αναφορικά µε την κατάθεση στην οικεία λιµενική αρχή κατάστασης επιβαινόντων, τη θεώρηση και τη διατήρησή της στο πλοίο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επεκτείνεται και στα ελληνικά ιδιωτικά πλοία αναψυχής. Η επέκταση αυτή γίνεται γιατί η κατάσταση επιβαινόντων εξυπηρετεί σκοπούς, που είναι συνδεδεµένοι όχι µόνο µε την επαγγελµατική χρήση ενός πλοίου αναψυχής αλλά και µε την ιδιωτική: η γνώση των επιβαινόντων είναι απαραίτητη για τη λιµενική αρχή για τυχόν παροχή βοήθειας, ενώ αναφέρεται ότι με το άρθρο 13 ρυθµίζονται θέµατα αντικατάστασης των αδειών που έχουν εκδοθεί µε το καθεστώς του ν. 438/1976 µε άδειες του παρόντος σχεδίου νόµου. Με τη δεύτερη παράγραφο δίνεται το δικαίωµα εκναύλωσης επαγγελµατικών πλοίων αναψυχής στους κατόχους άδειας ναυτικού πράκτορα για εννέα (9) µήνες από την έναρξη ισχύος του νόµου, δηλαδή συνολικά για ένα (1) έτος, δεδοµένου ότι η ισχύς του νόµου αρχίζει τρεις (3) µήνες µετά τη δηµοσίευση του νόµου στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως Οι πράκτορες αυτοί είχαν το δικαίωµα αυτό µε το προηγούµενο καθεστώς και πλέον τους αφαιρείται. Τους δίνεται έτσι η δυνατότητα να τακτοποιήσουν τα επαγγελµατικά τους θέµατα. Με την τρίτη παράγραφο προβλέπεται ότι οι σχετικές µε φορολογικές απαλλαγές και επιστροφή φόρων τελωνειακές διατάξεις για τα πλοία του ν. 438/1976 εφαρµόζονται αναλόγως και για τα πλοία του παρόντος νόµου. Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι ουδεμία εξαίρεση εισήχθη ως προς την υποβολή κατάστασης επιβαινόντων στο λιμεναρχείο για θεώρηση αναφορικά με τα σκάφη αναψυχής.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. γ`, δ` ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 και τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες. Αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, απαιτείται, εκτός των άλλων, να έχει γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδεικτικών μέσων από τον ενδιαφερόμενο διάδικο με τις προτάσεις του της συζήτησης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή με την προσθήκη στις προτάσεις, εφόσον πρόκειται για νέα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις και να αναφέρεται ο ισχυρισμός για την απόδειξη του οποίου έγινε επίκληση και προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον του εφετείου στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρ. 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει, στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό (ΑΠ 1454/2008 δημ. νόμος).

Με τον αριθμημένο έβδομο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τη με αριθμό ……… ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λαυρίου, στη λήψη της οποίας ισχυρίζεται ότι νοµίµως και εµπροθέσµως εκλήθησαν οι ήδη εφεσίβλητοι. Όπως προκύπτει από την απλή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αφενός η εκκαλούσα δεν δήλωσε ότι θα εξετάσει μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λαυρίου προς αντίκρουση του αποδεικτικού υλικού, ενώ ούτε στις προτάσεις που κατέθεσε στις 11.2.2015 ανέγραψε σε προσθήκη αντίκρουση ότι προσκομίζει την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση προς αντίκρουση των ενόρκων βεβαιώσεων του άλλου διάδικου μέρους, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Ακολούθως η προσβαλλόμενη απόφαση, που δεν την έλαβε υπόψη ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται με τον έβδομο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Να σημειωθεί ότι η ένορκη αυτή βεβαίωση θα ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ.

Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του τρίτου εφεσιβλήτου και των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό …….. ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λαυρίου που προσκομίζεται σύμφωνα με το 529 του ΚΠολΔ και τις με αριθμό …. και …… ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μ.Κ. που προσκομίζει κατ’άρθρου 529 του ΚΠολΔ η πρώτη εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ………. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά Δ.Ρ., και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τη με αριθμό ……….. τεχνική έκθεση του ναυτικού επιθεωρητή Δ. Ρ., και τα έγγραφα της σχηματισθείσας για το επίδικο ατύχημα ποινικής δικογραφίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η επικαλούμενη από τη δεύτερη εφεσίβλητη από 20-9-2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ………, πλοιάρχου Ε.Ν., από την επισκόπηση των φωτογραφιών που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση της οποία αυτό το κεφάλαιο δεν προσβλήθηκε με ένδικο μέσο στις 19.6.2011 και περί ώρα 16:00′, κατά τη διάρκεια πρυμνοδέτησης στo λιμάνι του Λαυρίου, έμπροσθεν του Ναυτικού Ομίλου Λαυρίου, του ταχύπλοου σκάφους αναψυχής ιδιωτικής χρήσεως “M. “, με αριθμό νηολογίου ……, με σημαία Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, 11,07 Κ.Ο.χ., 12,90 μέτρων, το οποίο φέρει μια μηχανή CATERPILLAR 2 Χ 375 ΗΡ και ανήκε στην ιδιοκτησία της εκκαλούσας που εκπροσωπείτο από τον τρίτο εφεσίβλητο, η δεύτερη εφεσίβλητη υπέστη σοβαρό τραυματισμό που οδήγησε σε ακρωτηριασμό του πέλματος του αριστερού ποδιού της από αμέλεια του τρίτου εφεσίβλητου. Ειδικότερα ο τελευταίος, κυβερνήτης του ως άνω σκάφους, έδωσε εντολή στη δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία επέβαινε σ’ αυτό, να πάει στο πίσω μέρος του (σκάφους), ώστε να δέσει η ίδια τα σχοινιά του, ενώ εκείνος ανέβηκε στη γέφυρα για να εκτελέσει τις αναγκαίες κινήσεις από τα χειριστήρια που βρίσκονται εκεί. Ακολούθως, ευρισκόμενος στη γέφυρα του σκάφους, ζήτησε από κάποιον περαστικό, που βρισκόταν την στιγμή εκείνη στην προβλήτα, να πετάξει το προσδεδεμένο στο κρηπίδωμα αριστερό σχοινί στο σκάφος, κατά την κίνηση που έκανε προς τα πίσω, και από τη δεύτερη εφεσίβλητη ζήτησε να πιάσει το σχοινί αυτό για να το δέσει στις δέστρες του σκάφους. Η τελευταία, έχοντας εμπιστοσύνη στον τρίτο εφεσίβλητο, για τον οποίο γνώριζε, έχουσα και συγγενική σχέση μαζί του (ξάδελφος του συζύγου της), ότι ήταν εξοικειωμένος με το σκάφος και τον προσήκοντα τρόπο που αυτό έπρεπε να κινηθεί και να δεθεί, υπάκουσε και πήρε θέση κοντά στις δέστρες για να πιάσει το σχοινί, που βρισκόταν στην προβλήτα, σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του. Εντούτοις, ο περαστικός πέταξε εκ παραδρομής στο σκάφος το δεξί σκοινί αντί για το αριστερό, οπότε ο τρίτος εφεσίβλητος είπε στη δεύτερη εφεσίβλητη να το αφήσει, προκειμένου να επαναλάβει την κίνηση. Πράγματι, σύμφωνα με τις οδηγίες του, αυτή άφησε το σχοινί, το οποίο έμεινε εντός του σκάφους, ενώ η ίδια παρέμεινε στο σημείο αυτό, περιμένοντας τις επόμενες οδηγίες του. Αυτός, όμως, ξεκίνησε αμέσως κίνηση με τη μηχανή ξανά προς τα εμπρός και το ευρισκόμενο εντός του σκάφους σχοινί, αφού τεντώθηκε, τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια της δεύτερης εφεσίβλητης, η οποία, έντρομη και φωνάζοντας, προσπάθησε να απελευθερωθεί, αλλά κατάφερε να βγάλει μόνο το δεξί της πόδι, ενώ το σχοινί παρέμεινε τυλιγμένο στο αριστερό, παρασύροντάς την προς τις δέστρες του σκάφους με μεγάλη δύναμη, ώστε ήταν αδύνατον να αντιδράσει, με αποτέλεσμα από τη σφοδρή πρόσκρουση του αριστερού της ποδιού στη δέστρα να αποκολληθεί το πάνω μέρος του πέλματός της από το υπόλοιπο πόδι της. Ευρισκόμενη αυτή σε σοκ από τον αφόρητο πόνο, συνέχιζε να καλεί σε βοήθεια και να φωνάζει τον τρίτο εφεσίβλητο, που άκουσε εντέλει τις φωνές της και την είδε πεσμένη στο κατάστρωμα και, αφού έσβησε τις μηχανές, κατέβηκε στο σημείο όπου βρισκόταν, τοποθέτησε το ακρωτηριασμένο μέλος της σε ένα κουβά με πάγο και νερό και κάλεσε ασθενοφόρο, το οποίο την παρέλαβε περίπου δέκα λεπτά μετά το ατύχημα και τη μετέφερε στο νοσοκομείο «ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ», συνοδεία οχήματος του Λιμεναρχείου Λαυρίου. Στο νοσοκομείο αυτό χειρουργήθηκε κατεπειγόντως, προκειμένου να σταματήσει η αιμορραγία του ποδιού της και να αποκατασταθεί η βλάβη, πλην όμως οι χειρουργοί ιατροί έκριναν ότι, λόγω της βαρύτητας του τραυματισμού του ιστού και του δέρματος, το αριστερό της κάτω άκρο δεν ήταν βιώσιμο και έπρεπε να ακρωτηριαστεί στο ύψος της ποδοκνημικής άρθρωσης, όπως και έπραξαν. Το ως άνω ταχύπλοο σκάφος ήταν, κατά την ημερομηνία που επισυνέβη το επίδικο ατύχημα, ασφαλισμένο, όσον αφορά στην αστική ευθύνη της παρεμπιπτόντως ενάγουσας έναντι τρίτων για σωματικές βλάβες, υλικές ζημιές και θαλάσσια ρύπανση, που ενδέχετο να προκύψουν από τη λειτουργία του προαναφερόμενου σκάφους κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, στην παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, δυνάμει συμβάσεως που καταρτίστηκε μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων στις 31-5-2010. Η διάρκεια της αρχικής ασφάλισης συμφωνήθηκε εξάμηνη, με έναρξη στις 31-5-2010 και λήξη στις 30-11-2010, σε απόδειξη δε αυτής εκδόθηκε το υπ’ αριθ. ……..Ασφαλιστήριο Σκαφών Αναψυχής. Κατά τη λήξη της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης συνήφθη νέα μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, με τους ίδιους με την προηγούμενη ασφάλιση όρους, κινδύνους και ποσά, για περαιτέρω 6μηνη περίοδο με έναρξη στις 30-11-2011 και λήξη στις 31-5-2011. Σε απόδειξη της νέας αυτής σύμβασης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …….. Πρόσθετη Πράξη Ασφάλισης επί του προηγούμενου βασικού – αρχικού ασφαλιστηρίου. Η τελευταία ως άνω σύμβαση ανανεώθηκε κατά τη λήξη της για ακόμη 6 μήνες, πάντα με τις ίδιες καλύψεις, όρους, αιρέσεις, περιορισμούς και ασφαλιστικά ποσά, με έναρξη στις 31-5-2011 και λήξη στις 30-11-2011. Σε απόδειξη δε της νέας αυτής ασφαλιστικής σύμβασης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……… Πρόσθετη Πράξη Ασφάλισης επί του ανωτέρω αρχικού ασφαλιστηρίου. Η ασφαλιστική εταιρία πρώτη εφεσίβλητη προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει εν προκειμένω ένσταση απαλλαγής της για το λόγο ότι το σκάφος πραγματοποίησε παράνομο πλου πριν τις εργασίες πρόσδεσης στο λιμάνι του Λαυρίου. Ωστόσο ο ισχυρισμός της αυτός δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα πρωτίστως από το με αριθμό ……. έντυπο σήμα του Κεντρικού λιμεναρχείου Λαυρίου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών με θέμα «σοβαρός τραυματισμός επιβάτη θαλαμηγού σκάφους» δεν αναφέρεται προηγούμενη εκτέλεση πλου, αλλά αναγράφεται ότι «κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας σας αναφέρουμε ότι σήμερα και περί ώρα 16.50 η υπηρεσία μας ειδοποιήθηκε μέσω vhf από θαλαμηγό σκάφος m.  με σημαία ΗΠΑ ότι κατά τους χειρισμούς προσδέσεως του ανωτέρω σκάφους στην προβλήτα μπροστά από το ναυτικό όμιλο Λαυρίου τραυματίστηκε η επιβάτης ………….». Επιπλέον όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ………. πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών στον πρώτο εφεσίβλητο χειριστή του σκάφους δεν ασκήθηκε σε βάρος του πρώτου εφεσίβλητου ποινική δίωξη για παράβαση της διατάξεως του άρθρου 234 του ΚΔΝΔ (ν.δ. 187/1973) η οποία προβλέπει φυλάκιση τουλάχιστον δύο μηνών για τον πλοίαρχο ημεδαπού ή υπό ξένη σημαία πλοίου που ενεργεία απόπλου υπό τη διοίκηση του πλοιάρχου χωρίς προηγούμενο έλεγχο των ναυτιλιακών εγγράφων και αδείας απόπλου της λιμενικής αρχής. Αντιθέτως ασκήθηκε ποινική δίωξη μόνο για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο και παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 4, 9 εδ. 2 καο 19 του πδ 395/1994 και 7 παρ. 5 του πδ 17/1996 που αναφέρονται στις προδιαγραφές εξοπλισμού ασφάλειας εργαζομένων και στα μέτρα ασφάλειας-υγείας εργαζομένων. Και ναι μεν ο ήδη αποβιώσας λόγω πτώσεως του από το κτίριο του νοσοκομείου της Σύρου …………. που αναφέρει ότι βρισκόταν στο σκάφος Ο. μπροστά από το ναυτικό όμιλο στο λιμάνι του Λαυρίου κατέθεσε ότι είδε το σκάφος m. να επιχειρεί να πρυμνοδετήσει προφανώς προερχόμενο από ταξίδι, πλην όμως ο ενόρκως βεβαιώσας …………. καταθέτει ενόρκως με απόλυτη σαφήνεια στις 9.3.2015 ενώπιον της Ειρηνοδίκου Λαυρίου ότι όπως κατέθεσε και ενώπιον του Κεντρικού Λιμεναρχείου Λαυρίου στις 22.6.2011 βρισκόταν από το πρωί εκείνης της Κυριακής 19.6.2011 στο σκάφος του j. F. αρχικά απασχολούμενος με εργασίες και στη συνέχεια ξεκουραζόταν. Η θέση ελλιμενισμού του σκάφους του ήταν δίπλα στο σκάφος του τρίτου εφεσίβλητου καθώς τους χώριζαν μόνο τέσσερις θέσεις σκαφών και έτσι αντιλήφθηκε ότι είχε έρθει στο σκάφος του με τη δεύτερη εφεσίβλητη και το σύζυγο της, όπου και παρέμειναν πίνοντας καφέ, συζητώντας και διαβάζοντας εφημερίδες. Επομένως δεν αποδείχθηκε η εκτέλεση παρανόμου πλου, όπως ισχυρίζεται αβασίμως η πρώτη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία η οποία σύμφωνα με συμβατικό όρο εκφεύγει της ασφαλιστικής καλύψεως. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι το ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό της δεύτερης εφεσίβλητης και σύμφωνα με κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης οφείλεται σε αμέλεια του τρίτου εφεσίβλητου συνέβη κατά τη διάρκεια διορθωτικών κινήσεων πρόσδεσης του σκάφους καθώς λόγω της αποχώρησης διπλανού σκάφους προέκυψε η ανάγκη ασφαλέστερης πρόσδεσης. Εξάλλου ένας παράνομος πλους θα είχε διαπιστωθεί από την αρμόδια αρχή (το Λιμεναρχείο) και θα είχε ζητηθεί η άσκηση ποινικής δίωξης γι’αυτό το λόγο. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν επέβαινε επί του σκάφους ο ναύτης που χρησιμοποιούσε ο πρώτος εφεσίβλητος όταν εκτελούσε πλόες σύμφωνα με το δελτίο κίνησης του σκάφους.   Επομένως ο επελθών ασφαλιστικός κίνδυνος εμπίπτει στις ασφαλιστικές περιπτώσεις της σύμβασης και η παρεμπιπτόντως εναγόμενη οφείλει να πληρώσει στην εκκαλούσα κάθε ποσό που αυτή θα υποχρεωθεί να καταβάλει στη ενάγουσα δεύτερη εφεσίβλητη, καθώς σύμφωνα με τον όρο 2.2.6 του ασφαλιστηρίου παρέχεται κάλυψη μέχρι τα ακόλουθα κατά συμβάν ελάχιστα όρια αστικής ευθύνης για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβαινόντων ή τρίτων (δηλαδή μη επιβαινόντων στο σκάφος) από πρόσκρουση, σύγκρουση ή ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία. Να σημειωθεί ότι με το κεφάλαιο 2.2.7 του ασφαλιστικού συμβολαίου οι περιορισμοί της ασφάλισης αφορούν τους τρίτους, δηλαδή τους μη επιβαίνοντες στο σκάφος και όχι τους επιβαίνοντες και συνεπώς αλυσιτελώς προβλήθηκε από την πρώτη εφεσίβλητη ο ισχυρισμός ότι η δεύτερη εφεσίβλητη περιλαμβάνεται στις εξαιρέσεις λόγω συγγενικής σχέσης του συζύγου της με τον τρίτο εφεσίβλητο χειριστή, καθώς αυτή ήταν επιβαίνουσα στο σκάφος. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η ανωτέρω σύμβαση ασφάλισης δεν καλύπτει την ανωτέρω ασφαλιστική περίπτωση του επίδικου ατυχήματος εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως ως βάσιμου κατ’ουσίαν θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς την απορριπτική διάταξη της παρεμπίπτουσας αγωγής και το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και να εκδικάσει κατ’ουσίαν το συγκεκριμένο κεφάλαιο (άρθρο 535 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 του ίδιου Κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη (ΕφΠειρ 478/2015 δημ. Νόμος) και συνεπώς στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ερευνηθούν όλοι οι ισχυρισμοί της πρώτης εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας που προβλήθηκαν προς άμυνα της αγωγής ήτοι και η ένσταση εξόφλησης που υποβλήθηκε ως προς το ποσό των 80.000 ευρώ (άρθρο 416 του ΑΚ) η οποία πρέπει να γίνει δεκτή στη ουσία της αφού ως προς το ποσό των 30.000 ευρώ αποδεικνύεται από έγγραφο, δηλαδή εξοφλητική απόδειξη και ως προς το ποσό των 50.000 ευρώ για το οποίο εκδόθηκε επιταγή αποδεικνύεται πρωτίστως από τη δικαστική ομολογία της δεύτερης εφεσίβλητης που δεν αρνείται ότι έλαβε το ποσό αυτό. Κατόπιν αυτών, η παρεμπίπτουσα αγωγή που είχε νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 88 του ΚΠολΔ, 259 και 262 του ΚΙΝΔ, 1, 2, 3, 7, 11, 25 και 26 του ν. 2496/19978 και άρθρο 8 του Ν. 2743/1999 ήδη άρθρο 39 του Ν. 4256/2014 (ΦΕΚ Α 92/14.4.2014) και 346 του ΑΚ, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά, όπως βεβαιώνεται με την εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσίαν κατά ένα μέρος και να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη πρώτη εφεσίβλητη να καταβάλει στην εκκαλούσα οποιοδήποτε ποσό αυτή καταβάλει στη δεύτερη εφεσίβλητη μέχρι του ποσού των 165.031,19 ευρώ (δεδομένου ότι έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή της δεύτερης εφεσίβλητης και υποχρεώθηκε η πρώτη και τρίτος των εφεσιβλήτων να καταβάλουν στην παθούσα ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 245.031,19 ευρώ) εντόκως από την επομένη της καταβολής και μέχρι την εξόφληση. Πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα δηλαδή των παραβόλων δημοσίου με αριθμούς ………. ποσού 20 ευρώ το καθένα και των δύο παραβόλων του ΤαΧΔιΚ με αριθμούς …….. και ……… ποσού 60 ευρώ το καθένα, (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), αφού το ένδικο μέσο γίνεται δεκτό στην ουσία του. Τα δικαστικά έξοδα που αφορούν την παρεμπίπτουσα αγωγή αμφοτέρων των βαθμών θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 26.7.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3305/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό ……. αγωγής της δεύτερης εφεσίβλητης και της με αριθμό …….. ανακοίνωση δίκης προσεπίκλησης σε παρέμβαση με σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή της εκκαλούσας

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ κατά ένα μέρος και δη αυτό που αφορά την απορριπτική διάταξη της με αριθμό ………. ανακοίνωση δίκης προσεπίκλησης σε παρέμβαση με σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή της εκκαλούσας

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα δηλαδή των παραβόλων δημοσίου με αριθμούς ……… ποσού 20 ευρώ το καθένα και των δύο παραβόλων του ΤαΧΔιΚ με αριθμούς …….. και …….. ποσού 60 ευρώ το καθένα

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με αριθμό …….. ανακοίνωση δίκης προσεπίκλησης σε παρέμβαση με σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή της εκκαλούσας

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τη με αριθμό …….. ανακοίνωση δίκης προσεπίκλησης σε παρέμβαση με σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή της εκκαλούσας

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθής η ανακοίνωση δίκης-καθής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, να καταβάλει στην ανακοινώνουσα τη δίκη- προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα εκκαλούσα το ποσό των εκατόν εξήντα πέντε χιλιάδων τριάντα ενός ευρώ και δέκα εννέα λεπτών του ευρώ (165.031,19) με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του ποσού αυτού από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα προς την ενάγουσα της κύριας αγωγής δεύτερη εφεσίβλητη.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα που αφορούν τη με αριθμό ……… ανακοίνωση δίκης προσεπίκλησης σε παρέμβαση με σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή της εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμων δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Σεπτεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις  18 Οκτωβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ