ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 406 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Εκκαλούντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Φουφόπουλο, με δήλωση. Και
Εφεσίβλητης: τραπεζικής εταιρίας …………. ως καθολικής διαδόχου της εταιρίας …………., η οποία (εφεσίβλητη) εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευνίκη Δρούτσα.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.9.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2014 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του 4064/2019 απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων άσκησε την από 1.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 έφεση (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στο Εφετείο ………/2021), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της (από το πινάκιο) και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώο πληρεξούσιος δικηγόροςτου εκκαλούντος, ύστερα από δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 1.12.2020 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της οριστικής απόφασης 4064/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 25.9.2014 αγωγή του, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. α, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α. περ. β´ του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ. Στο άρθρο 46 του Κ.Πολ.Δ., ορίζεται ότι: «Αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται». Το γράμμα του νόμου επιβάλλει σε κάθε περίπτωση αναρμοδιότητας την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο (Εφ.Αιγ. 100/2020 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Ν. Νίκας Πολιτική Δικονομία Τόμος Ι, έκδοση 2003, παρ. 20 αρ. 2 σελ. 281), ερευνώντας τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, πριν από την έρευνα της βασιμότητας της αγωγής (Δ. Κονδύλης Το δεδικασμένο, έκδοση Β, σελ. 338), σε κάθε δε, περίπτωση (παραπέμπεται η υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο),όταν η διαφορά υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου, στο οποίο ο νομοθέτης, λόγω της σπουδαιότητάς της ή της ιδιαιτερότητάς της,ανέθεσε σ’ αυτό την εκδίκαση της διαφοράς(Τριμ.Εφ.Δωδ. 46/2020,Εφ.Αθ. 315/2013, Εφ.Πατρ. 132/2009όλες στην Τ.Ν.Π.«ΝΟΜΟΣ»,Εφ.Αθ. 8164/2005Ελλ.Δ/νη 2007, σελ. 871,Εφ.Πειρ. 237/2002Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Μιχ. Μαργαρίτης/Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ Τόμος Ι, 2η έκδοση 2018, Γενική Εισαγωγή αρ. 20 και άρθρο 46αρ. 6και Σ. Σαμουήλ Η Έφεση κατά τον Κ.Πολ.Δ., ΣΤ´ έκδοση 2009,αρ. 931).Τέλος, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ, το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και χωρίς την υποβολή με την έφεση ειδικού παραπόνου, τόσο την ιδία αυτού υλική αρμοδιότητα, όσο και του πρωτοβαθμίου και εάν κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν υλικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, υποχρεούται, να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 46 του Κ.Πολ.Δ. Έτσι, αν η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανιστεί, κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης ή και αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου, λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο, κατά τα άρθρα 46 και 535παρ.2α του Κ.Πολ.Δ., χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης (Εφ.Αιγ. 100/2020, Τριμ.Εφ.Δωδ. 46/2020, Εφ.Αθ. 315/2013, Εφ.Πατρ. 132/2009 και Εφ.Πειρ. 237/2002 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – εργολάβος οικοδομών, με την από 25.9.2014 αγωγή, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ιστορούσε ότι στην Ύδρα Αττικής, στις 25.1.2005, σύναψε με την εναγόμενη, τις ειδικά αναφερόμενες και ενσωματωμένες (στην αγωγή) σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και πρόσθετες πράξεις αυτής, κάποιες εκ των οποίων συνιστούσαν ανοιχτά επιχειρηματικά δάνεια, για τη χορήγηση πίστωσης μέχρι του ποσού των 120.000 ευρώ. Ότι κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, που εξυπηρετούσε την ως άνω σύμβαση, η οφειλή του ανερχόταν στο ποσό των 73.559,42 ευρώ. Ότι όταν λίγους μήνες πριν το κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού ζήτησε και έλαβε αντίγραφα της σύμβασης, των μεταγενέστερων πράξεων αυτής και τηςκίνησης του λογαριασμού, διαπίστωσε πως,χωρίς να ενημερώνεται, οι τόκοι υπολογίζονταν με το έτος των 360 ημερών, επιβαρύνονταν με τόκους και η εισφορά του ν. 128/1975 και κεφαλαιοποιούνταν (οι τόκοι) πριν την πάροδο εξαμήνου. Ότι για την ανωτέρω σύμβαση,τις πρόσθετες πράξεις και τα δάνεια,είχε επιβαρυνθεί με το επιπλέον ποσό των 6.790,07 ευρώ.Ότι οι ανωτέρω αδιαφανείς όροι, όπως και το ότι το επιτόκιο ανακοινωνόταν κάθε φορά από την εναγόμενη – Τράπεζα, με περιθώριο και ενσωμάτωση της εισφοράς του ν. 128/1975,αποτελούσαν Γ.Ο.Σ.,που είχαν διατυπωθεί για απροσδιόριστο αριθμό συμβάσεων, χωρίς διαπραγμάτευση. Ότι η εναγόμενη συνέδεσε εν αγνοία του στην αρχική σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, τους όρους της οποίας του απέκρυψε, την πρώτη πρόσθετη πράξη ως δάνειο για κεφάλαιο κίνησης, μετατρέποντας έτσι τον αλληλόχρεο λογαριασμό σε σύμβαση δανείου, με αποτέλεσμα να είναι αόριστο το ύψος του υφιστάμενου επιτοκίου. Ότι από την ημέρα υπογραφής των συμβάσεων – πρόσθετων πράξεων, εκτοκίζονταν τα ποσά της σύμβασης, χωρίς να τα έχει λάβει. Ότι η εναγόμενη έθετε στις ανωτέρω πράξεις – δανειακές συμβάσεις τον όρο πως αυτός (ενάγων) είχε ελέγξει την κίνηση του λογαριασμού και αναγνώριζε το υπόλοιπό του, κάτι το οποίο ωστόσο, ουδέποτε του επέτρεψε να κάνει,ούτε τον ενημέρωσε ότι είχε τέτοια δυνατότητα. Ότι, εκτός από την εσφαλμένη επιβάρυνσή του με το ποσό των 6.790,07 ευρώ,καταχρηστικά τον επιβάρυνε με αδικαιολόγητα έξοδα, ποσού 2.392,25 ευρώ. Ότι η μεταξύ τους σύμβαση είναι άκυρη, εκτός των ανωτέρω και για τον επιπλέον λόγους ότι προέβλεπε το δικαίωμα της εναγόμενης να καταγγέλλει τη σύμβαση,κατά την ελεύθερη κρίση της και αυτόςνα υποχρεούται σε άμεση εξόφληση της οφειλής του, άλλως καθίστατο υπερήμερος, να εκτοκίζει τους τόκους με βάσει το έτος των 360 ημερών και να εκτοκίζει τους σε καθυστέρηση οφειλόμενους τόκους από την πρώτη ημέρα και οι παραγόμενοι τόκοι μαζί με τους τόκους, να προστίθενται ανατοκιζόμενοι στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο. Ότι με βάση τα ανωτέρω, οι μεταξύ τους σύμβαση – πρόσθετες πράξεις – δανειακές συμβάσεις ήταν άκυρες ως καταχρηστικές, αντίθετες με το ν. 2251/1994, άλλως ακυρώσιμες λόγω απάτης ή πλάνης.Ότι με τον ανωτέρω τρόπο η εναγόμενη ενεργώντας με δόλο, τον αντιμετώπισε ως ευκαιρία για να πλουτίσει παράνομα, αντίθετα με την τραπεζική και την καλή πίστη, πείθοντάς τον να συμβληθεί στα προτεινόμενα και διαφημιζόμενα δανειακά προγράμματα με συμφέροντες όρους για τους επαγγελματίες, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά του. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της μεταξύ τους σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και πρόσθετων πράξεων αυτής – δανειακών συμβάσεων ως καταχρηστικών, άλλως λόγω απάτης ή πλάνης του και, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό, με τις προτάσεις του (άρθρο 223 του Κ.ΠολΔ.), του αιτήματος της αγωγής και από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη, το ποσό των 30.000 ευρώ. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, ανεξαρτήτως του εάν ήταν ορισμένη και νόμιμη (βλ.σχετ.Τριμ.Εφ.Πειρ. 111/2021 αδημ.),δεν υπαγόταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εφόσον το κύριο αίτημα της, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της αναφερόμενης σύμβασης πίστωσης των πρόσθετων πράξεων αυτής και των πρόσθετων πράξεων – δανειακών συμβάσεων, είναι ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και, κατ’ άρθρο 18 Κ.Πολ.Δ., υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά συνέπεια, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε προς οικονομία της δίκης, επειδή ήταν προδήλως αόριστη και αβάσιμη, ότι είναι καθ’ ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και στη συνέχεια την απέρριψε,αντί να κηρύξει εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και να την παραπέμψει, κατ’ άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ, στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, έσφαλε κατά τούτο, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων δικονομικών διατάξεων, γενομένου δεκτού και ως ουσία βάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης. Η διαδικαστική αυτή προϋπόθεση άλλωστε, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του εκ του άρθρου 522 του Κ.Πολ.Δ. μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης.
ΙV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση (άρθρο 535 παρ. 2 εδ. α και 46 του Κ.Πολ.Δ.), στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το ηλεκτρονικό παράβολο ……………(άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ.) και να συμψηφιστεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 8 του ν. 4842/2021.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 1.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4064/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Παραπέμπει την από 25.9.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2014 αγωγή προς εκδίκαση, στο καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο – Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη, μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ