ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3ο TMHMA
Περίληψη
Ανακοπή ερημοδικίας-έννοια ανωτέρας βίας-το αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός πρέπει να συνέβαλε στην ερημοδικία.
Αριθμός απόφασης 87/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας-εκκαλούσας, ………., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ανδρέα Χριστοφή.
Των καθ’ών η ανακοπή-εφεσιβλήτων : 1) ………….., 2) ……….. 3) ………… οι οποίοι παραστάθηκαν, η πρώτη μετά και οι λοιποί δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Σπυρίδωνος Χρυσοφώτη.
Οι ενάγοντες άσκησαν την από 2-11-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./2-11-2016) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 2700/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη κατ’ουσίαν.
Η εναγομένη με την από 16-7-2018 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./1-8-2018) έφεσή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προσέβαλε την παραπάνω απόφαση. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθ. 379/2020 οριστική απόφαση, με την οποία η έφεση απορρίφθηκε κατ’ουσίαν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ανωτέρω εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 22-7-2020 (υπ’αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……./22-7-2020) ανακοπή ερημοδικίας της, η οποία ορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της 22-4-2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19, από 19-4-2021 έως 26-4-2021 [ΚΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ 24489 (ΦΕΚΒ΄1558/17-4-2021)]. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτής της υπόθεσης, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 129/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη, η παραπάνω υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 11-11-2021 και μετ’αναβολήν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 § 1 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, το οποίο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη [ΑΠ 1260/2010, EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020, ΕφΠειρ (Μον) 9/2021, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Κατά το περιεχόμενο της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 1260/2010 ό.π). Το γεγονός θα πρέπει να είναι ανυπαίτιο και εντελώς εξαιρετικής φύσεως, μη αναμενόμενο και μη δυνάμενο να προληφθεί ή να αποτραπεί από τον διάδικο ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 1253/2018, ΑΠ 219/2016, ΑΠ 1506/2013 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ανεξάρτητα αν το γεγονός είναι εσωτερικό ή όχι (ΑΠ 219/2016, ΑΠ 1506/2013 ό.π). Τέτοια γεγονότα ανώτερης βίας είναι δυνατό να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, η αιφνίδια ασθένεια ή τυχόν ατύχημα του διαδίκου [ΕφΠειρ (Μον) 419/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] ή στενού συγγενικού του προσώπου και η εξαιτίας αυτής αδυναμία παραστάσεώς του και νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εκτός εάν μπορεί να παραστεί δια του τελευταίου (ΑΠ 224/2013, ΕφΔωδ 272/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ή όσον αφορά τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, τέτοιο γεγονός συνιστά η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσος, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του [EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020, ΕφΠειρ (Μον) 9/2021, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021 ό.π), εφόσον τα γεγονότα αυτά συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 1778/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην έννοια της ανώτερης βίας εκτός από την ασθένεια εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό που καθιστά παντελώς αδύνατη-και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή- την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάσταση του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου. Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για τον διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από τον μέσο νομικό παραστάτη [EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020, ΕφΠειρ (Μον) 9/2021, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021 ό.π]. Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 § 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008, ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 § 1 και 505 § 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 § 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της [EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020, ΕφΠειρ (Μον) 9/2021, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021 ό.π].
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι καθών η ανακοπή άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2-11-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2-11-2016) αγωγή τους, αιτούμενοι όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ερήμην της εναγομένης-ανακόπτουσας, εκδόθηκε η με αριθμό 2700/2018 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και αναγνώρισε ότι το αυθαιρέτως ανεγερθέν κτίσμα στο άνωθεν του δ΄ορόφου δώμα, επιφάνειας 50 τμ, της επί της οδού ……….. πολυκατοικίας στον Πειραιά, αποτελεί κοινόκτητο και κοινόχρηστο χώρο, ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι σε ποσοστό 194/1000 του δώματος αυτού και ότι έχουν δικαίωμα σύγχρησής του, ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει σε έκαστο των δευτέρου και τρίτης των εναγόντων το ποσό των 3.674,20 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και το ποσό των 77,60 ευρώ, νομιμοτόκως από την 1η ημέρα κάθε επόμενου μήνα, στον οποίο κάθε επιμέρους κονδύλιο αφορά, υποχρέωσε την εναγομένη να παραδώσει στους ενάγοντες τα κλειδιά του ανωτέρω δώματος και, σε περίπτωση άρνησής της, τους επέτρεψε να ενεργήσουν τις απαιτούμενες ενέργειες για την απόκτηση κλειδιών, με δαπάνες της και της επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων τους, που καθορίστηκε στο ποσό των 275 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη άσκησε την από 16-7-2018 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/1-8-2018) έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 379/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία απέρριψε την έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, για τον λόγο ότι η εκκαλούσα θεωρήθηκε δικονομικά απούσα, διότι η παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου της με δήλωση που κατάθεσε, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και ότι συναινεί στη συζήτησή της, δεν ήταν προσήκουσα, αφού επί εφέσεως κατά ερήμην του εναγομένου εκδοθείσας απόφασης, είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Ακολούθως, κατά της απόφασης αυτής, η εκκαλούσα άσκησε την κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου η υπόθεση, επικαλούμενη άκυρη ερημοδικία, λόγω της συνδρομής λόγου ανωτέρας βίας που συνέτρεξε στο πρόσωπό της, συνιστάμενου σε αιφνίδιο πρόβλημα υγείας της ιδίας και εισαγωγή της σε νοσοκομείο νωρίς το πρωϊ της ορισθείσας δικασίμου, με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η παράστασή της μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ώστε να ανακληθεί η παραπάνω δήλωσή του. Η ανακοπή, ωστόσο, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 501 παρ. 1, 502 παρ. 1, 503 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, όπως αποδεικνύεται από το υπ αριθ. …….. e-παράβολο (και την από 21-7-2020 απόδειξη εξόφλησής του της Τράπεζας Πειραιώς), η ανακόπτουσα κατέβαλε το παράβολο ερημοδικίας που καθορίσθηκε με την ανακοπτόμενη απόφαση (505 παρ.2 του ΚΠολΔ), είναι απορριπτέα, καθώς ο προεκτιθέμενος λόγος, ο οποίος αναφέρεται στη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση της ανακόπτουσας στη συζήτηση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση, δεν είναι νόμιμος, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Ειδικότερα, το επικαλούμενο γεγονός, δηλαδή η αιφνίδια ασθένεια της εναγομένης, δεν συνέβαλε στην ερημοδικία της, εφόσον η ίδια μπορούσε να εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, και αυτός ενδεχομένως, ανακαλώντας τη δήλωσή του, κατά την έναρξη της συζήτησης στο παρόν Δικαστήριο, να υποβάλλει αίτημα αναβολής, επικαλούμενος την αδυναμία παρουσίας της εντολέως του. Αντιθέτως, η ερημοδικία της οφείλεται στην κατάθεση της άνω δηλώσεως εκ μέρους του, την οποία ο ίδιος γνώριζε εξ αρχής ότι, για λόγους δικονομικούς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν μπορεί να καταθέσει.
Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη ανακοπή ερημοδικίας ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικασθεί η ηττηθείσα ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ών η ανακοπή, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 2, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι Β΄στο άρθρο 166 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 22-7-2020 (υπ’αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……./22-7-2020) ανακοπή ερημοδικίας της εκκαλούσας, κατά της υπ’αριθμ. 379/2020 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκησή της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας, τα δικαστικά έξοδα των καθ’ών η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 21 -2-2022.
Η Δικαστής Η Γραμματέας