ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 134/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………… για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ :
Α. Του εκκαλούντος : Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, που εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ., Χρυσάνθη Τέλιου.
Των εφεσιβλήτων : 1) …………., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ισμήνης Ζώρζου με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) και 2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον (Π.Ε.Τ.), νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ., Παναγιώτα Φραντζή.
Β. Του εκκαλούντος : Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον (Π.Ε.Τ.), νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ., Παναγιώτα Φραντζή.
Των εφεσιβλήτων : 1) ……….., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ισμήνης Ζώρζου με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) και 2) Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, που εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ., Χρυσάνθη Τέλιου.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμό κατάθεσης ………./2012 αγωγή του εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου περί διόρθωση ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής. Το «Παλαιόν Εκκλησιαστικό Ταμείον» άσκησε την με αριθμό ……./2013 κύρια παρέμβαση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδίκασε τις υποθέσεις (αγωγή και κύρια παρέμβαση) και εξέδωσε την υπ’ αρ. 3259/2018 απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή κατ’ ουσίαν την αγωγή και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν τα εκκαλούντα με τις από 2.7.2020 (……./2020) και 3.7.2020 (…………/2020) εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο.
Οι πληρεξούσιες νομικοί παραστάτες των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου οι από 2.7.2020 (………./2020) και 3.7.2020 (……../2020) εφέσεις εναντίον της υπ’ αρ. 3259/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και έχουν ως αντικείμενο τη διόρθωση της αυτής κτηματολογικής εγγραφής, γι’ αυτό και πρέπει να διαταχθεί η ένωση και η συνεκδίκασή τους, γιατί έτσι επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (ΚΠολΔ 246).
Οι υπό κρίση ως άνω εφέσεις κατά της υπ’ αρ. 3259/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκαν παραδεκτά, νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) χωρίς καταβολή παραβόλου έφεσης, λόγω της εκ του νόμου απαλλαγής των εκκαλούντων, γι’ αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τους λόγους τους.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του o ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή, με την οποία το εναγόμενο, ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, καταχωρήθηκε εσφαλμένως ως κύριος του πλήρως περιγραφομένου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, επειδή αυτό δεν άνηκε ποτέ στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ αληθινός κύριος αυτού είναι ο ίδιος, που το οποίο απέκτησε το έτος 1977 δια παραγώγου τρόπου και δη με νομίμως μεταγεγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο αλλά και δια πρωτοτύπου τρόπου και δη δια εκτάκτου χρησικτησίας με την άσκηση των αναφερομένων στο δικόγραφο πράξεων νομής για χρονικό διάστημα μείζων της εικοσαετίας. Το εναγόμενο αρνήθηκε την αγωγή, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου δημόσιου κτήματος με αριθμό ………. και του ανήκει κατά κυριότητα και είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας μετά την 11.9.1915, δηλαδή κατά το αγωγικό χρονικό διάστημα, επειδή α) περιήλθε σ’ αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως ανήκουσα πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, το οποίο κατέλαβε, κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει, άλλως ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε «δικαιώματι πολέμου», άλλως, β) δυνάμει των διατάξεων ΒΔ της 17.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» και του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής, δασική έκταση, βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως, γ) απέκτησε αυτό με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, άλλως, δ) το απέκτησε ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου παρενέβη κυρίως και το «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), ζητώντας να διορθωθεί η ως άνω ανακριβής κτηματολογική εγγραφή, ώστε να αναγραφεί το ίδιο κύριος του επιδίκου, το οποίο απέκτησε εκ του νόμου από τη διαλυθείσα Μονή του ………. (ΒΔ 19.8/25.9.1833), η οποία κατέστη κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ασκώντας σ’ αυτό συνεχώς τις αναφερόμενες πράξεις νομής από το έτος 1700 έως το 1833, οπότε και διαλύθηκε, ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον των τριάντα ετών με καλή πίστη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην παρέμβασή του. Με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο ενάγων εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι το επίδικο άνηκε κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, από το οποίο ο απώτατος δικαιοπάροχός του ………… το απέκτησε με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’ αρ. ………../30.9.1877 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιά ………., κατόπιν του νομίμως μεταγεγραμμένου με αρ. ………/1980 παραχωρητηρίου του Υπουργείου των Οικονομικών και ότι αυτός (ο ενάγων) απέκτησε τούτο, το οποίο βρίσκεται μέσα στο σχέδιο πόλεως έναντι του Δημοσίου με τα προσόντα του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, ήτοι με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, που καταρτίστηκε και μεταγράφηκε μετά την 23.2.1945, νεμόμενος αυτό με καλή πίστη για περισσότερο από δέκα έτη άλλως τριάντα έτη, προσμετρουμένου και του χρόνου καλόπιστης νομής των δικαιοπαρόχων του, μέχρι την έναρξη του νόμου (19.3.2003). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρ. 3259/2018 απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του επιδίκου με τα προσόντα του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 και διόρθωσε την κτηματολογική εγγραφή, ενώ απέρριψε την παρέμβαση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονούνται τα εκκαλούντα (Δημόσιο και Π.Ε.Τ.) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητούν την εξαφάνιση της απόφασης, την απόρριψη της αγωγής (το Ελληνικό Δημόσιο) και την κατ’ ουσίαν παραδοχή της κύριας παρέμβασης (το Π.Ε.Τ.).
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η βάση της αγωγής του ενάγοντος ήταν η απόκτηση κυριότητας στο πρόσωπό του με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη και τακτική χρησικτησία επί ακινήτου, που ουδέποτε, κατά τους ισχυρισμούς του, άνηκε στο Ελληνικό Δημόσιο και που εσφαλμένα το τελευταίο καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία ως κύριος αυτού. Με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Ελληνικό Δημόσιο και παραχωρήθηκε στον απώτατο δικαιοπάροχό του νομίμως με εκδοθέν νομίμως μεταγεγραμμένο παραχωρητήριο και ότι απέκτησε κυριότητα με τα προσόντα του άρθρου 4 του ν. 3127/2003. Με αυτούς τους ισχυρισμούς όμως ο ενάγων μετέβαλε ανεπίτρεπτα τη βάση της αγωγής (ΚΠολΔ 224) και γι’ αυτό, λόγω του απαραδέκτου της μεταβολής, δεν έπρεπε οι ισχυρισμοί αυτοί να ληφθούν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, τους δέχθηκε κάνοντας δεκτή κατ’ ουσίαν την αγωγή και απέρριψε την κύρια παρέμβαση, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα κύριο του επιδίκου με τα προσόντα του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 και διατάσσοντας τη διόρθωση της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής. Μετά ταύτα πρέπει, δεκτών γενομένων των σχετικών λόγων έφεσης, να εξαφανιστεί η απόφαση, και να εξεταστεί περαιτέρω η αγωγή, σύμφωνα με την ως άνω αρχική νομική και πραγματική της βάση, καθώς και η ασκηθείσα κύρια παρέμβαση, ως προς την βασιμότητά τους.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, με την επ’ αυτού διώροφη οικοδομή, που βρίσκεται στη θέση «….» ή «………» του πρώην Δήμου Νίκαιας, μετέπειτα Δήμου Κερατσινίου και νυν Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, εντός σχεδίου πόλεως, επί της οδού …….., εκτάσεως (του οικοπέδου) 167 τ.μ. με ΚΑΕΚ ……… Δυνάμει του με αριθμό ………./19.1.1977 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο ……. και με α.α ……, o ενάγων απέκτησε κατά κυριότητα το πιο πάνω οικόπεδο (ακάλυπτο) από τον …………, λόγω πώλησης. Ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος, είχε αποκτήσει κατά κυριότητα το οικόπεδο, στο οποίο ανεγέρθηκε μετέπειτα η οικοδομή, από την ……….., λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αρ. ……../1974 συμβολαίου της ίδια ως άνω συμβ/φου, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο … και α.α. ….. Σ’ αυτήν το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει κατά κυριότητα από …….και ……., λόγω πώλησης, δυνάμει των υπ’ αρ. ………/1960 και ………/1960 συμβολαίων του συμβ/φου Πειραιώς ………., νομίμως μεταγεγραμμένων στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο … με α.α. …. και …, αντίστοιχα. Στις τελευταίες το επίδικο είχε περιέλθει κατά κυριότητα από τους …….. και ……….., λόγω πώλησης, δυνάμει των υπ’ αρ. ………/1952 και ……../1952 συμβολαίων του συμβ/φου Πειραιώς …….., νομίμως μεταγεγραμμένων στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο … με α.α. … και …., αντίστοιχα. Μετά την αγορά του επιδίκου ο ενάγων, δυνάμει της υπ’ αρ. …../1977 οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Πειραιώς, οικοδόμησε νομίμως διώροφη οικοδομή, η οποία υφίσταται μέχρι και σήμερα. Προέβη στην ηλεκτροδότησή της από τη ΔΕΗ και στη σύνδεσή της με το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Έκτοτε, κατοικούσε στην ως άνω οικία έως το έτος 1990, μετά δε το εκμίσθωνε σε τρίτους και από το 2001 κατοικεί σ’ αυτό η εξετασθείσα μάρτυρας κόρη του. Έτσι απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, ήτοι με το ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένο πωλητήριο συμβόλαιο (………/1977), από τον αληθινό κύριο, ……….., ο οποίος είχε αποκτήσει αυτό με τα προαναφερόμενα ως άνω συμβόλαια αλλά και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας αυτός και οι απώτεροι και απώτατοι ως άνω δικαιοπάροχοί του τις προσιδιάζουσες στο ακίνητο πράξεις νομής, ήτοι επίβλεψη, οριοθέτηση και καθαρισμούς, για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας (ήτοι από το έτος 1952 έως το έτος 1977), προσμετρουμένου στο χρόνο νομής του τού χρόνου των δικαιοπαρόχων του. Από το χρόνο δε της αγοράς (1977) ο ενάγων, ασκώντας ο ίδιος τις ως άνω αναφερόμενες πράξεις νομής (οικοδόμηση, σύνδεση με τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, εκμίσθωση και παραχώρηση τούτου σε τρίτους) για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας έως την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Κερατσινίου (11.6.2007) αλλά και μετέπειτα έως την άσκηση της αγωγής, απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου και με πρωτότυπο τρόπο. Το εν λόγω ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο, αφού το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω οικοπέδου με τους τρόπους, που επικαλέσθηκε. Ειδικότερα οι ισχυρισμοί του ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου δημόσιου κτήματος με αριθμό ………., εκτάσεως 1.000 περίπου στρεμμάτων που καταχώρησε ως δημόσιο κτήμα, επειδή περιήλθε στην κυριότητα τούτου ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, δυνάμει του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 6/7.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, άλλως ως δασικό και δεν τηρήθηκε ως προς αυτό η διαδικασία, που προβλεπόταν με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17/29.11.1836 Β.Δ., άλλως με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενο τούτο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών, καθώς και του ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από τις 25.5.1827 έως τις 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παρεχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά, δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν, ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως [ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, μετά δε την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτη και να δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτής το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος, ούτε λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ΒΔ της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες [ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου και του εν λόγω μείζονος ακινήτου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Επίσης, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα της Ιεράς Μονής ……….. δυνάμει πρωτοτύπου τρόπου, και δη με έκτακτη χρησικτησία του προϊσχύσαντος του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αφού ουδέποτε χρησιδέσποσε αυτό, γιατί ουδέποτε επιλήφθηκε της φυσικής του εξουσίασης, ούτε απέκτησε αυτό ποτέ από αφιερώματα των πιστών μέχρι το έτος 1836, οπότε και διαλύθηκε και το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων περιήλθαν αυτοδίκαια στο κυρίως παρεμβαίνοντα «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.)[Διατάγματα της 4.12.1834 «περί της ιδιοκτησίας των εν μοναστηρίοις μοναχών», της 25.8.1833 «περί των εν τω Βασιλείω Μοναστηρίων», της 26.4.1834 «περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και εκκλησιών», της 20.5.1836 «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων», της 13.7.1838 και 29.4.1843]. Συνεπώς το Π.Ε.Τ. ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου, αφού και η ως άνω Ιερά Μονή ουδέποτε απέκτησε αυτήν. Αντίθετο συμπέρασμα δεν δύναται να εξαχθεί εκ των ως άνω αποδεικτικών μέσων, αφού από κανένα εξ αυτών δεν προκύπτουν πράξεις φυσικής εξουσίασης του παρεμβαίνοντος ή του εναγομένου ειδικώς για το επίδικο ακίνητο ουδέποτε. Οι διενεργηθείσες τα έτη 1888 και 1889 δημοπρασίες εκ μέρους του Οικονομικού Εφόρου Πειραιώς για την μίσθωση χορτονομής έκτασης 10.000 στρεμμάτων στη θέση «…..» ή «…», καθώς και οι από την ίδια Αρχή εκμισθώσεις χορτονομής και βοσκής της αυτής περιοχής και των περιοχών «…..» «……….» των ετών 1895-1936, ουδόλως αποδείχθηκε ότι περιλάμβαναν και την επίδικη έκταση ή τμήμα αυτής. Εκ των ανωτέρω παραδοχών αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας κατά τον επίδικο αγωγικό χρόνο και ο ενάγων κατέστη δια παραγώγου τρόπου κύριος τούτου από τους ως άνω αληθείς κυρίους αυτών, αλλά και δια πρωτοτύπου τρόπου και δη δια εκτάκτου χρησικτησίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πλην όμως κατά την κτηματογράφηση του Δήμου Κερατσινίου δεν δήλωσε το εμπράγματο δικαίωμά του και κατά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς για την περιοχή, στις 11.6.2007, το ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ……… και καταχωρήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο ως κύριος αυτού σε ποσοστό 100%. Αυτή η πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιώς του Δήμου Κερατσινίου κατά τα ανωτέρω ελέγχεται ως ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας σε ποσοστό 100% του ενάγοντος. Συνεπώς, πρέπει η κύρια παρέμβαση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, η αγωγή να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς του Δήμου Κερατσινίου, που αφορούν το ως άνω ακίνητο με KAEK ………., από το εσφαλμένο ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο ως κύριος αυτού σε ποσοστό 100% στο ορθό ότι ανήκει κατά πλήρη κυριότητα (100%) στον ενάγοντα, δυνάμει του με αριθμό …../19.1.1977 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …. και με α.α ….. Τέλος, η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας εκάστου μέρους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις 2.7.2020 (……../2020) και 3.7.2020 (………/2020) εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται αυτές.
Εξαφανίζει την με αρ. 3259/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διακρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζει την αγωγή και την κύρια παρέμβαση.
Δέχεται την αγωγή και απορρίπτει την κύρια παρέμβαση.
Αναγνωρίζει τον ενάγοντα αποκλειστικό κύριο ενός οικοπέδου κειμένου εντός του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, εντός σχεδίου πόλεως, επί της οδού ….., εκτάσεως 167 τ.μ. με ΚΑΕΚ ./……
Διατάσσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς του Δήμου Κερατσινίου, που αφορούν το ως άνω ακίνητο με KAEK …………, από το εσφαλμένο, ότι ανήκει κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο σε ποσοστό 100%, στο ορθό, ότι ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στον ενάγοντα σε ποσοστό 100%, δυνάμει του με αριθμό …./19.1.1977 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο … και με α.α …..
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 9 Μαρτίου 2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ