Αριθμός 339/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………..ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Ευδοκίας Κώτση.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ομόρρυθμης εταιρείας …………, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Δημήτριο Καραγκούνη.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.7.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4154/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 10.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αρχικά η 20η.5.2021 και, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 10-7-2020 (με αριθμ. κατάθ. ……../27-8-2020) έφεση του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, ………, που στρέφεται κατά της με αριθμ. 4154/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 αριθμ. 1 ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (μισθωτικών διαφορών). Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για την άσκησή της παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην από 12-7-2017 (με αριθμ. κατάθ. ……../12-7-2017) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων ιστορούσε ότι, δυνάμει του από 2-1-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, εκμίσθωσε στην εναγόμενη το 50% του μεριδίου συγκυριότητάς του του περιγραφόμενου ακινήτου, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού …….. και αποτελείται από ισόγειο εμβαδού 300 τμ και πρώτο όροφο εμβαδού 300τμ. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε πενταετής, ήτοι από 2-1-2010 μέχρι την 1-1-2015, με μηνιαίο μίσθωμα 750 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3,6%, καταβλητέο εντός των τριών πρώτων ημερών κάθε μήνα, το οποίο από 1-1-2012 θα προσαυξανόταν κατά ποσοστό 5% ετησίως. Ότι η εναγόμενη, ενώ έκανε απρόσκοπτα χρήση του ως άνω μισθίου, καθυστερούσε από δυστροπία να καταβάλλει τα μισθώματα της περιόδου από 1-1-2013 έως και 31-12-2014, περιλαμβανομένων και των ως άνω ετήσιων προσαυξήσεων. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη α) να του καταβάλει το ποσό των 27.395,16 ευρώ, για καθυστερούμενα μισθώματα της ως άνω χρονικής περιόδου, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία που κάθε μίσθωμα κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και β) να του αποδώσει τη χρήση του επίδικου μισθίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής και συγκεκριμένα ως προς το σκέλος της, που αναφέρεται στην απόρριψη του αιτήματος καταβολής των καθυστερούμενων μισθωμάτων, παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή του κατά τα ανωτέρω.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων …….. και ο ……….., μη διάδικος στην παρούσα δίκη, είναι συγκύριοι και συνιδιοκτήτες κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός ακινήτου, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού …………… επίσης 300 τ.μ. Με τα από 2-1-2010 ιδιωτικά συμφωνητικά επαγγελματικής μισθώσεως, ο καθένας εξ αυτών είχε εκμισθώσει στην εναγόμενη εταιρεία το εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας του επί του ως άνω ακινήτου. Ειδικότερα, ως προς την επίδικη μίσθωση με εκμισθωτή τον ενάγοντα, η διάρκειά της ορίστηκε σε πέντε (5) έτη, ήτοι από τις 2-1-2010 μέχρι την 1-1-2015, μετά δε τη λήξη της συνεχίσθηκε ως αορίστου χρόνου. Εξάλλου, το μηνιαίο μίσθωμα καθορίστηκε αρχικά στο ποσό των 750 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3,6%, ήτοι συνολικά στο ποσό των 777 ευρώ μηνιαίως, ενώ παράλληλα συμφωνήθηκε ότι από 1-1-2012 και εντεύθεν το μίσθωμα θα αυξανόταν κατά ποσοστό 5% ετησίως. Σημειώνεται ότι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος, που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο των προτάσεών του, περί πραγματικού συμφωνημένου μισθώματος ανώτερου του οριζόμενου στο ως άνω μισθωτήριο συμβόλαιο, αλυσιτελώς προβάλλονται, καθόσον στο δικόγραφο της αγωγής σαφώς αναφέρεται ότι το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα αντιστοιχεί στο ως άνω οριζόμενο στο μισθωτήριο συμβόλαιο και με την αγωγή ζητείται η καταβολή αυτού του ποσού (πλέον των προσαυξήσεων, που προέκυπταν από την εφαρμογή της ως άνω ρήτρας αναπροσαρμογής), οπότε προκύπτει πλήρης απόδειξη από την ως άνω δικαστική ομολογία του ενάγοντος για τα ανωτέρω (άρθρ. 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, αλυσιτελώς προβάλλεται και το αίτημα αυτού για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διερευνηθεί εάν ένα προσκομιζόμενο ιδιόγραφο σημείωμα έχει γραφεί από τον …… ……, από το οποίο (σημείωμα), κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, θα αποδεικνυόταν η πραγματική συμφωνία μεταξύ των μερών για το ύψος του συμφωνημένου μισθώματος. Το μίσθιο εκμισθώθηκε ώστε να χρησιμοποιηθεί ως συνεργείο αυτοκινήτων-μοτοποδηλάτων και για εμπόριο ανταλλακτικών αυτοκινήτων και συναφών ειδών. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι οι ανωτέρω δύο συνεκμισθωτές, κατά το έτος 1984, στα πλαίσια κοινής επαγγελματικής τους συνεργασίας, ίδρυσαν την εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία “………..”, με-το ίδιο ως άνω αντικείμενο εργασιών, ενώ, στη συνέχεια, το έτος 2009, ο ενάγων . …. αποχώρησε από την Ο.Ε και στη θέση του υπεισήλθε ο γιος του ………, ……. Έτσι, και οι δύο παραπάνω συνιδιοκτήτες του μίσθιου ακινήτου συνεκμίσθωσαν στην εναγόμενη, με τα ως άνω αναφερόμενα από 2-1-2010 ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης, το εν λόγω ακίνητο προς συνέχιση της δραστηριότητας της εταιρείας τους, ενώ, στη συνέχεια, το έτος 2012, αποχώρησε και ο …… λόγω συνταξιοδότησής του και εισήλθε στη θέση του ως ομόρρυθμο μέλος η . ……. Βάσει των ανωτέρω, το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα της επίδικης μίσθωσης θα έπρεπε, για το έτος 2012, να ανέρχεται (με την ως άνω αύξηση) στο ποσό των 787,50 ευρώ, για το έτος 2013 στο ποσό των 826,87 ευρώ, για το έτος 2014 στο ποσό των 868,21 ευρώ, για το έτος 2015 στο ποσό των 911,62 ευρώ, για το έτος 2016 στο ποσό των 957,20 ευρώ, και για το έτος 2017 στο ποσό των 1005,06 ευρώ, πλέον του ανάλογου χαρτοσήμου 3,6%. Λόγω, όμως, της οικονομικής κρίσης, που έπληξε τη χώρα, ιδίως από το 2011 και εντεύθεν, στις αρχές του 2012,ζητήθηκε από την εναγόμενη εταιρεία η μείωση του μισθώματος, που καταβαλλόταν στον ενάγοντα, τουλάχιστον κατά 100 ευρώ μηνιαίως, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε, απαιτώντας όλο το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα των 750 ευρώ, πλέον του χαρτοσήμου 3,6% ως είχε, μη δεχόμενος μείωση. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, τα μέρη συμφώνησαν προφορικά να μην εφαρμοστεί ο όρος της μισθωτικής σύμβασης, που προέβλεπε την ετήσια αύξηση του μισθώματος κατά ποσοστό 5% και, συνακόλουθα, να συνεχίσει η εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το μηνιαίο μίσθωμα των 777 ευρώ, με την περαιτέρω συμφωνία να επανεξετάσουν το ενδεχόμενο μείωσης του μισθώματος ανάλογα με τις συνθήκες που θα διαμορφώνονταν στο μέλλον. Η ως άνω συμφωνία των μερών για μη εφαρμογή της ρήτρας της σύμβασης, που προέβλεπε την ετήσια προσαύξηση του μισθώματος κατά ποσοστό 5%, αποδεικνύεται ιδίως τόσο από την κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης, όσο και από τις προσκομισθείσες αποδείξεις εξόφλησης των μισθωμάτων του έτους 2012, που εξέδιδε ο ενάγων, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε επιφύλαξή του για την ως άνω προσαύξηση κατά ποσοστό 5%, καθώς επίσης και από την πρώτη εξώδικη δήλωση του ενάγοντος προς την εναγόμενη, με ημερομηνία 14-6-2016, στην οποία δεν αναφέρεται οτιδήποτε για προσαύξηση του μισθώματος και απλώς μ’ αυτό ζητείται η καταβολή όλων των καθυστερούμενων μισθωμάτων της περιόδου 1-1-2013 έως 1-6-2016 στο ύψος των 750 ευρώ πλέον χαρτοσήμου, ήτοι 777 ευρώ μηνιαίως. Στη συνέχεια, βέβαια, με μεταγενέστερες εξώδικες δηλώσεις του, ο ενάγων ζήτησε την καταβολή και των προσαυξήσεων, που προέκυπταν βάσει της ως άνω ρήτρας αναπροσαρμογής του μισθώματος, αποδίδοντας τον αρχικό περιορισμό της απαίτησής του σε παραδρομή, πλην όμως οι όψιμοι αυτοί ισχυρισμοί του κρίνεται ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όσον αφορά στα ποσά που αξιώνει ο ενάγων και αφορούν σε ανεξόφλητα, κατ’ αυτόν, μισθώματα, αποδείχθηκαν τα εξής: Όπως προεκτέθηκε, μέχρι και το τέλος του 2012, μετά τη συμβατική κατάργηση από τα μέρη της ως άνω ρήτρας αναπροσαρμογής, η μισθώτρια κατέβαλλε κανονικά τα οφειλόμενα μισθώματα (777 ευρώ μηνιαίως), λαμβάνοντας τις σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις. Στη συνέχεια, όμως, ενόψει και του γεγονότος ότι υπήρξε ασυμφωνία μεταξύ των μερών για το ύψος του καταβλητέου μισθώματος, αφού ο μεν ενάγων ζητούσε αύξησή του, η δε εναγόμενη μείωσή του, η τελευταία άρχισε να μην καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό για μισθώματα, κατάσταση που συνεχίσθηκε επί μακρόν και συγκεκριμένα μέχρι τις 10-7-2017,οπότε η εναγόμενη, μετά την αποστολή των ως άνω εξώδικων δηλώσεων του αντιδίκου της, που απαιτούσε την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων, κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 24.087 ευρώ για τα μισθώματα των ετών 2015, 2016 και 2017 (μέχρι και το μίσθωμα του Ιουλίου 2017, ήτοι για 31 μήνεςχ777ευρώ =24.087 ευρώ). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η εναγόμενη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα οποιοδήποτε μίσθωμα της περιόδου από 1-1-2013 μέχρι 31-12-2014, παρά τα όσα αντιθέτως αυτή ισχυρίζεται. Πράγματι, καταρχάς, ενόψει του γεγονότος ότι, όπως προεκτέθηκε, μέχρι και το Δεκέμβριο του 2012, οπότε ο ενάγων εξέδιδε κανονικά τις σχετικές αποδείξεις καταβολής για τα μισθώματα που ελάμβανε από την εναγόμενη, δεν θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι δήθεν, μολονότι τα μισθώματα και της περιόδου αυτής είχαν καταβληθεί στον ενάγοντα κανονικά, ο τελευταίος δεν εξέδιδε και η εναγόμενη δεν ελάμβανε εξοφλητικές αποδείξεις «ένεκα ηθικής αδυναμίας, λόγω της μακράς επαγγελματικής συνεργασίας και στενότατης φιλικής και οικογενειακής σχέσεως με τον αντίδικο και επιπλέον πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις τούτου ότι θα μας χορηγούσε εξοφλητική απόδειξη όλων των μισθωμάτων μετά την εκκαθάριση των μεταξύ μας λογαριασμών…», όπως η εναγόμενη ισχυρίζεται. Αυτό μάλιστα ισχύει κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, ιδίως από τα τέλη του 2012 και μετά, υπήρξε ένταση στις σχέσεις μεταξύ των μερών λόγω των αντικρουόμενων απόψεών τους σχετικά με το ύψος, στο οποίο έπρεπε να διαμορφωθεί το καταβλητέο μίσθωμα. Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρχε οποιαδήποτε συσχέτιση μεταξύ των ως άνω μισθωμάτων αφενός και του τιμήματος αγοράς ανταλλακτικών και της αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών των φορτηγών αυτοκινήτων του ενάγοντος, για τη συντήρηση των οποίων ο τελευταίος συνέχισε να συνεργάζεται με το συνεργείο, που διατηρούσε η εναγόμενη αφετέρου. Πράγματι, όπως αποδείχθηκε, οι όποιες απαιτήσεις κατά του ενάγοντος προέκυπταν από τις ανωτέρω αιτίες, όπως αυτές αναφέρονταν στα εκδιδόμενα σχετικώς φορολογικά στοιχεία, εξοφλούνταν με μετρητά από τον ενάγοντα, όπως άλλωστε αναγράφεται επ’ αυτών. Επομένως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι είχε υπάρξει συμφωνία μεταξύ των μερών για συμψηφιστική εξόφληση μέρους της ως άνω οφειλής της με συνυπολογισμό απαιτήσεών της κατ’ αυτού από επισκευές των οχημάτων του, ύψους 11.421,75 ευρώ. Επίσης, αβάσιμη και απορριπτέα είναι η ένσταση συμψηφισμού της εναγόμενης, που είχε προτείνει πρωτοδίκως και επανέφερε κατ’ έφεση, με την οποία πρόβαλε σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της κατά του αντιδίκου της, συνολικού ποσού 2.751,64 ευρώ, προερχόμενη από την καταβολή εκ μέρους της, ως μισθώτριας, μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, των ποσών του ΕΕΤΗΔΕ (Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Χώρων) και αργότερα του ΕΕΤΑ (Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων) για το μίσθιο ακίνητο, κατά τη χρονική περίοδο από τις 17-1-2012 μέχρι τις 26-3-2014, το ήμισυ των οποίων (ποσών) βάρυνε τον ενάγοντα ως συνιδιοκτήτη του μίσθιου ακινήτου κατά ποσοστό 50%. Πράγματι, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων κατέβαλε πλήρως στην εναγόμενη με μετρητά το παραπάνω ποσό που του αναλογούσε για την ανωτέρω αιτία και, συνεπώς, δεν υφίσταται οποιαδήποτε σχετική οφειλή του. Συνακόλουθα, η εναγόμενη οφείλει στον αντίδικό της το σύνολο των μισθωμάτων της ως άνω περιόδου, ήτοι 24 μήνες χ 777 ευρώ = 18.648 ευρώ. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), που πρόβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη και επανέφερε νομίμως κατ’ έφεση, προς απόκρουση της αγωγής, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον η εναγόμενη επιδιώκει τη θεμελίωσή της επιχειρηματολογώντας στο αβάσιμο των αξιώσεων του αντιδίκου της, ισχυριζόμενη ότι δεν του οφείλει οποιοδήποτε ποσό για μισθώματα της περιόδου 2013-2014. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ως άνω ποσό των 18.648 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επιμέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη, που απέρριψε την αγωγή. Γι’ αυτό πρέπει, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί κατά το παραπάνω μέρος της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά τα ανωτέρω. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στον καταθέσαντα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη-εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου της, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ. 178, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ.4154/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 614 αριθμ. 1 ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (μισθωτικών διαφορών), ως προς το σκέλος της που απέρριψε την αγωγή για τα αιτούμενα μισθώματα της περιόδου από 1-1-2013 μέχρι 31-12-2014.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα δεκαοκτώ χιλιάδες, εξακόσια σαράντα οκτώ (18.648) ευρώ, για μισθώματα της περιόδου από 1-1-2013 μέχρι 31-12-2014, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επιμέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στον καταθέσαντα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εφεσίβλητη-εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου της, που ορίζει για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ