Αριθμός 417/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ελένη Μαζαράκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ο οποίος εδρεύει στον Πειραιά Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο αυτού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Θεοδώρα Γούλα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 774/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 6.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 06-04-2021 (γεν.αριθμ.καταθ. …./ 2021) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ΄αριθμ.774/ 2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ`αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ.614 αρ.3,621 επ.ΚΠολΔ, όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) Για το παραδεκτό της δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ).
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή ( άρθρο 532 ΚΠολΔ ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα),από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο δε χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.Α.Π. 18/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/ 1937), “Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον” (παρ. 1 εδ. α) και “Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου” (παρ. 3).
Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζονται τα εξής: “Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων” (παρ. 1). “Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες” (παρ. 2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10ε ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και πειθαρχικά.
Εξάλλου στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Περαιτέρω στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη-μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας δυνατότητας έκανε χρήση η Ελλάδα. Στη ρήτρα 5 της πιο πάνω οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται “διαδοχικές” και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα προεδρικά διατάγματα 81/2003 και 164/2004, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα) και το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3… 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό “το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του”, ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι πιο πάνω διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από τις 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Έτσι με το άρθρο 11 παρ. 1 περ. α, 2 εδ. α και β, 3 και 5 του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος ορίζονται τα εξής: “Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση” (παρ. 1 περ. α). “Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία” (παρ. 2 εδ. α και β). “Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων” (παρ. 3). “Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης” (παρ. 5).
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, βάσει των πιο πάνω διατάξεων ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνεπώς στις συμβάσεις αυτές δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 (Ολ. Α.Π. 19 και 20/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα η τελευταία αυτή διάταξη μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα πριν από την έναρξη της ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος. Τούτο διότι οι συμβάσεις αυτές, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), είχαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων προσλάβει το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (Ολ. Α.Π. 7/2011 και 8/2011,ΑΠ 107/2017, ΕφΠατρ 139/ 2022, ΕφΘρ 11/2022, ΕφΠειρ 175/2021, ΕφΑθ 76/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 7-03-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2018) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι προσλήφθηκε από τον εναγόμενο ΟΤΑ με την επωνυμία «Δήμος Πειραιά» και ήδη εφεσίβλητο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως εργάτρια καθαριότητας, με χρονική διάρκεια από 1-10-2013 έως 31-5-2014. Ότι στις 3-8-2015 συνήψε νέα σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία παρατάθηκε εως 3-7-2017 και στη συνέχεια εχώρησε νέα παράταση από 4-7-2017 έως 31-3-2018 προς εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 24 Ν.4479/ 2017. Ότι με βάση τις ως ανω συμβάσεις ορισμένου χρόνου προσέφερε την εργασία της στον εναγόμενο καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και ότι οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συνιστούν στην πραγματικότητα μία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διοτι ο χαρακτηρισμός τους ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά έγινε με σκοπό να καταστρατηγηθούν οι νομοθετικές διατάξεις περι καταγγελίας των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί ότι συνδέεται με τον εναγόμενο με μία εξαρχής ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, που ως βέβαιο γεγονός θα πραγματοποιηθεί στις 31-3-2018,να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να την απασχολεί και μετά την ανωτέρω ημερομηνία καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές της με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους τριακοσίων (300,00) ευρώ για κάθε ημέρα που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες της, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και τέλος, να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Επι της αγωγής αυτής, εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ αριθμ.774/2019 απόφαση (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών) η οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ηττηθείσα ενάγουσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ΄αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.
Με το ως ανω όμως περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη και τούτο για τους κάτωθι λόγους : Κατά τα εκτιθέμενα σ΄αυτήν (αγωγή), η ενάγουσα προσλήφθηκε από τον εναγόμενο προκειμένου να παράσχει την εργασία της από 1-10-2013 έως 31-5-2014,ήτοι για χρονικό διάστημα οκτώ (8) μηνών και στη συνέχεια στις 3-8-2015, δηλαδή μετά από την έναρξη της ισχύος των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύεται η μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως ανω προσωπικού και η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου (ΑΠ 1681/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, επειδή οι επίδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου έχουν καταρτισθεί υπο την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του Ν.2190/ 1994 (βλ. ΟλΑΠ 7/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν, ούτε κατ΄ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμη και στην περίπτωση που η ενάγουσα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες, καθόσον ο εναγόμενος ΟΤΑ, ως εμπίπτων στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου, δεν έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρις την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού, και συγκεκριμένα, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή του Α.Σ.Ε.Π. Οποιαδήποτε δε προσπάθεια μονιμοποίησης των εργαζομένων με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, κατ΄ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ακόμη και αν κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου Δήμου, προσκρούει στη ρητή απαγόρευση τόσο του άρθρου 21 παρ.2 του Ν.2190/ 1994,όσο και στο άρθρο 103 παρ.8 του Συντάγματος σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στις προηγηθείσες νομικές σκεψεις της παρούσας.
Επίσης, εν προκειμένω, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε η γενική διάταξη του άρθρου 671 του ΑΚ ή η διάταξη του άρθρου 8 του Ν.2112/ 1920, σύμφωνα με τις οποίες καθίσταται δυνατή η μετατροπή μιας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, εάν ο καθορισμός της διάρκειάς της δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των περι υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης διατάξεων του ίδιου νόμου, καθόσον όταν η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται υποχρεωτικά από το νόμο ως ορισμένης διάρκειας, όπως εν προκειμένω με το Ν.2190/ 1994, αυτή δεν συνιστά αδικαιολόγητο καθορισμό της διάρκειας της σύμβασης, ούτε καταστρατήγηση των διατάξεων του Ν.2112/ 1920. Εξάλλου, με την επικαλούμενη από την ενάγουσα Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε. και ειδικά της ρήτρας 5 αυτής, δεν τίθενται κανόνες παράγωγου κοινοτικού δικαίου άμεσης εφαρμογής, ούτε επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ο χαρακτηρισμός τους ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενώ, περαιτέρω, δεν υφίσταται στην προκειμένη ένδικη περίπτωση, πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών ρυθμίσεων του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, που ορίζει τις προϋποθέσεις για την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας σε σύμβαση αόριστης διάρκειας, αφου αυτό αφορά στις συμβάσεις που είχαν συναφθεί μετα τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην εν λόγω Οδηγία (10-7-2002), μέχρι την προσαρμογή αυτή και ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του ΠΔ στις 19-7-2004, δηλαδή δεν αφορά στην ένδικη σύμβαση η οποία, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, καταρτίστηκε μετά την ως ανω ημερομηνία.
Επίσης και οι διατάξεις του άρθρου 21 παρ.1 και 2 του Ν.2190/ 1994,σύμφωνα με τις οποίες οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 του νόμου αυτού, δηλαδή και οι ΟΤΑ, μπορούν να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου προς αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των διατάξεων του νόμου αυτού και ότι η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 8 μήνες σε συνολικό χρόνο 12 μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεων θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 4 μήνες για το ίδιο άτομο, καθώς και ότι η παράταση ή η σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή η μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες, θέτουν περιορισμούς ως προς τη σύναψη και τη διάρκεια των εν λόγω συμβάσεων εργασίας, με ποινή ακυρότητας αυτών, χαρακτηρίζονται ως αναγκαστικού δικαίου, όπως τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο του κεφαλαίου Γ΄ του ως ανω νόμου, στο οποίο εντάσσονται, καθώς και από τον πρόδηλο σκοπό του νόμου αυτού (πρβλ. Ολομέλεια ΑΣΕΠ 19/ 1994 ΕΕργΔ54.1995). Σημειωτέον δε ότι στην παρ.4 του ίδιου ως ανω άρθρου του παραπάνω νόμου (άρθρο 21 Ν.2190/1994) ορίζεται ότι τα όργανα που διενεργούν την εκκαθάριση των αποδοχών, υποχρεούνται να παύσουν την καταβολή των αποδοχών του προσωπικού που συμπλήρωσε την ως ανω νόμιμη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται σε αυτά οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και απειλούνται ποινικές κυρώσεις κατά των αρμοδίων στην περίπτωση παράβασης των διατάξεων που ρυθμίζουν τη σχέση εργασίας του ως ανω προσωπικού (άρθρ.259 ΠΚ), ενώ επίσης προβλέπεται και υποχρεωτική παραπομπή στην αρμόδια πειθαρχική διαδικασία (παρ.5), γεγονός που δεν υφίσταται στην ένδικη υπόθεση καθόσον η διοίκηση έπραξε σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων : α) του άρθρου 167 Ν.4099/2012 δυνάμει της οποίας συνήφθη η από 3-8-2015 δεύτερη σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας εως 8 μηνών, β) του άρθρου 50 Ν.4351/2015 που παρέτεινε μεχρι την 31-12-2016 την ισχύουσα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού (4-12-2015) ατομική σύμβαση της ενάγουσας, γ) του άρθρου 16 Ν.4429/2016 που παρέτεινε μεχρι την 31-12-2017 την ισχύουσα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού (21-10-2016) ατομική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που είχε παραταθεί βάσει της παραπάνω διάταξης, και δ) του άρθρου 24 παρ.2 Ν.4479/2017 που παρέτεινε εως την 31-3-2018 την ατομική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου της ενάγουσας που ίσχυε κατά τη διάταξη αυτής στις 7-6-2017,δεδομένου ότι είχε παραταθεί δυνάμει της διάταξης του άρθρου 16 Ν.4429/ 2016.
Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι .
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ των διαδίκων καθόσον εν προκειμένω η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ( άρθρ.179 εδαφ. τελευτ.ΚΠολΔ ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 774/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών). Και
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα ολικά μεταξυ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ