Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 400/2022

Αριθμός     400/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία μετακινήθηκε στο Β΄ Πολιτικό Τμήμα για την δικάσιμο της 13ης Ιανουαρίου 2022 με την υπ΄ αριθμ. 2/2022 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ιωάννη Ρεκούμη   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παναγιώτη Λάππα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  29.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1436/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από  27.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2019) η 19η.11.2020, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 27-11-2019 (με αριθμ. κατάθ. ………./28-11-2019) έφεση του ανακόπτοντος, ήδη εκκαλούντος, ………., που στρέφεται κατά της με αριθμ. 1436/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προβλεπόμενη στα άρθρα 614 περ. 1 επ. (632 παρ. 2 εδ. β’) ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το απαιτούμενο για την άσκησή της παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 29-3-2018 (με αριθμ. κατάθ. ………../2-4-2018) ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ανακόπτων ζητούσε, για τους αναφερόμενους σ’αυτήν λόγους, την ακύρωση της υπ’αριθ. …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ’ης, ήδη εφεσίβλητης, τράπεζας και αφορά σε απαίτηση της τελευταίας για κατάλοιπο από σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, που είχε συναφθεί μεταξύ της τράπεζας ως δανείστριας και της εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο ………. ως οφειλέτριας, την εκπλήρωση των όρων της οποίας (σύμβασης) εγγυήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο ανακόπτων,  η οποία (διαταγή πληρωμής) του επιδόθηκε για δεύτερη φορά στις 16-3-2018 (με πρώτη επίδοση αυτής στις 22-11-2017). Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε η ανακοπή και επικυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεση για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς επίσης και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και ακολούθως να γίνει δεκτή η ανακοπή του.

Η διάταξη του άρθρου 471 του ΑΚ προβλέπει την περίπτωση της στερητικής αναδοχής χρέους, κατά την οποία ο οφειλέτης απαλλάσσεται από το χρέος με την υπεισέλευση του πρώτου αναδοχέα στη θέση του. Για να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, απαιτείται σύμβαση μεταξύ του τρίτου αναδοχέα και του δανειστή, χωρίς να απαιτείται και σύμπραξη του παλαιού οφειλέτη. Εάν η σχετική συμφωνία γίνει μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου, απαιτείται είτε η σύμπραξη του δανειστή είτε η εκ των υστέρων έγκριση της συμφωνίας από αυτόν, κατά την ΑΚ 239, που δηλώνεται είτε προς τον ένα είτε προς τον άλλον των συμβαλλομένων, ρητώς ή σιωπηρώς, οπότε γεννιούνται αναδρομικά και εξαρχής πλήρη τα αποτελέσματα, όπως στη σύμβαση στερητικής αναδοχής με τον δανειστή. Τα αποτελέσματα, όμως, αυτά προϋποθέτουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη (οφειλέτης και αναδοχέας) θέλησαν σαφώς μια τέτοια αναδοχή, δηλαδή την απαλλαγή του οφειλέτη και την υπεισέλευση του αναδοχέα στη θέση του. Αλλά και η έγκριση του δανειστή πρέπει, επίσης, να αφορά στο σύνολο της συμφωνίας οφειλέτη τρίτου. Διαφορετικά, πρόκειται απλώς για σύμβαση ελευθερώσεως από το χρέος (ΑΚ 478), η οποία λειτουργεί, καταρχήν, μόνο μεταξύ του τρίτου, που έδωσε την υπόσχεση και του οφειλέτη, χωρίς να δημιουργείται δεσμός με τον δανειστή (βλ. ΕφΠειρ 822/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5740/1987 ΑρχΝ ΛΗ/680, ΕφΛαρ 66/1986 Αρμ Μ/980, ΕφΑθ 5369/1982 Αρμ ΛΖ/377, Γ. Μπαλή, Ενοχικό Δίκαιο, παρ. 170, σελ. 519 επ., Α. Κρητικό σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, υπ’ άρθρο 471, αριθμ. 2 και 3).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της εφεσίβλητης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’αριθμ. …../3-12-2007 σύμβαση και την ταυτάριθμη από 19-12-2007 πρόσθετη πράξη η εφεσίβλητη τράπεζα, [της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, δυνάμει της υπ’αριθμ. 46/27-7-2012 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 2208/27-7-2012) και τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση κατά τα άρθρα 5, 8 και 68 του ν. 3601/2007], είχε χορηγήσει στην ανώνυμη εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο «……….» (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) τοκοχρεωλυτικό δάνειο ύψους 170.000 ευρώ, με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται σ’ αυτήν. Την εκπλήρωση των όρων της ανωτέρω σύμβασης εγγυήθηκαν ο εκκαλών, καθώς επίσης η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», ο ……….. και η ……………. (μη διάδικοι). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το από 10-10-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, που έχει βέβαιη χρονολογία, ο εκκαλών μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον ………….., αντί συνολικού τιμήματος 12.000 ευρώ, τις 1.200 κοινές ονομαστικές μετοχές της εταιρείας «………», που του ανήκαν κατά κυριότητα και οι οποίες αντιπροσώπευαν το 20% του μετοχικού κεφαλαίου, μετά των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, που ήταν συνδεδεμένα με αυτές και αποχώρησε από την εν λόγω εταιρεία. Εξάλλου, στις 3-10-2014 καταρτίστηκε μεταξύ της εταιρείας «………», του εκκαλούντος και του ………….. (ως εκ τρίτου συμβαλλόμενου εγγυητή) το υπό την αυτή ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο – αναφορικά με την προαναφερόμενη υπ’αριθ. ……/2007 δανειακή σύμβαση – η α’ συμβαλλόμενη (οφειλέτρια) εταιρεία δήλωνε ότι θα συνέχιζε να εξυπηρετεί η ίδια το επίδικο δάνειο, αναγνωρίζοντας ότι τυπικά παρέμενε εγγυητής σ’ αυτήν ο β’ συμβαλλόμενος, (εκκαλών), έναντι του οποίου αναλάμβανε, παράλληλα, την υποχρέωση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό θα αναγκαζόταν να καταβάλει ο τελευταίος στην εφεσίβλητη τράπεζα, με την ιδιότητα του εγγυητή στη σύμβαση αυτή, είτε εκούσια είτε στα πλαίσια επίσπευσης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς επίσης και να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία του,  που θα προκαλούνταν σ’ αυτόν από την ανωτέρω αιτία. Την εκπλήρωση των όρων της παραπάνω συμφωνίας εγγυήθηκε ο γ’ συμβαλλόμενος, ………….. Επισημαίνεται δε, περαιτέρω, ότι, μολονότι στην προαναφερόμενη από 10-10-2008 έγγραφη σύμβαση αναφέρεται ότι ο εκκαλών μεταβίβαζε τότε τις μετοχές του στον ………., στο ως άνω από 3-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μνημονεύεται ότι η μεταβίβαση των μετοχών, που ανήκαν στον εκκαλούντα και αντιστοιχούσαν στο 20% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «………….», είχε γίνει ήδη από τον Ιούνιο του 2007 προς τη ………… ., η οποία ανέλαβε (όπως εκτίθεται στο από 3-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό) την υποχρέωση να αναδεχθεί στερητικά το επίδικο χρέος στη θέση του εκκαλούντος (ως εγγυητή). Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο ανωτέρω από 3-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό: «Εντούτοις και παρά την αντίθετη συμφωνία και με την ΑΤΕ και με την α’ συμβαλλόμενη και με τον εκ τρίτου συμβαλλόμενο εγγυητή, παραμένει και μετά την αποχώρησή του από την α’ συμβαλλόμενη και μέχρι και σήμερα τυπικά ο β’ συμβαλλόμενος εγγυητής στην ως άνω δανειακή σύμβαση και δεν έχει αντικατασταθεί, όπως έχει συμφωνηθεί με όλα τα μέρη, από τη …………….., που είχε αποκτήσει το ποσοστό του». Ανεξαρτήτως της σύγχυσης, που δημιουργείται από τους ισχυρισμούς και τα προσκομιζόμενα από τον εκκαλούντα έγγραφα, για το χρόνο σύναψης της μεταβίβασης των μετοχών του εκκαλούντος και το πρόσωπο, στο οποίο πράγματι αυτές μεταβιβάστηκαν, επισημαίνονται τα ακόλουθα: Καταρχάς, η μεταβίβαση των μετοχών ανώνυμης εταιρείας εκ μέρους μετόχου της, ο οποίος είχε συμβληθεί ως εγγυητής δανείου της εταιρείας, δεν συνεπάγεται, βέβαια, την απαλλαγή του εγγυητή από την εγγυητική του ευθύνη έναντι του δανειστή. Περαιτέρω, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, όπως ο εκκαλών ισχυρίζεται στην ανακοπή του, ότι είχε συμφωνήσει με τον (πραγματικό) αγοραστή των μετοχών του ………….. ότι ο τελευταίος θα υπεισερχόταν και σε όλες τις υποχρεώσεις του εκ της μετοχικής του ιδιότητας, περιλαμβανομένης και αυτής από την παροχή της ως άνω εγγυήσεως προς την εφεσίβλητη, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η τελευταία συμφώνησε, δια των αρμοδίων εντεταλμένων υπαλλήλων της, στην απαλλαγή του εκκαλούντος από τις ευθύνες του, που απέρρεαν από την προαναφερόμενη εγγυητική σύμβαση, είτε με σύμπραξη αυτής στη σύμβαση των ανωτέρω, είτε με την εκ των υστέρων έγκριση της συμφωνίας από αυτήν, κατά την ΑΚ 239, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για συμβατική αναδοχή χρέους (άρθρο 471 ΑΚ) και απαλλαγή του εκκαλούντος από τις υποχρεώσεις του, κατά τα προεκτεθέντα. Επισημαίνεται δε ότι, σύμφωνα με την πάγια πρακτική των τραπεζών, η προσθήκη εγγυητή σε μία δανειακή σύμβαση, προς το σκοπό αντικατάστασης και ελευθέρωσης έτερου εγγυητή από αυτήν, διενεργείται με γραπτή πρόσθετη σύμβαση ή τροποποιητική της αρχικής σύμβασης πράξη, που συνάπτεται μεταξύ της δανείστριας δανείστριας τράπεζας και των εγγυητών (αρχικού και μεταγενέστερου). Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από τα όσα αναφέρονται στο από 3-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, σχετικά με την ύπαρξη σύμφωνης γνώμης της ΑΤΕ για την απαλλαγή του εκκαλούντος από την εγγυητική του ευθύνη, αφού στο συμφωνητικό αυτό δεν συμβάλλεται η εφεσίβλητη. Εφόσον δε τα αναφερόμενα στο ως άνω από 3-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, πρόκειται απλώς για σύμβαση ελευθερώσεως από το χρέος (ΑΚ 478), η οποία λειτουργεί μόνο μεταξύ του τρίτου (για το πρόσωπο του οποίου – σημειωτέον- υπάρχει ασάφεια, όπως προεκτέθηκε), που έδωσε την υπόσχεση και του οφειλέτη (εκκαλούντος), χωρίς να δημιουργείται δεσμός με την δανείστρια τράπεζα, τα όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο εκκαλών, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ότι δηλαδή υπάρχει στερητική αναδοχή χρέους, κατά την οποία αυτός απαλλάσσεται από το επίδικο χρέος, με την υπεισέλευση στη θέση αυτού τρίτου προσώπου, στο οποίο μεταβίβασε το σύνολο των μετοχών του, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι καταχρηστικά η εφεσίβλητη τράπεζα ζήτησε και πέτυχε εναντίον του την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, καθότι από το έτος 2008, οπότε μεταβιβάστηκε το σύνολο των μετοχών του σε τρίτο πρόσωπο, αδράνησε και δεν τον απάλλαξε από τις συμβατικές υποχρεώσεις του, τις απορρέουσες από την επίδικη σύμβαση εγγύησης, αντικαθιστώντας τον με τον νέο μέτοχο της οφειλέτριας εταιρείας, παρά τις περί του αντιθέτου προφορικές διαβεβαιώσεις της, με αποτέλεσμα να παραμένει, και μετά την αποχώρησή του, τυπικά εγγυητής στην επίδικη δανειακή σύμβαση, επιπλέον δε ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εφεσίβλητης είναι καταχρηστική και για τον πρόσθετο λόγο ότι αντιβαίνει στην πάγια πρακτική αυτής, κατά την οποία οι προσωπικοί εγγυητές, στα δάνεια που καταρτίζει με οφειλέτες νομικά πρόσωπα, πρέπει να συνδέονται με κάποιας μορφής έννομη σχέση (όπως λ.χ. μετοχική) με τα νομικά αυτά πρόσωπα, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η εφεσίβλητη έχει εξασφαλίσει την ένδικη απαίτησή της τόσο με εμπράγματη ασφάλεια, όσο και με προσωπικές εγγυήσεις άλλων προσώπων. Με το παραπάνω περιεχόμενο, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Και τούτο διότι ουδόλως τα προβαλλόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής πραγματικά περιστατικά, ακόμη και αληθή υποτιθέμενα, μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος της εφεσίβλητης, λόγω προφανούς υπέρβασης των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ανακοπή, δεν έσφαλε. Τα αντίθετα, συνεπώς, υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου του του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό της μέρος και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου, που είχε κατατεθεί για την άσκηση της έφεσης, στο δημόσιο ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, που ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε οκτώ χιλιάδες (8000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ