Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 352/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     352/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά

Συνεδρίασε δημόσια στην αίθουσα 716 του 7ου ορόφου του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιά, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:  ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Φύκηρη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρίας …………., η οποία (καθ’ ης η αίτηση) εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Αλεξιάδη.

Ο αιτών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς  Εφετείου Πειραιά  (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την από 19-5-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./19-5-2022 αίτησή του περί αναστολής εκτέλεσης α) της υπ’ αριθ. …./15-11-2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., με την οποία ορίστηκε ημερομηνία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού για την περιγραφόμενη σε αυτήν ακίνητη περιουσία του η 22α Ιουνίου του έτους 2022 και β) της με αριθ. 1301/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), με την οποία απορρίφθηκε ερήμην του η με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./2021 ανακοπή του, κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ, κατά της άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./18-5-2022 έφεσής του κατά της άνω με αριθ. 1301/2022 πρωτόδικης απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο έκθεμα και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος αναφέρθηκε στην αίτησή του και ζήτησε να γίνει δεκτή για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, σύμφωνα και με το σημείωμα που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση για τους λόγους που αναφέρει στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Στο άρθρο 937 Κ.Πολ.Δ. (όπως οι παρ. 1 και 3 αντικαταστάθηκαν με το Ν. 4335/2015) ορίζεται ότι: «1. Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση: α) ….. β) Σε περίπτωση εκτέ­λεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή δια­ταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης… Στις περι­πτώσεις των προηγούμενων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικά­ζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέ­λεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η ανα­στολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00’ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού, γ) Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης το Δικαστήριο ….. 3. Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζο­νται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών δια­φορών των άρθρων 614 επ». Από τις διατάξεις αυτές προ­κύπτει, μεταξύ άλλων, ότι: α) αν, μετά την πρώτη πράξη της εκτέλεσης (επιταγή προς εκτέλεση), επακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης, οι αντιρρήσεις που αφορούν την απαί­τηση της διαταγής πληρωμής υποβάλλονται με ανακοπή του άρθρου 933 στο Δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης (Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο), β) κατά της από­φασης που απορρίπτει την ανακοπή του άρθρου αυτού, επιτρέπεται έφεση, γ) το εφετείο, ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ, μπορεί να χορηγήσει με αίτηση του ανακόπτοντος – εκκαλούντος, που υποβάλλεται και με αυτοτελές δικόγραφο, αναστολή εκτέλεσης, με την παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει, ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρ­θωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκί­μηση του ενδίκου μέσου, δ) η αίτηση αναστολής εκτέλεσης, που υποβάλλεται κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στο Εφετείο, προ­ϋποθέτει απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. και όχι απλώς απόφαση επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 Κ.Πολ.Δ, εκτός και αν στην τελευταία είχε σωρευθεί και αίτημα ακύρωσης πράξης εκτέλεσης, ενώ αν αφορά τη μη διενέργεια πλειστηριασμού, πρέπει, με ποινή το απαράδεκτο, να κατατεθεί πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την ημε­ρομηνία του πλειστηριασμού (η ημερομηνία της κατάθεσης της αίτησης και του πλειστηριασμού δεν υπολο­γίζεται), ε) η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικα­σία των ασφαλιστικών μέτρων, παρά το γεγονός ότι δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο αλλά ρυθμιστικό μέτρο της αναγκαστικής εκτέλεσης και στ) το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πρόοδο της εκτέλεσης, αφού δοθεί εγγύ­ηση (Εφ.Θεσ. 2396/2018, Εφ.Θεσ. 1014/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δωδ. 109/2017, Εφ.ΑΔ 2017, 1083, X. Απαλαγάκη / Π. Ρεντούλη σε Χ. Απαλαγάκη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, υπ’ άρθρο 937, αριθ. 4, σ. 2609-2610).

2. Με την υπό κρίση με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../19-5-2022 αίτησή του, ο αιτών εκθέτει ότι με τη με αριθ. 1301/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην του, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απορρίφθηκε η με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./2021 ανακοπή του, κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ, την οποία άσκησε κατά της επισπεύδουσας και ήδη καθ’ ης η αίτηση, ζητώντας την ακύρωση της με αριθμό ../15-11-2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή, στο Εφετείο Αθηνών ….., δυνάμει της οποίας η τελευταία επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί των περιγραφόμενων στο δικόγραφο ακινήτων του, τα οποία βρίσκονται στη Δημοτική Κοινότητα Περάματος του Δήμου Περάματος της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά της Περιφέρειας Αττικής. Ότι δυνάμει της άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία εκδόθηκε με εκτελεστό τίτλο τη με αριθ. …./2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επίκειται ηλεκτρονικός πλειστηριασμός των κατασχεθέντων ακινήτων του στις 22-6-2022 και ότι, κατά της άνω πρωτόδικης οριστικής απόφασης που απέρριψε την άνω ανακοπή του, έχει ασκήσει τη με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./18-5-2022 έφεση,  το δικόγραφο της οποίας ενσωματώνει αυτούσιο στο δικόγραφο της αίτησής του. Επικαλούμενος, δε, ότι η άνω έφεσή του θα ευδοκιμήσει και ότι από την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας και τη διενέργεια του πλειστηριασμού θα προκληθεί σ’ αυτόν ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητεί, για τους αναφερόμενους στην αίτησή του λόγους, που συνιστούν ταυτόχρονα και λόγους της έφεσής του, να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης α) της άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του, με ηλεκτρονικό δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό ακινήτων του που ορίστηκε για την 22-6-2022 και β) της με αριθ. 1301/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της άνω έφεσής του. Επίσης, ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης η αίτηση στα δικαστικά του έξοδα.

3. Η υπό κρίση αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο εκκρεμεί η άνω έφεση του αιτούντος (άρθρο 937 παρ. 1 περ. β’ εδάφ. γ’ Κ.Πολ.Δ), κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 686 επ. Κ.Πολ.Δ) και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι κατατέθηκε την 19-5-2022, ήτοι πλέον των πέντε εργάσιμων ημερών πριν από την προσδιορισθείσα για τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρα (22-6-2022, άρθρο 937 παρ. 1 περ. β’ Κ.Πολ.Δ). Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω 1 νομική σκέψη, πλην των αιτημάτων της α) περί αναστολής εκτέλεσης της με αριθ. 1301/2022 απόφασης του άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την ανακοπή του αιτούντος και β) περί καταδίκης της καθ’ ης η αίτηση στα δικαστικά του έξοδα, τα οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, το μεν πρώτο διότι η άνω απόφαση, ως αναγνωριστική (και όχι καταψηφιστική), δεν έχει προσωρινή εκτελεστότητα, ώστε να είναι νοητή η εφαρμογή του άρθρου 912 Κ.Πολ.Δ. (Εφ.Πειρ. 109/2022, Εφ.Πειρ. 425/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 86/2022, www.efeteio-peir.gr), το δε δεύτερο διότι, κατ’ άρθρ. 84 παρ. 2 εδάφ. β’ ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), σε αποφάσεις που εκδίδονται για αιτήσεις χορήγησης αναστολής, τα έξοδα και η αμοιβή του δικηγόρου του καθ’ ου επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος (Εφ.Πειρ. 86/2022, www.efeteio-peir.gr, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2018, υπ’ άρθρο 937, αριθ. 43, σ. 551). Πρέπει, συνεπώς, η αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της από νομική και ουσιαστική άποψη, ενόψει και του ότι η άνω έφεση πιθανολογείται ότι έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως επίσης νόμιμα και εμπρόθεσμα είχε ασκηθεί και η (απορριφθείσα με την εκκαλούμενη απόφαση) ανακοπή.

4.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 520, 527 και 528 Κ.Πολ.Δ, όπως η δεύτερη έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α’ 80)» και η τελευταία από το άρθρο 44 Ν. 3994/2011, σαφώς συνάγεται ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης από τον ερήμην δικασθέντα σε πρώτο βαθμό διάδικο επιφέρει, χωρίς έρευνα των επιμέρους λόγων της, εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης εντός των καθοριζομένων από την έφεση και τους προσθέτους αυτής λόγους ορίων (Α.Π. 635/2020, Α.Π. 476/2017, Α.Π. 829/2008, Α.Π. 446/2007, Α.Π. 1015/2005, Εφ.Αθ. 4421/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει με τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα είχε τη δυνατότητα να προβάλει πρωτοδίκως, μη υποκείμενος στους περιορισμούς της διατάξεως του άρθρου 527 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 446/2007, Εφ.Αθ. 123/2018, Εφ.Αθ. 5950/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτης – Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Τ. I, 2018, υπ’ άρθρο 528, αριθ. 6, Β. Βαθρακοκοίλη, Η Έφεση, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2015, υπ’ άρθρο 528, αριθ. 2048).

5. Με τον πρώτο λόγο της άνω έφεσής του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, εκ μόνης της εμπρόθεσμης και παραδεκτής άσκησής της, πρέπει να επέλθει, χωρίς περαιτέρω έρευνα των λόγων της, η εξαφάνιση της εκκαλουμένης με αριθ. 1301/2022 οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε λόγω της ερημοδικίας του την άνω ανακοπή του κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ. και στη συνέχεια να ερευνηθούν από την αρχή οι εκτιθέμενοι λόγοι της ανακοπής του επί σκοπώ παραδοχής της. Ο άνω λόγος έφεσης πιθανολογείται, με βάση τα εκτιθέμενα στις ανωτέρω 3 και 4 σκέψεις, ότι θα γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία, ενόψει της ερημοδικίας του ανακόπτοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξαιτίας της οποίας απορρίφθηκε η ανακοπή του, βάσει του άρθρου 632 παρ. 7 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με το άρθρο 937 παρ. 3 του ιδίου κώδικα, όπως ισχύουν αυτά μετά το ν. 4335/2015. Ακολούθως, πιθανολογείται ότι η έφεση του ανακόπτοντος θα γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, θα εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ως προς όλες τις διατάξεις της, συμπεριλαμβανομένης και αυτής περί επιβολής δικαστικών εξόδων, χωρίς περαιτέρω έρευνα των λόγων της έφεσης και θα κρατηθεί η ανακοπή και θα χωρήσει αναδίκαση αυτής, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

6.Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ’ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 Α.Κ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 Α.Κ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. Α.Κ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. Α.Κ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. …… 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α’ 220). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. …… 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου… δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3156/2003…». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης – Φ.Ε.Κ. Β’ 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της, πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (π.ρ.β.λ.. Α.Π. 345/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτή, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθ. 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Εφ.Θεσ. 177/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 160/2022 αδημ, Εφ.Πειρ. 574/2020, Εφ.Πειρ. 557/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Θεσ. 1643/2019, αδημ, Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ, Ν. Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι Μ.Π.Ναξ. 57/2020, Ε.Πολ.Δ. 2020, σ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου – Δημητράς, Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη, έκδ. 2021, σ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, Επ.Α.Κ. 2021, σ. 703-704).

7.Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, τον οποίο επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του δυνάμει της με αριθμό …/15-11-2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή, στο Εφετείο Αθηνών ………, ισχυριζόμενος ότι η επισπεύδουσα την εκτέλεση καθ’ ης η ανακοπή, η οποία εμφανίζεται να ενεργεί με την ιδιότητα της μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και ειδικότερα ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού «……….», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «…………»), δεν απέδειξε εγγράφως την ενεργητική της νομιμοποίηση έναντι του ορισθέντος για την 22-6-2022 πλειστηριασμού με τα έγγραφα που της συγκοινοποίησε με την άνω από 15-10-2021 επιταγή προς πληρωμή, ενόψει του ότι από τα έγγραφα αυτά και κυρίως από τις με αριθ. πρωτ. …/18-6-2019 και …./18-6-2019 δημοσιεύσεις στο Ενεχυροφυλάκειο Αθηνών των περιλήψεων των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δεν προκύπτει η επίδικη προς διαχείριση απαίτηση και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησής της, όπως απαιτεί η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4354/2015. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 925 παρ. 1 και 933 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, 1 εδάφ. γ’ και δ’, 3 του ν. 4354/2015 και 10 του ν. 3156/2003 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

8.Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την …../17-9-2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «………..», υποχρεώθηκε ο αιτών την αναστολή εκτέλεσης ………. να καταβάλει στην τελευταία το ποσό των 69.417,61 ευρώ, εντόκως, με το αναφερόμενο συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 28-2-2018 και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και 2.123,62 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Η διαταγή πληρωμής αυτή εκδόθηκε για απαίτηση της άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας απορρέουσα από την υπ’ αριθ. …./10-6-2008 σύμβαση στεγαστικού δανείου μετά του από 10-6-2008 προσαρτήματος αυτής και των από 25-5-2010, 8-12-2011, 9-7-2012, 10-10-2013, 10-12-2014 και 30-5-2016 πρόσθετων πράξεων τροποποίησης αυτής, που καταρτίστηκαν μεταξύ της άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ως πιστώτριας, και του καθ’ ου η άνω αίτηση, ως πιστούχου. Κατά της άνω διαταγής πληρωμής και κατά της από 8-10-2018 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου Α’ εκτελεστού απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής, ο άνω οφειλέτης άσκησε την από 16-11-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../16-11-2018 ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί στις 6-10-2020, οπότε αναβλήθηκε για την 10-6-2025, ενόψει του ότι η ανώνυμη εταιρία  «……….» (ήδη καθ’ ης η αίτηση αναστολής εκτέλεσης), ενεργούσα με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας «………….», άσκησε την από 28-9-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../5-10-2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της άνω πιστώτριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας , της οποίας (παρέμβασης) η συζήτηση ορίστηκε για την 10-6-2025 ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου.  Κατά την ίδια ημερομηνία και ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου ορίστηκε η συζήτηση και των από 9-11-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../12-11-2021 πρόσθετων λόγων ανακοπής του άνω οφειλέτη, οι οποίοι ασκήθηκαν μετά την επίδοση στις 19-10-2021 σ’ αυτόν από την καθ’ ης η αίτηση αναστολής εκτέλεσης, υπό την άνω ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας «………..», επικυρωμένου φωτοτυπικού αντιγράφου εκδοθέντος από το Α’ απόγραφο εκτελεστό της άνω υπ’ αριθ. ………../2018 διαταγής πληρωμής, μετά της από 15-10-2021 επιταγής προς πληρωμή. Οι λόγοι της άνω ανακοπής και των άνω πρόσθετων λόγων δεν ενδιαφέρουν στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης, καθόσον δεν υπάρχει πρωτόδικη απόφαση επ’ αυτών ώστε να τίθεται θέμα χορήγησης κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 β’ Κ.Πολ.Δ αναστολής εκτέλεσης ενόψει άσκησης ενδίκου μέσου και άλλωστε δεν περιέχονται στην ενσωματωμένη στην αίτηση έφεση του άνω οφειλέτη ώστε να τίθεται θέμα πιθανολόγησής τους.  Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. …../15-11-2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….. κατασχέθηκαν από την καθ’ ης η αίτηση αναστολής εκτέλεσης ανώνυμη εταιρία  «………….», για την ικανοποίηση μέρους της ως άνω επιδικασθείσας απαίτησης, ποσού 50.000,00 ευρώ, δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες – καταστήματα, με ΚΑΕΚ ….. και …….., αποκλειστικής κυριότητας του άνω οφειλέτη και ορίσθηκε ημέρα πλειστηριασμού αυτών με ηλεκτρονικά μέσα η 22-6-2022. Ο τελευταίος άσκησε στη συνέχεια την από 9-12-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./…./2021 ανακοπή του εναντίον της ως άνω έκθεσης κατάσχεσης, αλλά αυτή απορρίφθηκε ερήμην του με τη με αριθ. 1301/20-4-2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Στο μεταξύ, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία «……….» σύναψε μετά της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας και αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιριών ………. α) την από 18-6-2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ. 8 ν.  3156/2003, της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου …/18-6-2019 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του άρθρου 3 ν. 2844/2000, στον τόμο …, με αύξοντα αριθμό …. συνοδευόμενη από παράρτημα μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαιτήσεών της εκ 12.555 σελίδων, στο οποίο, στη σελ. …, σειρά …, αναφέρεται η ως άνω απαίτηση, με τρέχον υπόλοιπο εκ 69.138,86 ευρώ, δηλ. το λογιστικό υπόλοιπο της απαίτησης κατά κεφάλαιο, χωρίς τους τόκους κατ’ άρθρο 150 του ν. 4261/2014, απορρέουσα από την υπ’ αριθ. ….. σύμβαση, με  οφειλέτη τον εκκαλούντα, μαζί με τη διεύθυνση κατοικίας του και β) την από 18-6-2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων του ν. 3156/2003, της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου …./18-6-2019 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του ν. 2844/2000, στον τόμο … και αριθμό …., δυνάμει της οποίας την διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανέλαβε η ανώνυμη εταιρία «………….», που αδειοδοτήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος με την υπ’ αριθ. 220/1/13-3-2017 απόφαση του Διοικητή της (Φ.Ε.Κ. Β’ 880/16-3-2017). Η τελευταία αυτή εταιρία, με την από 5-6-2020 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της που ανακοινώθηκε στη ΓΕΜΗ (βλ. την υπ’ αριθ. …/10-6-2020 σχετική ανακοίνωση), μετονομάσθηκε σε «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..» (ήδη, καθ’ ης η άνω αίτηση αναστολής εκτέλεσης) και, ως διαχειρίστρια της άνω μεταβιβασθείσας απαίτησης, στις 19-10-2021 επέδωσε στον αιτούντα  αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω …../2018 διαταγής πληρωμής μετά της από 15-10-2021 επιταγής κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, με την οποία επιτάχθηκε αυτός να της καταβάλει υπό την ως άνω ιδιότητα 69.417,61 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων και συνολικά 84.080,54 ευρώ, κατά τα ειδικότερα σ’ αυτήν εκτιθέμενα. Μαζί με την επιταγή αυτή του συγκοινοποίησε: 1) την προαναφερθείσα με αριθ. πρωτ. …../18-6-2019 δημοσίευση περίληψης της από 18-6-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 παρ. 8 ν. 3156/2003, μεταξύ της αρχικώς επισπεύδουσας την εκτέλεση εταιρίας «… …» και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού «…….», 2) ακριβές αντίγραφο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών του με αριθ. πρωτ. …./7-8-2019 αποσπάσματος των στοιχείων των επιχειρηματικών απαιτήσεων (σε αρχείο excel), που επισυνάφθηκαν ως παράρτημα στην ../18-6-2019  περίληψη, από τα οποία αποδεικνύεται η μεταβίβαση της παραπάνω απαίτησης εκ της υπ’ αριθ. …./10-6-2008 σύμβασης στεγαστικού δανείου, 3) την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. …/18-6-2019 δημοσίευση περίληψης της από 18-6-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (Τόμος .., αύξων αριθμός ….), με την οποία η διαχείριση της ένδικης απαίτησης ανατέθηκε από την αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού «………..» στην ανώνυμη εταιρία «………..», 4) το Φ.Ε.Κ. Β’ 880/16-3-2017, στο οποίο δημοσιεύτηκε η προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 220/1/13-3-2017 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος για την παροχή άδειας για τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην εταιρία «…………», σύμφωνα με το ν. 4354/2015 και την Π.Ε.Ε. 95/27-5-2016, 5) τη με αριθ. πρωτ. …../10-6-2020 ανακοίνωση της Διεύθυνσης ΓΕΜΗ, ΑΕ, ΕΟΕ & ΥΜΣ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, από την οποία προκύπτει η αλλαγή της επωνυμίας της καθ’ ης η αίτηση αναστολής εκτέλεσης – εφεσίβλητης εταιρίας από «…………» και το διακριτικό τίτλο «………» σε «…………» και το διακριτικό τίτλο «……….» και 6) την από 15-10-2021 καρτέλα εξωλογιστικού υπολογισμού οφειλής μετά τόκων για τον υπ’ αριθ. …………. λογαριασμό. Από τα ανωτέρω πιθανολογείται ότι στον αιτούντα – εκκαλούντα συγκοινοποιήθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα κατ’ άρθρο 925 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, που αποδείκνυαν την ιδιότητα της επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό καθ’ ης η αίτηση αναστολής εκτέλεσης, ως μη δικαιούχου διαδίκου και διαχειρίστριας της επίδικης απαίτησης της  αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού «………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «…………», καθώς και ότι από τα έγγραφα αυτά και ιδίως από τις με αριθ. πρωτ. …/18-6-2019 και …./18-6-2019 δημοσιεύσεις στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών των περιλήψεων των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, προέκυπτε η επίδικη προς διαχείριση απαίτηση και το στάδιο μη εξυπηρέτησής της, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4354/2015. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, δεν απαιτείται η συγκοινοποίηση στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης. Επομένως, πιθανολογείται ότι ο πρώτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

9.Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, τον οποίο επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του, ισχυριζόμενος ότι η τελευταία πάσχει ακυρότητας λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου που οφείλεται στην έλλειψη πληρεξουσιότητας του δικηγόρου που υπογράφει την αίτηση για την έκδοση της άνω με αριθ. ……../2018 διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο με βάση τον οποίον επισπεύδεται η άνω πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, από την επισκόπηση της από 2-7-2018 και με αριθ. κατάθ. ……/9-7-2018 αίτησης για την έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής δεν προκύπτει ότι ο υπογράφων την αίτηση αυτή δικηγόρος Αθηνών ………… επικαλέστηκε ή προσκόμισε την απαιτούμενη κατά νόμο, πληρεξουσιότητα να ενεργήσει την άνω διαδικαστική πράξη, ούτε ότι στην ένδικη περίπτωση έλαβε χώρα συμπλήρωση / έγκριση της παροχής πληρεξουσιότητας προς αυτόν πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ο άνω λόγος ανακοπής, ο οποίος είναι νόμιμος, στηριζόμενος στο άρθρο 96 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι ο άνω δικηγόρος που υπέγραψε ως πληρεξούσιος του αιτούντος την άνω αίτηση για την έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής, τόσο κατά το χρόνο υποβολής της παραπάνω αίτησης όσο και κατά το χρόνο της κοινοποίησης στον αιτούντα της άνω διαταγής πληρωμής, ήταν εφοδιασμένος με την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα να εκπροσωπεί την τότε δικαιούχο της επίδικης απαίτησης ανώνυμη τραπεζική εταιρία «…………..». Ειδικότερα, πιθανολογείται ότι η σχετική πληρεξουσιότητα του είχε χορηγηθεί από την τελευταία με ειδική εντολή εξουσιοδοτημένου προς τούτο προσώπου, η οποία πληροί τους όρους του άρθρου 96 Κ.Πολ.Δ. και συγκεκριμένα με την από 1-6-2018 ειδική εντολή – πληρεξουσιότητα της δικηγόρου Αθηνών …., δυνάμει του υπ’ αριθ. …./11-4-2014 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., το οποίο παρείχε σ’ αυτήν, από την ανωτέρω δικαιούχο ανώνυμη τραπεζική εταιρία, εκτός άλλων, την εντολή να παρίσταται και να την αντιπροσωπεύει ενώπιον όλων γενικώς των δικαστηρίων και γενικώς, προς ολοκλήρωση των διδομένων σε αυτήν εντολών, να ενεργεί και πράττει παν ότι νόμιμο απαιτείται και να υπογράφει κάθε αναγκαίο έγγραφο και να διορίζει και περαιτέρω πληρεξούσιους δικηγόρους με τις ανωτέρω εντολές και να ανακαλεί αυτούς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το από 1-6-2018 άνω έγγραφο, είχε παρασχεθεί στον άνω υπογράφοντα την άνω αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δικηγόρο «ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως, ενεργώντας για λογαριασμό της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «……..», προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη δικαστική διεκδίκηση της απαίτησής της που απέρρεε από την υπ’ αριθ. ………./10-6-2008 σύμβαση στεγαστικού δανείου κατά του πιστούχου – οφειλέτη της …………., όπως ενδεικτικά, σύνταξη, υπογραφή και υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και σύνταξη, υπογραφή και παραγγελία προς επίδοση της εκδοθείσας επί της ανωτέρω αίτησης διαταγής πληρωμής μετ’ επιταγής προς πληρωμής και εν γένει ενεργήσει οτιδήποτε απαιτηθεί και επιβάλλεται από τον νόμο για την περαίωση της άνω εντολής, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται στο παρόν». Πάντως και μόνη η νόμιμη παράσταση της καθ’ ης η ανακοπή στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής της στις 18-3-2022, έστω και με άλλον πληρεξούσιο δικηγόρο απ’ αυτόν που υπέγραψε την άνω αίτηση για την έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής, χωρίς αμφισβήτηση από μέρους της της ισχύος των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων, αρκεί για να συναχθεί σιωπηρά έγκριση από μέρους της, της προγενέστερης άνω διαδικαστικής πράξης, καθόσον η έγκριση αφορά την πράξη που ενεργήθηκε και όχι το πρόσωπο που την ενήργησε (Α.Π. 602/2004, Εφ.Πειρ. 425/2021, Εφ.Αιγ. 161/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Γιακουμής / Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, υπ’ άρθρο 104, αριθ. 8, σ. 356).

10. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015 – το οποίο τυγχάνει εφαρμογής, εν προκειμένω, ενόψει του χρόνου έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής -, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α’ Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με την οποία μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να παρατίθεται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της απούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της απούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας, η απαίτηση δε είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (Α.Π. 368/2019, Εφ.Θεσ. 1109/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 306/2021, www.efeteio-peir.gr).

11. Mε τον τρίτο και τελευταίο λόγο της ανακοπής του, τον οποίο επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του, ισχυριζόμενος ότι αυτή πάσχει ακυρότητας λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου εξαιτίας αοριστίας της με αριθ. ………../2018 διαταγής πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο με βάση τον οποίον επισπεύδεται η άνω πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι στην άνω διαταγή πληρωμής δεν αναφέρονται κατά ποσό ορισμένο οι κεφαλοποιημένοι τόκοι που έχουν ενσωματωθεί στο οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο, με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο έλεγχος του σύννομου της συνολικής απαίτησης που επιδικάστηκε. Ο άνω λόγος ανακοπής, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, γιατί δεν γίνεται εξειδίκευση αμφισβητούμενου κονδυλίου, παρά μόνο γενική αμφισβήτηση του επιδικασθέντος χρεωστικού υπολοίπου ως προς το ποσό των κεφαλοποιημένων τόκων (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 2210/2013, Εφ.Πατρ. 69/2022 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 306/2021, ό.α.), πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, στη διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε με βάση σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δεν απαιτείται για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης να εξειδικεύονται τα επιμέρους οφειλόμενα ποσά κεφαλαίου και τόκων (και κεφαλαιοποιημένων), αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος – περιοδικότητα ανατοκισμού) επιτρέπουν τον υπολογισμό των τόκων από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης μέχρι την έκδοση της διαταγής πληρωμής βάσει απλών μαθηματικών υπολογισμών, πολύ δε περισσότερο όταν στο απόσπασμα του άνω λογαριασμού, που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση της πίστωσης και προσκομίστηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτού, έκαστο κονδύλι τόκων (συμβατικοί υπερημερίας, ανατοκισμού κ.λ.π.) παρατίθεται λεπτομερώς. Σε κάθε περίπτωση, δεν πιθανολογείται σύγχυση ως προς το ποσό της συνολικής απαίτησης που επιδικάστηκε με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, αφού σ’ αυτήν περιέχονται όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγείται, ήτοι σύντομη αναφορά του οφειλόμενου ποσού, των τόκων και των εξόδων. Ειδικότερα, ο καθ’ ου διατάσσεται να καταβάλει στην αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσόν των 69.417,61 ευρώ (ως υφιστάμενο χρεωστικό υπόλοιπο του άνω λογαριασμού κατά την 12-2-2018 που καταγγέλθηκε η άνω σύμβαση πίστωσης), έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο (1,942%) κατά 2,50% εκατοστιαίες μονάδες, ήτοι 4,442% συνολικά, από την 28-2-2018 (ήτοι από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης), με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και 2.123,62 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Το δε επιδικαζόμενο ποσό (69.417,61 ευρώ) αναλύεται επαρκώς ως εξής: α) για άληκτο κεφάλαιο ποσό 68.433,06 ευρώ, β) για χρεωλύσια και δεδουλευμένους τόκους που συμπεριλαμβάνονται στις παραπάνω δόσεις, ποσό 927,18 ευρώ, γ) για δεδουλευμένους τόκους περιόδου μεταφοράς, ποσό 44,30 ευρώ και δ) για οφειλόμενους τόκους υπερημερίας ποσό 13,07 ευρώ. Εξάλλου, ο ίδιος ανακόπτων παραθέτει στην ανακοπή του (σελ. 13, στιχ. 16-20 αυτής) το συμφωνηθέντα τρόπο υπολογισμού των οφειλόμενων κεφαλαιοποιημένων τόκων, αναφέροντας επί λέξει «κάθε υπερημερία στην καταβολή της συμβατικής δόσης, αφού πρώτα υπολογιστεί το επιτόκιο επιπλέον του συμβατικού κατά 2,5 μονάδες (+ 2,5%) για χρονικό διάστημα έξι μηνών, συγκροτεί στο τέλος του εν λόγω εξαμήνου ένα νέο, αυτοτελές χρεολύσιο (κεφάλαιο), το οποίο προστίθεται στο αρχικό δανεισθέν κεφάλαιο. Αυτό αποτελεί τον κεφαλαιοποιημένο τόκο, ήτοι τον τόκο που κάθε μια υπερημερία ξεχωριστά δημιούργησε για ένα εξάμηνο».

12.Κατ’ ακολουθίαν όλων αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου της με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../2021 ανακοπής προς εξέταση, πιθανολογείται ότι η ανακοπή αυτή θα απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη. Επομένως και η κρινόμενη αίτηση αναστολής εκτέλεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να ενδιαφέρει περαιτέρω η διάγνωση του ενδεχομένου επέλευσης ανεπανόρθωτης βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, του οποίου ζητήθηκε η αναστολή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, που περιλαμβάνεται στο υποβληθέν σημείωμά της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος (άρθρο 84 παρ. 2 ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 ν. 4236/2014), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Ιουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                                        (για τη δημοσίευση)