Αριθμός 407/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Σωκράτη Παπαχατζή.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας ……….. η οποία τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή αυτής, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Περσεφόνη Μπούνα.
Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) ανακοπή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1585/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 9.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2020) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1585/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε την 11.12.2020 νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513 § 1 περ. β, 516 § 1, 517 ΚΠολΔ, ήτοι εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ των δύο ετών από την δημοσίευση της απόφασης που έλαβε χώρα την 30.11.2020 και δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Εφετείου αυτού (Κ.Πολ.Δ. 19) και είναι παραδεκτή, αφού έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το παράβολο των 100,00 ευρώ (…………… e παράβολο) που προβλέπεται από την διάταξη της 3β παραγράφου του άρθρου 495 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – ανακόπτων με την από 17.7.2020 και με αριθμό καταθέσεως ………./2020 ανακοπή, ισχυρίζεται ότι από το έτος 2001 εργάζονταν ως ασφαλιστικός υπάλληλος και από το έτος 2006 ήραν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» της οποίας ανακλήθηκε την 21.9.2009 ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας και τέθηκε υπό ασφαλιστική εκκαθάριση (ΔΕΚ 11292/21.9.2009 τεύχος Α.Ε και Ε.Π.Ε). ‘Ότι την 13.10.2009 η τότε επόπτρια εκκαθάρισης του γνωστοποίησε την από 12.10.2009 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και δεν του καταβλήθηκαν η διαφορά αποδοχών του μηνός Σεπτεμβρίου του 2009, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2009, η αποζημίωση αδείας καθώς και η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης συνολικού ποσού 32.618,45 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή. Ότι αν και αποδεσμεύτηκε στις 30.11.2009 το ποσό των 627.874,48 ευρώ για την ικανοποίηση του προνομίου των πρώην εργαζομένων της καθ’ης και πράγματι κατόπιν συμβιβασμού ικανοποιήθηκε σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων της υπό εκκαθάριση εταιρείας, ωστόσο εξαιρέθηκαν όσα πρόσωπα θεωρήθηκαν από την επόπτρια της εκκαθάρισης ότι εμπίπτουν στην έννοια των προσώπων «που ασκούν τη διοίκηση και τη διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης» μεταξύ των οποίων και ο ενάγων. Ότι αν και ο ίδιος κοινοποίησε εμπροθέσμως την 20.4.2010 στην καθ’ης την από 12.4.2010 εξώδικη δήλωση πρόσκληση – αναγγελία της απαίτησης του δυνάμει της με αριθμό ………./20.4.2010 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. εξακολούθησε η μη συμπερίληψη του στους έχοντες προνόμιο να αποζημιωθούν εργαζομένους με την ίδια αιτιολογία. Ότι ο ίδιος υπήρξε απλό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ ής και δεν ασκούσε στην πραγματικότητα διοίκηση ούτε κατείχε διαχειριστικές – εκτελεστικές αρμοδιότητες σ’ αυτή ενώ κατά το χρόνο που ήταν μέλος του Δ.Δ την εταιρεία εκπροσωπούσαν και δέσμευαν άλλα φυσικά πρόσωπα. Με αυτό το ιστορικό ζήτησε να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να αναγνωριστεί ότι δεν εμπίπτει στα πρόσωπα που ασκούν διοίκηση και διαχείρηση Της περιουσίας της καθ’ης υπό εκκαθάρισης εταιρείας ώστε να του αναγνωριστεί το ειδικό προνόμιο των εργαζομένων επί του συνόλου της περιουσίας της καθ’ης, να τροποποιηθεί – μεταρρυθμισθεί η ως άνω οριστική κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος της καθής, ώστε να συμπεριληφθεί στους δικαιούχους των απαιτήσεων της καθ’ης και να ικανοποιηθεί προνομιακά ως εργαζόμενος της καθ’ης και εξελεχθούν και να του καταβληθούν οι σε αυτήν (ανακοπή) αναφερόμενες απαιτήσεις του, συνολικού ποσού 32.618,45 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 εδ.γ ΝΔ 400/1970 άλλως σύμφωνα με το άρθρο 92 ΠτΚ αναλογικά εφαρμοζόμενου Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’αριθ. 1585/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία η ανακοπή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως. Κατά της απόφασης αυτής, στρέφεται ο ανακόπτων, παράπονού μένος για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανακοπή του.
Με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 3 του ΝΔ 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως ορίζεται ότι: «σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά το άρθρο 12α του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα από το διορισμό τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επι τρεις συνεχείς εβδομάδες σε δύο ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον, εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μία οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τούς οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με δικαστική τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους : α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωριστεί στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής της πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισης της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση το υ εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο». Με βάση την ανωτέρω διάταξη η κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος, των οποίων οι απαιτήσεις έχουν επαληθευθεί, καταχωρίζεται στο Μητρώο Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισης της, δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Η ανακοπή κατά της ανωτέρω κατάστασης ασκείται μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως «ευρείας κυκλοφορίας» εφημερίδες νοούνται, σε κάθε περίπτωση, οι ημερήσιες εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας, ανεξάρτητα από τον αριθμό φύλλων, που τελικώς πωλούν, εφόσον κάθε ενδιαφερόμενος, οπουδήποτε στη χώρα και αν βρίσκεται, έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί κάποια από αυτές και να πληροφορηθεί το δημοσίευμα ΑΠ 2196/2014 ΕΦ.ΠΕΙΡ.381/2014 ΝΟΜΟΣ Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 92 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), οι πιστωτές του πτωχού που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό Δικαστήριο. Η παράλειψη της αναγγελίας μπορεί να οφείλεται σε οποιοδήποτε λόγο (ΑΠ 1177/2007 ΝοΒ 2007, 2447, ΑΠ 191/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ), αντικείμενο, δε, της παραπάνω ανακοπής είναι η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης (ΕφΑΘ 116/2009 ΕλΔ 2009, 605, ΕφΠειρ 109/2006 ΕΕμπΔ 2006, 1029). Σύμφωνα, εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρ. 179 του Πτωχευτικού Κώδικα, οι διατάξεις αυτού (ΠτΚ) εφαρμόζονται συμπληρωματικούς και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν υπάρχουν ειδικότερες ρυθμίσεις στην οικεία νομοθεσία. Επομένως, η διάταξη του άρθρ. 92 ΠτΚ εφαρμόζεται και στην ασφαλιστική εκκαθάριση, για όσους ασφαλισμένους δεν ανήγγειλαν εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους (βλ. ομοίως την από 12.4.2016 γνωμοδότηση του Γ.Δ. Τριανταφυλλάκη, καθηγητή Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, σελ. 3, 4 και την από 25.4.2016 γνωμοδότηση του Αγγέλου Μπώλου, επίκουρου καθηγητή του εμπορικού δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, σελ. 13, 14, προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη). Η διάταξη όμως αυτή (άρθρ. 92 ΠτΚ) πρέπει, περαιτέρω, να εφαρμόζεται προσαρμοσμένη στις ειδικότερες προϋποθέσεις που θέτει η ασφαλιστική νομοθεσία, ήτοι η σχετική ανακοπή δικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και πρέπει να ασκηθεί όχι μέχρι την τελευταία διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης αλλά εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 και για την ανακοπή (αντιρρήσεις) όσων ασφαλισμένων ανήγγειλαν, μεν, εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους, πλην όμως, δεν περιελήφθησαν στη σχετική κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. ΕΦ.ΑΘ.125/2Π020 ΝΟΜΟΣ.
Ο εκκαλών – ανακόπτων με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι η ως άνω ανακοπή ασκήθηκε απαραδέκτως, ως εκπρόθεσμη, λόγω παρόδου της προθεσμίας των 45 ημερών από την επόμενη ημέρα εκείνης που έγινε η τελευταία δημοσίευση στις εφημερίδες της ανακοίνωσης για την καταχώρηση της ΚΔΑ στο μητρώο ασφαλισμένων επιχειρήσεων, τόσο ως προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. γ ΝΔ 400/1970 όσο και ως προς την αναλογικώς εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα και ότι αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα έκρινε την εν λόγω ανακοπή παραδεκτή ως εμπροθέσμως ασκηθείσα. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Η ως άνω ανακοπή, που αρμόδια εισήχθη να εκδικαστεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως, καθόσον ο νόμος άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ 400/1970 αποκλείει τη μετά τη λήξη της προθεσμίας άσκηση της ανακοπής, που επέρχεται, με την παρέλευση των 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση στις εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, Στην προκειμένη περίπτωση η ως άνω ανακοπή κατατέθηκε την 17.07.2020 και επιδόθηκε στην καθ’ ης την 21.07.2020 σύμφωνα με την με αριθμό ……/21.07.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών . ……..) . Η υπό κρίση ανακοπή όμως θα έπρεπε να είχε ασκηθεί εντός του χρονικού διαστήματος από την 19.5.2011 έως την 2.7.2001, δεδομένου ότι η τελευταία δημοσίευση της ανακοίνωσης της καταχώρισης της κατάστασης των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση έλαβε χώρα την 18.5.2011 όπως προκύπτει από το 18.5.2011 φύλλο της εφημερίδας «…..». Τυγχάνει απορριπτέος ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος περί του ότι η ανακοπή αυτή, δεν υπόκειται σε προθεσμία, αφού δεν υπόκειται σε προθεσμία η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ που τυγχάνει συμπληρωματικής εφαρμογής. Τούτο διότι νομοθετική στόχευση της άμεσης και ταχείας εκδίκασης των ανακοπών του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 και, μάλιστα, στο μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον σημαντικότατο όγκο των ασφαλιστικών συμβάσεων, καθώς και το πλήθος των ασφαλισμένων μιας υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας. Τα πραγματικά αυτά δεδομένα καθιστούν ανεφάρμοστη τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρ. 92 ΠτΚ ως προς την εκεί προβλεπόμενη προθεσμία άσκησης της ανακοπής μέχρι την τελευταία διανομή, καθώς η άσκηση αναγγελίας εκτός της προθεσμίας των 45 ημερών του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 για το σύνολο ή μέρος των ασφαλισμένων εκτός της κατάστασης των δικαιούχων από ασφάλιση, θα έθετε κάθε διανομή εκτός προϋπολογισμού, ενώ πιθανότατα θα την καθιστούσε και de facto αδύνατη, δεδομένου ότι η άσκηση της ανακοπής του άρθρ. 92 ΠτΚ μέχρι την τελευταία διανομή θα μετέβαλε άρδην τους συσχετισμούς της ΚΔΑ ως προς την αξία των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν (βλ. τη γνωμοδότηση Αγγέλου Μπώλου ο.π., σελ. 13,14). Κατόπιν αυτών, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) -και πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, θα συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρ. 179.183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 1η Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ