Αριθμός 445/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3o
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Άννα Κούπα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ομόρρυθμης Εταιρείας ………….. εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Χατζηγιάννη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2284/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 25.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπο κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ΄αριθμ.2284/ 2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ.614 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2 , 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ).
Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 532 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ) το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης.
Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Με την από 19-10-2018 (γεν.αριθμ.καταθ…../2019) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει του αναφερομένου σ΄αυτήν (αγωγή) ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, συνεκμίσθωσε κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στην εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία το αναλυτικώς περιγραφόμενο στην αγωγή μίσθιο ακίνητο, που βρίσκεται στον Πειραιά και επι των οδών …… και ………., αντι μηνιαίου συνολικού μισθώματος ποσού 2.403,48 ευρώ (μετα του χαρτοσήμου), εκ του οποίου ποσό 801,16 ευρώ αντιστοιχεί στη δική του εξ αδιαιρέτου αναλογία στο μίσθιο, καταβαλλόμενου εντος του πρώτου πενθημέρου εκάστου μισθωτικού μήνα. Ότι η εναγομένη εταιρεία και ήδη εφεσίβλητη, αν και ποιεί ακώλυτη χρήση του ως ανω μισθίου έως σήμερα (μεχρι την άσκηση της αγωγής), εξακολουθεί να του οφείλει για καθυστερούμενα μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου έως και Δεκεμβρίου 2016,το συνολικό ποσό των 9.613,92 ευρώ, ποσό για το οποίο κατέστη αυτή υπερήμερη.
Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ως ανω συνολικό ποσό ύψους 9.613,92 ευρώ για τα καθυστερούμενα ως ανωτέρω μισθώματα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου κονδυλίου μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και τέλος να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ.΄αριθμ. 2284/2019 απόφαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία αφου έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1,44 του ΠΔ 34/1995, 341 παρ.1,345,361,574,595 του ΑΚ, 176,907,910 αρ.2 του ΚΠολΔ, 63, 68 του ν.4194/2013, κατόπιν αφου έκανε δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη την νομίμως προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περι εικονικότητας της ένδικης σύμβασης μίσθωσης (άρθρα 138 εδ.α΄,180 ΑΚ), απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή και επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης, την οποία καθόρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 180 του ΑΚ προκύπτει ότι δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Ειδικότερα, εικονική είναι η δήλωση βούλησης η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά σκοπός αυτής είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Μάλιστα, εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Ετσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Η κατά τα ως άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 του ΑΚ, σε συνδυασμό με των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1450/ 2021, ΑΠ 218/2010, ΑΠ 1307/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 160/2013, ΧρΙΔ 2013, σελ. 577). Εξάλλου, η προβολή της ακυρότητας λόγω εικονικότητας δεν υπόκειται, για οποιοδήποτε από τους νόμιμους τρόπους που μπορεί να προβληθεί, είτε με αναγνωριστική αγωγή είτε με ένσταση, σε χρονική οριοθέτηση, αφού πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα που δεν θεραπεύεται με το χρόνο και προσθέτως γιατί η αναγνωριστική αγωγή δεν παραγράφεται (άρθρο 247 ΑΚ, εκτός εάν παρεγράφη η αξίωση την οποία προπαρασκευάζει, βλ. ΑΠ 1771/2007, ΕλλΔνη 48, σελ. 1394).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την χωρίς όρκο κατάθεση του ενάγοντος, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με το από 31-3-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό συστήθηκε η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», με έδρα τον Πειραιά, αρχικοί δε εταίροι της οποίας ήταν τα αδέρφια ………. και ……….., μη διάδικοι στην προκειμένη δίκη, ενώ με το από 12-01-1982 τροποποιητικό ιδιωτικό συμφωνητικό εισήλθε στην εταιρεία και ο άλλος αδερφός του και νυν ενάγων ………….. και το ποσοστό εταιρικής συμμετοχής ενός εκάστου διαμορφώθηκε σε 33,33 % ή 1/3 .
Στη συνέχεια, δυνάμει του από 30-06-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ο ενάγων από κοινού με τους λοιπούς ως ανω ομόρρυθμους εταίρους, συνεκμίσθωσαν στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία, που τότε είχε την επωνυμία « ……………» και ήδη άλλαξε η επωνυμία της σε « ……………» (νυν εναγομένη), ένα ακίνητο συνιδιοκτησίας τους κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος (ίσο με το ποσοστό εταιρικής συμμετοχής τους) και συγκεκριμένα ένα κτίριο (πενταόροφη οικοδομή με υπόγειο), εμβαδού 1.450,12 τμ, που βρίσκεται στον Πειραιά επι των οδών …………, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για επαγγελματική χρήση παρόμοια με τον σκοπό της εταιρείας, για αποθηκευτικός χώρος των προϊόντων που παράγει αυτή και για εγκατάσταση των γραφείων της έδρας της. Η εν λόγω μίσθωση συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια εννέα (9) έτη, αρχόμενη την 1-8-2004 και λήγουσα την 31-7-2013, αντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 2.320 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου εκ 3,6 % (ποσού 83,52 ευρώ), ήτοι συνολικού ποσού 2.403,52 ευρώ, προκαταβαλλόμενου μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μισθωτικού μήνα και αναπροσαρμοζόμενου κατά τα ειδικότερα συμφωνηθέντα.
Ετσι, η εξ αδιαιρέτου (1/3) αναλογία του ενάγοντος στο μίσθωμα ανερχόταν, στο ποσό των 801,17 ευρώ (ήτοι 2,403,52 ευρώ δια 1/3). Η εναγομένη εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η ένδικη σύμβαση μίσθωσης είναι άκυρη λόγω της απόλυτης εικονικότητας αυτής, δεδομένου ότι η δήλωση των συμβαλλομένων κατά την κατάρτιση της σύμβασης βρισκόταν σε ηθελημένη διάσταση με τη βούλησή τους, αφου φαινομενικά συμφωνήθηκε η κατάρτιση της μίσθωσης, ενώ η αληθινή συναλλακτική πρόθεσή τους ήταν να δημιουργείται στη φορολογική Αρχή η εντύπωση ότι η εταιρεία έχει έδρα (στεγάζεται) σε συγκεκριμένη διεύθυνση (κατάστημα) και βαρύνεται με την καταβολή μηνιαίου μισθώματος, ώστε να επιτύχει φορολογικές εκπτώσεις ή ελαφρύνσεις ενόψει των κερδών που αποκόμιζε. Όπως δε, αποδείχθηκε, οι τρείς συμβληθέντες ως συνεκμισθωτές (κατά ποσοστό 1/3 έκαστος) αποτελούν ταυτόχρονα και τα μοναδικά μέλη (εταίροι) της εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, τα οποία (μέλη), είναι ταυτόχρονα και καταστατικοί διαχειριστές – νόμιμοι εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρείας, δηλαδή πρόκειται για προσωπική και ολιγομελή (τριμελή) οικογενειακή επιχείρηση, ο σκοπός της οποίας στηρίζεται στην προσωπική συμβολή των εταίρων (αδερφών), οι οποίοι και μόνον διατηρούν το δικαίωμα απόληψης των κερδών από τη δραστηριότητα της εταιρείας. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, η κατάρτιση σύμβασης μίσθωσης μεταξύ της ομόρρυθμης εταιρείας (ως μισθώτριας) και των μοναδικών μελών της (ως συνεκμισθωτών) παρίσταται λογικώς ανεπέρειστη, αφου δι΄αυτής (σύμβασης) οι συνεταίροι και συνεκμισθωτές δικαιούνται να εισπράξουν μισθώματα από τον ίδιο τους τον εαυτό, δοθέντος ότι στην πραγματικότητα, – παρα την τυπική μεσολάβηση της νομικής προσωπικότητας της εναγόμενης εταιρείας -, υφίσταται ουσιαστική ταύτιση της τελευταίας με τα μέλη της, λόγω της εις ολόκληρον ευθύνης των ομόρρυθμων μελών με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (άρθρ.249 παρ.1 του ν.4072/2012), σε τέτοιο τρόπο ώστε σε περίπτωση μη καταβολής μισθωμάτων από την εναγόμενη εταιρεία, να ευθύνονται, και με την ατομική τους περιουσία, και οι ίδιοι οι συνεκμισθωτές ως ομόρρυθμα μέλη έναντι του εαυτού τους (ως συνεκμισθωτών). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων αν και έφερε το δικονομικό βάρος απόδειξης σύναψης έγκυρης σύμβασης μίσθωσης, αφενός μεν δεν επιμελήθηκε της εξέτασης μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρα μόνο κατέθεσε χωρις όρκο ο ίδιος, ως διάδικος, αφετέρου δε, δεν προσκόμισε οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, όπως λ.χ. παραστατικό Τράπεζας ή άλλο ιδιωτικό έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει εναργώς ότι από το 2004 (οπότε καταρτίσθηκε το επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό) και μετέπειτα, η εναγόμενη εταιρεία προέβη προς αυτόν σε καταβολές μισθωμάτων. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι η κατάρτιση του επίδικου ως ανω μισθωτηρίου συμβολαίου έγινε, κατά την αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλομένων, όχι σπουδαία αλλά φαινομενικά (εικονικά), προκειμένου να εκληφθεί από τους τρίτους και εν προκειμένω από την φορολογική Αρχή ότι η εναγόμενη εταιρεία βαρύνεται με την καταβολή μισθώματος, ενώ οι συμβαλλόμενοι δεν επιθυμούσαν να επέλθει η συγκεκριμένη έννομη συνέπεια, ήτοι η υποχρέωση καταβολής μισθώματος και πράγματι για τον λόγο αυτόν (εικονική δήλωση) και όχι από δυστροπία, από την κατάρτιση της μίσθωσης και εφεξής, ουδέποτε καταβλήθηκαν μισθώματα από την εναγόμενη προς τον ενάγοντα, γεγονός που ενισχύεται, εκτος άλλων, και από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα της εναγόμενης, για την αξιοπιστία του οποίου και το παρόν Δικαστήριο δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει.
Εξάλλου, η μη καταβολή μισθωμάτων και η αποδειχθείσα απόλυτη εικονικότητα της εν λόγω σύμβασης μίσθωσης, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι διάδικοι δήλωναν, όπως συνομολογείται, τα συμφωνηθέντα μισθώματα στην οικεία φορολογική Αρχή, αφού, όπως αναφέρθηκε ήδη, η σχετική φορολογική δήλωση μισθωμάτων γινόταν για να εμφανισθούν τα μισθώματα ως εισπραττόμενο εισόδημα, που αντισταθμιζόταν όμως, από τη φορολογική ελάφρυνση της ομόρρυθμης εταιρείας, της οποίας μέλος ήταν και ο ενάγων.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων, ομόρρυθμος εταίρος, με σχετική δήλωσή του που περιήλθε στην εναγομένη εταιρεία την 7-8-2018, αποχώρησε εκουσίως από αυτήν, συνταχθέντος προς τούτο και του από 27-11-2018 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης και κωδικοποίησης του καταστατικού, έκτοτε δε, η εναγόμενη εταιρεία του καταβάλει συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, τα οποία όμως δεν αποτελούν «μίσθωμα», όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά «αντάλλαγμα» για την αποχώρησή του από την εταιρεία, αποχώρηση η οποία έχει το χαρακτήρα μεταβίβασης του ποσοστού της εταιρικής συμμετοχής του.
Μετά από τα ως ανω αποδειχθέντα, η ένδικη σύμβαση μίσθωσης είναι απόλυτα άκυρη λόγω της εικονικότητάς της και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρο 180 ΑΚ), δεκτής γενομένης ως και κατ΄ουσίαν βάσιμης της νομίμως προβληθείσας και πρωτοδίκως, σχετικής ένστασης της εναγόμενης εταιρείας περι εικονικότητας (άρθ.138 εδ.α΄ ΑΚ).
Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου οι αντίθετοι περι των ανωτέρω ισχυρισμοί του ενάγοντος, που αποτελούν λόγους της ένδικης έφεσής του, πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η υπο κρίση έφεσή του.
Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει ν΄απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν στον εκκαλούντα λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 25-09-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2020) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.2284/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών – μισθώσεις).
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ,για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ. ΚΑΙ
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου με αριθμό …………/2020 άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ