Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 102/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 102/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………… για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας εκκαλούσας ασκήσασας πρόσθετους λόγους έφεσης πρώτης εναγομένης:  ………. εταιρείας ………..η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Χαρίκλεια Ανδριτσοπούλου – Πέππα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της καθ’ης η κλήση εφεσίβλητης καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ενάγουσας………….. μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ……………., η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/29.12.2027) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος των α) εταιρείας με την επωνυμία «………. .», β) εταιρείας με την επωνυμία «……….» και γ) ………………

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην των δεύτερης και τρίτου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 2027/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφενός μεν απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο ως νόμω αβάσιμη, αφετέρου δε έγινε δεκτή ως προς τις λοιπές εναγόμενες ως κατ’ουσίαν βάσιμη, όσον αφορά ειδικότερα στη δεύτερη εξ αυτών λόγω του συναγομένου από την ερημοδικία της τεκμηρίου ομολογίας των αγωγικών ισχυρισμών.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά της ενάγουσας και σε βάρος της ανωτέρω απόφασης α) την από 29.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../ 29.7.2019 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ………./29.7.2019 στο παρόν Δικαστήριο) έφεσή της και β) το από 22.10.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………/22.10.2019) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, που αμφότερα προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 5ης.12.2019 και εγγράφηκαν στο πινάκιο.

Επί των ανωτέρω δικογράφων, που συζητήθηκαν κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.373/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αμφοτέρων αυτών, λόγω μη νομότυπης επίδοσης στην απολειπόμενη εφεσίβλητη του δικογράφου της έφεσης.

Η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 15.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./15.7.2020) κλήση της εκκαλούσας – ασκήσασας πρόσθετους λόγους έφεσης, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις της εντολέως της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από την υπ’αριθμ. ………./15.7.2020  έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………, την οποία προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό πρώτη εναγόμενη της από 29.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../29.12.2017) αγωγής της ήδη εφεσίβλητης μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, και σύμφωνα με την οποία ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 29.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/29.7.2019 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ………./29.7.2019 στο παρόν Δικαστήριο) έφεσης της ανωτέρω κατά της υπ’αριθμ.2027/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε ως προς αυτήν δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 5ης.12.2019 (κατά την οποία συζητήθηκε το εν λόγω ένδικο μέσο και με την επ’αυτού εκδοθείσα υπ’αριθμ. 373/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή του, ελλείψει νομότυπης κλήτευσης της απολειπομένης εφεσίβλητης λόγω ακυρότητας  της προς αυτήν επίδοσης του δικογράφου της έφεσης) θυροκολλήθηκε στην αναγραφείσα στην αγωγή διεύθυνση της έδρας της εφεσίβλητης (στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού  ……….), νομικού προσώπου ούσας, σε συνδυασμό με τις συνταχθείσες κάτωθεν αυτής (ως άνω έκθεση επίδοσης) α) από 15.7.2020 απόδειξη του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή περί παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στον αξιωματικό υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Καμινίων (της περιφέρειας της έδρας της εφεσίβλητης) Αστυφύλακα …………, που υπέγραψε τη βεβαίωση και τη σφράγισε με την υπηρεσιακή σφραγίδα και β) από 16.7.2020 βεβαίωση του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή περί αποστολής προς την εφεσίβλητη ταχυδρομικώς έγγραφης ειδοποίησης σχετικά με τη θυροκόλληση του δικογράφου της έφεσης στην έδρα της, που προσυπογράφει ο υπάλληλος της ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΑ Α.Ε. (του Ταχυδρομικού Γραφείου Αγίου Δημητρίου) …………, προκύπτει ότι αντίγραφο της ως άνω έφεσης έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα επιδοθεί στην εφεσίβλητη με θυροκόλληση στην έδρα της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.1 και 2, 125 παρ.1, 128 παρ.1 και 4 και 129 παρ.1 και 498 του ΚΠολΔ, ειδικότερα τηρηθεισών των προβλεπομένων σε περίπτωση θυροκόλλησης του προς επίδοση εγγράφου στο άρθρο 128 παρ.4 στοιχ.β΄ και γ΄ του ΚΠολΔ διατυπώσεων. Περαιτέρω, από την υπ’αριθμ. …./15.7.2020 έκθεση επίδοσης του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή, την οποία προσκομίζει και επικαλείται η αυτή ως άνω εκκαλούσα, και σύμφωνα με την οποία ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του από 22.10.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./22.10.2019) δικογράφου πρόσθετων λόγων έφεσης της ιδίας κατά της προαναφερθείσας πρωτόδικης απόφασης, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αυτή δικάσιμο (κατά την οποία συζητήθηκε και το εν λόγω δικόγραφο και με την ανωτέρω μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου κηρύχθηκε απαράδεκτη και η συζήτηση αυτού, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα του σε σχέση με το εφετήριο) θυροκολλήθηκε στην αναγραφείσα στην αγωγή διεύθυνση της έδρας της εφεσίβλητης και καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης (στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού  …………), σε συνδυασμό με τις συνταχθείσες κάτωθεν αυτής (ως άνω έκθεση επίδοσης) α) από 15.7.2020 απόδειξη του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή περί παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στον αξιωματικό υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Καμινίων (της περιφέρειας της έδρας της καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης) Αστυφύλακα …………., που υπέγραψε τη βεβαίωση και τη σφράγισε με την υπηρεσιακή σφραγίδα και β) από 16.7.2020 βεβαίωση του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή περί αποστολής προς την καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ταχυδρομικώς έγγραφης ειδοποίησης σχετικά με τη θυροκόλληση του εν λόγω δικογράφου στην έδρα της, που προσυπογράφει ο υπάλληλος της ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΑ Α.Ε. (του Ταχυδρομικού Γραφείου Αγίου Δημητρίου Αττικής) ……….., προκύπτει ότι το ως άνω δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα επιδοθεί στην καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι με θυροκόλληση στην έδρα της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.1 και 2, 125 παρ.1, 128 παρ.1 και 4 και 129 παρ.1 και 520 παρ.2 του ΚΠολΔ, ειδικότερα τηρηθεισών των προβλεπομένων σε περίπτωση θυροκόλλησης του προς επίδοση εγγράφου στο άρθρο 128 παρ.4 στοιχ.β΄ και γ΄ του ΚΠολΔ διατυπώσεων. Επιπροσθέτως, από την υπ’αριθμ. ………/15.7.2020  έκθεση επίδοσης του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, την οποία προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα – ασκήσασα  πρόσθετους λόγους έφεσης, και σύμφωνα με την οποία ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 15.7.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../15.7.2020) κλήσης της ανωτέρω περί επαναφοράς προς συζήτηση των δικογράφων της έφεσης και των προσθέτων λόγων έφεσης, κατόπιν της έκδοσης επ’αυτών της προαναφερθείσας μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αμφοτέρων αυτών κατά τα προεκτεθέντα, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, θυροκολλήθηκε στην αναγραφείσα στην αγωγή διεύθυνση της έδρας της καθ’ης η κλήση – εφεσίβλητης και καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης (στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού  … στον αριθμό ….), σε συνδυασμό με τις συνταχθείσες κάτωθεν αυτής (ως άνω έκθεση επίδοσης) α) από 15.7.2020 απόδειξη του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή περί παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στον αξιωματικό υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Καμινίων (της περιφέρειας της έδρας της καθ’ης η κλήση) Αστυφύλακα …….., που υπέγραψε τη βεβαίωση και τη σφράγισε με την υπηρεσιακή σφραγίδα και β) από 16.7.2020 βεβαίωση του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή περί αποστολής προς την καθ’ης η κλήση ταχυδρομικώς έγγραφης ειδοποίησης σχετικά με τη θυροκόλληση του εν λόγω δικογράφου στην έδρα της, που προσυπογράφει ο υπάλληλος της ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΑ Α.Ε. (του Ταχυδρομικού Γραφείου Αγίου Δημητρίου Αττικής) . ……., προκύπτει ότι η ως άνω κλήση έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα επιδοθεί στην καθ’ης με θυροκόλληση στην έδρα της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.1 και 2, 125 παρ.1, 128 παρ.1 και 4 και 129 παρ.1 και 520 παρ.2 του ΚΠολΔ, ειδικότερα τηρηθεισών των προβλεπομένων σε περίπτωση θυροκόλλησης του προς επίδοση εγγράφου στο άρθρο 128 παρ.4 στοιχ.β΄ και γ΄ του ΚΠολΔ διατυπώσεων. Πλην όμως η ανωτέρω εταιρεία εφεσίβλητη – καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – καθ’ης η κλήση, κατά τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ήταν απούσα, και δεν εμφανίσθηκε με, ούτε εκπροσωπήθηκε από, πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, εμπρόθεσμα και νομότυπα κλητευθείσα να παραστεί κατά την προσδιορισθείσα με την κλήση της αντιδίκου της δικάσιμο για τη συζήτηση της υπόθεσης, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και έχοντας λάβει, επίσης εμπρόθεσμα και νομότυπα, γνώση του περιεχομένου των σε βάρος της ασκηθέντων δικογράφων της έφεσης και των προσθέτων λόγων έφεσης, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι εμπρόθεσμα προσκομίζονται από την εκκαλούσα – ασκήσασα τους πρόσθετους λόγους έφεσης οι πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης που απολείπεται, όπως προβλέπεται με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 εδαφ.γ΄και δ΄του ΚΠολΔ.

Η κρινόμενη από 29.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./ 29.7.2019 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ………../29.7.2019 στο παρόν Δικαστήριο) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό πρώτης των εναγομένων της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 29.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../29.12.2017) αγωγής της εφεσίβλητης, διώκουσας την αναγνώριση της υποχρέωσης των τριών (3) εναγομένων, κυρίας του αναφερομένου στο δικόγραφο πλοίου, ναυλώτριας/εφοπλίστριας αυτού και νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας αντίστοιχα, να της καταβάλουν, έκαστος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η πρώτη περιορισμένα με το πλοίο και μέχρι την αξία του, το οφειλόμενο υπόλοιπο εργολαβικής της αμοιβής για τη διενέργεια μηχανουργικών  – επισκευαστικών εργασιών στο εν λόγω πλοίο, σε εκτέλεση αντίστοιχης σύμβασης έργου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας και της δεύτερης εναγομένης διά του νομίμου εκπροσώπου της συμβληθείσας, πλέον τόκων, κατά της υπ’αριθμ. 2027/2019 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων και  αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, και με την οποία, όσον αφορά την εκκαλούσα, έγινε στο σύνολό της δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 29.7.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../29.7.2019), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη της εκκαλουμένης, και συγκεκριμένα στην παρασταθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως πληρεξουσία δικηγόρο της Δικηγόρο ………….., με την ιδιότητα της αυτοδικαίως αντικλήτου της για όλες τις επιδόσεις της δίκης επί της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 παρ.1 του ΚΠολΔ, που συντελέσθηκε (η επίδοση της εν λόγω απόφασης) με την επιμέλεια της πρώτης εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας στι 9.7.2019, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την ανωτέρω διάδικο υπ’αριθμ. ……../9.7.2019 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ……. .., επίδοση, γεγονός, που αφετηριάζει την προθεσμία προς άσκηση έφεσης και για την πρώτη εναγόμενη, με την επιμέλεια της οποίας διενεργήθηκε η επίδοση, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την τελευταία κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου. Περαιτέρω, η αυτή ως άνω εκκαλούσα άσκησε κατά της ιδίας πρωτόδικης απόφασης πρόσθετους λόγους έφεσης με το από  22.10.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/22.10.2019) ιδιαίτερο δικόγραφό της, πλήττοντας με αυτό τα ήδη εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της προσβαλλομένης απόφασης, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στις 22.10.2019 και, αφού συντάχθηκε έκθεση κάτωθεν τούτου, κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη και καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στις 15.7.2020 με θυροκόλληση κατά τα προεκτεθέντα, ήτοι πλέον των τριάντα (30) ημερών προ της αναγραφομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (14.1.2021), κατά την οποία συζητήθηκε η έφεση, και, επομένως, εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτά και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων, που διαλαμβάνονται στο κάθε δικόγραφο (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η ενάγουσα, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, με την από 29.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/29.12.2027) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη: α) Ότι διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο μηχανουργικές – επισκευαστικές εργασίες σε εμπορικά πλοία, διαθέτοντας προς τούτο τα κατάλληλα μηχανήματα και το απαιτούμενο εξειδικευμένο εργατοτεχνικό προσωπικό, β) ότι σε εκτέλεση σύμβασης έργου, που συνήψε περί τα τέλη του έτους 2016 με τη δεύτερη εναγόμενη, εταιρεία, εδρεύουσα τύποις μεν στην Κύπρο, αλλά στην πραγματικότητα στον Πειραιά, η οποία συμβλήθηκε διά του νομίμου εκπροσώπου της τρίτου εναγομένου, υπό την ιδιότητα της χρονοναυλώτριας του υπό σημαία Μάλτας Ε/Γ-Ο/Γ-ΤΧΠ πλοίου με την ονομασία “.K”, στην οποία με βάση τους όρους της σύμβασης χρονοναύλωσης είχε περιέλθει η εκμετάλλευση και η ναυτική του διεύθυνση, με συνέπεια να τυγχάνει εφοπλίστρια αυτού, διενήργησε προσηκόντως επί του προαναφερθέντος πλοίου, κυριότητας της πρώτης εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στη Μάλτα, αλλά στην πραγματικότητα στον Πειραιά και εκναυλώτριας στην ως άνω σύμβαση χρονοναύλωσης, και ενώ αυτό ήδη επί ένα έτος έως τότε ναυλοχούσε παροπλισμένο στο λιμένα του Πειραιώς, ευρείας έκτασης μηχανουργικές εργασίες, συνολικής αξίας 452.808 ευρώ, οι οποίες αναφέρονται αναλυτικά μετά του κόστους εκάστης στην περιληφθείσα στο δικόγραφο από 10.2.2017 τελική κατάσταση, που συνέταξε η ίδια μετά την πέρας των εργασιών και αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα οι εναγόμενοι ως εκτελεσθείσες διά του Πλοιάρχου του πλοίου, ο οποίος έθεσε για λογαριασμό τους επί του ανωτέρω εγγράφου τη σφραγίδα του πλοίου και επ’αυτής την υπογραφή του, και γ) ότι έναντι του ανωτέρω συνολικού ποσού της εργολαβικής της αμοιβής έχει ήδη εισπράξει από τον τρίτο εναγόμενο το ποσό των 45.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 407.808 ευρώ, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της και τις περί αποπληρωμής του συνεχείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση των αντιδίκων της να της καταβάλουν, ενεχόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η πρώτη εναγόμενη ως κυρία του πλοίου, περιορισμένα δι’αυτού και μέχρι της αξίας του, η δεύτερη ως εφοπλίστρια του πλοίου και αντισυμβαλλόμενή της στην επίμαχη εργολαβική σύμβαση και ο τρίτος ως νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας αντίστοιχα, το ως άνω οφειλόμενο υπόλοιπο της αμοιβής της για το εκτελεσθέν έργο, πλέον τόκων από την ημέρα που αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, ερήμην των δεύτερης και τρίτου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η υπ’αριθμ.2027/2019 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφενός μεν απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τον τρίτο εναγόμενο, αφετέρου δε έγινε δεκτή καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τις πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, όσον αφορά ειδικότερα την τελευταία, λόγω του συναγομένου από την ερημοδικία της τεκμηρίου ομολογίας των αγωγικών ισχυρισμών. Συγκεκριμένα με την εν λόγω απόφαση, αφού κρίθηκε ότι η αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου, έχοντος τούτου επιπροσθέτως και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, καθώς και ότι τυγχάνει ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία κατάγεται προς κρίση διαφορά από ιδιωτική έννομη σχέση, και με βάση το οποίο και απορρίφθηκε στη συνέχεια (η αγωγή) λόγω αοριστίας ως προς το αίτημα περί επιδίκασης τόκων από τότε, που η απαίτηση της ενάγουσας κατέστη απαιτητή, και ως νόμω αβάσιμη ως προς τον τρίτο εναγόμενο (ως προς τον οποίο έγινε δεκτό ότι εκτίθεται στο δικόγραφο πως συμβλήθηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, εφοπλίστριας του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην ενέχεται ατομικά για την καταβολή του αιτουμένου ποσού, χωρίς να αναφέρεται παράλληλα ότι δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά για δικό του λογαριασμό, καταχρασθείς τη νομική προσωπικότητα της ως άνω εταιρείας), στη συνέχεια διερευνήθηκε (η αγωγή) από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας με βάση τα προσκομισθέντα από τις παρασταθείσες διαδίκους αποδεικτικά μέσα, μη ληφθείσας υπόψη της υπ’αριθμ……./2018 ένορκης βεβαίωσης, που προσκομίσθηκε από την πρώτη εναγόμενη με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, με την αιτιολογία ότι δεν αφορά σε αντίκρουση ισχυρισμών, προταθέντων το πρώτον από την ενάγουσα με τις προτάσεις της. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, κατόπιν των αποδεικτικών παραδοχών του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι μεταξύ των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων καταρτίσθηκε σύμβαση χρονοναύλωσης γυμνού πλοίου (λόγω του τεκμηρίου ομολογίας του σχετικού ισχυρισμού της ενάγουσας εκ της δικονομικής απουσίας της δεύτερης εναγομένης), με αποτέλεσμα η δεύτερη εναγόμενη να θεωρείται εφοπλίστρια του πλοίου και η πρώτη κυρία αυτού αντίστοιχα, καθώς και ότι σε εκτέλεση σύμβασης έργου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης εναγομένης, νόμιμα εκπροσωπηθείσας από τον τρίτο εναγόμενο, και της ενάγουσας, επί τη βάσει οικονομικών προσφορών της τελευταίας, εξήλθαν του πλοίου με προορισμό το μηχανουργείο της ενάγουσας και με σκοπό τον τεχνικό έλεγχο και την επισκευή τους τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’αυτήν (απόφαση) εξαρτήματα του εξοπλισμού του πλοίου, τα οποία ακολούθως επεστράφησαν στο πλοίο (εκδοθέντων σε αμφότερες τις περιπτώσεις δελτίων αποστολής από τον πλοίαρχο του πλοίου, ενεργήσαντος για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, και από την ενάγουσα αντίστοιχα) αφού έλαβαν χώρα επ’αυτών οι επίσης διαλαμβανόμενες στην απόφαση μηχανουργικές εργασίες (την προσήκουσα διενέργεια των οποίων βεβαίωσε ο πλοίαρχος του πλοίου, θέτοντας ανεπιφύλακτα την υπογραφή του επί της σφραγίδας του πλοίου στο συνταχθέν από την ενάγουσα αναλυτικό κοστολόγιο του έργου), συνολικού κόστους 452.808 ευρώ, έναντι του οποίου έχει καταβληθεί το ποσό των 45.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 407.808 ευρώ, και κατόπιν απόρρριψης των ειδικότερα εκτιθέμενων στην απόφαση αρνητικών της αγωγής ισχυρισμών της πρώτης εναγομένης, καθώς και των ενστάσεων της τελευταίας περί πλαστότητας των δελτίων αποστολής του πλοιάρχου του πλοίου και περί παραγραφής της αγωγικής αξίωσης ως απαραδέκτως προβληθείσας και ως ουσιαστικά αβάσιμης αντίστοιχα, ακολούθως έγινε δεκτή καθ’ολοκληρίαν η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων (της τελευταίας λόγω του εκ της ερημοδικίας της συναγομένου τεκμηρίου ομολογίας των αγωγικών ισχυρισμών) να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα, η πρώτη εξ αυτών περιορισμένα και δη διά του πλοίου της και μέχρι της αξίας αυτού, το ανωτέρω οφειλόμενο υπόλοιπο της εργολαβικής της αμοιβής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και καταδικάσθηκαν αυτές στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 6.120 ευρώ. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης και σε βάρος της ενάγουσας η πρώτη εναγόμενη, που δικάσθηκε αντιμωλία, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος,  με έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της απόφασης αυτής, άσκησε: 1) Την από 29.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../29.7.2019 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ……../29.7.2019 στο παρόν Δικαστήριο) έφεσή της, με την οποία προσβάλλει την εκκαλουμένη για τους λόγους,  που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ανωτέρω ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται κατά περίπτωση σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης και τη μη λήψη υπόψη της προσκομισθείσας από την ίδια ανωτέρω ένορκης βεβαίωσης αντίστοιχα, και 2) το από 22.10.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./22.10.2019) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης,  με το οποίο παραδεκτά (άρθρο 520 παρ.2 του ΚΠολΔ) πλήττονται από την ασκήσασα αυτό εκκαλούσα τα ήδη εκκληθέντα με την έφεσή της κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, όπως οι προβαλλόμενες με αυτούς αιτιάσεις συνολικά εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, ζητώντας με αμφότερα τα προαναφερθέντα δικόγραφα την παραδοχή τους, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και κρατηθεί στη συνέχεια και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. Επί των ανωτέρω έφεσης και δικογράφου προσθέτων λόγων έφεσης, τα οποία συνεκφωνήθηκαν από το παρόν Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο της 5ης.12.2019, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.373/2000 μη οριστική απόφασή του, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης λόγω ακυρότητας της επίδοσης του δικογράφου της προς την απολειπόμενη εφεσίβλητη, και, κατόπιν τούτου, και του δικογράφου των προσθέτων λόγων εξαιτίας του παρακολουθηματικού του χαρακτήρα σε σχέση με την έφεση. Ήδη μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη επίδοση αμφοτέρων των υπό κρίση δικογράφων στην εφεσίβλητη κατά τα προεκτεθέντα, η επ’αυτών υπόθεση νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 15.7.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../15.7.2020) κλήση της εκκαλούσας – ασκήσασας τους πρόσθετους λόγους έφεσης – πρώτης εναγομένης.Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στην θεωρία και στην νομολογία, καθώς και στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης είναι η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (“bareboat charter” ή “charter by demise”), κατά την οποία ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στην διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει και αναλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με την ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (ΕΠ 452/2008 ΕΝΔ 2009.39, 2/1998 ΠειρΝομ 1998.44, 1961/1988 ΕΝΔ 17.409 ΜΕΠ 809/2014 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Nόμος, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, στον τόμο Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σελ. 437 – 454, Ν. Δελούκας, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 1979, παρ. 169). Στην έννοια της χρήσης περιλαμβάνεται κάθε νόμιμος τρόπος εκμετάλλευσης του πλοίου από τους γνωστούς στο ναυτικό δίκαιο και στη ναυτιλιακή πρακτική, το είδος δε αυτό της ναύλωσης προσομοιάζει, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, με την απλή μίσθωση πράγματος (ΕφΠειρ 452/2008 ΕΝΔ 2009.39, ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝΔ 2001.122, ΕφΠειρ 2/1998 ΕΕμπΔ 1998.121). Περαιτέρω, από τα άρθρα 105 και 106 εδαφ. β΄ του Κ.Ι.Ν.Δ. προκύπτει ότι η εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στην σύμβαση χρονοναύλωσης (εφοπλιστική χρονοναύλωση), όταν στον ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού (πλοίου). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ’άρθρο 106 εδαφ.β΄του Κ.Ι.Ν.Δ. (ΑΠ 477/2021, ΑΠ 777/2015, ΑΠ 689/2013, ΑΠ 776/2010, ΑΠ 11/2009). Αντιθέτως, αν ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή, έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο, πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος, διατηρώντας ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου, παρέχοντας δε σε εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, επί ένα χρονικό διάστημα, το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή (ΕΠ 874/2013 ΕΝΔ 2013.422, 452/2008 ΕΝΔ 2009.39, 882/2000 ΕΝΔ 2001.122, 2/1998 ΕΕμπΔ 1998.121, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 2007, τόμος 2ος, παρ.115, σελ.20 επόμ.). Δηλαδή, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν ο πλοιοκτήτης παραχώρησε την χρήση του πλοίου του γυμνού, γιατί, στην τελευταία περίπτωση, ο μισθωτής ναυλωτής του πλοίου εξουσιάζει τούτο, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διεύθυνσης, όσο και από αυτή της εμπορικής του διαχείρισης, έχει δε την βούληση να ασκήσει και ασκεί πράγματι, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσής του (Α. Αντάπασης, όπ.π., σελ. 458, Ν. Δελούκας, όπ.π., σελ. 128, Ι. Κοροντζής σε ΕλλΔνη 27.1102). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ’άρθρο 106 εδαφ.β΄ του ΚΙΝΔ. Αντιθέτως, εάν τη ναυτική διαχείριση του πλοίου διατηρεί ο εκναυλωτής, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμετάλλευσης του πλοίου. Έτσι, οι συμβάσεις που συνάπτονται από τον χρονοναυλωτή ή τον πλοίαρχο χρονοναυλωμένου πλοίου με τρίτους δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, έστω και αν, σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσύμφωνου, έχουν συναφθεί για λογαριασμό του χρονοναυλωτή. Και τούτο, γιατί οι όροι του ναυλοσυμφώνου αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων κατά την κατάρτισή του, δηλαδή τον εκναυλωτή και το χρονοναυλωτή, ενώ για τους τρίτους είναι res inter alios. Ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις ως άνω δικαιοπραξίες μόνον στην περίπτωση που γνωστοποιήθηκε στους τρίτους, πριν την κατάρτιση της σύμβασης, αφενός ότι το πλοίο είναι χρονοναυλωμένο και αφετέρου ότι, δυνάμει ειδικού όρου του ναυλοσυμφώνου, για την πληρωμή του συγκεκριμένου χρέους θα ευθύνεται μόνο ο χρονοναυλωτής. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τα άρθρα 53 επ. του Κ.Ι.Ν.Δ., η σύμβαση ναυτολόγησης, ούσα ιδιότυπη σύμβαση εργασίας δεδομένου ότι δε συντελείται με μόνη τη συνομολόγησή της, αλλά προαπαιτείται ορισμένη ενέργεια, η οποία μόνο στο πλοίο μπορεί να λάβει χώρα και συνίσταται είτε στην καταχώρησή της στο επί του πλοίου υπάρχον ναυτολόγιο, είτε στην επιβίβαση του ναυτικού πάνω στο πλοίο, με την ανοχή του πλοιάρχου, αποβλέποντος στην διαρκή απασχόληση του ναυτικού προς λειτουργική εξυπηρέτηση του προορισμού του πλοίου και από την πλήρωση της οποίας (ενέργειας) ολοκληρώνεται η σύμβαση και κατά συνέπεια αρχίζει να υφίσταται η σχέση, ανάλογα με το ποια από τις ενέργειες αυτές προηγήθηκε χρονικά – είναι σύμβαση άτυπη, η οποία καταρτίζεται μεταξύ του ναυτικού και του πλοιάρχου και ως εκ τούτου, η σχετική βούληση και των δύο μερών μπορεί να δηλωθεί και σιωπηρά και να πραγματοποιηθεί έτσι η συνομολόγησή της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 192 ΑΚ, ήτοι αμέσως μόλις περιέλθει στο ναυτικό η περί αποδοχής της εργασίας του δήλωση του πλοιάρχου. Τέτοια δε δήλωση ενέχει και η συμπεριφορά του πλοιάρχου, η οποία συνίσταται στην, μετά την παράδοση σ’αυτόν από τον ναυτολογούμενο του ναυτικού του φυλλαδίου και πριν από οποιαδήποτε εγγραφή στο ναυτολόγιο, ανοχή της έναρξης της εργασίας στο πλοίο του υπό ναυτολόγηση ναυτικού (ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝΑΥΤΔ2003.130, βλ. επίσης ΑΠ 168/1999 ΝοΒ 2000.625, ΕφΠειρ 1556/1989 ΕΝΑΥΤΔ 1990.301).Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: (α) Την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μάρτυρός της ………….., η οποία δόθηκε, ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, προηγηθείσης εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της πρώτης εναγομένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. …../20.4.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …. ., και περιέχεται στην υπ’αριθμ………../25.4.2018 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. και επαναπροσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από την παρασταθείσα εκκαλούσα, των περί απαραδέκτου και, συνακόλουθα, περί μη λήψης αυτής υπόψη ως αποδεικτικού μέσου προβληθεισών αιτιάσεων της τελευταίας, που περιέχονται στο δικόγραφο της έφεσής της, ελλείψει νομότυπης κλήτευσής της να παραστεί κατά την εξέταση του ως άνω μάρτυρος, διότι η σχετική κλήση επιδόθηκε στο Πειραιά (επί της οδού ………), όπου δεν εδρεύει, καθώς η καταστατική, αλλά και η πραγματική της έδρα, βρίσκεται στην αλλοδαπή, και δη στη Μάλτα, απορριπτομένων ως αβασίμων, εφόσον η ανωτέρω διεύθυνση στην ημεδαπή αναφέρεται ως διεύθυνση της πραγματικής της έδρας στην προαναφερθείσα υπ’αριθμ. …../9.7.2019 επαναπροσκομιζόμενη από την ίδια έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ………, η οποία, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του παρασταθέντος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό ως πληρεξουσίου δικηγόρου της Δικηγόρου Αθηνών …………, προέβη σε επίδοση στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη της πρωτόδικης απόφασης, β) την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία της πρώτης εναγομένης, μάρτυρός της ………., η οποία δόθηκε, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …../20.4.2018 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελητήτριας ………., και περιέχεται στην υπ’αριθμ……../25.4.2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβουλαιογράφου Πειραιώς ………., η οποία, παρότι, προσκομισθείσα στον πρώτο βαθμό με το δικόγραφο της προσθήκης – αντίκρουσης στις προτάσεις της πρώτης εναγομένης, και μη ληφθείσα υπόψη για το λόγο αυτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ως απαραδέκτως προσκομισθέν κατά το διαδικαστικό αυτό στάδιο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ.2 του ΚΠολΔ, καθόσον κρίθηκε ότι με τις προτάσεις της ενάγουσας δεν προβλήθηκαν νέοι ισχυρισμοί, ώστε να είναι επιτρεπτή με την προσθήκη της πρώτης εναγομένης  η προσκόμιση νέων αποδεικτικών μέσων προς αντίκρουσή τους, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επαναπροσκομισθείσα κατά τη συζήτηση της έφεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, ως νέο αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 529 παρ.1 α΄ του ΚΠολΔ,  καθώς ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της ως  άνω διάταξης, θεωρούνται, είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήσαν απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο, ενόψει εξάλλου και του ότι η διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (δικαστικά τεκμήρια), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, ΑΠ 484/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), γ) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία των πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, μαρτύρων της …….. και ………, οι οποίες δόθηκαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και ενόψει της συζήτησης της  έφεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων έφεσης, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα υπ’αριθμ. ……/28.11.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………. και περιέχονται στις υπ’αριθμ. ………./3.12.2019 και ………/4.12.2019 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον της Συμβουλαιογράφου Πειραιώς …………., που προσκομίζονται παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως νέα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ, δ) όλα τα έγγραφα, που η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται η υπ’αριθμ…./13.11.2017 ένορκη βεβαίωση του …… . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που λήφθηκε στο πλαίσιο άλλης δίκης και συγκεκριμένα της από 20.10.2017 (με αριθμ.καταθ../…/2017 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης και λαμβάνεται υπόψη όχι ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, αλλά ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 5/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) και ε) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της αντί αμοιβής εκτέλεσης μηχανουργικών – επισκευαστικών εργασιών επί εμπορικών πλοίων, δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων έργου, τις οποίες κάθε φορά συνάπτει. Στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία ανήκει κατά κυριότητα το υπό σημαία Μάλτας Ε/Γ-Ο/Γ-ΤΧΠ πλοίο με την ονομασία «Κ.» (πρώην «ΠΘ»), νηολογίου Βαλέτας Μάλτας, με αριθμ……., ΙΜΟ … και διεθνές διακριτικό σήμα …., ολικού μήκους μέτρων 102, πλάτους μέτρων 15 μ., κόρων ολικής χωρητικότητας 4934 και καθαρής χωρητικότητας 1480. Στις 17.4.2015 η πρώτη εναγόμενη κατήρτισε με τη μη διάδικο στην παρούσα έκκλητη δίκη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, νομίμως εκπροσωπηθείσα από τον επίσης μη διάδικο εν προκειμένω τρίτο εναγόμενο, σύμβαση χρονοναύλωσης του ανωτέρω πλοίου υπό την τότε ονομασία του «ΠΘ», και ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα της Ταγγέρης του Μαρόκου, για χρονικό διάστημα 6 μηνών (+/- 15 ημέρες κατ’επιλογήν της ναυλώτριας), με χρόνο παράδοσης το χρονικό διάστημα μεταξύ 17 έως 24 Απριλίου του έτους 2015, επίσης κατ’επιλογήν της ναυλώτριας, ενώ με την από 11.5.2015 προσθήκη στο ναυλοσύμφωνο χορηγήθηκε στη ναυλώτρια το δικαίωμα να ναυλώσει το πλοίο και για τα επόμενα έτη 2016 και 2017, και για το χρονικό διάστημα από 15 Απριλίου έως 15 Οκτωβρίου εκάστου εξ αυτών (+/- 15 ημέρες), το οποίο (δικαίωμα) θα έπρεπε να ασκήσει κάθε φορά προ του τέλους του προηγουμένου έτους. Για την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης χρησιμοποιήθηκε το τυποποιημένο ναυλοσύμφωνο με το κωδικό όνομα «ΒΑLTIME 1939», όπως αναθεωρήθηκε το έτος 2001. Το ανωτέρω ναυλοσύμφωνο δε χρησιμοποιήθηκε ως είχε, αλλά χρησίμευσε μόνον ως βάση για τη συμφωνία των μερών. Το ναυλοσύμφωνο περιελάμβανε και ένα δεύτερο μέρος (PART II), με τη ρητή πρόβλεψη ότι σε περίπτωση σύγκρουσης υπερισχύουν ως ειδικές οι διατάξεις του πρώτου μέρους, και ένα ακόμη, τρίτο ουσιαστικά, μέρος, με πρόσθετες ρήτρες (“rider clauses”), σε συνέχεια του δεύτερου. Σύμφωνα με τον όρο υπ’αριθμ. 27 του τρίτου μέρους του ναυλοσυμφώνου η εκναυλώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέσει και να πληρώνει όλους τους αξιωματικούς του καταστρώματος και της μηχανής, καθώς και το πλήρωμα, όπως προβλέπεται από το πιστοποιητικό ασφαλείας και επάνδρωσης του κράτους σημαίας, συνάπτοντας μαζί τους συμβάσεις εργασίας με “κλειστό” μισθό, ενώ η ναυλώτρια εταιρεία να καταβάλει τους μισθούς στους αξιωματικούς που θα απασχολούντο στο ξενοδοχειακό, στο υπηρεσιακό τμήμα και στο τμήμα τροφοδοσίας του πλοίου, καθώς και στο λοιπό πλήρωμα, με σκοπό την λειτουργία και εμπορική εκμετάλλευση αυτού ως κρουαζιερόπλοιου. Με τον όρο 3 του δεύτερου μέρους του ναυλοσυμφώνου ορίσθηκε ότι η εκναυλώτρια θα φέρει τις δαπάνες για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση του πλοίου καθώς και για την ασφάλιση αυτού. Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη (εκναυλώτρια) θα έθετε στη διάθεση και υπό τις οδηγίες της ναυλώτριας τον πλοίαρχο και το πλήρωμα (όρος 9 του δεύτερου μέρους του ναυλοσυμφώνου), ενώ η τελευταία (ναυλώτρια) θα βαρυνόταν με τις δαπάνες για τα λιμενικά και τα τελωνειακά τέλη, τα τέλη πλοήγησης και ρυμούκλησης, καθώς και για τα καύσιμα. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η εκναυλώτρια (πρώτη εναγόμενη) και η ανωτέρω ναυλώτρια του πλοίου είχαν συμφωνήσει ότι η εκναυλώτρια θα έθετε αυτό στη διάθεση της ναυλώτριας έναντι σταθερού ανταλλάγματος (ημερήσιου ναύλου), ποσού 800 ευρώ, προκειμένου η τελευταία να το χρησιμοποιήσει για πλόες κρουαζιέρας εντός των ελληνικών υδάτων, του Αιγαίου συμπεριλαμβανομένου. Από την επισκόπηση και των πρόσθετων όρων (“rider”) του ναυλοσυμφώνου, και δη του όρου υπ’ριθμ. 29 προκύπτει ότι η ναυλώτρια είχε επιθεωρήσει το πλοίο προ της παράδοσής του στο Μαρόκο, όπου ήταν δεσμευμένο για την εξασφάλιση απαιτήσεων τρίτων, και το αποδέχθηκε με την ρήτρα «όπως είναι, όπου βρίσκεται» («as is, where is»), ενώ στον πρόσθετο όρο 32 του ναυλοσυμφώνου το πλοίο περιγράφεται ως μη αξιόπλοο, “σε κατάσταση μη λειτουργίας” και εκτός κλάσης. Με τον ίδιο όρο η ναυλώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να οργανώσει τη ρυμούλκηση του πλοίου από το Μαρόκο στον Πειραιά και να επιμεληθεί της διενέργειας των απαραίτητων επισκευαστικών εργασιών (του δεξαμενισμού του συμπεριλαμβανομένου) από την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…………..” (πρόκειται για εταιρεία, καταχωρηθείσα στο Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμ…………, εδρεύουσα στο Πέραμα Αττικής, επί της … ……… αυτής, με νόμιμο εκπρόσωπο τον τρίτο εναγόμενο, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα έγγραφο του Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμ. σχετ.Γ-3), με δαπάνες της ιδίας (ναυλώτριας), και υπό την εποπτεία και ευθύνη της εκναυλώτριας, προκειμένου να καταστεί ξανά αξιόπλοο, να επιθεωρηθεί και να εφοδιασθεί με τα απαραίτητα πιστοποιητικά και πιστοποιητικά κλάσης. Σύμφωνα με τον υπ’αριθμ.31 όρο του τρίτου μέρους (“rider”) του ναυλοσυμφώνου, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης το πλοίο είχε δεσμευθεί στο λιμένα της Ταγγέρης του Μαρόκο από πιστωτές της εκναυλώτριας. Μάλιστα, όπως συνάγεται από τον ίδιο όρο, η ναυλώτρια συμφώνησε να καταβάλει προ της παράδοσης του πλοίου, αντί ναύλου, ποσό, το οποίο δεν θα υπερέβαινε τις 800.000 ευρώ, για λογαριασμό της εκναυλώτριας, για την αποπληρωμή των δαπανών της ρυμούλκησής του μέχρι το λιμένα του Πειραιώς, καθώς και εξόδων και αξιώσεων τρίτων, αποπληρωτέων διαρκούσης της ναύλωσης, ενώ σε περίπτωση που το ποσό, που θα κατέβαλε η ναυλώτρια, θα υπερέβαινε το ως άνω όριο, συμφωνήθηκε ότι το επιπλέον ποσό θα συνιστούσε προκαταβολή μελλοντικών ναύλων. Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω πλοίο, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από την παρασταθείσα εκκαλούσα με αριθμ.πρωτ…/……/23.8.2017 έγγραφο παροχής στοιχείων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, κατέπλευσε ρυμουλκούμενο στις 6.5.2015 στο Μώλο ΔΕΗ για επισκευές, προερχόμενο από Μαρόκο, κενό φορτίου και άνευ πληρώματος, φέροντας τα στοιχεία “PTH” (ΠΘ), μετονομασθέν στη συνέχεια σε “Κ” και διατηρώντας την ίδια σημαία, με υπεύθυνο ναυτικό πρακτορείο κατά την ημερομηνία του κατάπλου του την επιχείρηση με τα στοιχεία “………….”.  Μάλιστα, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα αντίγραφο από το ναυτολόγιο του πλοίου, αυτό έκλεισε στις 26.5.2015 ως ληξιπρόθεσμο, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 86 παρ.5 του π.δ./τος 913/1978, της σχετικής πράξης λογιζομένης ως ισχύσασας από τις 6.5.2015, ήτοι από την ημερομηνία κατάπλου του στο λιμένα του Πειραιώς κατά τα προεκτεθέντα. Η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της ισχυρίσθηκε ειδικότερα ότι σε εκτέλεση σύμβασης έργου, την οποία κατήρτισε με τη δεύτερη εναγόμενη, ναυλώτρια/ εφοπλίστρια του πλοίου, καθόσον είχε ανατεθεί σ’αυτήν με το χρονοναυλοσύμφωνο από την εκναυλώτρια/πρώτη εναγόμενη η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού, νομίμως εκπροσωπηθείσα από τον τρίτο εναγόμενο, διά της αποδοχής από τον ναυτολογημένο Πλοίαρχο του πλοίου ……….., που ενήργησε για λογαριασμό της, των από 10.10.2016, 25.11.2016 και 20.12.2016 προηγουμένως αποσταλεισών οικονομικών προσφορών της (της ενάγουσας) – τούτων προφανώς λογιζομένων ως υπεχουσών θέση πρότασης προς κατάρτιση σύμβασης υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 185 του ΑΚ – θέτοντας επ’αυτών τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του κάτωθεν της λέξης “αποδεκτή”, διενήργησε προσηκόντως, σε εκπλήρωση της συμβατικής της αυτής υποχρέωσης, τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο ευρείας έκτασης μηχανουργικές εργασίες (στο κατάστρωμα του πλοίου, στο χώρο στάθμευσης οχημάτων, στους κενούς χώρους, στις κύριες μηχανές, στις ηλεκτρομηχανές, στους αεροσυμπιεστές, και στα συστήματα προώθησης/πρόωσης αυτού Κamewa), κατόπιν εξάρμωσης των προς επισκευή μηχανημάτων, εξαρτημάτων και μερών από το ίδιο το πλήρωμα του πλοίου, μεταφοράς τους στις εγκαταστάσεις της (της ενάγουσας) και επιστροφής και παράδοσής τους ακολούθως στο πλοίο, αντικατασταθέντων ή κατά περίπτωση επισκευασθέντων μετά των κατάλληλων ανταλλακτικών, όπου παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από τον Πλοίαρχο (που υπέγραψε σχετικώς στην από 17.2.2017 τελική κατάσταση με τις αναγραφόμενες σ’αυτήν χρεώσεις εκάστης εργασίας και του επίσης διαλαμβανόμενου συνολικού κόστους του αναληφθέντος έργου, ποσού 452.808 ευρώ,  επί της τεθείσας σφραγίδας του πλοίου) και στη συνέχεια αρμόσθηκαν και επανατοποθετήθηκαν δεόντως όπου έδει και πάλι από τα μέλη του πληρώματός του. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι εκ του ανωτέρω συνολικού ποσού της εργολαβικής της αμοιβής έχει ήδη εισπράξει το ποσό των 45.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να της οφείλεται το υπόλοιπο, ποσού 407.800 ευρώ, ως προς το οποίο, πλέον τόκων, ζήτησε ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση, πέραν των άλλων εναγομένων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, και της πρώτης εναγομένης, να της το καταβάλει, υπό την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου, περιορισμένα, διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού. Πλην όμως η  πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής του αιτουμένου ποσού κυρίως και πρωτίστως διότι κατά το χρόνο που κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο καταρτίσθηκε η επίδικη σύμβαση έργου, με αντικείμενο επισκευαστικές – μηχανουργικές εργασίες επί του εν λόγω πλοίου, μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης (τέλη του έτους 2016), της τελευταίας ενεχομένης ως συμβληθείσας με την ιδιότητα της ναυλώτριας/εφοπλίστριας του πλοίου διά της αποδοχής προηγηθείσης πρότασης της ενάγουσας, διαβιβασθείσας υπό τη μορφή οικονομικών προσφορών κατά τα προαναφερθέντα, και αληθών όλων τούτων υποτιθεμένων, δεν υφίστατο σε ισχύ η επικαλούμενη σύμβαση χρονοναύλωσης, αφού αυτή είχε ήδη λυθεί, με αποτέλεσμα ουδεμία έννομη σχέση να συνδέει την πρώτη εναγόμενη με τη φερόμενη ως αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας δεύτερη εναγόμενη, εκ της οποίας η πρώτη εναγόμενη να ενέχεται σε καταβολή στην ενάγουσα του αιτουμένου ως οφειλομένου υπολοίπου εργολαβικής της αμοιβής ποσού, υπό οιαδήποτε ιδιότητα, δηλαδή είτε ως κυρία, όπως ενάγεται, είτε ως πλοιοκτήτρια του συγκεκριμένου πλοίου,  ιδιότητα, που εξαρτάται από το είδος της μεταξύ τους συναφθείσας ναύλωσης, η κρίση επί του οποίου, όμως, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω ενόψει όσων προεκτέθηκαν, και ως εκ τούτου η διατύπωσή της από το παρόν Δικαστήριο με την απόφασή του παρέλκει. Ειδικότερα,  όπως έχει ήδη αναφερθεί, η εν λόγω σύμβαση καταρτίσθηκε στις 17 Απριλίου του έτους 2015, με συμφωνηθείσα από τα μέρη διάρκεια έξι (6) μηνών (+/- 15 ημέρες), και με δικαίωμα της δεύτερης εναγομένης να ναυλώσει το πλοίο για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα των δύο (2) επομένων ετών (2016 και 2017), το οποίο (δικαίωμα) θα έπρεπε να ασκήσει 30 ημέρες προ του τέλους του προηγουμένου έτους. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, όπως αποδείχθηκε, ουδέν τέτοιο δικαίωμα άσκησε η δεύτερη εναγόμενη για το έτος 2016 μέχρι το τέλος του έτους 2015, αντίθετα, με βάση το προσκομιζόμενο από την πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από το επίσης προσκομιζόμενο πρωτότυπο, συνταχθέν στην αγγλική γλώσσα, έγγραφο (με αριθμ.σχετ.Γ-1), που τιτλοφορείται ως “προσθήκη της 16ης.5.2016” στο προαναφερθέν ναυλοσύμφωνο, τα ανωτέρω συμβαλλόμενα μέρη, με ισχύ από την ημερομηνία υπογραφής του εγγράφου αυτού, συμφώνησαν ότι η ναύλωση “θεωρείται σε κάθε περίπτωση ότι έχει τερματιστεί (terminated στο αγγλικό πρωτότυπο του κειμένου) με αμοιβαία συναίνεση”, ότι “κανένα συμβαλλόμενο μέρος δε διατηρεί οποιαδήποτε αξίωση έναντι του άλλου, που προκύπτει ή συνδέεται με τη ναύλωση και σε κάθε περίπτωση παραιτείται και ανακαλεί οποιαδήποτε τέτοια αξίωση…” και ότι “το πλοίο θεωρείται ότι έχει επαναπαραδοθεί στους ιδιοκτήτες (“οwners”) στον Πειραιά”. Επομένως, εφόσον κατά τον αναφερόμενο στο αγωγικό δικόγραφο χρόνο κατάρτισης της επίμαχης εργολαβικής σύμβασης δεν υφίστατο ενεργή σύμβαση ναύλωσης μεταξύ πρώτης και δεύτερης εναγομένης, διότι είχε ήδη τότε λυθεί λόγω παρέλευσης του συμφωνηθέντος χρόνου διάρκειάς της, αλλά και πανηγυρικά με ρητή μεταγενέστερη έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων μέρων, η πρώτη εναγόμενη δεν υποχρεούται σε καταβολή του αιτουμένου από την ενάγουσα ποσού ως εργολαβική αμοιβή της για τις διαλαμβανόμενες στην αγωγή ως εκτελεσθείσες απ’αυτήν στο εν λόγω πλοίο εργασίες, ως κυρία του εν λόγω πλοίου, όπως ενάγεται με την αγωγή, αφού η δεύτερη εναγόμενη δεν ήταν πλέον ναυλώτρια/εφοπλίστρια του πλοίου, ώστε η πρώτη των εναγομένων με την ιδιότητα της κυρίας αυτού να δεσμεύεται από τις δικαιοπραξίες, που η συνεναγόμενή της τυχόν συνήψε σε σχέση με το συγκεκριμένο πλοίο. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό, εις ολόκληρον μετά της δεύτερης εναγομένης, πλην όμως περιορισμένα διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, πλέον τόκων, όπερ εκ των πραγμάτων προϋποθέτει προηγούμενη παραδοχή του ότι κατά τον επίμαχο χρόνο πράγματι υφίστατο μεταξύ των δύο πρώτων εναγομένων σε ισχύ σύμβαση ναύλωσης, παρότι δε γίνεται σχετικώς ρητή μνεία στην απόφαση, και ο σχετικός αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός προβλήθηκε από την πρώτη εναγόμενη, και μάλιστα χρονοναύλωση γυμνού πλοίου, με αποτέλεσμα η δεύτερη εναγόμενη να τυγχάνει ναυλώτρια/εφοπλίστρια αυτού και η πρώτη κυρία αντίστοιχα, προφανώς υπολαμβάνοντας ότι το συναγόμενο από την ερημοδικία της δεύτερης εναγομένης τεκμήριο ομολογίας των αγωγικών ισχυρισμών, που αφορούν στην αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση ναύλωσης, καταλαμβάνει και την πρώτη εναγόμενη, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι η εν λόγω σύμβαση είχε λυθεί με νεότερη συμφωνία τους και δεν ήταν ενεργή κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο κατάρτισης της σύμβασης έργου, με αποτέλεσμα ουδείς δεσμός να τις συνδέει, που να παράγει ευθύνη της πρώτης εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου ποσού και να απορρίψει σε σχέση με την τελευταία την αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε συνοπτικά η εκκαλούσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης και αναλυτικότερα με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων. Επισημαίνεται ότι λόγω της σχέσης απλής ομοδικίας, που συνδέει τους εναγομένους μεταξύ τους, η δικονομική θέση εκάστου είναι ανεξάρτητη αυτής των λοιπών και οι πράξεις και οι παραλείψεις του ενός ούτε βλάπτουν, ούτε ωφελούν τους άλλους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ.1 του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα το συναγόμενο από την ερημοδικία των δεύτερης και τρίτου των εναγομένων τεκμήριο ομολογίας των αγωγικών ισχυρισμών να μην τυγχάνει εφαρμογής και επί της προσηκόντως παρασταθείσας στον πρώτο βαθμό πρώτης εναγομένης. Επιπροσθέτως, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί, παρότι για την κατ’ουσίαν απόρριψη της αγωγής θα αρκούσε μόνη η ανωτέρω διαπίστωση, ότι δηλαδή κατά τον επίμαχο χρόνο, που, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, φέρεται ότι καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης η επίδικη σύμβαση έργου, το οφειλόμενο υπόλοιπο εκ της συνολικής εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας εκ της οποίας διώκεται να της επιδικασθεί με την  αγωγή, δεν υφίστατο οιουδήποτε είδους συμβατική σχέση μεταξύ των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, και συγκεκριμένα χρονοναύλωση γυμνού πλοίου ή μη, από την οποία να απορρέει ευθύνη της πρώτης εναγομένης, υπό οιαδήποτε ιδιότητα σε σχέση με το πλοίο, είτε της κυρίας, είτε της πλοιοκτήτριας αυτού, προς καταβολή του αιτουμένου ποσού, διότι η εν λόγω σύμβαση ναύλωσης είχε ήδη τότε λυθεί και, συνεπώς, είχε παύσει να ισχύει και να αναπτύσσει έννομες συνέπειες για τα συμβαλλόμενα μέρη, πως, ανεξαρτήτως όσων προεκτέθηκαν, ουδόλως αποδείχθηκε, και μάλιστα σε βαθμό σχηματισμού στο παρόν Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποίθησης σχετικώς, ότι πράγματι καταρτίσθηκε μεταξύ ενάγουσας και  δεύτερης εναγομένης σύμβαση έργου με αντικείμενο τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο εκτεταμένες και ιδιαίτερα σημαντικής αξίας μηχανουργικές – επισκευαστικές εργασίες στο πλοίο της πρώτης εναγομένης και ότι οι εργασίες αυτές όντως εκτελέσθηκαν με τον επικαλούμενο από την ενάγουσα τρόπο (εξάρμωση των προς επισκευή μηχανικών μερών από το πλήρωμα, μεταφορά τους στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας, επιστροφή τους στο πλοίο επισκευασθέντων και επανατοποθέτησή τους στη συνέχεια στις κατάλληλες θέσεις και πάλι από το πλήρωμα), ώστε να της οφείλεται το αντίστοιχο εργολαβικό αντάλλαγμα, αφού αυτή δεν ανταποκρίθηκε έναντι της πρώτης εναγομένης, που, παρασταθείσα στον πρώτο βαθμό, δεν καταλαμβάνεται, όπως οι απολειπόμενοι συνεναγόμενοί της, από το συναγόμενο εκ της ερημοδικίας τους τεκμήριο ομολογίας των συγκροτούντων την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικών περιστατικών ως απλή ομόδικός τους, στο δικονομικό βάρος να αποδείξει τους σχετικούς αγωγικούς ισχυρισμούς της, ως όφειλε με βάση τη διάταξη του άρθρου 338 παρ.1 του ΚΠολΔ. Και τούτο διότι καταρχάς εξ ουδενός στοιχείου προέκυψε ότι το συγκεκριμένο πλοίο [το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας φέρεται καταρτισθείσα η επίδικη σύμβαση έργου, ναυλοχούσε παροπλισμένο στο θαλάσσιο χώρο της επιχείρησης ναυπηγείου, την οποία μέχρι και τις 13.12.2016, όταν και αποβλήθηκε από το μίσθιο ακίνητο, λειτουργούσε εκεί και εκμεταλλευόταν η εταιρεία με την επωνυμία “………….”, στο Πέραμα Αττικής, προσδεδεμένο με μεγάλα πρυμνήσια, χωρίς ο καταπέλτης του να εφάπτεται της ξηράς, όπερ συνεπάγεται ότι η πρόσβαση σ’αυτό ήταν δυνατή μόνον διά θαλάσσης με πλωτό μέσο, ενώ μετά τις 13.12.2016 το εν λόγω ακίνητο φυλασσόταν επί 24ώρου βάσεως, οι θύρες του ήταν κλειδωμένες και δεν ήταν δυνατή η είσοδος (βλ.σχετ. την υπ’αριθμ……/13.12.2016 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης της ανωτέρω εταιρείας από το συγκεκριμένο χώρο του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Περαιώς Δικαστικού Επιμελητή …………., στην οποία, όσον αφορά ειδικότερα το πλοίο αυτό, αναφέρεται ότι βρισκόταν στη θάλασσα, προσδεδεμένο όμως στο ναυπηγείο, καθώς και ότι αλλάχθηκαν οι κλειδαριές όλων των θυρών του ακινήτου, αλλά και τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας …….. και …….)], διέθετε όντως ναυτολογημένο και συγκροτημένο πλήρωμα, και δη επαρκές σε αριθμό μελών και ειδικότητες, και μάλιστα τόσο εξειδικευμένο και κατηρτισμένο, και με τις απαιτούμενες γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία, που δεν συνάδουν με αυτές του μέσου ναυτικού, μέλους πληρώματος ενός κρουαζιερόπλοιου, πολλώ δε μάλλον με τις γνώσεις του πληρώματος φυλακής ενός παροπλισμένου πλοίου, ώστε να είναι σε θέση να εξαρμώσει από το πλοίο τα προς επισκευή μέρη και εξαρτήματα, και να τα επανατοποθετήσει στη συνέχεια προσηκόντως και κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο, όταν και επιστράφησαν και παραδόθηκαν στο πλοίο επισκευασμένα από την ενάγουσα στις εγκαταστάσεις της, όπως η τελευταία ισχυρίσθηκε, ενόψει του ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το ναυτολόγιο του πλοίου είχε κλείσει ήδη από τις 6.5.2015, όταν το πλοίο κατέπλευσε στο λιμένα του Πειραιώς ρυμουλκούμενο, κενό φορτίου και άνευ πληρώματος. Και ναι μεν, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, η σύμβαση ναυτολόγησης ναυτικού ως μέλους οργανωμένου πληρώματος πλοίου συντελείται, είτε με την καταχώρησή της στο ναυτολόγιο, είτε με την επιβίβαση του ναυτικού πάνω στο πλοίο, με την ανοχή του πλοιάρχου, αποβλέποντος στη διαρκή απασχόληση του ναυτικού προς λειτουργική εξυπηρέτηση του προορισμού του πλοίου και από την οποία ολοκληρώνεται η σύμβαση και κατά συνέπεια αρχίζει να υφίσταται η εργασιακή σχέση, όπερ συνεπάγεται ότι μόνη η έλλειψη ναυτολογίου δεν αποδεικνύει την ανυπαρξία πληρώματος, δεδομένου ότι και χωρίς την εγγραφή στο ναυτολόγιο η σχετική σύμβαση εργασίας του ναυτικού είναι έγκυρη, υπαγόμενη στις ρυθμίσεις του Κ.Ι.Ν.Δ., το δε ναυτολόγιο συνιστά όχι συστατικό, αλλά αποδεικτικό τύπο αυτής, και η έλλειψή του μπορεί να αναπληρωθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα, πλην όμως εν προκειμένω η ύπαρξη πληρώματος στο συγκεκριμένο πλοίο κατά τον επικαλούμενο χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης έργου δεν αποδεικνύεται άλλως πως, καθώς, ούτε τα ναυτικά φυλλάδια των τότε φερομένων ως εργαζομένων επί του πλοίου ναυτικών προσκομίσθηκαν από την ενάγουσα, ούτε βέβαια προκύπτει ασφαλώς τούτο από μόνη την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της τελευταίας ………., ο οποίος ισχυρίζεται ότι είχε ναυτολογηθεί και απασχολήθηκε ως πλοίαρχος αυτού κατά την επίμαχη περίοδο, χωρίς να κατονομάζει, έστω ενδεικτικά, άλλους ναυτικούς, επίσης ναυτολογημένους στο ίδιο πλοίο κατά την ίδια χρονική περίοδο, πολλώ δε μάλλον που ούτε η δική του ναυτολόγηση στο εν λόγω πλοίο, και, συνακόλουθα η παρουσία του σ’αυτό και η διισχυριζόμενη ίδιαν αντίληψη περί των κατατεθέντων, πλην της δικής του μαρτυρίας σχετικώς, προσεπιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, ώστε να σχηματισθεί πλήρης περί τούτου δικανική πεποίθηση. Περαιτέρω και προς επίρρωση της κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου ότι οι αναφερόμενες στην αγωγή εργασίες ουδέποτε εκτελέσθηκαν, και δη με τον τρόπο που διατείνεται η ενάγουσα, ώστε να δικαιούται της αιτουμένης εργολαβικής αμοιβής, παρατίθενται τα κατατεθέντα από το μάρτυρα της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας σε ένορκη βεβαίωσή του …………, συνταξιούχο πλέον ναυπηγό, ο οποίος, με βάση τις γνώσεις και την εμπειρία του, αναφέρει ότι ήταν αντικειμενικά αδύνατο να εκτελεσθούν στο πλοίο οι διαλαμβανόμενες στην αγωγή εργασίες και μάλιστα εντός του επικαλουμένου συντομότατου χρονικού διαστήματος, επισημαίνοντας ειδικότερα ενδεικτικά ότι προκειμένου ο εργάτης της άγκυρας, που φέρεται επισκευασθείς, να εξέλθει του πλοίου, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, δεν ήταν πλαγιοδετημένο ή πρυμνοδετημένο σε προβλήτα, αλλά ναυλοχούσε σε θαλάσσιο χώρο εκτός λειτουργίας επιχείρησης ναυπηγείου, χωρίς ο καταπέλτης του να εφάπτεται του εδάφους, απαιτείτο για τη μεταφορά του στην ξηρά η χρήση πλωτού γερανού, που θα τον ανύψωνε από το πλοίο και θα τον εναπόθετε στο κατάστρωμα αυτού (του γερανού), καθώς και ρυμουλκού, αφού ο γερανός δεν κινείται αυτοδύναμα (το αυτό και προκειμένου να επανατοποθετηθεί στη συνέχεια στο πλοίο), εργασίες που προϋποθέτουν σχετικές άδειες από τα οικεία Λιμαναρχείο και Τελωνείο, και παραστατικά πληρωμής για τις υπηρεσίες του γερανού και του ρυμουλκού, τα οποία, όμως, δεν προσκομίσθηκαν εν προκειμένω, καθώς και ότι το ίδιο ισχύει και για υπόλοιπα μηχανήματα λόγω του βάρους τους, άλλος τρόπος μεταφοράς των οποίων στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας, όπου φέρονται ότι επισκευάσθηκαν, δεν υφίστατο εκ των πραγμάτων. Σύμφωνα με τον ίδιο ως άνω μάρτυρα στο συμπέρασμα ότι τέτοιες εργασίες δεν εκτελέσθηκαν στην κρινόμενη περίπτωση συνηγορούν και τα κάτωθι: α) Για την επισκευή των αντλιών πετρελαίου χρειάζεται εξειδικευμένο συνεργείο, που ασχολείται μόνον με αυτό το αντικείμενο και εν προκειμένω αντίστοιχο παραστατικό δεν προσκομίζεται, β) για τις εργασίες στα πώματα των κυλίνδρων απαιτούνται ειδικά εργαλεία, που διατίθενται μόνον από συγκεκριμένο εργοστάσιο (οίκος MTU) και μόνον σε εξουσιοδοτημένα συνεργεία, και όχι σε μηχανουργεία, μη έχοντα σχέση με το ως άνω εργοστάσιο, γ) δεν προσκομίζονται παραστατικά προμήθειας από την ενάγουσα των απαιτούμενων ανταλλακτικών για τις εργασίες, που φέρεται ότι διενήργησε, ούτε παραστατικά της αρμόδιας τελωνειακής αρχής για τη διακίνηση τέτοιου είδους μηχανημάτων, δ) ο χρόνος, εντός του οποίου η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι εκτέλεσε τις  αναφερόμενες στην αγωγή της μηχανουργικές – επισκευαστικές εργασίες (προσκομίζονται δελτία αποστολής, τα οποία φέρουν σφραγίδα με τα στοιχεία του πλοίου και υπογραφή, την οποία κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας έθεσε ο τότε ναυτολογημένος πλοίαρχος αυτού …….., και με τα οποία τα αναγραφόμενα εξαρτήματα μηχανολογικού εξοπλισμού κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο εξήλθαν του πλοίου προς μεταφορά στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας για να επισκευασθούν, με ημερομηνίες 17.10.2016, 31.10.2016, 11.11.2016, 24.11.2016 και 30.11.2016, και 10.12.2016 και δελτία αποστολής της ιδίας με ημερομηνία 31.10.2016, 11.11.2016, 24.11.2016, 30.11.2016, 10.12.2016 και 28.12.2016, με τα οποία τα ως άνω εξαρτήματα φέρεται ότι επεστράφησαν στο πλοίο κατόπιν επισκευής τους), είναι ανεπαρκέστατος, καθώς πρόκειται για ιδιαίτερα εκτεταμένες εργασίες σημαντικού κόστους, ε) δεδομένου ότι οι μπουκάλες των συστημάτων πρόωσης του πλοίου εργοστασίου κατασκευής Κamewa, που επίσης φέρονται ως επισκευασθείσες, βρίσκονται, όχι στο εσωτερικό κύτος, αλλά στα έξαλα του πλοίου, στη πρύμνη του και σχεδόν εφάπτονται της θάλασσας, για την εξάρμωσή τους, θα έπρεπε οι διενεργήσαντες αυτήν να ακροβατούν πατώντας επί τμημάτων των εν λόγω συστημάτων, ενώ στη συνέχεια θα έπρεπε να σφραγίζουν τις οπές, ώστε να μη εισέρχεται μέσω αυτών θαλασσινό νερό στο υδραυλικό σύστημα του πλοίου, που ναυλοχούσε σε θαλάσσιο χώρο και δεν είχε δεξαμενισθεί, εγχείρημα επικίνδυνο, για το οποίο δεν θα χορηγείτο άδεια από το αρμόδιο Λιμεναρχείο, ούτε θα την επέτρεπε ο υπεύθυνος τεχνικός ασφαλείας να επιχειρηθεί εντός της θαλάσσης, στ) δεν προκύπτει ότι εν προκειμένω, και ενώ η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι διενεργήθηκαν τέτοιες έκτασης επισκευές στο πλοίο, έλαβε χώρα στη συνέχεια δοκιμή και έλεγχος («sea trial») των επισκευασθέντων μηχανικών τμημάτων σε πραγματικό χρόνο, και δη των μηχανών σε πλήρη ισχύ και των λοιπών μηχανημάτων, και μάλιστα εντατικά και εξαντλητικά, προκειμένου να διακριβωθεί ότι πράγματι λειτουργούν κατά τον ενδεδειγμένο τρόπo, όπως πάντοτε συμβαίνει, και ζ) τέτοιου είδους εργασίες δεν είναι δυνατόν να έχουν διενεργηθεί άνευ αδείας της αρμόδιας λιμενικής αρχής [βλ.σχετ. το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα με αριθμ.πρωτ. …………./23.10.2017 έγγραφο του Δ΄Λιμενικού Τμήματος (Περάματος) του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, σύμφωνα με το οποίο καμία άδεια επισκευής δεν έχει εκδοθεί για το συγκεκριμένο πλοίο, που να αφορά στο χρονικό διάστημα από 10.10.2016 έως 1.4.2017], και με την παρουσία τεχνικού ασφαλείας, ήτοι λάθρα και εν κρυπτώ, και μάλιστα σε ένα χώρο, που ελέγχεται όχι μόνο από τις λιμενικές αρχές, αλλά επιπροσθέτως περιφρουρείται και από τα οικεία σωματεία των εργαζομένων. Επιπροσθέτως, περί της μη διενέργειας τέτοιων εργασιών στο συγκεκριμένο πλοίο από την ενάγουσα κατέθεσαν κατηγορηματικά και οι έτεροι δύο μάρτυρες της πρώτης εναγομένης …….. και ……., εκ των οποίων ο μεν πρώτος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία «…… .», διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, η οποία και ήταν πλέον λόγω της ιδιότητάς της αυτής η μόνη αρμόδια να επιμεληθεί οιασδήποτε εργασίας επισκευής του (όπως αναφέρθηκε η σύμβαση ναύλωσης μεταξύ πρώτης και δεύτερης εναγομένης είχε ήδη λυθεί από το μήνα Μάιο του έτους 2016, με αποτέλεσμα η τελευταία να μη συνδέεται έκτοτε με το πλοίο με οιαδήποτε έννομη σχέση, που θα δικαιολογούσε τη σύναψη σύναψης έργου με αντικείμενο την εκτέλεση εργασιών οποιουδήποτε είδους επ’αυτού), ο δε δεύτερος ο ναυτικός πράκτορας του εν λόγω πλοίου. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης της γνησιότητας της φερομένης ως υπογραφής του ……….., που κατά τους ισχυρισμούς της είχε ναυτολογηθεί και εργαζόταν ως πλοίαρχος στο εν λόγω πλοίο κατά τον κρίσιμο χρόνο, επί των δελτίων αποστολής, δυνάμει των οποίων φέρονται ότι μεταφέρθηκαν τα σ’αυτά αναγραφόμενα μέρη και εξαρτήματα του μηχανολογικού εξοπλισμού του πλοίου στις εγκαταστάσεις της προς επισκευή, επί των δελτίων αποστολής της ιδίας, με τα οποία κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο επεστράφησαν στο πλοίο τα ως άνω εξαρτήματα επισκευασθέντα, επί των από 10.10.2016, 25.11.2016 και 20.12.2016 οικονομικών προσφορών της, κατόπιν αποδοχής των οποίων από τον πλοίαρχο, ενεργήσαντα για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, διά της υπογραφής του επί σφραγίδας με τα στοιχεία του πλοίου, κάτωθεν της λέξης «αποδεκτή» φέρεται καταρτισθείσα η σύμβαση έργου, και επί του με ημερομηνία 10.2.2017 εγγράφου, που τιτλοφορείται «ΤΕΛΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ “Κ”», όπου αναφέρονται οι χρεώσεις εκάστης εργασίας και το τελικό κόστος του εκτελεσθέντος έργου, ισχυρισμός, που εμπεριέχεται λογικά, ως κάτι λιγότερο, στην πρωτοδίκως απορριφθείσα ως απαραδέκτως προβληθείσα ένσταση της πρώτης εναγομένης περί πλαστότητας των ως άνω εγγράφων,  με την ενάγουσα, που τα επικαλείται και τα προσάγει, να φέρει το βάρος της απόδει­ξής του, καθώς συνιστά άρνηση (βλ. σχετ. ΑΠ 816/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω και σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ούτε η ιδιότητα του ……….. ως ναυτολογημένου πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου, όπως προεκτέθηκε, καθώς το πλήρωμά του, του πλοιάρχου του συμπεριλαμβανομένου, είχε στο σύνολό του απολυθεί ήδη από τις 26.5.2015. Μάλιστα η ενάγουσα, παρότι επικαλείται ότι εκτέλεσε τις αναγραφόμενες στην αγωγή της επισκευαστικές εργασίες μηχανικών μερών του ανωτέρω πλοίου, ιδιαίτερα σημαντικής αξίας, δεν προσκόμισε επίσημα παραστατικά για την εργολαβική της αμοιβή, και συγκεκριμένα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, έκδοσής της, ούτε βέβαια έγγραφο περί της φερόμενης καταβολής από τον τρίτο εναγόμενο ποσού 45.000 ευρώ έναντι του συνολικά οφειλομένου ποσού. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης, συμβληθείσας υπό την ιδιότητα της ναυλώτριας/εφοπλίστριας του εν λόγω πλοίου, σύμβασης έργου, εκτελέσθηκαν από την πρώτη εξ αυτών/ εργολάβο οι ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο μηχανουργικές – επισκευαστικές εργασίες επί του πλοίου αυτού, με αποτέλεσμα η πρώτη εναγόμενη, ως κυρία του πλοίου, να ενέχεται σε καταβολή του αιτουμένου υπολοίπου της εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας, και, συνακόλουθα, δέχθηκε εν όλω την αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη και αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει (εις ολόκληρον μετά της ερημοδικασθείσας δεύτερης εναγομένης) στην ενάγουσα το ποσό των 407.808 ευρώ, περιορισμένα διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με τις αντίστοιχες αιτιάσεις, που περιλήφθηκαν στην έφεση και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της έφεσής της. Επομένως, τα ανωτέρω δικόγραφα πρέπει να γίνουν δεκτά και κατ’ουσίαν, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, και στη συνέχεια κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, με αποτέλεσμα να παρέλκει η διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της πρωτοδίκως προβληθείσας από την πρώτη εναγόμενη ένστασης παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, η οποία απορριφθείσα πρωτοδίκως ως ουσιαστικά αβάσιμη επαναφέρεται από την ανωτέρω με σχετικό λόγο έφεσης. Λόγω της νίκης της εκκαλούσας/πρώτης εναγομένης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 Γ΄ εδαφ.στ’ του ΚΠολΔ). Η δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε απ’αυτήν σχετικό αίτημα με τα ασκηθέντα δικόγραφα της έφεσης και των προσθέτων λόγων, θα επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα. Τέλος, θα πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης από την ερημοδικασθείσα εφεσίβλητη ανακοπής ερημοδικίας κατά τα παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ), όπως επίσης ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ης η κλήση – εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την ανωτέρω διάδικο κατά της παρούσας απόφασης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν α) την από 29.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./ 29.7.2019 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ………./29.7.2019 στο παρόν Δικαστήριο) έφεση και β) το από 22.10.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………/22.10.2019) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης κατά της υπ’αριθμ.2027/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου της έφεσης.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 29.12.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/29.12.2027) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της πρώτης εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 13 Ιανουαρίου 2022

.Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 24 Φεβρουαρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ