Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 696/2018

Αριθμός     696/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 7-8-2015 (αρ. καταθ. ………..) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3174/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 1-7-2014 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) την 8-1-2016 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες παράβολο ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. το υπ΄ αρ. ……….. ΔΙΠΛΟΤΥΠΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΤΥΠΟΥ – Α ΔΟΥ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 18-2-2013 (αρ. καταθ. ……) αγωγή τους οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, ισχυρίστηκαν ότι με το από 20-11-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνήψε ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες) με τον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, στην Αθήνα και δημοσιεύτηκε νόμιμα, συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………» με έδρα στην περιοχή …… Δήμου …….., με σκοπό την εκμετάλλευση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου και καφέ, και με συμμετοχή ενός εκάστου στα κέρδη και στις ζημίες κατά ποσοστό 50%. Ότι διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας ορίστηκαν και οι δύο εταίροι. Ακολούθως ισχυρίστηκαν ότι η ως άνω εταιρεία προέβη στη μίσθωση ενός ισόγειου καταστήματος από τη Δημοτική Επιχείρηση του Δήμου …….. για το χρονικό διάστημα εννέα ετών (από 13-11-2007 έως 13-11-2016) χωρίς να έχουν λάβει την αναγκαία άδεια ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος από το Δήμο. Ότι κατά αυτόν τον τρόπο το κατάστημα λειτούργησε μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2010 οπότε λόγω κακής πορείας των εργασιών συμφώνησαν (οι δύο εταίροι) να αποχωρήσει ο εναγόμενος από την εταιρεία και να μεταβιβάσει το εταιρικό του μερίδιο στον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες). Ότι προς τούτο συνέταξαν οι ίδιοι το από 10-6-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο συμφωνούσαν να μεταβιβάσει ο εναγόμενος στον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες), λόγω πωλήσεως, το εταιρικό του μερίδιο εκ ποσοστού 50% αντί τιμήματος ποσού 90.000 ευρώ, το οποίο ορίστηκε ότι θα εξοφληθεί τμηματικά. Επιπλέον ισχυρίσθηκαν ότι ως προκαταβολή η δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες), σύζυγος του πρώτου από αυτούς (ενάγοντες), εξέδωσε αυθημερόν από τον υπ΄ αρ. …….. λογαριασμό που τηρεί στην Τράπεζα …… σε διαταγή του εναγομένου, έξι επιταγές τις οποίες και του παρέδωσε και συγκεκριμένα 1) την υπ΄ αρ. ……, ποσού 5.000 ευρώ, μεταχρονολογημένη για 30-7-2010, 2) την υπ΄ αρ. ……, ποσού 2.000 ευρώ, μεταχρονολογημένη για 31-8-2010, 3) την υπ΄ αρ. ……., ποσού 3.000 ευρώ, μεταχρονολογημένη για 30-9-2010, 4) την υπ΄ αρ. ……, ποσού 5.000 ευρώ, μεταχρονολογημένη για 30-10-2010, 5) την υπ΄ αρ. …., ποσού 5.000 ευρώ, μεταχρονολογημένη για 30-12-2010 και 6) την υπ΄ αρ. ……, ποσού 5.000 ευρώ, μεταχρονολογημένη για 28-2-2011, ήτοι επιταγές συνολικού ποσού 25.000 ευρώ. Ότι για το υπόλοιπο τίμημα εκ ποσού 65.000 ευρώ συμφωνήθηκε προφορικά ότι θα εξοφληθεί σε μηνιαίες δόσεις των 2.500 ευρώ εκάστη μέχρι το θέρος του έτους 2013 το αργότερο, προς εξασφάλιση δε καταβολής του ο εναγόμενος θα εξέδιδε ισόποσες συναλλαγματικές που θα αποδεχόταν ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες). Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι συμφώνησαν (οι δυο εταίροι) ότι ο εναγόμενος οφείλει να παραδώσει τα κλειδιά του καταστήματος και τις αναγκαίες εξουσιοδοτήσεις προς τον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες) ώστε αυτός να δύναται να προβεί στη μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου και σε όλες τις αναγκαίες μεταβολές και πληρωμές στις δημοτικές υπηρεσίες κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Ότι παρά το γεγονός ότι με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν καθορίζονταν τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) ζητήματα, ο εναγόμενος κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2010 παρέδωσε τα κλειδιά και αποχώρησε από την ενεργό ανάμιξή του στη λειτουργία της επιχείρησης, χωρίς να έχει ακόμη συντελεστεί η μεταβίβαση του εταιρικού του μεριδίου και δίχως να έχει ακόμη εκδοθεί η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος. Ότι περί τις αρχές Ιουλίου 2010 και πριν επέλθει ο χρόνος πληρωμής της πρώτης από τις προαναφερόμενες επιταγές, ο εναγόμενος ζήτησε έναντι του οφειλόμενου τιμήματος και ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες) προέβη στην αποδοχή τεσσάρων συναλλαγματικών εις διαταγήν του εναγομένου, ποσού 2.500 ευρώ εκάστη και λήξεως την 28-3-2011, 28-4-2011, 28-5-2011 και 28-6-2011 αντίστοιχα. Ότι ο εναγόμενος αν και υποσχέθηκε ότι θα παρέδιδε τις θεωρημένες εξουσιοδοτήσεις ώστε να συντελεσθεί η μεταβίβαση του εταιρικού του μεριδίου, ωστόσο δεν προέβη σε καμία ενέργεια εντός του θέρους του έτους 2010, αν και υποχρεούταν να το πράξει άμεσα. Ότι τον Αύγουστο του έτους 2010 τροποποιήθηκε η αρχική συμφωνία και συμφώνησαν όπως ο εναγόμενος μεταβιβάσει το εταιρικό του μερίδιο στην δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες). Επιπροσθέτως ισχυρίστηκαν ότι εκ των ως άνω επιταγών εξοφλήθηκαν οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη και πέμπτη από αυτές (επιταγές) συνολικού ποσού 15.000 ευρώ ενώ εξοφλήθηκαν και οι τρεις από τις τέσσερις συναλλαγματικές συνολικού ποσού 7.500 ευρώ. Ότι σε αντικατάσταση των δύο επιταγών με ημερομηνίες έκδοσης 30-10-2010 και 28-2-2011 ποσού 5.000 ευρώ η καθεμία και έναντι της οφειλής τους ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες) κατέβαλε προς τον εναγόμενο τον Μάρτιο του έτους 2011 σε μετρητά το ποσό των 2.000 ευρώ και για το υπόλοιπο ποσό των 8.000 ευρώ εξεδόθησαν από την δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες) το μήνα Μάιο 2011 α) η υπ΄ αρ. … επιταγή με ημερομηνία έκδοσης 30-7-2011, ποσού 4.000 ευρώ και β) η υπ΄ αρ. …. επιταγή με ημερομηνία έκδοσης 30-8-2011, ποσού 3.000 ευρώ, πληρωτέων από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό της εκδότριας, απομένοντας οφειλή 1.000 ευρώ. Ότι στις 10-6-2011 ο εναγόμενος απαίτησε από τον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες) να αποδεχθεί, όπως και έπραξε, 24 συναλλαγματικές, χάριν καταβολής του τιμήματος, ποσού 2.500 ευρώ εκάστη, λήξεως την 5η ημέρα εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από 5-9-2011 και κάθε επόμενο μήνα έως και 5-8-2013, δίχως όμως ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες) να συνυπολογίσει ότι με την αποδοχή των ανωτέρω το συνολικό τίμημα θα υπερέβαινε το συμφωνημένο ποσό τιμήματος των 90.000 ευρώ, όπως ειδικότερα επικαλείται σ΄ αυτήν (αγωγή). Στη συνέχεια ισχυρίστηκαν ότι ενώ μέχρι τον Ιούνιο του 2011 του είχαν καταβάλει οι ίδιοι (οι ενάγοντες) το συνολικό ποσό των 24.500 ευρώ, ο εναγόμενος παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους αρνιόταν να μεταβιβάσει στην δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες) το εταιρικό του μερίδιο που όφειλε να είχε πράξει μέχρι το τέλος του θέρους του 2010, ούτε και παρέδωσε τις θεωρημένες εξουσιοδοτήσεις με συνέπεια να μην δύνανται οι ίδιοι (ενάγοντες) να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για την αποδοτικότερη εκμετάλλευση του καταστήματος. Ότι ενώ ο εναγόμενος δεν έπραξε ό,τι όφειλε, τους κοινοποίησε στις 14-10-2011 την από 7-10-2011 εξώδικη δήλωσή του με την οποία, μεταξύ άλλων, τους ζητούσε να του καταβάλουν το ποσό των 15.500 ευρώ που είχαν καθυστερήσει να καταβάλουν και τους εγκαλούσε διότι δεν είχαν προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες διαγραφής του (από την Εφορία, ΙΚΑ, Εμπορικό Επιμελητήριο, ΔΕΗ, ΟΤΕ) κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Ότι οι ίδιοι (ενάγοντες) του κοινοποίησαν στις 25-10-2011 την από 20-10-2011 εξώδικη απάντηση-πρόσκληση-διαμαρτυρία τους, με την οποία, μεταξύ άλλων, διαμαρτύρονταν για την αντισυμβατική συμπεριφορά του, δηλώνοντας ότι υποχρεούται σε προεκπλήρωση και δη να συμπράξει αυτοπροσώπως ή έστω να τους παραδώσει θεωρημένες εξουσιοδοτήσεις για να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου, θεωρώντας τον αποκλειστικά υπεύθυνο για οποιαδήποτε τυχόν ζημία προκληθεί από τη σκόπιμη καθυστέρηση αυτού (εναγομένου) μεταβίβασης του εταιρικού του μεριδίου προς την δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες). Ότι ο εναγόμενος τους κοινοποίησε στις 22-11-2011 την από 18-11-2011 νέα εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση-πρόσκληση με την οποία επιχειρούσε να εμφανίσει ότι τάχα επανειλημμένα τους είχε προσκαλέσει για να τους παραδώσει τις εξουσιοδοτήσεις παρά το γεγονός ότι του είχαν δώσει ακάλυπτες επιταγές και ανεξόφλητες συναλλαγματικές, το οποίο, όπως ισχυριζόταν, ήταν ενδεχόμενο να συνεχιστεί και μετά την παραλαβή των εξουσιοδοτήσεων, αρνούμενος ότι είχε εισπράξει το ποσό των 24.500 ευρώ, υποστηρίζοντας ότι έναντι του τιμήματος είχε λάβει μόνο το ποσό των 10.000 ευρώ. Ότι από τον Νοέμβριο του έτους 2011 και έπειτα ο εναγόμενος δεν προέβη σε μεταβίβαση του εταιρικού του μεριδίου, ούτε ενδιαφέρθηκε για το κατάστημα αν και παρέμενε συνεταίρος, αλλά στις 30-12-2011 κοινοποίησε προς την δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες) αντίγραφο εξ απογράφου της υπ΄ αρ. ……… διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ιλίου με επιταγή προς πληρωμή, συνολικού ποσού 7.438,08 ευρώ, που εξεδόθη βάσει των αναφερόμενων δύο επιταγών, εκδόσεως της δεύτερης από αυτούς (ενάγοντες), κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή. Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι ο εναγόμενος άσκησε εναντίον του πρώτου από αυτούς (ενάγοντες) αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας ευρισκόμενης στα χέρια του ή σε χέρια τρίτου μέχρι ποσού 90.000 ευρώ για την εξασφάλιση της απαίτησής του από το τίμημα. Ότι ο εναγόμενος στις 24-2-2012 κοινοποίησε στον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες) αντίγραφο εξ απογράφου της υπ΄ αρ. …….. διαταγής πληρωµής του Ειρηνοδίκη Ιλίου µε επιταγή προς πληρωµή, συνολικού ποσού 13.229,19 ευρώ, η οποία εξεδόθη βάσει των αναφερόμενων πέντε συναλλαγµατικών, εκδόσεως του εναγομένου που είχε αποδεχθεί ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες) κατά της οποίας και ασκήθηκε επίσης ανακοπή. Ότι παρά το γεγονός ότι επιλήφθηκε ο Δήµος …… λόγω της έλλειψης της απαιτούµενης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος, ο εναγόµενος δεν προέβη και πάλι στη µεταβίβαση του εταιρικού του µεριδίου, αλλά αντιθέτως προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση δυνάµει της υπ΄ αρ. ……. διαταγής πληρωµής του Ειρηνοδικείου Ιλίου επί των αναφερόµενων σ΄ αυτήν (αγωγή) αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών του πρώτου από αυτούς (ενάγοντες). Ότι στις 27-10-2012 η αρµόδια υπηρεσία του Δήµου ……. κοινοποίησε στον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες) το αναφερόμενο έγγραφο με το οποίο του γνωστοποιούσε ότι με την αναφερόμενη απόφαση οι αρμόδιοι υπάλληλοι θα προέβαιναν στις 2-11-2012 και ώρα 11:30 στο κλείσιμο του καταστήματος που λειτουργεί δίχως άδεια ίδρυσης και λειτουργίας. Ότι πράγματι το εταιρικό κατάστημα σφραγίστηκε από το Δήμο και έκτοτε έπαυσε η λειτουργία του παρά το γεγονός ότι ο εναγόµενος συνέχισε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος τους κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Επιπλέον ισχυρίστηκαν ότι υπό τις ως άνω συνθήκες ο εναγόµενος κατέστη υπερήµερος περί την εκπλήρωση της παροχής του, ήτοι καθυστέρησε υπαιτίως τη µεταβίβαση του εταιρικού του µεριδίου στην δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες), µε συνέπεια η τελευταία, λόγω σφράγισης του καταστήµατος, να µην έχει πλέον συµφέρον στην καθυστερηµένη εκπλήρωση της παροχής, θεωρουµένης ως υπαίτιας ολικής αδυναµίας παροχής, ενώ από την όλη συµπεριφορά του εναγοµένου είναι άσκοπο να τεθεί νέα προθεσµία προς εκπλήρωση, αφού ήδη αυτό συνέβη επανειληµµένα στο παρελθόν χωρίς αποτέλεσµα και επιπλέον (οι ενάγοντες) δεν έχουν πλέον συµφέρον στην εκτέλεση της σύµβασης αφού το κατάστηµα έκλεισε από το Δήµο και λόγω της παύσης λειτουργίας έχει απαξιωθεί πλήρως ως επιχείρηση και έχει συσσωρεύσει χρέη. Ότι κατά συνέπεια δικαιούνται και δηλώνουν ρητά ότι υπαναχωρούν από τη µεταξύ των ιδίων και του εναγομένου από 10-6-2010 σύµβαση πώλησης του εταιρικού του µεριδίου στην ως άνω οµόρρυθµη εταιρεία ποσοστού 50% προς την δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες), γεγονός που επιφέρει την κατάργηση της ενοχικής σύµβασης της πώλησης αναδροµικά, ώστε, εφόσον έληξε η αιτία για την οποία κατεβλήθησαν οι παροχές προς τον εναγόμενο-πωλητή, γεννιέται εκ του νόµου η υποχρέωσή του να τους αποδώσει, τόσο το ποσό των 24.500 ευρώ που έχει εισπράξει έναντι του τιµήµατος, όσο και να τους επιστραφούν τα σώµατα αφενός των αναφερόμενων υπολοίπων είκοσι πέντε συναλλαγµατικών, ποσού 2.500 ευρώ εκάστης, που έχει αποδεχθεί ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες), αφετέρου τα σώµατα των αναφερόμενων δύο επιταγών εκδόσεως της δεύτερης από αυτούς (ενάγοντες), επικουρικά δε για την περίπτωση που τα εν λόγω αξιόγραφα δεν ευρίσκονται πλέον στην κατοχή του εναγομένου, να υποχρεωθεί να τους καταβάλει κατά την ανωτέρω διάκριση το ισόποσο της αξίας των ως άνω αξιογράφων. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν: Α) να αναγνωριστεί η δια της ανωτέρω υπαναχωρήσεως, αναδροµική κατάργηση της µεταξύ των ιδίων (εναγόντων) και του εναγοµένου από 10-6-2010 σύµβασης πώλησης του εταιρικού του µεριδίου στην ανωτέρω οµόρρυθµη εταιρεία µε την επωνυµία «………» ποσοστού 50% προς την δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες), όπως αυτή τροποποιήθηκε µεταγενέστερα ως προς το πρόσωπο του αγοραστή και να κηρυχθεί άκυρη και ανίσχυρη η ως άνω σύµβαση και τα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώµατα και υποχρεώσεις και Β) να υποχρεωθεί ο εναγόµενος α) να αποδώσει αφενός µεν στον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες) το ποσό των 7.500 ευρώ, αφετέρου δε στην δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες) το ποσό των 17.000 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής µέχρι πλήρους εξοφλήσεως και β) να αποδώσει αφενός στον πρώτο από αυτούς (ενάγοντες) τα σώµατα των υπόλοιπων είκοσι πέντε συναλλαγµατικών ποσού 2.500 ευρώ εκάστη, τις οποίες είχε εκδώσει ο εναγόμενος και είχε αποδεχθεί ο πρώτος από αυτούς (ενάγοντες), λήξεως 28-4-2011 και περαιτέρω από 5-9-2011 και εφεξής την 5η ηµέρα κάθε επόµενου µήνα έως και 5-8-2013, αφετέρου (να αποδώσει) στην δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες) τα σώµατα των υπολοίπων δύο επιταγών της Τράπεζας ……. µε αριθµούς ….. και ……., εκδόσεως της δεύτερης από αυτούς (ενάγοντες) σε διαταγή του εναγοµένου, µε ηµεροµηνίες έκδοσης 30-7-2011 και 30-8-2011 ποσού, 4.000 ευρώ και 3.000 ευρώ αντίστοιχα. Επικουρικά δε και για την περίπτωση που τα ως άνω αξιόγραφα δεν ευρίσκονται πλέον στην κατοχή του εναγομένου αλλά τα έχει µεταβιβάσει περαιτέρω σε τρίτους, να υποχρεωθεί να τους καταβάλει κατά την ανωτέρω διάκριση (εάν πρόκειται για συναλλαγματικές ή επιταγές) το ισόποσο της αξίας για τα ελλείποντα αξιόγραφα, εντόκως από την άσκηση της αγωγής µέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Τέλος, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόµενος στην πληρωμή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3174/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ερήμην του εναγομένου, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα α) ως απαράδεκτη ως προς τον πρώτο των εναγόντων, λόγω έλλειψης ενεργητικής νοµιµοποίησης αυτού και β) ως µη νόµιµη ως προς την δεύτερη των εναγόντων, καθώς επίσης αφού έκρινε ότι βάσει των όσων εκτέθηκαν στην ένδικη αγωγή υπάρχει αµφιβολία εάν πράγµατι καταρτίστηκε σύµβαση, απέρριψε την ένδικη αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την ένδικη έφεση οι ηττηθέντες ενάγοντες και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση έτσι ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους σε όλα της τα αιτήματα.

Υπό το προϊσχύον δίκαιο και από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 760 και 761 του ΑΚ συνάγεται ότι επί νομίμως υφιστάμενης και λειτουργούσας ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, δεν αποκλείεται η μεταβίβαση της εταιρικής μερίδας (εταιρικής συμμετοχής) του ενός των εταίρων προς άλλον εταίρο ή τρίτο. Για την πραγματοποίηση της ανωτέρω μεταβιβάσεως, η οποία συνιστά τροποποίηση της αρχικής εταιρικής συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 46 του ΕμπΝ αφού επάγεται αλλαγή του προσώπου των εταίρων, απαιτείται σύμπραξη όλων των εταίρων, με την κατάρτιση της οικείας τροποποιητικής συμβάσεως και την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας (ΑΠ 296/2000 ΕλλΔνη 41.1019, ΑΠ 1688/1998 ΕΕμπΔ 2000.82, ΑΠ 7/1991 ΕΕμπΔ 1993.57, Π. Σεβέκος, εις το «Δίκαιο των προσωπικών Εταιριών» επιμ. Ν. Ρόκα, σελ. 377 επ.). Σύμφωνα δε με το άρθρο 256 του Ν. 4072/2012 περί «Βελτιώσεως επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέας εταιρικής μορφής – Σημάτων – Μεσιτών ακινήτων – Ρυθμίσεως θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ Α΄ 86/11-4-2012) στην ομόρρυθμη εταιρεία «Η εταιρική συμμετοχή μεταβιβάζεται ολικά ή μερικά, αν τούτο προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση ή συναινούν όλοι οι εταίροι». Σημειωτέον ότι κατ΄ άρθρο 294 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 περί μεταβατικών διατάξεων, ο εν λόγω Νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρείες που -κατά την έναρξη της ισχύος του από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 11-4-2012, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις (άρθρο 330 παρ. 2 του Ν. 4072/2012)- δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση. Ωστόσο η συμφωνία περί μεταβιβάσεως, αυτή καθ΄ εαυτή, δεν υπόκειται σε τύπο και συνεπώς είναι έγκυρη η σύμβαση μεταξύ του μεταβιβάζοντος εταίρου και του προς ον η μεταβίβαση εταίρου ή τρίτου, από την κατάρτισή της. Επομένως, στην περίπτωση που τρίτος ή εταίρος συμφωνήσει με άλλον εταίρο μιας τέτοιας προσωπικής εταιρείας την αγορά της εταιρικής μερίδας του τελευταίου και την έξοδο αυτού από την εταιρεία με παράλληλη είσοδο του προσώπου (ή αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου συμμετοχής του πρώτου στην εταιρεία), εάν δεν επακολουθήσει νομότυπη σχετική τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας, είτε διότι αρνήθηκε κάποιος εκ των λοιπών εταίρων να συμπράξει σε αυτήν, είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ο αγοραστής τρίτος ή εταίρος δικαιούται να αναζητήσει από τον πωλητή εταίρο το τίμημα που του κατέβαλε (εν όλω ή εν μέρει) για την αγορά της εταιρικής μερίδας του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και ειδικότερα εκείνη περί αναζητήσεως της παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε, κατά το άρθρο 904 εδ. β΄ του ΑΚ (ΑΠ 296/2000 ΕλλΔνη 41.1019, ΕφΑθ 2583/2012, ΕφΑθ 4014/2006 ΔΕΕ 2006.1275). Η εν λόγω δε μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου της ομόρρυθμης εταιρείας αποτελεί εκποιητική σύμβαση μεταξύ του μεταβιβάζοντος εταίρου και του αποκτώντος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να είναι είτε εταίρος είτε τρίτος (Αποστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος Ι, σελ. 226, Σελέκος σε Ρόκα ΔικΠΕ παρ. 9 αρ. 15).  Περαιτέρω η υπαναχώρηση εννοείται ως λόγος λύσης μόνο των υποσχετικών συμβάσεων και από αυτές κυρίως των στιγμιαίων αμφοτεροβαρών. Στο πλαίσιο των εκποιητικών συμβάσεων αποτελέσματα παρεμφερή με αυτά της υπαναχώρησης (λύση της σύμβασης και ανατροπή των αποτελεσμάτων της) επέρχονται μόνο με την πλήρωση τυχόν υπάρχουσας διαλυτικής αίρεσης (άρθρο 202 του ΑΚ) (Αποστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 512). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί κατ΄ αρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της ένδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της επίδικης υποχρέωσης. Ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ή και από το δικονομικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Κατ΄ άρθρο δε 70 του ιδίου ως άνω Κώδικα, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγμα, δημιουργεί δε δικαίωμα ή μπορεί με τη συνδρομή και άλλων όρων να καταλήξει σε δικαίωμα, για την έννομη προστασία του οποίου παρέχεται με την ως άνω διάταξη η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 380/2017). Αν δε δεν αποδειχθούν τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος, και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης (ΑΠ 40/2018, ΑΠ 554/2016). Επιπροσθέτως όταν η αγωγή έχει απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως νόμω αβάσιμη, οι λόγοι που πλήττουν την απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απορρίπτονται, διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (ΑΠ 323/1989, ΕφΔωδ 338/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη έφεση οι εκκαλούντες παραπονούνται, μεταξύ άλλων, διότι « … η εκκαλουμένη … πλημμελώς αξιολόγησε το αποδεικτικό υλικό…», «..το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο …. κακώς εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό…», «..το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο …. πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και αιτιολόγησε το αποδεικτικό του πόρισμα», καθώς επίσης διότι «Το ίδιο ανεπίτρεπτο δικονομικά, λόγω της ύπαρξης του τεκμηρίου ομολογίας, είναι και το εκτιθέμενο αποδεικτικό συμπέρασμα της εκκαλουμένης, ότι δηλ. τα ζητήματα που έχουν ανακύψει μεταξύ ημών και του αντιδίκου οφείλονται στο γεγονός ότι δεν εμφαίνεται εάν έχουμε συμφωνήσει και επί του ουσιώδους όρου της σύμβασης ο οποίος αφορά στην καταβολή και αποπληρωμή του τιμήματος για την αγορά του επίμαχου εταιρικού μεριδίου, καθώς η κρίση περί του εάν τα ζητήματα και οι μεταξύ μας δικαστικές διενέξεις προκλήθηκαν ή όχι από την ασάφεια του εν λόγω όρου της σύμβασης προϋποθέτει αναγκαστικά την συνδυαστική αξιολόγηση του συνόλου του προσαχθέντος με επίκληση αποδεικτικού υλικού κατά την αποδεικτική διαδικασία, η οποία όμως στην προκειμένη περίπτωση απαγορεύεται λόγω της υποχρεωτικής ισχύος του τεκμηρίου ομολογίας που συνάγεται εκ της ερημοδικίας.». Η έφεση κατά το μέρος που οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό είναι απορριπτέα διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξέτασε την αγωγή στην ουσία της και δεν εκτίμησε τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα (προσκομισθέν αποδεικτικό υλικό), αλλά απέρριψε την αγωγή, αφού έκρινε ότι είναι απαράδεκτη ως προς τον πρώτο των εναγόντων, λόγω έλλειψης ενεργητικής νοµιµοποίησης αυτού και µη νόµιµη ως προς την δεύτερη των εναγόντων, καθώς επίσης αφού έκρινε ότι βάσει των όσων εκτέθηκαν σ΄ αυτήν (αγωγή) υπάρχει αµφιβολία εάν πράγµατι καταρτίστηκε σύµβαση, χωρίς καμία εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων.

Από τη διάταξη του άρθρου 516 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται από το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, διότι απορρίφθηκαν οι αιτήσεις και προτάσεις του ή αντιθέτως έγιναν δεκτές οι αιτήσεις και προτάσεις του αντιδίκου του. Το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδι­καστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η έλλειψή του δε, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (ΕφΛαμ 48/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως, οι εκκαλούντες επικαλούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο  καθόσον α) μολονότι ορθώς η εκκαλουμένη αναφέρει στο αιτιολογικό της την έκθεση επίδοσης της ένδικης αγωγής προς τον εναγόμενο με την επ΄ αυτής πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση ώστε να αποδεικνύεται η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του καθόσον η συζήτηση της αγωγής έγινε ερήμην του, εντούτοις η αναφερόμενη έκθεση επίδοσης είναι άσχετη με την ένδικη αγωγή, διότι η κλήτευση του εναγομένου αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα και επικληθείσα στις προτάσεις που κατέθεσαν νομίμως κατά τη συζήτηση υπ΄ αρ. ……. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… ……… και β) η διάταξη του άρθρου 29 του Ν. 3994/2011 με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 271 του ΚΠολΔ ισχύει και εφαρμόζεται ευθέως και αμέσως στην ερημοδικία του εναγομένου κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και όχι βάσει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 72 παρ. 2 εδαφ. α του Ν. 3994/2011 όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη, διότι δεν ήταν εκκρεμής η ένδικη αγωγή στον πρώτο βαθμό κατά την εισαγωγή του Ν. 3994/2011 αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των εκκαλούντων, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφερόταν στην αρχή της εκκαλουμένης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο, ήτοι ότι αυτός έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, όπως ισχυρίζονται και οι εκκαλούντες, και ότι αυτός (εναγόμενος) έπρεπε να δικασθεί ερήμην. Περαιτέρω µε αυτό το περιεχόµενο η ένδικη αγωγή ως προς τον πρώτο των εναγόντων είναι απορριπτέα, πρωτίστως, ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νοµιµοποίησης αυτού, καθόσον, σύµφωνα µε τα εκτιθέµενα σε αυτήν (αγωγή), δεν είναι φορέας της επίδικης σχέσης, αφού τροποποιήθηκε η σχετική συµφωνία και αποφασίστηκε η µεταβίβαση του εταιρικού µεριδίου στην δεύτερη των εναγόντων και σύζυγό του, η οποία έχει τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ως προς την δεύτερη δε των εναγόντων (η ένδικη αγωγή) είναι απορριπτέα ως µη νόµιµη, καθόσον, σύµφωνα µε τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η υπαναχώρηση εννοείται ως λόγος λύσης µόνο των υποσχετικών συµβάσεων και κυρίως των στιγµιαίων αµφοτεροβαρών και όχι των εκποιητικών, όπως είναι η µεταβίβαση εταιρικού µεριδίου οµορρύθµου εταιρείας, όπως εν προκειµένω. Ο αγοραστής δε, εάν δεν επακολουθήσει νομότυπη σχετική τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας, δικαιούται να αναζητήσει από τον πωλητή εταίρο το τίμημα που κατέβαλε για την αγορά της εταιρικής μερίδας του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και ειδικότερα εκείνη περί αναζητήσεως της παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε, κατά το άρθρο 904 εδ. β΄ του ΑΚ, ευθέως και όχι λόγω υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, όπως εν προκειμένω, που συνιστά άλλη νομική βάση (άλλον κανόνα δικαίου) στην οποία επιχειρείται να στηριχθεί η ένδικη αγωγή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, και απέρριψε την ένδικη αγωγή, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί πρώτος και δεύτερος λόγοι της εφέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Το Δικαστήριο, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το υπ΄ αρ. ….. Α ΔΟΥ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, οι οποίοι ως εκ της φύσεώς τους και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούν, εμφανίζουν  ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσχέρειες  αφ΄ αυτών, κυρίως όμως κατά την εξειδίκευση και εφαρμογή τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως συμβαίνει στην κρινομένη υπόθεση (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 7-8-2015 (αρ. καταθ. ……) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3174/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. ………. ΔΙΠΛΟΤΥΠΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΤΥΠΟΥ – Α ΔΟΥ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ, στο Δημόσιο Ταμείο.

 Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Νοεμβρίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ