Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 692/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    

692/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, οι εφέσεις με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Α) ….. και Β) ……., οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Οι ως άνω κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 231/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις αυτής ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1,ως προς την πρώτη έφεση, και παρ. 2 ως προς τη δεύτερη έφεση, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση των ένδικων εφέσεων. Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.3α ΚΠολΔ, παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης των δικογράφων αυτών, αντίστοιχα.

Όσον αφορά δε στη δεύτερη ως άνω έφεση, παραδεκτώς ασκείται από τους νικήσαντες διαδίκους ,οι οποίοι επικαλούνται έννομο συμφέρον (κατ’ άρθρο 516 παρ.2 ΚΠολΔ), συνιστάμενο στο ότι η εκκαλουμένη απόφαση περιέχει βλαπτικές γι΄ αυτούς αιτιολογίες από τις οποίες δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (Α.Π 336/2013, Α.Π 920/2013, Α.Π 1532/2011, Εφ. Θεσ. 2175/2017, Εφ.Πειρ. 105/2014, Εφ.Αθ. 39/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 1714 ΑΚ προκύπτει ότι η, με αυτή, σύσταση της κληροδοσίας, έχει την έννοια ότι ο διαθέτης αφήνει σε κάποιον ορισμένο αντικείμενο της κληρονομιαίας περιουσίας του, χωρίς ωστόσο να τον θέλει καθολικό διάδοχο (Α.Π 597/1983 ΕΕΝ 51, Γ. Μπαλή: ΚληρΔ έκδ. 5η, παρ. 292, 126). Ειδικότερα, αντικείμενο της κληροδοσίας είναι δυνατό να είναι κάθε περιουσιακή ωφέλεια χωρίς αντάλλαγμα ή και με αντάλλαγμα και γενικότερα κάθε παροχή αποτιμητή σε χρήμα ή και μη αποτιμητή (π.χ.κληροδοσία οικογενειακού κειμηλίου). Ως κληροδοσία, υπό την έννοια που προαναφέρθηκε, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η μεταβίβαση κυριότητας ή νομής, η σύσταση δουλείας ή ασφαλειών, η μεταβίβαση απαίτησης, η παραχώρηση χρήσης, η παροχή διατροφής, η περιοδική παροχή, η απαλλαγή από υποχρέωση (Εφ. Αθ. 9703/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Παύλου Φίλιου: ΚληρΔ Ειδ.Μέρος, έκδ. 1988, παρ. 40). Κατά την ως άνω διάταξη, όροι της κληροδοσίας είναι.1) η παροχή περιουσιακής ωφέλειας προς κάποιον, ώστε αυτός να αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή, 2) η παροχή να γίνει με τελευταία διάταξη και 3) η παροχή προς τον κληροδόχο να γίνει εις βάρος άλλου προσώπου (βεβαρημένου) (Μπαλή, ό.π., παρ. 292). Σύμφωνα δε με το άρθ. 1715 ΑΚ ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να υποχρεώσει τον κληρονόμο ή τον κληροδόχο σε παροχή, χωρίς να προσπορίσει σε άλλον δικαίωμα σ` αυτήν την παροχή (τρόπος). Κατά τη διάταξη αυτή για την έννοια του τρόπου, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία:1) υποχρέωση, δηλαδή βάρος που επιβάλλεται με τελευταία διάταξη στον κληρονόμο ή τον κληροδόχο, 2) η υποχρέωση να έχει περιεχόμενο κάποια παροχή, δηλαδή πράξη ή παράλειψη, έστω και μη χρηματικώς αποτιμητή, αρκεί το περιεχόμενο αυτό να κρίνεται άξιο προστασίας του δικαίου. Η παροχή όμως δεν είναι ανάγκη να τάσσεται υπέρ κάποιου τρίτου, και 3) η επιβαλλόμενη αυτή υποχρέωση προς παροχή, όταν τάσσεται υπέρ κάποιου άλλου, πρέπει, κατά τη θέληση του διαθέτη, να μη προσπορίζει υπέρ αυτού και αντίστοιχο δικαίωμα, γιατί αν ο διαθέτης θέλει να έχει αυτός δικαίωμα και να απαιτήσει την παροχή, δεν πρόκειται για τρόπο, αλλά για κληροδοσία (Εφ. Αθ.1972/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπαλή, ό.π., παρ. 351). Συνεπώς, τρόπος και κληροδοσία ομοιάζουν ως προς το ότι και στις δύο περιπτώσεις ο βεβαρημένος οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωση που του επιβάλλει ο διαθέτης της, διαφέρουν όμως ως προς το ότι στην μεν κληροδοσία παρέχεται ορισμένη ωφέλεια στον τετιμημένο και σχετική αγωγή, εμπράγματη ή ενοχική, προς εκπλήρωση αυτής, ενώ στον τρόπο δεν υπάρχει ορισμένος τετιμημένος ως δικαιούχος, αλλά, και αν κάποιος ευνοείται με τον τρόπο δεν έχει ο ίδιος αγωγή προς εκπλήρωση (Α.Π 440/1982 ΝοΒ 31.45, Εφ.Αθ. 8465/2001, Μ.Εφ.Πειρ. 381/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Μπαλή ο.π., παρ. 351, Α. Τούση Κληρ.Δικ.παρ. 329, Ν. Παπαντωνίου, Κληρ.Δικ. παρ. 28, Π. Φίλιου Κληρ.Δικ., εκδ. Γ, σελ. 259).

Εξάλλου, η διαθήκη χρειάζεται ερμηνεία, όταν δεν είναι πλήρως σαφής, αλλά εμφανίζει σημεία ασαφή και αμφίβολα, που είναι δεκτικά αποσαφήνισης με ερμηνεία. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι από τη διαθήκη προκύπτει ή όχι με σαφήνεια η βούληση του διαθέτη είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Είναι αυτονόητο ότι η σημασία της ερμηνείας είναι καθοριστική στις περιπτώσεις των ιδιόγραφων (ή μυστικών) διαθηκών, αφού στις δημόσιες διαθήκες ο συμβολαιογράφος φροντίζει, ώστε η βούληση του διαθέτη να αποτυπωθεί στη διαθήκη με σαφήνεια και με ορθή νομική φρασεολογία. Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, στην ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη, με σκοπό την υποκειμενική άποψη αυτού μόνο, αδιάφορα από την αντικειμενική έννοια με την οποία αντιλαμβάνονται τη δήλωση οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, δηλαδή σύμφωνα με το άρθρο 200 ΑΚ, το οποίο δεν εφαρμόζεται κατά την ερμηνεία των διαθηκών. Σχετικά πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, η παιδεία του κλπ, ενώ συγχωρείται η αναζήτηση ακόμη και της εικαζόμενης βούλησής του. Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία, αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει να βρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο, στήριγμα στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης, γιατί αλλιώς θα παραβιάζονταν οι διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών, ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη με τη βοήθεια ψευδομαρτύρων (ΑΠ 144/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, όταν η επιβαλλόμενη με τη διαθήκη υποχρέωση για παροχή τάσσεται υπέρ κάποιου άλλου, το ζήτημα αν πρόκειται για κληροδοσία ή για τρόπο, κρίνεται από το αν ο διαθέτης θέλησε να προσπορίσει σε αυτόν και αντίστοιχο δικαίωμα στην παροχή ή όχι. Αυτό αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης, στην οποία προβαίνει το δικαστήριο, χωρίς να είναι ανάγκη να προσφύγει σε στοιχεία εκτός αυτής, όταν κρίνει ότι η δήλωση της τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη δεν παρουσιάζει κενά, ασαφή και αμφίβολα σημεία και η θέληση αυτού προκύπτει από την ίδια τη διαθήκη πλήρως και σαφώς (Α.Π 1626/2000 ΕλΔ 42.711, Α.Π 337/1999 ΕλΔ 40/1347, Εφ.Αθ. 8465/2001, ο.π., Μ.Εφ.Πειρ. 381/2012, ο.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-9-2015 (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ……) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες (ήδη εκκαλούντες στην πρώτη ως άνω έφεση και εφεσίβλητοι στη δεύτερη), εξέθεταν ότι, ο ….. (……….), ο οποίος απεβίωσε στις 7-2-2011 στην ……., όπου κατοικούσε όσο ζούσε, δυνάμει της από 25-6-2009 ιδιόγραφης διαθήκης του, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ΄αρ. ……… πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εγκατέστησε τις εναγόμενες ως κληρονόμους του και ειδικότερα την πρώτη εξ αυτών, κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας και τη δεύτερη, κατά το δικαίωμα της επικαρπίας, στα αναφερόμενα στη διαθήκη ακίνητα, μεταξύ των οποίων και ενός οικοπέδου εκτάσεως 2.322,25 τ.μ, μετά της εντός αυτού οικίας, ευρισκομένου στο χωριό …. στη θέση «. …» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου …., που περιγράφεται περαιτέρω στην αγωγή. Ότι, ο ως άνω διαθέτης, επιβάρυνε τις εναγόμενες με την υποχρέωση, εντός δύο ετών από του θανάτου του, να διαθέσουν το απαραίτητο ποσό από δικά τους χρήματα, προκειμένου να αποκτηθεί κατά ψιλή κυριότητα από το δεύτερο ενάγοντα και κατ’ επικαρπία εφ’ όρου ζωής από τον πρώτο ενάγοντα (πατέρα του), μία οικία ελάχιστου ωφέλιμου χώρου 48 τ.μ., πλην των βεραντών και σκεπαστού πάρκινγκ καθώς και μία ισόγεια επαγγελματική στέγη ελάχιστου ωφέλιμου χώρου 35 τ.μ., πλέον προαυλίου στην περιοχή της …, όπου επιτρέπεται η λειτουργία επαγγελματικής στέγης επισκευής μοτοποδηλάτων και η πώληση ανταλλακτικών, αμφότερα συμβατικής ή προκατασκευασμένης κατασκευής και συνολικής αξίας (κτίσματα και οικόπεδο) έως του ποσού των 180.000 ευρώ. Ότι οι εναγόμενες, εκ των οποίων η δεύτερη-δικηγόρος ορίστηκε συγχρόνως και εκτελεστής της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης, αποδέχθηκαν την ως άνω επαχθείσα σε αυτές κληρονομία, πράγμα, το οποίο έπραξαν και οι ίδιοι δια της κοινοποιηθείσας σε αυτές, από 25-9-2015, εξώδικης δήλωσής τους. Ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, προς τις εναγόμενες, που επανέλαβαν και εγγράφως με την ως άνω εξώδικη δήλωση, οι τελευταίες αρνούνται να υλοποιήσουν την ως άνω υποχρέωσή τους έναντι του διαθέτη. Ζητούσαν δε, ακολούθως, οι ενάγοντες, όπως παραδεκτά περιόρισαν το αίτημα της αγωγής τους, (με σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις τους), να αναγνωριστούν ως τετιµηµένοι με ενοχική κληροδοσία συνιστάμενη στην εκτέλεση από τις εναγόμενες ως βεβαρημένες κληρονόμους, της δε δεύτερης εξ αυτών και ως εκτελεστού αυτής, της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης (των προαναφερόμενων διατάξεών της).

           Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του,  αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και ορισμένη, ακολούθως, την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη, κρίνοντας ότι, από τα αναφερόμενα στο δικόγραφό της, δεν στοιχειοθετείται κληροδοσία, αλλά τρόπος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται, τόσο οι ενάγοντες  όσο και οι εναγόμενες (επικαλούμενες έννομο συμφέρον ως νικήσαντες διάδικοι κατά τα προεκτεθέντα), με τις κρινόμενες εφέσεις τους, αντίστοιχα, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου τους, σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, κατά μεν τους ενάγοντες να γίνει δεκτή η αγωγή τους, κατά δε τις εναγόμενες, να απορριφθεί η αγωγή με διαφορετική αιτιολογία.

Με το ως άνω, όμως, περιεχόμενο και αίτημα, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ως άνω αγωγή είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη. Ειδικότερα, ο ως άνω διαθέτης (………), ο οποίος απεβίωσε στην …. στις 7-2-2011, όρισε στην προαναφερθείσα από 25-6-2009 ιδιόγραφη διαθήκη του, που το επίμαχο περιεχόμενό της αναφέρεται αυτολεξεί στην αγωγή, την υποχρέωση στις δύο εναγόμενες, εκ των οποίων η δεύτερη ορίστηκε από αυτόν και εκτελεστής της διαθήκης, να διαθέσουν, εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από το θάνατό του, το απαραίτητο ποσό, από δικά τους χρήματα, προκειμένου να αποκτηθεί κατά ψιλή κυριότητα από τον δεύτερο ενάγοντα και κατ’ επικαρπία εφ’ όρου ζωής από τον πρώτο ενάγοντα, μία οικία ελάχιστου ωφέλιμου χώρου 48 τ.μ., πλην των βεραντών και σκεπαστού πάρκινγκ καθώς και μία ισόγεια επαγγελματική στέγη ελάχιστου ωφέλιμου χώρου 35 τ.μ., πλέον προαυλίου στην περιοχή της …., όπου επιτρέπεται η λειτουργία επαγγελματικής στέγης επισκευής μοτοποδηλάτων και η πώληση ανταλλακτικών, αμφότερα συμβατικής ή προκατασκευασμένης κατασκευής και συνολικής αξίας (κτίσματα και οικόπεδο) έως του ποσού των 180.000 ευρώ. Το περιεχόμενο αυτό της ως άνω διαθήκης είναι ρητό και σαφές, έτσι ώστε να μην υφίσταται κενό, αμφιβολία ή ασάφεια ως προς τον εν λόγω όρο της σχετικά με τη βούληση του διαθέτη, με αποτέλεσμα, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, να μην είναι απαραίτητη η προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των διατάξεων των άρθρων 173, 200 ΑΚ, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς των εναγόντων που επαναλαμβάνουν στην ένδικη, υπό στοιχείο Α΄, έφεσή τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερθείσα διατύπωση της διαθήκης και όσα εκτέθηκαν, επίσης στη μείζονα σκέψη, σχετικά με τα στοιχεία που συνιστούν κληροδοσία ή τρόπο και τις διαφορές μεταξύ τους, δεν πρόκειται για κληροδοσία υπέρ των εναγόντων με βεβαρημένες τις εναγόμενες κληρονόμους, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες -εκκαλούντες στην έφεσή τους, αφενός μεν διότι ο διαθέτης δεν προσπόρισε στους ενάγοντες το δικαίωμα να απαιτήσουν την παροχή αυτή, όπως συμβαίνει επί κληροδοσίας, αφετέρου δε η τελευταία (παροχή), δεν είναι κάποιο από τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας, ούτε κάποιο περιουσιακό στοιχείο, που θα αποκτηθεί με αυτά, για να μπορεί να στοιχειοθετηθεί κληροδοσία του προμηθευτέου αντικειμένου, κατ’ άρθρο 1984 ΑΚ, όπως, επίσης, αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγοντες -εκκαλούντες, αφού ρητά αναφέρεται στη διαθήκη ότι τα εν λόγω ακίνητα θα αγοραστούν με χρήματα των εναγόμενων – κληρονόμων του διαθέτη και όχι από χρήματα της κληρονομίας ή από πώληση ακινήτων αυτής, όπως αυθαίρετα ερμηνεύουν οι ενάγοντες στην έφεσή τους. Αντίθετα, η ως άνω διάταξη της επίμαχης διαθήκης, συνιστά τρόπο που όρισε ο διαθέτης στις εναγόμενες, ήτοι αυτές, έχουν την υποχρέωση να διαθέσουν δικά τους χρήματα για την αγορά των προαναφερθέντων ακινήτων στους ενάγοντες. Ο δε ισχυρισμός των εναγόμενων, που επαναφέρουν με τον μοναδικό λόγο της ένδικης, υπό στοιχείο Β΄, έφεσής τους, ότι δηλ. δεν πρόκειται για τρόπο που επιβάλλει ο ως άνω κληρονομούμενος σε αυτές – κληρονόμους, αλλά για μια απλή συμβουλή – ευχή, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι η σαφής λεκτική διατύπωση στη διαθήκη, που μιλά για ‘’υποχρέωση’’, δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετική ερμηνεία αυτής. Το ότι, προς επίρρωση του ως άνω ισχυρισμού τους, (οι εναγόμενες) υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί ούτε έχει δικαίωμα ο διαθέτης να καθορίσει, πώς θα χρησιμοποιήσουν τα δικά τους χρήματα, δεν ευσταθεί διότι, ακριβώς επειδή ο διαθέτης τις όρισε κληρονόμους σε μία υπολογίσιμη ακίνητη περιουσία, κι ενόψει της ωφέλειας που υφίστανται εκ της κληρονομίας αυτής, τις επιβάρυνε με την υποχρέωση να εκτελέσουν τον ως άνω τρόπο υπέρ των εναγόντων. Την εκπλήρωση, όμως, του εν λόγω τρόπου δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά να επιδιώξουν δικαστικά οι ενάγοντες, διότι δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 2014 του Α.Κ προσώπων, τα οποία δικαιούνται να το πράξουν. (Εφ. Πειρ. 381/2012 ,ο.π, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές ΚληρΔ, τομ. 2ος, § 213α ). Δεν τίθεται δε θέμα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ, όπως ζητούσαν οι εναγόμενες με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, τις οποίες επαναφέρουν, μέχρι την περάτωση της δίκης που έχει ανοιχθεί με την από 10-7-2012 και με αρ. κατάθεσης 6063/2012 αγωγή της ………., κατά των νυν εναγόντων, η οποία αφορά στη διεκδίκηση της νόμιμης μοίρας αυτής, από την κληρονομία του παραπάνω διαθέτη (πατέρα της), κατά το μέρος που προσβάλλεται από την εν λόγω διαθήκη, διότι η διάγνωση της διαφοράς της ως άνω δίκης, ενδεχομένως θα επηρέαζε κατά ένα μέρος, την ουσία της ένδικης διαφοράς, στην οποία, όμως, εφόσον απορρίφθηκε η αγωγή ως νομικά αβάσιμη,  το παρόν δικαστήριο δεν υπεισέρχεται. Εξάλλου, δεν υφίσταται, βέβαια, εκκρεμοδικία εκ της παραπάνω δίκης, αφού η ενάγουσα σε αυτήν είναι άλλη από τους ενάγοντες της ένδικης υπόθεσης, καθώς επίσης διαφορετικό είναι και το αντικείμενό της.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη με την ως άνω αναφερόμενη αιτιολογία, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο. Συνεπώς, οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει ν΄ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για την κάθε μία από τις δύο εφέσεις, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, διότι, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων, αντίστοιχα, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ .

                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις εφέσεις με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ). Α) ./.. και Β) ../…., κατά της υπ’αρ. 231/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ως άνω εφέσεις και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές στην ουσία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων των ως άνω συνεκδικαζόμενων εφέσεων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθούν στο δημόσιο ταμείο, τα παράβολα, που κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες, αντίστοιχα, των ένδικων εφέσεων.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 8 Νοεμβρίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ