Αριθμός 152/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1. ………., 2. ………, και 3. ………….τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιωάννης Υδραίος (ΑΜ 2510 Δ.Σ. Πειραιώς) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ……………, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ηλίας Μπαϊράμης (ΑΜ 2965 Δ.Σ. Πειραιώς) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 6-5-2014 (ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ…..) αγωγή της κατά του αρχικώς εναγόμενου …. …., ο οποίος απεβίωσε στις 8-4-2015, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στη δικάσιμο της 11ης-11-2015 και επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης, η οποία επαναλήφθηκε κατόπιν της από 26-11-2015 (ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……./2015) κλήση της ενάγουσας σε βάρος των καθ’ ων η κλήση, ήδη εκκαλούντων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του ανωτέρω θανόντος (αρχικού εναγόμενου). Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 2574/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες άσκησαν την από 16-9-2020 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 23-9-2020, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……/2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 28-9-2020, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ…../2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο,
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους ανωτέρω πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 16-9-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ……. και ΕΑΚ……./23-9-2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ….. και ΕΑΚ……./28-9-2020, κατά της με αριθμό 2574/20-7-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 6-5-2014, με ΓΑΚ…… και ΑΚ……./6-5-2014 αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον αρχικά του …………., κατόπιν δε του θανάτου του, η δίκη συνεχίστηκε σε βάρος των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του – εκκαλούντων, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων στις 3-4-2019, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους εκκαλούντες, στους οποίους επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση στις 8-9-2020, όπως αποδεικνύεται από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………………. επί της προσβαλλόμενης απόφασης, και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 23-9-2020, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 520 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό 351656373950 1123 0042 παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολ).
Ι. Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα, από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιό δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παράπονων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνά με το άρθρο 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 782/2019, ΑΠ 194/2021, ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εδώ χρόνο, πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο προς υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή, μεταξύ άλλων, αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Η απόδειξη, όμως, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 611/2016, 98/2015, 1087/2014). Την συνδρομή δε εξαιρετικής περίπτωσης (ή και περισσότερων) από τις παραπάνω για την επιτρεπτή προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών για πρώτη φορά στο Εφετείο οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς, ενώ και στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού (ΑΠ 1099/2017, 243/2015, 9/2014, 259/2014) (ΑΠ 198/2021, ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792§2, 961, 962 και 11 13 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ’ αυτόν που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματος τους, μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία, της, επιπλέον της ιδανικής του μερίδας, χρήσης του κοινού (ΑΠ 1121/2017). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, ήτοι, ακινήτου που από την κατασκευή του είναι προορισμένο να χρησιμοποιείται για κατοικία ή γραφείο ή κατάστημα, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 852/2019, ΤΝΠ Νόμος), που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (ΑΠ 1694/2013, ΤΝΠ Νόμος). Κατά τα λοιπά, ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του, το κοινό πράγμα, είναι, κατ’ αρχήν, αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή, προκειμένου για ακίνητο, διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον, με τον τρόπο αυτό αποκλείει, στην πράξη, τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί, κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 276/2016). Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η επ’ αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία, προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου, του, εκτός χρήσης κοινωνού, της οποίας, συνεπώς, αρκεί η αναφορά (ΑΠ 187/2015) (ΑΠ 852/2019, ΤΝΠ Νόμος). Αίτημα της αγωγής αυτής, είναι η απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε ο κοινωνός που έκανε την αποκλειστική χρήση. Η, με βάση τις προαναφερόμενες ειδικές περί κοινωνίας διατάξεις, άσκηση της αξίωσης για απόδοση της ωφέλειας, αποτελεί ειδικότερη μορφή απόδοσης του πλουτισμού, που, χωρίς νόμιμη αιτία, περιήλθε στον κοινωνό, ο οποίος έκανε την αποκλειστική χρήση σε βάρος της περιουσίας του κοινωνού που δεν έκανε χρήση. (ΕφΛαμ 5/2021, ΤΝΠ Νόμος).
ΙV. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ που ορίζει ότι κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 730, 904 επ. 1101-1107 ΑΚ, προκύπτει ότι ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να ζητήσει τα επί πλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ’ αναλογία των μερίδων τους. Η υποχρέωση αυτή για τις δαπάνες αποτελεί το αντιστάθμισμα της συμμετοχής του κοινωνού στους καρπούς και τα ωφελήματα του κοινού πράγματος. Η αναζήτηση των εξόδων γίνεται απ’ ευθείας βάσει της διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών, ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα, εν λόγω, έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό, ο οποίος κατά συνέπεια αξιώνοντας την καταβολή τους, πρέπει να επικαλεσθεί, μεταξύ των άλλων και να αποδείξει ότι κατέβαλε τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΕφΑθ 1000/2018). Η αναζήτηση αυτή, δύναται να επιδιωχθεί και με ανταγωγή ή και με ένσταση του εναγομένου κοινωνού, για το ορισμένο και παραδεκτό της οποίας (ανταγωγής ή ένστασης), πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη συνδρομή των προαναφερόμενων προϋποθέσεων, διαφορετικά (η ανταγωγή ή η ένσταση) τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη εξεταζόμενη τούτου και αυτεπαγγέλτως (ΕφΠειρ 232/2016).(ΜονΕφΑιγ 48/2020, ΤΝΠ Νόμος).
V. Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 1151/2019), (ΑΠ 694/2020, ΤΝΠ Νόμος).
VI. Περαιτέρω, η γενική ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”, αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, πηγάζουσα από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή ευθέως από το νόμο, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπομένη ειδική προστασία και δη οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξαιτίας ειδικών συνθηκών, όπως είναι και οι νομισματικές εκπτώσεις, υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις του νομίσματος, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή τον δανειστή. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται, κατ’ εφαρμογή της ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ, η δυνατότητα στο δικαστήριο ν’ αποκλίνει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές, αυξάνοντας ή μειώνοντας, ανάλογα, το συμφωνημένο μέγεθος τους, ώστε αυτές ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο της εκπλήρωσής τους. (ΑΠ 1377/2018, ΑΠ 1467/2018, ΑΠ 877/2013). Τέλος, το παρεχόμενο δικαίωμα από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ είναι διαπλαστικής φύσης, όπως διαπλαστική είναι και η εκδοθησόμενη απόφαση (ΑΠ 1467/2018, ΑΠ 1377/2018) ώστε μπορεί να ασκηθεί με αγωγή ή ανταγωγή (ΑΠ 1467/2018, ΑΠ 2045/2016, ΑΠ 1035/2001), δηλαδή, με επιθετική πράξη, ενώ με αμυντική πράξη όπως είναι η ένσταση, επιτρέπεται, όχι προς διάπλαση μιας έννομης κατάστασης, αλλά απλά προς μερικής ή ολική απόρριψη αγωγής (ΑΠ 1035/2001, ΑΠ 877/2013) (ΑΠ 69/2021, ΤΝΠ Νόμος).
Η ενάγουσα με την από 6-5-2014 αγωγή της ιστορεί τις περιστάσεις υπό τις οποίες η ίδια και ο ………….., αδελφός της, κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 και 2/3 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενός καταστήματος με αποθήκη, που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή χαρακτηρισμένη διατηρητέο κτίριο ως νεοκλασικό ιδιαίτερου κάλλους, στη διασταύρωση της λεωφόρου ………….’ και της οδού ……., στον Πειραιά, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή κατά θέση έκταση και όρια, εμβαδού 89,34τμ. Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι, μη έχοντας καλές σχέσεις μεταξύ τους, ο εναγόμενος εκμεταλλευόταν το κοινό ακίνητο χωρίς συνεννόηση με την ίδια (ενάγουσα) με αποτέλεσμα η τελευταία να ασκεί αγωγές για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της από την χρήση του κοινού ακινήτου, στο οποίο ο εναγόμενος από 1-10-1998 λειτουργεί επιχείρηση καφετερίας – μπαρ – ζαχαροπλαστείου, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 μέχρι 31-12-2013 ο εναγόμενος εξακολουθούσε να στεγάζει την ανωτέρω ατομική επιχείρησή του στο κοινό ακίνητο, στερώντας της τους καρπούς από την χρήση του, που αναλογούν στο ποσοστό της του 1/3 εξ αδιαιρέτου σ’ αυτό, αρνούμενος να της αποδώσει την αναλογία της σύμφωνα με το ποσοστό συγκυριότητάς της από το όφελος που αποκόμισε από την χρήση του, συνιστάμενο στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας της, η οποία ανέρχεται μηνιαία, για το έτος 2013, στο ποσό των 210 ευρώ/τμ και συνολικά στο ποσό των 6.253,80 ευρώ (210 ευρώ Χ 89,34 = 18.761,40 ευρώ Χ 1/3), και συνολικά 75.045,60 ευρώ για ολόκληρο το έτος. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 75.045,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, που ήταν απαιτητό το μίσθωμα ως προκαταβαλλόμενο, και επικουρικά από την επόμενη της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη της. Ακολούθως, ο εναγόμενος απεβίωσε στις 8-4-2015, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα κατά τη δικάσιμο της 11ης-11-2015, που είχε οριστεί για την κρινόμενη αγωγή, με συνέπεια τη βίαιη διακοπή της δίκης, η οποία επαναλήφθηκε με την από 26-11-2015 (με ΓΑΚ…… και ΕΑΚ…../2015) κλήση των εκκαλούντων, ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων, κατά τη συζήτηση της οποίας, μετ’ αναβολή, στις 3-4-2019, η ενάγουσα περιόρισε παραδεκτά το αίτημα της αγωγής στο ποσό των 125 ευρώ/τμ, ποσοτικά, και ποιοτικά από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, αιτούμενη να αναγνωριστεί ότι οι καθ’ ων η κλήση, κληρονόμοι του αρχικού εναγόμενου, υποχρεούνται να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 44.670 ευρώ [= (125 ευρώ Χ 89,34τμ) = 11.167,50 ευρώ Χ 1/3 = 5.956 ευρώ (Χ 12 μήνες)], καθένας από αυτούς ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητάς του στο επίδικο ακίνητο. Επί των ανωτέρω, αγωγής και κλήσης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η αγωγή, κρίνοντας ότι η μισθωτική αξία του κοινού ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 120 ευρώ/τμ και αναγνώρισε ότι οι καθ’ ων η κλήση υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα η πρώτη το ποσό των 10.032 ευρώ, και καθένας από τους δεύτερο και τρίτη το ποσό των 15.048 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και καταδίκασε τους τελευταίους στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, ύψους 1.300 ευρώ, απορρίπτοντας το παρεπόμενο αίτημα της τελευταίας για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής. Κατά της απόφασης αυτής οι καθ’ ων η κλήση, κληρονόμοι του αρχικού εναγόμενου, παραπονούνται με την κρινόμενη έφεσή τους για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει αυτή δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σε κάθε περίπτωση να καθοριστεί η μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου στο ποσό των 30 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο η κρινόμενη αγωγή (…………../6-5-2014), σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιγράφει το κοινό ακίνητο, τις μερίδες των διαδίκων επ’ αυτού, την αποκλειστική χρήση από τον αρχικό εναγόμενο, δικαιοπάροχο των εκκαλούντων, του κοινού ακινήτου, ως επιχείρηση εστίασης, κατά τον επίδικο χρόνο, και το όφελος του τελευταίου κατά τον ίδιο χρόνο από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, που αντιστοιχεί στη μισθωτική αξία του μεριδίου της ενάγουσας, ως εκτός χρήσης κοινωνού, αφού πρόκειται για αστικό ακίνητο, της οποίας αρκεί η αναφορά. Αντίθετα, δεν είναι αναγκαία η λεπτομερέστερη περιγραφή του κοινού ακινήτου ως προς ειδικότερα χαρακτηριστικά αυτού, καθόσον τα τελευταία αποτελούν αντικείμενο απόδειξης από τους διαδίκους για τη θεμελίωση της αξίας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία, όπου είναι αναγκαίο, συμπληρώνεται με την παραπάνω (ΚΠολΔ 534), δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, το Δικαστήριο αυτό δύναται να εξετάσει το ορισμένο της κρινόμενης αγωγής, καθόσον η εξέτασή του προηγείται του ελέγχουν των λόγων έφεσης, που πλήττουν την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός των εκκαλούντων περί αοριστίας της αγωγής επαναφέρεται με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις τους.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο με την απόρριψη της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ ως μη νόμιμη, αφού είχαν αναφέρει αναλυτικά ότι η ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη αγωγή της καταχρηστικά και αβάσιμα, καθ’ υπέρβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, διότι η αποζημίωση που επιζητά είναι υπερβολική και καταδεικνύει προφανή διάθεση εκμετάλλευσης και πλουτισμού. Ωστόσο, η υπερβολή στο αίτημα της κρινόμενης αγωγής και η διάθεση εκμετάλλευσής τους από την ενάγουσα, ακόμη και εάν υποτεθούν αληθή, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αναφέρεται και στη με στοιχείο V νομική σκέψη, καθώς δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά για τη συμπεριφορά του ενάγουσας, που προηγήθηκε, ή για την πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε, τα οποία καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματός της, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τους υπόχρεους εκκαλούντες. Αντίθετα, από τα αναφερόμενα στις πρωτόδικες προτάσεις των κληρονόμων του αρχικού εναγόμενου, αναφέρονται οι μακροχρόνιοι δικαστικοί αγώνες που διαρκούν τουλάχιστον από το έτος 1990, σε καμία, δε, περίπτωση, δεν ισχυρίστηκαν οι εκκαλούντες ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι η τελευταία δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την ανωτέρω ένσταση με την ίδια αιτιολογία δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης.
Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απόφαση, και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων οι φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα (άρθρα 444 § 1 γ), 438, και 457 ΚΠολΔ, ΑΠ 7/2021, ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με τη με αριθμό 338/1998 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου αυτού, η οποία κατέστη αμετάκλητη με τη με αριθμό 1168/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι η ενάγουσα και ο αδελφός της, ………., αρχικώς εναγόμενος, απέκτησαν, από τη γιαγιά τους, …….., συγκυριότητα, κατά ποσοστά 1/3 και 2/3 εξ αδιαίρετου αντίστοιχα επί ενός ισόγειου καταστήματος, αυτοτελούς ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας, που βρίσκεται σε οικοδομή, στη συμβολή της λεωφόρου …….. με την οδό …………, στην πλατεία ……, ήδη ……., στον Πειραιά, και αποτελείται από δύο επιμέρους τμήματα με τα στοιχεία 6΄Β και 6Β επιφάνειας 55,73τμ και 27,87τμ αντίστοιχα, συνολικά, δε, 83,60τμ, με πατάρι, εμβαδού 40τμ, το οποίο επικοινωνεί με το ισόγειο με δύο σκάλες, και μία αποθήκη, εμβαδού 16τμ, η οποία βρίσκεται στο πίσω μέρος του καταστήματος, το οποίο έχει πρόσοψη μήκους περίπου 6,50 μέτρων στην πεζοδρομημένη οδό ……., που συνέχεται με την ανωτέρω κεντρική πλατεία, απέναντι από το Δημαρχείο του Πειραιά, ενώ σε μικρή απόσταση από την είσοδο του επίδικου καταστήματος η ανωτέρω οδός διασταυρώνεται με τη λεωφόρο ………….., και στη συνέχεια βρίσκεται το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Η προαναφερόμενη οικοδομή, που αποτελείται από ισόγειο και μέσο όροφο (επίδικο ακίνητο), πρώτο όροφο, και δεύτερο όροφο, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο κτίριο με τη με αριθμό 21745/1214/16-3-1987 (ΦΕΚ Δ 420) απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, και με την από 3-4-2002 (ΦΕΚ Δ 336/29-4-2002) απόφαση της Υφυπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίστηκαν συμπληρωματικοί όροι δόμησης για το επίδικο ακίνητο επιτρέποντας α) την επισκευή, αναδιαρρύθμιση και αποκατάσταση των τμημάτων του δώματος, συνολικής επιφάνειας 60,94τμ, β) την κατασκευή ανελκυστήρα και ανελκυστήρα τροφίμων από το ισόγειο στον Α’ όροφο (ημιόροφο), γ) την κατασκευή ξύλινης κλίμακας από μεταλλικό σκελετό σε ισόγειο κατάστημα του κτιρίου, από το ισόγειο στον Α’ όροφο (ημιόροφο) και την κατασκευή παταριού. Στις ανωτέρω επισκευές και αποκαταστάσεις προέβη ο δικαιοπάροχος των εκκαλούντων με αποτέλεσμα να αυξηθεί η μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα σε όποιον εκμεταλλεύεται το επίδικο ακίνητο να μισθώνει μέρος δημοτικής έκτασης στον πεζόδρομο και στην πλατεία. Συγκεκριμένα, ο αρχικός εναγόμενος, δικαιοπάροχος των εκκαλούντων, αιτήθηκε από το Δήμο Πειραιά για το έτος 2013 την άδεια, η οποία του χορηγήθηκε, με αριθμό ……./17-5-2013 προσκομιζόμενη με επίκληση, για την ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων σε δημοτικούς χώρους στην οδό ………… και στην ανωτέρω πλατεία, εμβαδού 100τμ, με συνολική χρέωση – δημοτικό τέλος ύψους 9.600 ευρώ, το οποίο κατέβαλε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των εκκαλούντων, …………, από το έτος 1988 μέχρι και το θάνατό του, στις 8-4-2015, χρησιμοποιούσε αποκλειστικά το κοινό ακίνητο, λειτουργώντας εντός αυτού επιχείρηση καφετέριας – ζαχαροπλαστείου – εστιατορίου με το διακριτικό τίτλο «…..». Μετά το θάνατο του ανωτέρω αποβιώσαντος, και ενώ είχε ασκηθεί η κρινόμενη από 6-5-2014 αγωγή, υπεισήλθαν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του από το επίδικο ακίνητο, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, η πρώτη ως σύζυγός του με ποσοστό 2/8 ή 25% εξ αδιαιρέτου και οι δεύτερος και τρίτη ως τέκνα του με ποσοστό 3/8 ή 37,5% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν την εκκρεμή δίκη για την αναγνώριση της αξίωσης της ενάγουσας για καταβολή αποζημίωσης χρήσης για το ποσοστό συνιδιοκτησίας της στο επίδικο κοινό κατάστημα κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 μέχρι 31-12-2013. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι οι συγκύριοι, ενάγουσα και αρχικός εναγόμενος, δεν επέτυχαν να συμφωνήσουν, καθ’ όλο το διάστημα της αποκλειστικής χρήσης του επίδικου ακινήτου από τον τελευταίο, στον καθορισμό της αποζημίωσης της ενάγουσας για την ωφέλεια από την εκμετάλλευση του μεριδίου της, υπολογιζόμενη στη μισθωτική αξία αυτής, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να ζητεί, με την άσκηση αγωγών, την καταβολή της σχετικής αποζημίωσης. Έτσι, για τα έτη 2008 και 2009 η μισθωτική αξία ολόκληρου του καταστήματος προσδιορίστηκε με τη με αριθμό 256/2015 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου αυτού, η οποία κατέστη αμετάκλητη με τη με αριθμό 802/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, στο ποσό των 135 ευρώ/τμ, και συνολικά στο ποσό των 11.286 ευρώ μηνιαία, για τα έτη 2010, 2011 και 2012 με τις με αριθμούς 455/2017, 454/2017 και 597/2019 αντίστοιχα τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου αυτού στο ποσό των 130 ευρώ/τμ, και συνολικά στο ποσό των 10.868 ευρώ μηνιαία, για το έτος 2014 με τη με αριθμό 467/2020 τελεσίδικη απόφαση αυτού του Εφετείου η μισθωτική αξία καθορίστηκε στο ποσό των 100 ευρώ/τμ, και συνολικά στο ποσό των 8.360 ευρώ μηνιαία, ενώ για το έτος 2015 η μισθωτική αξία του επίδικου καταστήματος προσδιορίστηκε με τη με αριθμό 245/2018 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού στο ποσό των 85 ευρώ /τμ, και συνολικά στο ποσό των 7.106 ευρώ μηνιαία. Η διακύμανση που αποτυπώνεται στις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις με τη συνεχιζόμενη μείωση της μισθωτικής αξίας αντανακλά τη δημοσιονομική κρίση που πλήττει τη χώρα από τις αρχές του έτους 2010, με αποτέλεσμα τη σταδιακή συρρίκνωση των εισοδημάτων, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, τη διακοπή της λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και εστίασης, την υπερπροσφορά ακινήτων προς μίσθωση και τη μείωση της μισθωτικής αξίας τους. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα του έτους 2013 οι διάδικοι προσκόμισαν με επίκληση συγκριτικά στοιχεία από μισθώσεις καταστημάτων, που γειτνιάζουν στη συγκεκριμένη περιοχή με το κοινό ακίνητό τους. Συγκεκριμένα, α) ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στην οδό ……….., εμβαδού 20τμ, με πατάρι 20τμ, και υπόγειο 20τμ, στο οποίο λειτουργεί επιχείρηση εστίασης με την επωνυμία «…………..», μισθώθηκε από την εταιρία με το από 14-7-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό έναντι αρχικού μηνιαίου μισθώματος 1.500 ευρώ για το πρώτο έτος (μέχρι 13-7-2012), αναπροσαρμοζόμενο κατ’ έτος σύμφωνα με τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) κατά την προηγούμενη της αναπροσαρμογής δωδεκάμηνη περίοδο, όπως αυτή ανακοινώνεται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία για την αναπροσαρμογή των μισθωμάτων, η οποία όμως δεν θα μπορεί να είναι κατώτερη του ποσοστού 5%, δεδομένου, δε, ότι ο ΔΤΚ για τα έτη 2012 και 2013 κυμάνθηκε κάτω από το 5%, το μηναίο μίσθωμα αυξήθηκε με βάση το ποσοστό αυτό για το έτος 2013, στο ποσό των 1.575 ευρώ για το πρώτο εξάμηνο και 1.654 ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο, δηλαδή 56,25 ευρώ/τμ και 59 ευρώ/τμ αντίστοιχα, αφού για τον υπολογισμό του αναλογούντος μισθώματος ανά τετραγωνικό μέτρο λαμβάνεται υπόψη η επιφάνεια της επαγγελματικής στέγης προσαυξημένη με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της επιφανείας των βοηθητικών χώρων (ΠΟΛ.1118/13.8.2008), β) η ίδια πιο πάνω μισθώτρια εταιρία μίσθωσε με την από 7-2-2000 σύμβαση μίσθωσης επαγγελματικής στέγης, η οποία τροποποιήθηκε την 1-8-2011, όμορο κατάστημα στη ίδια οδό, ………., εμβαδού 69,16τμ, με πατάρι 31τμ, και υπόγεια αποθήκη εμβαδού 70,47τμ, με μηναίο μίσθωμα 4.000 ευρώ για το έτος 2012 και 2013, δηλαδή 44,72 ευρώ/τμ [= 4.000 ευρώ : 89,45τμ {= 69,16τμ (+ 31τμ + 70,47τμ) Χ 0,20 }], γ) με το από 25-5-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής μίσθωσης οι ……. και ………. εκμίσθωσαν στην ……… ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 51τμ με πατάρι, στην οδό ……….., με έναρξη της μίσθωσης την 1η-6-2011, χρήση εμπορία κεριών και δώρων, με μηνιαίο μίσθωμα 2.700 ευρώ, δεδομένου, δε, ότι η αναπροσαρμογή για τους μήνες των επόμενων ετών κατά ποσοστό ίσο με το εκάστοτε ύψος του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) του μήνα της αναπροσαρμογής όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία και την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον μίας εκατοστιαίας μονάδας (1%), το χρονικό διάστημα από 1-6-2012 μέχρι 31-5-2013 η αναπροσαρμογή ανέρχεται σε ποσοστό 2,4% (= 1,4 ποσοστό ΔΤΚ + 1), δηλαδή μηνιαίο μίσθωμα 2.764,8 ευρώ και 54,21 ευρώ/τμ, και από 1-6-2013 μέχρι 31-5-2014 η αναπροσαρμογή ανέρχεται σε ποσοστό 0,6% (= -0,4 ποσοστό ΔΤΚ + 1), δηλαδή μηνιαίο μίσθωμα 2.781,39 ευρώ και 54,54 ευρώ/τμ, δ) με το από 1-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης εκμισθώθηκαν ισόγειο καταστήματος Α4, εμβαδού 34,03τμ, και ισόγειο καταστήματος Α5, εμβαδού 17,96τμ, που βρίσκονται στη συμβολή της ………. και της οδού …… στην εταιρία με την «……….», με μηναίο μίσθωμα ύψους 8.900 ευρώ για τα δύο πρώτα μισθωτικά έτη, και από 1-6-2012 με ετήσια αναπροσαρμογή τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) κατά την προηγούμενη της αναπροσαρμογής δωδεκάμηνη περίοδο προσαυξημένο κατά ένα τοις εκατό (1%), και επομένως το χρονικό διάστημα από 1-6-2012 μέχρι 31-5-2013 η αναπροσαρμογή ανέρχεται σε ποσοστό 2,4% (= 1,4 ποσοστό ΔΤΚ + 1), δηλαδή μηνιαίο μίσθωμα 9.113,6 ευρώ και 175,29 ευρώ/τμ, και από 1-6-2013 μέχρι 31-5-2014 η αναπροσαρμογή ανέρχεται σε ποσοστό 0,6% (= -0,4 ποσοστό ΔΤΚ + 1), δηλαδή μηνιαίο μίσθωμα 9.168,28 ευρώ και 176,35 ευρώ/τμ, και ε) με το από 8-7-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής μίσθωσης εκμισθώθηκε από τους …………., ένα ισόγειο κατάστημα με υπόγειο, εμβαδού 50,44τμ, που βρίσκεται στην οδό ……….., για το χρονικό διάστημα από 1-8-2013 μέχρι 31-7-2020, µε μηναίο μίσθωμα για το πρώτο έτος ποσού 6.000 ευρώ δηλαδή 100 ευρώ/τµ. Τα ανωτέρω συγκριτικά στοιχεία, καθώς και η δυσμενής οικονομική συγκυρία, η οποία από το έτος 2010 ακολουθούσε πτωτική τάση καταδεικνύεται από την ανάγκη της γενικότερης αναπροσαρμογής των μισθωμάτων στις εμπορικές μισθώσεις με μείωση αυτών, η οποία οδήγησε στη θέσπιση σύστασης επιτροπών διακανονισμού για τις εμπορικές μισθώσεις με το άρθρο 15 Ν 4013/2011 (ΦΕΚ Α’ 204/15-9-2011). Κατά συνέπεια, προκύπτει με σαφήνεια ότι από το έτος 2011 έως το έτος 2015, οπότε και κορυφώθηκαν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης, επήλθε μεταβολή των οικονομικών συνθηκών της χώρας, η οποία δεν ήταν απρόβλεπτη, ωστόσο εξελίχθηκε κατά τρόπο, που υπερέβη τις δυσοίωνες προβλέψεις οικονομικών αναλυτών, όπως αποδεικνύεται από την πλειάδα των οικονομικών μέτρων, που επακολούθησαν κατά το χρονικό διάστημα από το δεύτερο μισό του έτους 2011 και εφεξής. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2012, οπότε η μισθωτική αξία του επίδικου κοινού καταστήματος καθορίστηκε στο ποσό των 130 ευρώ/τμ μέχρι και το έτος 2015 ακολούθησε ένα διάστημα αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας, το οποίο χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων από τη λήψη περαιτέρω μέτρων λιτότητας, τα οποία συνοδεύονται από διαδοχικές περικοπές μισθών και συντάξιμων αποδοχών και την ταυτόχρονη αύξηση της φορολογίας. Η δυσμενής αυτή κατάσταση, έλαβε μόνιμο χαρακτήρα, κατά τα έτη που επακολούθησαν με αλυσιδωτές συνέπειες σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής οικονομίας. Εξαιτίας, δε, αυτής έχει πληγεί και η εμπορική κίνηση των καταστημάτων και των επιχειρήσεων με αναγκαίο επακόλουθο τη μείωση της πελατείας τους σε μεγάλο βαθμό. Με τα δεδομένα αυτά η μισθωτική αξία του επιδίκου, η οποία εκτιμάται για τον καθορισμό της αποζημίωσης της ενάγουσας εξαιτίας του αποκλεισμού της από τη χρήση του επιδίκου κοινού καταστήματος έχει μειωθεί από τα έτη 2008 – 2009 και μετά κατά ποσοστό τουλάχιστον 25%, που υπερβαίνει τον κίνδυνο που ανέλαβε ο αρχικός εναγόμενος, και συνεπώς η μισθωτική αξία του επιδίκου πρέπει να υπολογιστεί με βάση το υφιστάμενο οικονομικό περιβάλλον και τις ισχύουσες μισθωτικές καταστάσεις που έχουν σημαντικά όπως προαναφέρθηκε διαφοροποιηθεί από τις ισχύουσες στην αρχή της δεκαετίας, και η διατήρηση της αποζημίωσης αυτής στο ύψος που είχε καθοριστεί κατά τα έτη προ του 2011 αντιστρατεύεται τις αρχές της καλής πίστης και την απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα και επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται, η προσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί προκειμένου η παροχή του αρχικού εναγόμενου, στη θέση του οποίου υπεισήλθαν οι εκκαλούντες, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο εκπλήρωσης. Η διατήρηση άλλωστε της διαφοράς αυτής, η οποία τελεί σε άρρηκτη αιτιώδη συνάφεια με τη δυσμενέστατη εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της χώρας, καθώς σε αντίθετη περίπτωση δεν θα επερχόταν μείωση της μισθωτικής αξίας του επίδικου, επιφέρει στους εκκαλούντες ζημία, η οποία υπερβαίνει καταφανώς τους όρους καλόπιστης εκπλήρωσης της ενοχής. Ενόψει των προαναφερομένων, της θέσης του μίσθιου ακινήτου, της κατάστασής του ως διατηρητέου κτιρίου, της αξίας του επαγγελματικού εξοπλισμού αυτού, αλλά και των δαπανών – δημοτικών τελών που καταβάλλονται για την αύξηση της μισθωτικής αξίας του με την ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων στην πλατεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πραγματική μισθωτική αξία του επίδικου μισθίου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η οποία μπορεί να επιτευχθεί σύμφωνα µε τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών δεν υπερβαίνει για το έτος 2013 το ποσό των 100 ευρώ/τµ μηνιαία [= 135 ευρώ – (135 ευρώ Χ 26%)], και συνολικά το ποσό των 8.360 ευρώ (= 100 ευρώ Χ 83,60τµ) μηνιαία, και αφού αφαιρεθεί το ποσό, που καταβλήθηκε στο Δήμο Πειραιά για τη χρήση της πλατείας για όλο το έτος 2013, δηλαδή το ποσό των 800 ευρώ (= 9.600 : 12) μηνιαία, η μισθωτική αξία του επίδικου κοινού ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 7.560 ευρώ μηνιαία, και επομένως η αποζημίωση, την οποία δικαιούται να λάβει η ενάγουσα µε βάση το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της στο κοινό ακίνητο από την ωφέλεια του αρχικού εναγόμενου, και ήδη των εκκαλούντων εξαιτίας της αποκλειστικής χρήσης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, διαμορφώνεται στο ποσό των 30.240 ευρώ [= (7.560 ευρώ Χ 12 μήνες) = 90.720 ευρώ Χ 1/3). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που µε την προσβαλλόμενη απόφασή του α) δεν εξέτασε τον ισχυρισμό των δικαιοπαρόχων του αρχικού εναγόμενου για συνυπολογισμό του δημοτικού τέλους για την χρήση δημοτικών χώρων, ως δαπάνη για την αύξηση της μισθωτικής αξίας του ένδικου ακινήτου, ώστε να προσαρμόσει ανάλογα το ύψος της αποζημίωσης της ενάγουσας, τον οποίο επαναφέρουν νόμιμα με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες, αφού αποδεικνύεται εγγράφως κατά τα αναφερόμενα στη με στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, και β) απέρριψε την προβαλλόμενη από τον αρχικό εναγόμενο, και ήδη τους εκκαλούντες, ένσταση μείωσης της μισθωτικής αξίας για τον προσδιορισμό της αιτούμενης αποζημίωσης της ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, με την αιτιολογία ότι δεν έγινε επίκληση της συνδρομής ειδικών συνθηκών τέτοια, ώστε η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλεται στις συναλλαγές, η οποία θα δικαιολογούσε τη μείωση της ένδικης αποζημίωσης, και ότι η δυσμενής μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, που επικαλούνται ο αρχικός εναγόμενος και ήδη οι εκκαλούντες, δεν εξέρχεται των πλαισίων του επιχειρηματικού κινδύνου που τους βαρύνει, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και προσδιόρισε τη μισθωτική αξία του κοινού ακινήτου στο ποσό των 120 ευρώ/τµ μηνιαία και την αντίστοιχη αποζημίωση που δικαιούται η ενάγουσα µε βάση το ποσοστό συγκυριότητας σε αυτό στο ποσό των 40.128 ευρώ, πρέπει, δε, οι πρώτος και τρίτος λόγοι της έφεσης, µε τους οποίους οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι κακώς απορρίφθηκαν οι ανωτέρω ισχυρισμοί τους, να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι. Συνεπώς, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, και, αφού διακρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το Δικαστήριο αυτό, να γίνει δεκτή μερικά η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι οι εκκαλούντες υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 30.240 ευρώ κατά το ποσοστό συγκυριότητας του καθενός, και δη η πρώτη το ποσό των 7.560 ευρώ (= 30.240 ευρώ Χ 1/4), και καθένας από τους δεύτερο και τρίτη το ποσό των 11.340 ευρώ (= 30.240 ευρώ Χ 3/8) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η προσβαλλομένη απόφαση εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, και πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογο με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 176, 178 και 183 ΚΠολΔ), καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στους εκκαλούντες (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 16-9-2020, με ΓΑΚ…….. και ΕΑΚ………../28-9-2020 έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 2574/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου (με κωδικό αριθμό …………ποσού 100 ευρώ) της έφεσης στον καταθέσαντα για την άσκηση της έφεσης.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την από 6-5-2014 αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εκκαλούντες υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα η πρώτη το ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα (7.560) ευρώ, και ο καθένας από τους δεύτερο και τρίτη το ποσό των έντεκα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα (11.340) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 17-3-2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ