Αριθμός 671/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από 15-01-2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση και β) η από 15-01-2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση
Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ. 4500/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (και της συνεκκαλουμένης μ΄αυτήν υπ΄αριθμ. 2043/2014 μη οριστικής απόφασης του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου), που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ.495 παρ. 1 και 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β, 2, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ. 1, και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246, 524 ΚΠολΔ).Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λπ.», όπως τροποποιήθηκε με το Ν 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι».Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του Ν 2496/1997, «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της συμβάσεως πρακτορείας, υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης».Με τη διάταξη δε, της παρ. 1 του άρθρου 2.του ΠΔ 298/1986 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κ.λπ.» καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως πρακτορεύσεως και επί πλέον ορίζεται ότι αυτή, που δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι άκυρη, διότι η σύμβαση πρακτορεύσεως υποβάλλεται εντός μηνός από την κατάρτιση της στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην, κατά τόπο, αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων αντίστοιχα, ενώ με το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω ΠΔ ορίζεται: «Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΕφΑΘ 189/2009, ΕφΑΘ 313/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρα 158, 159 παρ. 1, 174, 180 ΑΚ), να υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος της συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορεύσεως (Βλ. ΕφΑΘ 10956/1996 ΕΕμπΔ Ν,345,1. Ρόκα, «Ιδιωτική Ασφάλιση» έκδ. 1998, παρ. 299 σελ. 245, Γ. Βελέντζα, «Το νέο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης», έκδ. 1998, σελ. 226), ενώ η θέσπιση ελάχιστου υποχρεωτικού περιεχομένου στην εν λόγω σύμβαση, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική υποβολή της στο Υπουργείο Ανάπτυξης, γίνεται για να ελεγχθεί το περιεχόμενο της από το Κράτος και προς προστασία των ασφαλισμένων (Ζ. Σκουλούδη, «Δικαιώματα και υποχρεώσεις του ασφαλιστικού πράκτορα στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο» ΝοΒ 1986,961 επ.). Έτσι, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή, που στηρίζεται σε τέτοια σύμβαση, ότι τηρήθηκε ο ουσιαστικός έγγραφος τύπος της πρακτορικής συμβάσεως, διαφορετικά, λόγω της ατελούς περιγραφής του επίδικου βιοτικού συμβάντος στην αγωγή, το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει αν πληρούται ή όχι το πραγματικό των ως άνω διατάξεων και κατά συνέπεια η αγωγή είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1029/1990 ΕΕΝ 1991,414, ΕφΠειρ 827/2009, ΕφΠειρ 553/2008, ΕφΠειρ 422/2007, ΕφΑθ 5998/2007, ΕφΘεσ 612/2007, ΕφΑΘ 5712/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ βλ. και Κ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, σελ. 217).Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 ΕμπΝ, 461,823, 824 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 47, 64-67 ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών προκύπτει ότι, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η παρεπόμενη συμφωνία, με την οποία οι συμβαλλόμενοι, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από της καταχωρήσεως τους την αυτοτέλεια τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή να διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (βλ. ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32,62, ΕφΘεσ 1377/1998 ΔΕΕ 1998,879). Επομένως, εννοιολογικά στοιχεία του αλληλόχρεου λογαριασμού και ουσιαστικά για την, εξ αυτού απαίτηση, η έλλειψη της μνείας των οποίων συνεπάγεται αοριστία του σχετικού ισχυρισμού, είναι μεταξύ άλλων, η ύπαρξη σχετικής συμφωνίας (Βλ. ΕφΘεσ 1301/2000 Αρμ 55,494, με σημείωση Ι.Μ.Π. κάτω από αυτήν, ΕφΑΘ 12718/1988 Αρμ 1991,249, Βελέντζα, Δίκαιο Αλληλόχρεου Λογαριασμού, 1996,26). Επιπλέον, για να συναφθεί σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ δύο προσώπων πρέπει, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που δίνουν οι συμβαλλόμενοι στη σχέση που τους συνδέει, να υπάρχει η δυνατότητα ώστε, από τις μεταξύ τους συναλλαγές, να μπορούν να προκύψουν απαιτήσεις και οφειλές και για τα δύο μέρη, κατά τρόπο, που να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό, ποιο από αυτά, κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών, θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής του άλλου. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρχει μια τέτοια σύμβαση, όταν, από τη φύση της, ο ένας από τους συμβαλλομένους γίνεται, μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης του άλλου, ο άλλος δε, μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος απλώς να εξοφλεί τμηματικά το χρέος του, αντίστοιχη απαλλαγή από το οποίο επιφέρει κάθε μία τμηματική καταβολή (Βλ. ΑΠ Ολ 31/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1393/1980 ΝοΒ 29,688, ΕφΑΘ 7644/1982 ΝοΒ 31,73). Σε μια τέτοια περίπτωση, ο τυχόν τηρούμενος από τον ένα συμβαλλόμενο λογαριασμός, έχει τον χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και όχι αλληλόχρεου, υπό την έννοια του Εμπορικού Νόμου, λογαριασμού (Βλ. ΕφΠειρ 422/2007 ό.π., ΕφΑΘ 10028/1987 ΕλλΔνη 30,101).Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυασμένη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β ) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας, προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 5/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 914 και 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι, παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Για να υπάρξει όμως δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση προσβολής ατομικού συμφέροντος, απαιτείται η παραβιαζόμενη, υπαίτια διάταξη, να είναι κατά το γράμμα της ή το σκοπό του νομοθέτη, προστατευτική τoυ προσβαλλόμενου δικαιώματος ή συμφέροντος ή τουλάχιστον και τούτου. (ΑΠ 1084/2008, ΑΠ 708/2004, ΑΠ 5/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν, μια υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, κάτι το οποίο επομένως όφειλε αυτός να σεβαστεί, χωρίς να απαιτείται προς τούτο άλλο στοιχείο (ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 22,505, ΑΠ 1801/2001 ΕλλΔνη 43,1350, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 3,1360, ΕφΘεσ 1395/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕφΑΘ 7813/2002 ΕλλΔνη 46,187-188).Άλλωστε, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, όπως και λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, (άρθρο 719 ΑΚ) και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη, δηλαδή με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να το ενσωματώσει στην περιουσία του [ΑΠ (Ποιν.) 1426/2004, ΑΠ (Ποιν.) 601/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].Εξ άλλου, κατά το άρθρο 904 εδ. α` του ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης περ. α` η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης, δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας, και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξιώσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ 28/2010, ΑΠ 16/2008ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 493/2010, ΑΠ 2019/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 368 ΚΠολΔ “το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης”, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης”. Από τις αμέσως πιο πάνω παρατιθέμενες διατάξεις του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα τα οποία απαιτούν, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου νια ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 194/2017, ΑΠ 237/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία η οποία βρίσκεται σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με την από 3-12-2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθετε ότι στις 16-1-2007 συνήψε με την εναγομένη που συστάθηκε αρχικά ως ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………» και μετασχηματίστηκε με το υπ΄αριθμ. ……. συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών …… που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης με βάση την οποία ανέθεσε στην πρώτη εναγομένη της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι και διαχειριστές είναι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, το έργο του πράκτορα για τους κλάδους ασφάλισης που ασκούσε. Ότι σύμφωνα με τους όρους 1,2 και 6 της ως άνω σύμβασης η εναγομένη εταιρία θα δεχόταν αιτήσεις προτάσεων όσων επιθυμούσαν να ασφαλιστούν στους ασκούμενους από την ενάγουσα κλάδους έχοντας υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τους εκάστοτε υπό της ενάγουσας καθοριζόμενους όρους, περιορισμούς και ασφάλιστρα και να προσυπογράφει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που είχαν εκδοθεί από την ενάγουσα, καθώς και να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και να τα αποδίδει στην ενάγουσα εταιρία ευθυνόμενη ως θεματοφύλακας. Ότι σύμφωνα με τον όρο 7 της σύμβασης είχε υποχρέωση στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα να εξοφλεί την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει αδιαφόρως αν είχε εισπράξει ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας προσωπική επιταγή εμφανίσεως προς πληρωμή το αργότερο εντός τριών μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής της (μικτά ασφάλιστρα) του τελευταίου μηνός, αφαιρουμένων των αναλογουσών προμηθειών. ΄Οτι σύμφωνα με τους όρους 8 και 9 της σύμβασης αυτής είχε υποχρέωση να αποστείλει προς την ενάγουσα για ακύρωση μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους τα ασφάλιστρα που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή των οποίων δεν είχαν καταβληθεί τα ασφάλιστρα, άλλως υποχρεούνταν αυτή στην απόδοση των ασφαλίστρων. ΄Οτι η εναγομένη ως πράκτορας θα δικαιούτο να εισπράττει για την εκτέλεση των εργασιών αυτών προμήθεια, η οποία θα υπολογίζονταν κατά κλάδο σε ποσοστά επί των καθαρών ασφαλίστρων που θα εισπράττονταν πραγματικά ή θα λογίζοντο εισπραγμένα κατά κλάδο ασφάλισης το οποία (ποσοστά) αναφέρονται στο άρθρο 18 της ως άνω σύμβασης. Ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω η πρώτη εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλεί την παραγωγή (μικτά ασφάλιστρα) που είχε πραγματοποιήσει μηνιαίως, εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μηνός, με την έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής με ημερομηνία πληρωμής το αργότερο εντός τριών μηνών. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης πρακτόρευσης η εναγομένη μεσολάβησε στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων και στην είσπραξη αντίστοιχων ασφαλίστρων, πλην όμως κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2009 έως και Σεπτέμβριο του έτους 2009 οπότε και ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας και τέθηκε αυτή υπό ειδική εκκαθάριση, δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο συνολικού ποσού 151.197,40 ευρώ μετά την αφαίρεση των προμηθειών της εναγομένης, των ποσών που κατέβαλε και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων συμβολαίων, λόγω του ότι παράνομα και αντισυμβατικά δεν απέδιδε στην ενάγουσα το σύνολο των μεικτών ασφαλίστρων του εκάστοτε μήνα χρέωσης μετά την αφαίρεση των προμηθειών που αναλογούσαν στα εισπραχθέντα ασφάλιστρα. Ειδικότερα δε εξέθεσε ότι κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 το χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε στο ποσό των 56.658,45 ευρώ, τον μήνα Φεβρουάριο του 2009 στο ποσό των 34.417,67 ευρώ, τον μήνα Μάρτιο του 2009 στο ποσό των 48.601,92 ευρώ, τον Απρίλιο του 2009 στο ποσό των 45.842,05 ευρώ, τον Μάιο του 2009 στο ποσό των 39.600,80 ευρώ, τον Ιούνιο του 2009 στο ποσό των 24.556,28 ευρώ, τον Ιούλιο του έτους 2009 στο ποσό των 41.173,12 ευρώ, τον μήνα Αύγουστο του έτους 2009 στο ποσό 75.402,63 ευρώ και τον μήνα Σεπτέμβριο του 2009 στο ποσό των 41.198,28 ευρώ κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Στη συνέχεια η ενάγουσα εξέθετε ότι οι εναγόμενοι μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας επεδίωξαν να εκμεταλλευθούν την δυσχερή θέση της ενάγουσας με σκοπό να υπεξαιρέσουν τα ασφάλιστρα που εισέπραξε η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό της ενάγουσας και προς τούτο αφενός ανακάλεσαν τις στην αγωγή αναφερόμενες επιταγές, αφετέρου δεν έχουν προβεί σε καμία καταβολή από τον Ιούλιο του 2009 και εντεύθεν παρά το γεγονός ότι τους επεστάλη η από 25-6-2012 εξώδικη διαμαρτυρία- δήλωση- πρόσκληση που τους επιδόθηκε στις 3-7-2012 και με την οποία τους καλούσε να εξοφλήσουν το ως άνω χρεωστικό υπόλοιπο εντός προθεσμίας 15 ημερών. Ότι οι εναγόμενοι με την από 16-7-2012 εξώδικη απάντηση- δήλωσή τους υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι δήθεν υφίσταται μεγάλος αριθμός συμβολαίων, τα οποία απεστάλησαν προς ακύρωση στην εταιρία, δίχως ωστόσο να προσδιορίζουν αυτά και αρνούμενοι να τους αποδώσουν τα ασφάλιστρα που εισέπραξαν για λογαριασμό της ενάγουσας. Ότι οι εναγόμενοι ως ομόρρυθμοι εταίροι και διαχειριστές της πρώτης εναγομένης υπό την τότε εταιρική της μορφή ως ομόρρυθμης εταιρίας, συναποφάσισαν από το έτος 2009 και προέβησαν σε υπεξαίρεση ανακαλώντας τις επιταγές που είχαν εκδώσει στο όνομα της πρώτης εναγομένης, με σκοπό να μην αποδώσουν τα ασφάλιστρα που είχαν ήδη εισπράξει και έκτοτε δεν προέβησαν σε οιαδήποτε καταβολή, εξωτερικεύοντας έμπρακτα την βούληση ιδιοποίησης και αρνούμενοι παρά την όχληση της ενάγουσας να της αποδώσουν τα οφειλόμενα ασφάλιστρα προκαλώντας έτσι υπαίτια και παράνομα σ΄αυτήν (ενάγουσα) ζημία ύψους 151.197,41 ευρώ που τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια με την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται περαιτέρω αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη εταιρεία λόγω έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και συγκεκριμένα της υπ΄αριθμ. ……… μεταχρονολογημένης επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας, εκδόσεως της πρώτης εναγομένης ως ομόρρυθμης εταιρείας, στην Αθήνα, νομίμως υπογεγραμμένη από τον δεύτερο εναγόμενο, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 1-11- 2009, ποσού 39.600,80 ευρώ οι οποίες αν και εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή δεν πληρώθηκαν λόγω του ότι οι εναγόμενοι συναποφάσισαν βάσει σχεδιασμού κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή να τις ανακαλέσουν καθιστώντας έτσι αυτές ακάλυπτες. Ότι επιπλέον οι εναγόμενοι έχουν προβεί και στην ανάκληση της υπ΄αριθμ. ……… μεταχρονολογημένης επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας, εκδόσεως της πρώτης εναγομένης, νομίμως υπογεγραμμένη από τον δεύτερο εναγόμενο με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 1-12-2009 ποσού 24.556,28 ευρώ, η οποία δεν εμφανίστηκε προς πληρωμή.
Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα (παραθέτοντας σε καταστάσεις που αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της αγωγής, τους αριθμούς των ασφαλιστηρίων που εξέδωσε η πρώτη εναγομένη, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, την προμήθεια της εναγομένης και τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ασφάλιστρα, τα οποία μετά από άθροιση των επιμέρους ποσών και αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης για κάθε αναφερόμενο κλάδο ασφάλισης ανέρχονται για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2009 μέχρι 21-9-2009 στο παραπάνω ποσό των 151.197,40 ευρώ), ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 151.197,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας : α) κατά το ποσό των 45.842,05 ευρώ που αντιστοιχεί στο ύψος της ακάλυπτης υπ΄αριθμ. ……. επιταγής από την επομένη της εμφάνισής της προς πληρωμή, ήτοι από 10-10-2009, β) κατά το ποσό των 39.600,80 ευρώ που αντιστοιχεί στο ύψος της ακάλυπτης υπ΄αριθμ. …….. επιταγής από την επομένη της εμφάνισής της προς πληρωμή ήτοι από 7-11-2009 και γ) κατά το ποσό των 65.754,55 ευρώ από την παρέλευση της 18-7-2012, οπότε οχλήθηκε προς τούτο σχετικά, άλλως να υποχρεωθούν στην καταβολή του ποσού των 151.197,40 ευρώ από την παρέλευση της 18-7-2012, άλλως και όλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Επικουρικά δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή του ως άνω ποσού κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Επίσης η ενάγουσα ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να διαταχθεί σε βάρος του δεύτερου, τρίτου και τετάρτου των εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης κατ΄άρθρο 1047 παρ.1 του ΚΠολΔ λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι στις λογιστικές καταστάσεις των μηνών Ιανουαρίου 2009 έως και Σεπτεμβρίου 2009 που επισυνάπτονται στην κρινόμενη αγωγή και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής, η ενάγουσα δεν συμπεριλαμβάνει τις ακυρώσεις συμβολαίων που είχαν επιστραφεί στο αρμόδιο τμήμα της προς ακύρωση και αντίστοιχα δεν έχει πιστώσει τον χρεωπιστωτικό τους λογαριασμό με το ποσό των 221.706,69 ευρώ που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που επεστράφησαν στην ενάγουσα προς ακύρωση στις 6-5-2009, στις 15-6-2009, στις 7-7-2009 και στις 4-8-2009 και ότι εάν πιστωνόταν ο χρεωπιστωτικός τους λογαριασμός με το ως άνω ποσό των 221.706,69 ευρώ, θα εμφάνιζε πιστωτικό υπόλοιπο και όχι χρεωστικό, όπως αναληθώς αναφέρει στην αγωγή της η ενάγουσα και προς τούτο προέβησαν στην ανάκληση των αναφερομένων στην αγωγή επιταγών. Προς απόδειξη δε των ανωτέρω επικαλέστηκαν και προσκόμισαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 7-2-2014 τα από 6-5-2009, 15-6-2009 και 7-7-2009 έγγραφα, όπου περιλαμβάνονται χειρόγραφες καταστάσεις συμβολαίων που βάσει των ισχυρισμών τους είχαν επιστραφεί κατά τις ως άνω ημερομηνίες στο αρμόδιο τμήμα της ενάγουσας. Η τελευταία δε, ισχυρίστηκε ότι τα προαναφερόμενα έγγραφα – επιστολές τυγχάνουν πλαστά κατονομάζοντας ως πλαστογράφους τους εναγόμενους, προτείνοντας παραδεκτά και νόμιμα την σχετική ένσταση πλαστότητας.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων η υπ΄αριθμ. 2043/2014 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε δεκτή ως ορισμένη και νόμιμη η αγωγή κατά το μέρος της που αφορά την ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων, επίσης έγινε δεκτή ως νόμιμη κατά το μέρος που αφορά την επικαλούμενη ευθύνη από αδικοπραξία λόγω της τελεσθείσας υπεξαίρεσης των ασφαλίστρων εκ μέρους των εναγομένων, ακολούθως ως προς τη σωρευόμενη αγωγή περί αδικοπραξίας λόγω έκδοσης ακάλυπτων επιταγών έγινε δεκτή ως νόμιμη, ενώ απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ και κατόπιν διατάχθηκε η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης.
Ακολούθως και μετά τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ΄ αριθμ.4500/2015 οριστική απόφαση του ίδιου ως άνω δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη η αγωγή, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 151.197,41 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000,00) ευρώ, απαγγέλθηκε σε βάρος του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας 2 μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής και της συνεκκαλουμένης ως άνω μη οριστικής απόφασης παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή.Με το ανωτέρω περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή κατά το μέρος που αφορά την επικαλούμενη ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων είναι επαρκώς ορισμένη αφού παρατίθεται σ΄αυτήν το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης πρακτόρευσης και αναφέρονται αναλυτικά οι μηνιαίες καταστάσεις (πινάκια) κατά κλάδο και ασφαλιστήριο συμβόλαιο με τις αντίστοιχες χρεώσεις και πιστώσεις, δηλαδή τα καθαρά ασφάλιστρα, τα μικτά ασφάλιστρα, η προμήθεια και το υπόλοιπο καθώς και το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου πελάτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1,2, 4 του Ν.1569/ 1986 όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 11 του Ν.2170/1993.Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή κατά το μέρος που αφορά την ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγομένων που αποτελεί και σχετικό λόγο έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης κατά τη δικάσιμο της 7-2-2014, από την από 3-6-2014 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσας με την ως άνω μη οριστική απόφαση πραγματογνώμονα ………. η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (άρθρο 387 ΚΠολΔ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 16-1-2007 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ της ενάγουσας ανώνυμης ελληνικής εταιρείας γενικών ασφαλίσεων και της πρώτης εναγομένης ανατέθηκε στην τελευταία η εντολή για τη διαμεσολάβηση μεταξύ της εταιρείας και του κοινού, με σκοπό τη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων σε όλους τους κλάδους ασφαλίσεων στην Ελληνική Επικράτεια. Συγκεκριμένα, η πρώτη εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να παραλαμβάνει τις αιτήσεις (προτάσεις), να προσυπογράφει η ίδια τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, καθώς και να εισπράττει τα ασφάλιστρα παραγωγής της, τα οποία λογίζονταν παρακαταθήκη, ευθυνόμενη ως θεματοφύλακας σύμφωνα με το άρθρο 6 της ανωτέρω σύμβασης. Η εναγομένη δε ασφαλιστική πράκτορας είχε την υποχρέωση να αποδίδει αμελλητί στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία κάθε εισπραττόμενο ασφάλιστρο και να καταβάλει το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων μήνα χρέωσης με την έκδοση προσωπικής επιταγής εντός 15 ημερών από το τέλος του μήνα χρέωσης, αφού προηγουμένως αφαιρέσει τις προμήθειες που αναλογούσαν στα αποδιδόμενα ασφάλιστρα (άρθρ. 7 και 18 της σύμβασης).Επίσης συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη έχει υποχρέωση εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα να διατυπώνει εγγράφως τις αντιρρήσεις της σχετικά με τις εγγραφές που περιλαμβάνονται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της εταιρείας. Εκτός των ανωτέρω, η μη απόδοση των ασφαλίστρων έδινε στην ασφαλιστική εταιρεία το δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως και αζημίως και την ίδια τη σύμβαση (άρθρ.7 της σύμβασης). Εξάλλου, η πρώτη εναγομένη υποχρεούταν να αποστέλλει στην ασφαλιστική εταιρεία για ακύρωση, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους τα ασφαλιστήρια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων τα ασφάλιστρα δεν είχαν εισπραχθεί, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και επιστολή της ίδιας, που να βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση δε που η πρώτη εναγομένη δεν απέστελλε τα ως άνω ασφαλιστήρια έγγραφα εμπροθέσμως, τα ασφάλιστρα θα λογίζονταν εισπραχθέντα και θα έπρεπε να τα αποδώσει σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στον υπ΄αριθμ. 9 όρο της σύμβασης. Η αμοιβή (προμήθεια) της πρώτης εναγομένης για τις υπηρεσίες της, τις φροντίδες της, τους κόπους της και τις δαπάνες της, ορίσθηκε σε ποσοστά επί των καθαρών ασφαλίστρων, μετά την είσπραξη των οποίων και μόνο θα διενεργείτο η καταβολή της.Οι προμήθειες δε, θα εισπράττονταν από τα συμβόλαια που θα υπογράφονταν με τη μεσολάβηση της εναγομένης πράκτορος σύμφωνα με το συνημμένο στη σύμβαση πίνακα προμηθειών, που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης. Εκτός από την προμήθεια αυτή η ασφαλιστική εταιρεία δεν υποχρεούταν σε καμία άλλη παροχή προς την πράκτορα (άρθρα 18 και 23 της σύμβασης). Η διάρκεια της σύμβασης ορίσθηκε αορίστου χρόνου, η δε λύση της θα επερχόταν: α) υποχρεωτικά έπειτα από καταγγελία στην περίπτωση των άρθρων 13 παρ.2 και 14 παρ.2 του ν. 1569/ 1985 και β) σε περίπτωση καταγγελίας από κάθε συμβαλλόμενο μέρος, μετά από προειδοποίηση δύο μηνών.Περαιτέρω ορίσθηκε ότι η ασφαλιστική εταιρεία είχε το δικαίωμα, επικαλούμενη σοβαρό λόγο, όπως πχ παράβαση από την πράκτορα οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, να λύνει τη σύμβαση αμέσως με καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή, κάθε ποσό οφειλόμενο από την ασφαλιστική πράκτορα προς την εταιρεία, θα καθίστατο αμέσως με την καταγγελία ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (άρθρο 21 της σύμβασης).Στη συνέχεια από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η μεταξύ της ανωτέρω ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και της πρώτης εναγομένης σύμβαση πρακτόρευσης λειτούργησε από την ημερομηνία σύναψής της μέχρι και την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας της στις 21-9-2009 οπότε και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης δυνάμει της υπ αριθμ. …. από 16-9-2009 και 21-9-2009 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ΄αριθμ. …….. ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ. Κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα η πρώτη εναγομένη διαμεσολαβούσε μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και του κοινού για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων.Περαιτέρω, συμφώνησαν να καταχωρούνται σε δοσοληπτικό λογαριασμό με την μορφή χρεοπιστωτικών κονδυλίων, οι πηγάζουσες από τη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης εκατέρωθεν χρηματικές απαιτήσεις τους, με αποτέλεσμα τα αναφερόμενα σ΄αυτόν κονδύλια δεν έχαναν την αυτοτέλειά τους. Για τη λογιστική δε παρακολούθηση των δοσοληψιών αυτών η ενάγουσα τηρούσε μηχανογραφημένο πίνακα. Όπως δε προκύπτει από τη μηχανογραφική κατάσταση που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων, οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που εξέδωσε η πρώτη εναγομένη, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια της ασφάλισης, τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ως ασφάλιστρα, καθώς και η δικαιούμενη από την εναγομένη προμήθεια, η πρώτη εναγομένη διαμεσολάβησε κατά τη χρονική περίοδο από το μήνα Ιανουάριο έως και το Σεπτέμβριο του έτους 2009 για τη σύναψη μεγάλου αριθμού συμβάσεων ασφάλισης. Από την ανωτέρω κατάσταση και την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα ανάλυση του λογαριασμού της πρώτης εναγομένης προκύπτει ότι από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούλιο του έτους 2009 στις μηνιαίες καρτέλες εκκαθάρισης του δοσοληπτικού λογαριασμού που διατηρούσαν οι διάδικοι για την εξυπηρέτηση της σύμβασης πρακτόρευσης, εμφανίζονται χρεωστικά υπόλοιπα σε βάρος της πρώτης εναγομένης, τα οποία αυξομειώνονται ανάλογα με την παραγωγή και τις μηνιαίες καταβολές που πραγματοποιούσε η τελευταία. Ωστόσο, από το μήνα Αύγουστο και εφεξής η πρώτη εναγομένη δεν προέβη σε οποιαδήποτε καταβολή προς εξόφληση της οφειλής της και ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 75.402,63 ευρώ, αποτελούμενο από το υπόλοιπο του Ιουλίου ποσού 41.173,12 ευρώ, την παραγωγή μηνός Αυγούστου ποσού 34.244,51 ευρώ, αφαιρουμένου του ποσού των 15 ευρώ για την έκδοση Πράσινης Κάρτας. Αντίστοιχα, το Σεπτέμβριο οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας, η οφειλή της πρώτης εναγομένης διαμορφώθηκε στο ποσό των 41.198,28 ευρώ, δεδομένου ότι ακυρώθηκαν λόγω ανάκλησης της άδειας, ασφαλιστήρια συμβόλαια αξίας 34.204,35 ευρώ (75.402,63 ευρώ – 34.204,35 ευρώ) και αφαιρέθηκαν οι αναλογούσες στα ακυρωθέντα συμβόλαια προμήθειες ύψους 7.274,60 ευρώ. Εξάλλου, χάριν εξόφλησης της απαίτησης της ενάγουσας για τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του έτους 2009, η πρώτη εναγομένη είχε εκδώσει τις υπ΄αριθμ. ………… μεταχρονολογημένες επιταγές, με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης την 1-10-2009, 1-11-2009 και 1-12-2009, ποσών 45.842,05 ευρώ, 39.600,80 ευρώ και 24.556,28 ευρώ αντίστοιχα. Οι επιταγές αυτές όταν εμφανίσθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα δεν πληρώθηκαν λόγω ανάκλησης τους με επαρκές υπόλοιπο. Ως εκ τούτου η ενάγουσα εταιρεία πίστωσε στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης το συνολικό ποσό των 109.999,13 ευρώ και ως λογιστική εγγραφή προστέθηκε στη λογιστική καρτέλα του μηνός Δεκεμβρίου του 2011 ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Συνεπώς η συνολική οφειλή της πρώτης εναγόμενης έναντι της ενάγουσας ανήλθε στο ποσό των 151.197,41 ευρώ (109.999,13 + 41.198,28).Οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν, ως προαναφέρθηκε, ότι στις αρχές του καλοκαιριού του έτους 2009 είχε ήδη διαδοθεί στην ασφαλιστική αγορά η επικείμενη ανάκληση της άδειας της ενάγουσας εταιρείας και για το λόγο αυτό πολλοί πελάτες μεταφέρθηκαν σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες με αποτέλεσμα την ακύρωση μεγάλου αριθμού ασφαλιστικών συμβολαίων. Για το λόγο αυτό απέστειλαν στην ενάγουσα τις από 6-5-2009, 15-6-2009, 7-7-2009 και 4-8-2009 επιστολές με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση των αναφερομένων σ΄αυτές ασφαλιστικών συμβολαίων συνολικού ύψους 221.706,69 ευρώ, αξίωση την οποία προβάλλουν προς συμψηφισμό με την επίδικη, συνιστάμενη στα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν΄απορριφθεί ως μη νόμιμος καθόσον η εν λόγω απαίτηση δεν ανήκει στην πρώτη εναγομένη εφόσον τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται στους ασφαλισμένους από την ίδια την ασφαλιστική εταιρεία, οπότε αυτά, αν μεν έχουν εισπραχθεί από την εταιρεία επιστρέφονται στους ασφαλισμένους από αυτήν, αν δε παρακρατούνται ακόμη από τους πράκτορες, πρέπει οι τελευταίοι να τα αποδώσουν στην εταιρία και εκείνη με τη σειρά της στους ασφαλισμένους. Πέραν τούτου, με την από 3-6-2014 διενεργηθείσα ως άνω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προέκυψε ότι οι παραπάνω επιστολές ακύρωσης ασφαλιστηρίων συμβολαίων δεν προσκομίστηκαν σε πρωτότυπα παρά μόνο απεστάλησαν από την πρώτη εναγομένη ηλεκτρονικά ψηφοποιημένα αντίγραφά τους, χωρίς να προσκομίσουν στη δικαστική γραφολόγο συγκριτικό υλικό. Σύμφωνα δε με το συμπέρασμα της ως άνω πραγματογνωμοσύνης, η από 6-5-2009 επιστολή έχει αληθοφανώς γραφεί με το χέρι του ………, ενώ οι υπογραφές επί της σφραγίδας της ενάγουσας εταιρείας φαίνεται να έχουν τεθεί με το χέρι του ………. Αντίστοιχα οι από 7-7-2009, 15-6-2009 και 4-8-2009 επιστολές έχουν αληθοφανώς γραφεί με το χέρι του …….., ενώ οι τεθείσες επί της σφραγίδας της ενάγουσας εταιρείας υπογραφές φαίνεται να έχουν τεθεί με το χέρι του ………… Επίσης διαπιστώθηκε ότι η σφραγίδα της ενάγουσας εταιρείας που βρισκόταν στα γραφεία της τελευταίας παρουσιάζει μορφολογική διαφορά με εκείνες που τέθηκαν στις ανωτέρω επιστολές και συγκεκριμένα οι τελευταίες είναι μικρότερες, ενώ διαπιστώθηκε ότι οι σφραγίδες κατασκευάστηκαν με διαφορά ετών μεταξύ τους. Έτσι, όπως αποδείχθηκε, οι ανωτέρω επιστολές με τις οποίες ζητήθηκε η ακύρωση των αναφερομένων σ΄αυτές ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δεν εστάλησαν στην ενάγουσα εταιρεία ούτε παραλήφθηκαν από την τελευταία, η δε σφραγίδα όπως επίσης και η υπογραφή που έχει τεθεί είναι πλαστή, προερχόμενη από τους …….. και ……….. Εξάλλου, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ενάγουσα εταιρεία απασχολούσε έξι υπαλλήλους στο τμήμα διεκπεραίωσης που αναλάμβανε την ακύρωση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και κατά συνέπεια κατά την παραλαβή της αίτησης ακύρωσης έπρεπε να αναγράφει το όνομα του υπαλλήλου στον οποίο εγχειρίσθηκε, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι την στρογγυλή σφραγίδα που τέθηκε κατά την παραλαβή τους διέθετε μόνον το λογιστήριο της εταιρείας και έφερε την υπογραφή του διευθύνοντος συμβούλου. Το ως άνω δε συμπέρασμα περί πλαστότητας των επιστολών ενισχύεται και από το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη εξέδωσε τις υπ΄αριθμ. …… και …… μεταχρονολογημένες επιταγές ποσού 39.600,80 και 24.556,28 ευρώ με φερόμενο χρόνο έκδοσης την 1-11-2009 και 1-12-2009 χάριν εξόφλησης της οφειλής που γεννήθηκε τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του έτους 2009, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της σύνταξης και αποστολής των από 6-5-2009 και 15-6-2009 επιστολών ακύρωσης ασφαλιστηρίων, δηλαδή εξέδωσε τις επιταγές για να εξοφλήσει ανύπαρκτες κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων οφειλές. Τα όσα δε κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο περί εκδόσεως επιταγών ευκολίας προς διευκόλυνση της ενάγουσας εταιρείας, δεν κρίνονται πειστικά ούτε ενισχύονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.Επομένως τα ασφάλιστρα που αναφέρονται στις καρτέλες του δοσοληπτικού λογαριασμού, όπως αυτός συνάπτεται στο δικόγραφο της αγωγής, αποτελούν δεδουλευμένα ασφάλιστρα τα οποία η πρώτη εναγομένη όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα. Έτσι, η οφειλή της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία από εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα ασφάλιστρα ανέρχεται στο ποσό των 151.197,41 ευρώ. Σημειώνεται δε ότι η σύμβαση πρακτόρευσης καταρτίσθηκε εγγράφως και ως εκ τούτου είναι έγκυρη αφού μόνο η μη υποβολή της μέσα σε ένα μήνα από την κατάρτισή της στο Υπουργείο Εμπορίου και στην κατά τόπο αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων αντίστοιχα δεν προκαλεί την ακυρότητα της σύμβασης σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που για τα ανωτέρω έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης απορριπτέοι τυγχάνουν ως αβάσιμοι. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι οι οφειλές προς την ενάγουσα γεννήθηκαν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες σε χρόνο κατά τον οποίο η πρώτη εναγομένη έφερε τη νομική μορφή της ομόρρυθμης εταιρείας. Επομένως, η μεταβολή της νομικής της μορφής της πρώτης εναγομένης από ομόρρυθμη σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης, που πραγματοποιήθηκε με το υπ΄αριθμ. ……. συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών ……., που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ΤΑΕ&ΕΠΕ στις 12-3-2010, δεν απαλλάσσει τους πρώην ομόρρυθμους εταίρους, οι οποίοι εξακολουθούν να ευθύνονται κατ΄άρθρο 53 του Ν.3190/ 1955 απεριορίστως και εις ολόκληρον για τις εταιρικές υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν μέχρι τη συντέλεση των διατυπώσεων δημοσιότητας.Περαιτέρω, ενόψει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θεώρησε επαρκή τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, απέρριψε (σιωπηρώς) το αίτημα των εναγομένων για τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, δεν συνιστά πλημμέλεια της εκκαλουμένης απόφασής του, καθώς εναπόκειται στην διακριτική του ευχέρεια να κρίνει αν είναι απαραίτητη για την κρίση του η διεξαγωγή λογιστικής πραγματογνωμοσύνης ή όχι (βλ. και όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη) και πράγματι, από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι δεν ήταν αναγκαία να διαταχθεί, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου των κρινόμενων εφέσεων.Επομένως η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, οι δε δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγω της ιδιότητάς τους ως ομόρρυθμων εταίρων της οφειλέτριας εταιρείας της επίδικης οφειλής, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν πενήντα ενός χιλιάδων εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (151.197,41 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων που αποτελούν σχετικούς λόγους των εφέσεών τους πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει ν΄ απορριφθούν οι ένδικες εφέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες και να επιβληθούν στους εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε έφεσης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων άσκησης έφεσης που οι εκκαλούντες κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΣυνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων: α) την από 15-01-2016 (αριθμ.καταθ. …….) έφεση και β) την από 15-01-2016 (αριθμ.καταθ. …….) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 4500/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συνεκκαλουμένης με αυτή υπ΄αριθμ. 2043/2014 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία.Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν αυτές. Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κάθε έφεσης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, για κάθε έφεση. ΚΑΙ Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο : α) των αριθ. ……..παραβόλων άσκησης για την πρώτη έφεση που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, ποσού διακοσίων (200) ευρώ και β) των αριθ. 116300, ………… παραβόλων άσκησης για τη δεύτερη έφεση που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ