Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 131/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   131/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Μαρία Βιλλιώτη, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Του εφεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Θεοδώρα Κουκλιάκου, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Η εκκαλούσα άσκησε την με αρ. κατ. ……../2018 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 69/2020 απόφασή του την απέρριψε κατ’ ουσία.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 15.6.2020 (αρ. κατ. ………./2020) έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε (133/2021 πράξη) να συζητηθεί τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσια νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 69/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2, παράβολο ……../2020). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν

Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του περιγραφόμενου σ’ αυτήν κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, που καταχωρήθηκε ανακριβώς ως αγνώστου ιδιοκτήτη στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να διορθωθεί και να αναγραφεί η ίδια αποκλειστική κυρία αυτού με τον ως άνω πρωτότυπο τρόπο, επικαλούμενη για τη θεμελίωση του δικαιώματός της τη συνεχή και αδιάλειπτη άσκηση πράξεων νομής (επίβλεψη, καθαρισμούς) επί του επιδίκου ακινήτου από τη μητέρα της από το έτος 1940 έως το έτος 1989, οπότε και ατύπως της παραχώρησε τη νομή και έκτοτε (1989) από την ίδια, ασκώντας τις ίδιες πράξεις νομής συνεχώς και αδιαλείπτως έως το χρόνο άσκησης της αγωγής. Το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, αρνήθηκε την αγωγή και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν είναι δεκτικό χρησικτησίας, γιατί είναι δημόσιο κτήμα, επειδή α) περιήλθε σ’ αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως ανήκουσα πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, το οποίο κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει, άλλως ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε  «δικαιώματι πολέμου», άλλως, β) δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως, γ) απέκτησε αυτό με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, άλλως, δ) το απέκτησε ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να εξαφανιστεί και να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η αγωγή της.

Από την εκτίμηση των μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων και της υπ’ αρ. …./15.6.2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβ/φου Σαλαμίνας …….., που ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την …../11.6.2018 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. ………), την οποία επικαλείται η εκκαλούσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο οικόπεδο που βρίσκεται στη Σαλαμίνα Αττικής, στη θέση «. ….», της Δημοτικής Κοινότητας Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας, διαμπερές, επί των οδών … και …….., στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό .., έχει ΚΑΕΚ …, εμβαδόν 499 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με οδό ……….., νότια με την οδό ….., δυτικά με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ ……. και …. και ανατολικά με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ ….. και ….. Από το έτος 1940, η μητέρα της ενάγουσας, …………νεμόταν αυτό, καθαρίζοντάς το από τα ξερά χόρτα, σπέρνοντάς το σανό και επιβλέποντάς το συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι και το έτος 1989, οπότε το παραχώρησε ατύπως στη ενάγουσα θυγατέρα της, η οποία έκτοτε συνέχισε να το επιβλέπει και να το καθαρίζει συνεχώς και αδιαλείπτως έως και το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα (13.11.2006, υπ’ αρ. 396/1.11.2006 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 1662 Β/13.11.2006) αλλά και μετέπειτα έως το χρόνο άσκησης της αγωγής (2018). Καθ’ όλο αυτό το διάστημα η ενάγουσα ουδέποτε οχλήθηκε από κάποιον, ούτε και προέβαλε ποτέ κανείς δικαιώματα σ’ αυτό. Έτσι κατά τον χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή, είχε αποκτήσει με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρουμένου στο χρόνο της και του χρόνου νομής της παρέχουσας μητέρας της, δικαίωμα κυριότητας επί του ως άνω ακινήτου, παρέλειψε όμως να το δηλώσει κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης και έτσι καταχωρήθηκε εσφαλμένα ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω επιδίκου οικοπέδου με τους τρόπους, που επικαλέσθηκε. Ειδικότερα οι ισχυρισμοί του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική και στα νησιά του Αργοσαρωνικού οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με το δικαίωμα του πολέμου, αφού δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση κατέστη αδέσποτο και δημεύθηκε, γιατί δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτής το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος, ούτε λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ΒΔ της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε  ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Συνεπώς το επίδικο ουδέποτε ήταν δημόσιο κτήμα ή ανεπίδεκτο χρησικτησίας και μετά την 11.9.1915. Άλλωστε, αν ήταν δημόσιο κτήμα, το εναγόμενο θα το είχε καταχωρίσει ως τέτοιο, μετά από τόσα χρόνια και θα το είχε δηλώσει στο κτηματολόγιο ως τέτοιο. Μετά ταύτα έπρεπε η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί η ενάγουσα – εκκαλούσα κυρία του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία και, στη συνέχεια, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής για το εν λόγω ακίνητο στα βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας, προκειμένου στη θέση «άγνωστος ιδιοκτήτης» να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως κυρία τούτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου εναγόμενου, μειωμένα όμως για κάθε βαθμό (άρθρ. 22 του ν. 3693/1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 69/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζοντας επί της αγωγής.

Δέχεται αυτήν.

Αναγνωρίζει την ενάγουσα κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ενός μη άρτιου και μη οικοδομήσιμου οικόπεδου, που βρίσκεται στη Σαλαμίνα Αττικής, στη θέση «………..», της Δημοτικής Κοινότητας Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας, διαμπερές, επί των οδών …. και ………., στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό …., έχει ΚΑΕΚ ………, εμβαδόν 499 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με οδό ………., νότια με την οδό …….., δυτικά με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ ……. και ……. και ανατολικά με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ ……….. και …………

Διορθώνει την αρχική πρώτη εγγραφή για το ως άνω ακίνητο στα βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας, προκειμένου στη θέση «άγνωστος ιδιοκτήτης» να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως κυρία τούτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.

Καταδικάζει το εφεσίβλητο εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας που καθορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις    9 Mαρτίου 2022.

        Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ