Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 98/2022

Αριθμός     98/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ιωάννη Τόλια.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας …………, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Ρουμελιώτη.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  1.10.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2287/2017  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενο και ήδη εκκαλών με την από  2.1.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……/2018) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2018) αρχικά η 1.11.2018.

Με την υπ΄  αριθμ. 55/12.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ. …/2021) Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αγγελικής Κόφφα, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ’ αριθ. 55/2021 (αριθ.καταθ. …./2021) Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την διάταξη του άρθρου 307 του Κ.Πολ.Δ, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, της κατωτέρω αναφερόμενης υπόθεσης, μετά την έκδοση και της υπ’ αριθ. 32/2021 Πράξης της ιδίας Προέδρου, όπως αυτή εν μέρει ανακλήθηκε με την οποία αφαιρέθηκαν από την αναφερόμενη σε αυτή (Πράξη) Δικαστή δικογραφίες επί πολιτικών υποθέσεων, που χειριζόταν εκ των οποίων και η ένδικη υπόθεση, η οποία είχε εκδικαστεί την 9.5.2019 και δεν είχε εκδοθεί επ’ αυτής απόφαση. Κατά την αρχική δικάσιμο της 9.5.2019 της ένδικης από 2.1.2018 (αριθ.καταθ. ……/2018) έφεσης κατά της υπ’ αριθ. 2287/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, οι διάδικοι είχαν παρασταθεί δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της. Περαιτέρω,  όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κατά την παρούσα δικάσιμο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, από τη σειρά του πινακίου, οι διάδικοι κατόπιν κλήτευσής τους, παραστάθηκαν και εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Η υπό κρίση από 2.1.2018 (αριθ.καταθ. …./2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2287/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (άρθρα 495, 498, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 591 παρ. 1, ως  ισχύουν μετά την αντικατάσταση και την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από την ενσωματωμένο στην άνω πράξη κατάθεσης της έφεσης, πράξη κατάθεσης παραβόλου αντιστοίχως της αρμόδιας γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, από 1.10.2015 (αριθ.καταθ. ……../2015) αγωγή η εφεσίβλητη ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι, συνήψε με τον εναγόμενο ήδη εκκαλούντα την 18.10.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό Εμπορικής Συνεργασίας το οποίο τροποποιήθηκε την 29.2.2012, με το οποίο συμφωνήθηκε η αποκλειστική εμπορική συνεργασία για την λειτουργία δύο πρατηρίων στον Νομό …., το πρώτο από αυτά στη ….. στο … επί του ………. Ότι η συμβατική σχέση αυτών (διαδίκων) που ορίστηκε πενταετής και άρχισε την 18.10.2011, δεν εξελίχθηκε ομαλά κατά τους συνομολογηθέντες ως άνω όρους, ρήτρες και συμφωνίες κατά τα ειδικότερα και λεπτομερώς ιστορούμενα σε αυτή (αγωγή) και ότι η αντισυμβατική συμπεριφορά είχε ως συνέπεια την δημιουργία ληξιπρόθεσμης και απαιτητής οφειλής ανερχόμενης συνολικά σε 104.399,60 ευρώ. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση κηρυττομένη προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 104.399,60 ευρώ νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις και να καταδικαστεί στην δικαστική της δαπάνη. Η ως άνω αγωγή, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη έγινε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, με την υπ’ αριθ. 2287/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό συνολικά των 104.399,6 ευρώ νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες στο διατακτικό αυτής (απόφασης) διακρίσεις, κηρύχθηκε η απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 25.000 ευρώ και καταδικάστηκε ο εναγόμενος στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία όρισε στο ποσό των 3.240 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με τους λόγους της εφέσεώς του που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρία η από 1.10.2015 αγωγή της εφεσιβλήτου-εκκαλούσας.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 532 και 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως (άρθρο 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ’ ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανομένου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ. Το Εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α)να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, β) να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ’ επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά από αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αλλά τουναντίον: α)από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου κώδικα, και στην κατ’ έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β)από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι’ αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (Ολ ΑΠ 30/1997, ΑΠ 1844/2011, ΕφΛαμ 139/2011, ΕΑ 1597/2011, ΕφΘες 91/2009, ΕφΔωδ 131/2005, δημοσιευμένες στη Νόμος). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα την χρησιμότητα του επιλεγόμενου μέτρου για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς (ΕΑ 248/2012 ΕλλΔνη 2013.453). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές”, αλλά ‘ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίζει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 1009/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος, Εφ.Πειρ. 355/2021, Εφ.Πατρ. 43/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής συνίσταται στο εάν, η επίδικη απαίτηση που στηρίζεται στο υπό στοιχεία “Α7” του από 18.10.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας (η οποία κατά την υπό κρίση αγωγή επιμερίστηκε σε 36 ισόποσες δόσεις των 8.333.33 ευρώ κάθε μία) όσο και στην υπό στοιχεία “2” του από 29.2.2012 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού (η οποία κατά τα ιστορούμενα επιμερίστηκε σε 36 ισόποσες δόσεις των 2.261,51 ευρώ κάθε μια, εξοφληθεί ολοσχερώς, καθόσον κατά τους ισχυρισμούς αυτούς “μετά  από άτυπη και δη προφορική συμφωνία του ιδίου και της ενάγουσας εταιρείας κατά τη συνυπογραφή ων ως άνω αναφερομένων ιδιωτικών συμφωνητικών εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των, εξέδιδε φορτωτικές-τιμολόγια στο όνομα της ενάγουσας και στη συνέχεια η ενάγουσα εταιρία εξέδιδε ισόποσες επιταγές στο όνομά του, τις οποίες σύμφωνα με τη συμφωνία των διαδίκων ο εναγόμενος οπισθογραφούσε στην ενάγουσα και τις επέστρεφε σε αυτήν για την πληρωμή των δόσεων των γραμματίων-συναλλαγματικών για την εξόφληση των επιδίκων δόσεων που όφειλε στην ενάγουσα εταιρία, όπως προβλέπονται στον όρο Α.7, του από 18.10.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας με την ενάγουσα (36 μηνιαίες δόσεις των 8.333,336 εκάστη) και στον όρο 2 του από 29.2.2012 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού (36 μηνιαίες δόσεις των 2.261,516 εκάστη), δεδομένου ότι τα μέρη συμφώνησαν όπως οι απαιτήσεις του εναγομένου για τις εν λόγω μεταφορές (φορτωτικές-τιμολόγια) θα καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές με την εκτέλεση της μεταφοράς και με την έκδοση από τον τελευταίο στο όνομα της ενάγουσας εταιρίας των σχετικών φορτωτικών-τιμολογίων. Ότι για πώληση υγρών καυσίμων από τα πρατήρια του εναγομένου στους πελάτες του με χρήση πιστωτικής κάρτας που είχε εκδώσει η ενάγουσα εταιρία, η ενάγουσα εισέπραττε τα εν λόγω ποσά απευθείας στον τραπεζικό της λογαριασμό και στη συνέχεια εξέδιδε επιταγές στο όνομα του εναγομένου, τις οποίες σύμφωνα με τη συμφωνία τους ο εναγόμενος, οπισθογραφούσε στην ενάγουσα και τις παρέδιδε σε αυτήν για την πληρωμή των δόσεων των γραμματίων-συναλλαγματικών που όφειλε στην ενάγουσα εταιρία, όπως προβλέπονται στον όρο Α.7, του από 18.10.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας με την ενάγουσα (36 μηνιαίες δόσεις των 8.333,336 εκάστη) και στον όσο 2 του από 29.2.2012 τροποποιητικού, αντίστοιχα».

Β) “Η άνω οφειλή του σύμφωνα με τον όρο Α.7 του από 18.10.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας του με την ενάγουσα, ήτοι το κονδύλιο Α της υπό κρίσιν αγωγής ποσού 74.999,976, ήτοι 9 δόσεις Χ 8.333,336 εκάστη = 74.999,976 για οφειλόμενες μηνιαίες δόσεις από 18/4/2014 έως 18/12/2014, έχει συμψηφιστεί εξολοκλήρου με ληξιπρόθεσμες και απαιτητές ανταπαιτήσεις του κατά της εναγούσης, τις οποίες ο εναγόμενος διατηρούσε κατά το χρόνο πληρωμής εκάστης οφειλόμενης δόσης στην ενάγουσα, ενώ η επίδικη οφειλή του σύμφωνα με τον όσο 2 του από 29.2.2012 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού, ήτοι το κονδύλιο Β της υπό κρίσιν αγωγής της ενάγουσας ποσό 29.399,63 ευρώ, ήτοι 13 μηνιαίες δόσεις Χ 2.261,51 ευρώ = 29.399,63 ευρώ για οφειλόμενες μηνιαίες δόσεις από 28/2/2014 έως 8/2/2015, έχει συμψηφιστεί εξολοκλήρου με τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές ανταπαιτήσεις του κατά της ενάγουσας που είχε κατά το χρόνο πληρωμής εκάστης οφειλόμενης δόσης στην ενάγουσα. Και τούτο καθόσον με συμφωνία των διαδίκων μερών, η ενάγουσα του ανέθεσε να διενεργήσει μεταφορές υγρών καυσίμων της σε τρίτους-πελάτες της ενάγουσας εταιρίας με αυτοκίνητα βυτιοφόρα μεταφοράς υγρών καυσίμων ιδιοκτησίας μου, για την εκτέλεση των οποίων ο εναγόμενος εξέδιδε φορτωτικές – τιμολόγια στο όνομα της ενάγουσας και στη συνέχεια η ενάγουσα εταιρία εξέδιδε ισόποσες επιταγές στο όνομά του και σε διαταγή του, τις οποίες σύμφωνα με τη συμφωνία ο εναγόμενος οπισθογραφούσε στην ενάγουσα και τις επέστρεφε σε αυτήν για την πληρωμή και την εξόφληση των επιδίκων δόσεων που όφειλε στην ενάγουσα εταιρία, άλλως για συμψηφισμό των οφειλομένων στην ενάγουσα δόσεών του (όπως προβλέπονται στον όρο Α.7 του από 18.10.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας του με την ενάγουσα (36 μηνιαίες δόσεις των 8.333,336 εκάστη) και στον όρο 2 του από 29.2.2012 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ του ιδίου και της ενάγουσας (36 μηνιαίες δόσεις των 2.261,516 εκάστη) με τις ως άνω ληξιπρόθεσμες ανταπαιτήσεις του. Παράλληλα δε τα διάδικα μέρη είχαν συμφωνήσει ότι οι απαιτήσεις του εναγομένου για τις εν λόγω μεταφορές (φορτωτικές-τιμολόγια) θα καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές με την εκτέλεση της μεταφοράς και με την έκδοση από τον εναγόμενο στο όνομα της ενάγουσας εταιρίας των σχετικών φορτωτικών-τιμολογίων. Επίσης, ότι για πώληση υγρών καυσίμων από τα πρατήρια του εναγομένου προς τους πελάτες του με χρήση πιστωτικών καρτών που είχε εκδώσει η ενάγουσα εταιρία, η ενάγουσα εισέπραττε τα εν λόγω ποσά απευθείας στον τραπεζικό της λογαριασμό και από τη στιγμή την πίστωση των ποσών αυτών συμφωνήθηκε ότι η απαίτηση του εναγομένου κατά της εναγούσης θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ενώ στη συνέχεια, μετά την πίστωση του λογαριασμού της ενάγουσας από τις ανωτέρω πιστωτικές κάρτες, η ενάγουσα εξέδιδε ισόποσες επιταγές στο όνομα του εναγομένου τις οποίες σύμφωνα με τη συμφωνία των διαδίκων μερών ο εναγόμενος εκ νέου οπισθογραφούσε στην ενάγουσα και τις παρέδιδε σε αυτήν για την πληρωμή και την εξόφληση των δόσεων που όφειλε κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμεννα, άλλως για συμψηφισμό των οφειλομένων στην ενάγουσα δόσεων του (όπως προβλέπονται στον όρο Α.7 του από 18.10.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας με την ενάγουσα (36 μηνιαίες δόσεις των 8.333,33 ευρώ έκαστη) και στον όρο 2 του από 29.2.2012 τροποποιητικού συμφωνητικού μεταξύ του ιδίου και της ενάγουσας (36 μηνιαίες δόσεις των 2.261,51 ευρώ έκαστη) με τις ως άνω ληξιπρόθεσμες ανταπαιτήσεις τους». Τους εν λόγω ισχυρισμούς (ένσταση εξοφλήσεως/ ένσταση εξοφλήσεως δια συμψηφισμού) επαναφέρει ο εναγόμενος ήδη εκκαλών με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς του, και δεδομένου ότι, αφενός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν διατάχθηκε απόδειξη με λογιστική πραγματογνωμοσύνη αναφορικά με την απόδειξη ή μη της εξόφλησης της επίδικης απαίτησης και αφετέρου της αδυναμίας της συναγωγής από τα προσκομισθέντα λοιπά αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες-έγγραφα) ασφαλών συμπερασμάτων για το θέμα αυτό που απαιτεί ιδιάζουσα γνώση επιστήμης και τέχνης το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να διατάξει αναβάλλοντας την οριστική απόφαση, νέες, συμπληρωματικές αποδείξεις και ειδικότερα τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, όπως ορίζεται στο διατακτικό, χωρίς προηγουμένως να προβεί στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, εξουσία την οποία έχει, κατά τα προαναφερόμενα για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της έφεσης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 2.1.2018 (αριθ.καταθ……./2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2287/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα  τον ………., Συνταξιούχο Ορκωτό Λογιστή-Ελεγκτή-Λογιστή-Οικονομολόγο-Φοροτεχνικό Η΄Τάξης, …….., τηλ. 210-…, κιν. ….., που περιλαμβάνεται στον τηρούμενο στο κατάλογο, ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σε αυτόν της παρούσης απόφασης, στο κατάστημα του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, Φωτεινής Β. Μάμαλη, Εφέτη, ή του νόμιμου αναπληρωτή της, σε ημέρα και ώρα που αρμοδίως θα ορισθεί, πρέπει, αφού προηγουμένως λάβει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας και συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και οποιοδήποτε  έγγραφο του εγχειρίσουν οι διάδικοι χρήσιμο για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, να γνωμοδοτήσει εγγράφως και αιτιολογημένα “πότε και σε ποιο λογαριασμό πιστώθηκαν οι καταβολές του εναγομένου ήδη εκκαλούντα σε εξόφληση των ένδικων δόσεων, ποιες επιταγές και ποιών ποσών εξέδωσε η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη σε διαταγή αυτού (εναγομένου/εκκαλούντα), την αιτία, ποιο λογαριασμό πίστωσε η ενάγουσα-εφεσίβλητη με τις επιταγές που έδωσε στον εναγόμενο-εκκαλούντα τις οποίες οπισθογράφησε στη συνέχεια και τις παρέδωσε στην ενάγουσα-εφεσίβλητη για εξόφληση των δόσεων, πόσες επιταγές εξέδωσε η εφεσίβλητη και για ποιες φορτωτικές εξόφλησε με τις επιταγές αυτές, ποιες φορτωτικές δεν του έχει (εναγόμενου-εκκαλούντα) ακόμη εξοφλήσει και ποιου ποσού, ποιες επιταγές εξέδωσε η ενάγουσα-εφεσίβλητη στο όνομά της για τα ποσά των καρτών που εισέπραττε και για ποιο ποσό, ποιο ποσό που εισέπραξε από κάρτες δεν έχει ακόμη καταβάλει (στον εναγόμενο) ποιο λογαριασμό πίστωσε η ενάγουσα – εφεσίβλητη με τις επιταγές που του (εναγομένου-εκκαλούντα) χορήγησε για εξόφληση των καρτών που εισέπραξε η ίδια τις οποίες επιταγές οπισθογράφησε (ο εναγόμενος-εκκαλών) και παρέδωσε εκ νέου σε αυτήν (ενάγουσα-εφεσίβλητη) και ποιο λογαριασμό πίστωσε η εφεσίβλητη με το προϊόν των επιταγών που οπισθογράφησε και παρέδωσε σε αυτήν (ενάγουσα-εφεσίβλητη) για εξόφληση των δόσεων, πόσοι είναι οι λογαριασμοί στο όνομά του (εναγομένου-εφεσίβλητου) που τηρεί η ενάγουσα στα λογιστικά της βιβλία και ποια η αναλυτική κίνηση ενός εκάστου λογαριασμού από την έναρξη της συνεργασίας έως σήμερα, με ποια ποσά έχει χρεοπιστωθεί κάθε λογαριασμός και από ποια αιτία”. Η έγγραφη γνωμοδότησή του πρέπει να κατατεθεί από τον πραγματογνώμονα εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, όπου θα συνταχθεί η σχετική έκθεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 24 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ