Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 455/2022

Αριθμός    455 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου/Σωματείου …………, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Γερασίμου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ……… 2) ……… 3) ……….4) …….., 5) ………., 6)  …………, 7) ……….. 8) …………. 9) ………… 10) …………11) ………..12) ………..,  13) ………..  14) ………. και 15) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Βασίλειο Πεταλά.

Οι εφεσιβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  21.5.2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 623/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 29.5.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………../2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 97 παρ. 1, 118 αριθμ. 5, 122 παρ. 1, 123 παρ. 1 και 568 παρ. 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο δικηγόρος του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, υπογράφοντας την κλήση και την παραγγελία προς τον δικαστικό επιμελητή για την επίδοσής της στον αντίδικο, καθώς και ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τους διαδίκους κατά τη συζήτηση στον Άρειο Πάγο πρέπει να είναι εφοδιασμένος με τη σχετική πληρεξουσιότητα, η οποία παρέχεται από τον επισπεύδοντα και τον εκπροσωπούμενο διάδικο είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόματα των πληρεξουσίων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνων των άρθρων 105, 226 παρ. 4, 576 παρ. 1 και 577 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά την αναιρετική δίκη δεν παρίσταται ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση και αποδεικνύεται σύννομη χορήγηση από αυτόν δικαστικής πληρεξουσιότητας προς τον δικηγόρο που άσκησε την αίτηση αναίρεσης, η υπόθεση συζητείται παρά την απουσία του. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο αναιρεσείων επέσπευσε τη συζήτηση και παραστάθηκε κατά την αναβλητική δικάσιμο, οπότε, κατά το άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ, η αναγραφή από τον γραμματέα της υπόθεσης στο πινάκιο της μετ’ αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση για όλους τους διαδίκους, που παραστάθηκαν κατά την αναβλητική δικάσιμο (ΑΠ 660/2014). Αν δεν εμφανισθεί κάποιος διάδικος, ο Άρειος Πάγος οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή αν επέσπευσε αυτός τη συζήτηση και σε αρνητική περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, αν μεν πρόκειται για απλή ομοδικία μόνο ως προς τον μη κλητευθέντα (άρθρο 576 παρ. 3 ΚπολΔ), αν δε πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, τόσο γι’ αυτόν όσο και για τους μετέχοντες στη δίκη περισσοτέρους διαδίκους (ΑΠ 720/2017). Επομένως, σε μία τέτοια περίπτωση για να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως πρέπει να αποδεικνύεται ότι είτε οι λοιποί των αναιρεσειόντων είτε ο μόνος αναιρεσίβλητος κάλεσαν τον απολειπόμενο αναιρεσείοντα.

Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων και την καθιερούμενη από την τελευταία απ’ αυτές αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι, συνάγεται ότι : α) στην περίπτωση που η επίσπευση της συζήτησης είχε γίνει από τον απολειπόμενο διάδικο, από κοινού με άλλους που εμφανίσθηκαν, αυτή δεν είναι έγκυρη ως προς έλλειψη πληρεξουσιότητας, ως προς εκείνον (απολειπόμενο), προς το δικηγόρο, που και για λογαριασμό του επέσπευσε τη συζήτηση, β) στην περίπτωση που ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση εμφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, την οποία πλέον αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο αναιρεσείων θεωρείται ότι δεν παρίσταται και κηρύσσεται άκυρη η κλήση, με βάση την οποία αυτός εμφανίζεται ότι επισπεύδει, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εφαρμογή της παραπάνω αναφερόμενης διάταξης του άρθρου 576 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι και γ) εφόσον οι αναιρεσείοντες είναι περισσότεροι, ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση και εμφανίζεται γι’ αυτούς, δεν έχει την πληρεξουσιότητα μερικών ή και ενός από τους αναιρεσείοντες που επέσπευσαν τη συζήτηση, αν μεν πρόκειται για απλή ομοδικία αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη μόνο ως προς αυτόν, δε για αναγκαστική ομοδικία ως προς όλους, εκτός αν οι αναιρεσείοντες έχουν κλητευθεί από τους αντιδίκους τους (ΑΠ 573/2019, ΑΠ 1603/2017, ΑΠ 194/2016, Π 193/2012, ΑΠ 440/2012, ΕφΛαρ 101/2020, ΕφΠειρ 393/2020, ΕφΠειρ 371/2014, ΕφΠειρ 182/2013 ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1α ΚΠολΔ “Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνον ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι τους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται”.

Η διάταξη αυτή προσδίδει ευρύτερα όρια στην έννοια της αναγκαστικής ομοδικίας, εφόσον αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες, αν και δεν υπάρχει κίνδυνος σύγκρουσης δεδικασμένου, δεν νοείται, όμως, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, αλλά κατά τους κανόνες της λογικής και του δίκαιοι επιβάλλεται η έκδοση όμοιας απόφασης. Έτσι, αναγκαστική ομοδικία υφίσταται και σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει πλήρης ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης κάθε ομοδίκου, καθόσον η λογική αναγκαιότητα επιβάλλει την έκδοση όμοιας απόφασης και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 76 παρ. 3 και 4 του ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας, το ένδικο μέσο που ασκείται από τον ένα από τους αναγκαστικούς ομοδίκους, ναι μεν δεν πρέπει να στρέφεται και κατά του αναγκαστικού ομοδίκου του, υπέρ του οποίου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει διάταξη σε βάρος του ασκούντος το ένδικο μέσο, πλην όμως έχει αποτελέσματα και υπέρ του ομοδίκου που δεν άσκησε το ένδικο μέσο, ο οποίος πρέπει να καλείται για να μετάσχει στη συζήτηση του ένδικου μέσου. Αλλιώς, σε περίπτωση μη κλήτευσης τούτου ή μη αυτόκλητης εμφάνισής του, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης (ΑΠ 42/2016, ΑΠ 223/2018 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση, η επίσπευση της συζήτησης η οποία γίνεται με επιμέλεια του εκκαλούντος, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδοθείσα, 623/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία το Δικαστήριο αυτό, δέχτηκε την από 21/05/2018 (αριθμ. κατάθ. ……/2018) αγωγή των εναγόντων ήδη εφεσιβλήτων και κήρυξε την ακυρότητα της από 28/03/2018 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης του εναγόμενου ήδη εκκαλούντος “…………..” (θέμα 7ο) περί εκλογής του νέου διοικητικού συμβουλίου αυτού. Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι έχουν κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως να παραστούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με επιμέλεια του εκκαλούντος, τυγχάνουν μεταξύ τους αναγκαίοι ομόδικοι, καθόσον δεν νοείται στην παρούσα υπόθεση η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, ενόψει του ότι υπάρχει ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης για τον κάθε εφεσίβλητο και κατά τους κανόνες της λογικής του δικαίου επιβάλλεται η έκδοση όμοιας απόφασης. Όπως προκύπτει, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν αυτοπροσώπως στο ακροατήριο, αλλά εκπροσωπήθηκαν “άπαντες” από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, ……….. Ωστόσο, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του φακέλου της δικογραφίας, συνδυασθείσα και με τη δήλωση του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου που διατυπώθηκε προφορικά στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα οικεία ως άνω πρακτικά και στην προσθήκη των από 3.2.2022 έγγραφων προτάσεων, προκύπτει ότι ο ως άνω Δικηγόρος δεν προσκόμισε σχετικό έγγραφο πληρεξούσιο (ΚΠολΔ 96), για τους πρώτο (το σχετικό προσκομισθέν δεν φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή ή και από δικηγόρο (ΚΠολΔ 96), δεύτερο, πέμπτο, έκτο, έδβομη, ένατο, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατη τέταρτη και δέκατο πέμπτο των εφεσιβλήτων.

Επομένως, πρέπει, να κριθεί το παραδεκτό ή όχι της εν λόγω παράστασης των εφεσιβλήτων, οι οποίοι συνδέονται με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας, και σύμφωνα με το άρθρο 105 ΚΠολΔ, α) επιτραπεί στο Δικηγόρο …………. , να μετάσχει προσωρινά στη δίκη με την υποχρέωση όμως, β) να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και γ) να ταχθεί προθεσμία προκειμένου να συμπληρωθεί με επιμέλεια των εφεσιβλήτων η έλλειψη της πληρεξουσιότητας αυτής και στη συνέχεια να (θεωρείται ότι έχει) λάβει χώρα έγκριση ως νόμιμων, έγκυρων και ισχυρών όλων των σχετικών διαδικαστικών πράξεων που έγιναν από αυτόν. Η ανωτέρω έλλειψη πρέπει να συμπληρωθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, μετά την πάροδο της οποίας, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ (στην οποία ρητά παραπέμπει το άρθρο 524 αρ. Ια ΚΠολΔ), θα επανεισαχθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση με κλήση οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη σε δικάσιμο που θα οριστεί νόμιμα. Από την εμπρόθεσμη αυτή συμπλήρωση (και προτού το παρόν Δικαστήριο διερευνήσει το παραδεκτό της κρινόμενης έφεσης) εξαρτάται το κύρος των πράξεων που ο Δικηγόρος των εφεσιβλήτων επιχείρησε κατά το παρόν στάδιο της δίκης (άρθρα 96 παρ. ΙΑ, 104, 105 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης σε δικάσιμο που θα οριστεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.

Επιτρέπει στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εφεσιβλήτων να συμμετάσχει προσωρινά στη δίκη και παρέχει στον τελευταίο προθεσμία τριών (3) μηνών προκειμένου να συμπληρωθεί, από την πλευρά των εφεσιβλήτων η ελλείπουσα πληρεξουσιότητα του παραστάντος κατά τη συζήτηση της έφεσης ως άνω Δικηγόρου, με την προσκομιδή των σχετικών νόμιμων πληρεξουσίων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    21 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ