Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 456/2022

Αριθμός     456/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:     ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χρυσούλα Ψαράκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   …………. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Σπυρίδωνος Χρυσοφώτη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 26.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2435/2020  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 24.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020)  έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 1.1.2002 (άρθρο 15 Ν. 2943/2001), ορίζει ότι, “αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως”. Κατά την έννοια της άνω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως, κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η αγωγή ως εάν ο απολιπόμενος διάδικος ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Τους παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ως εάν ήταν παρών, όπως, εντός των  ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 1015/2005 Ελλ.Δ/νη 46.1100, ΕφΔωδ 136/2009 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ 5224/2003 ΕλλΔνη 2004.555). Εξάλλου, για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε σα να ήταν παρών ο διάδικος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 1057/2012, Εφ.Αθ. 718/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η υπό κρίση από 24.9.2020 (αριθ.καταθ. ………../25.9.2020) έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης κατά της υπ’ αριθ. 2435/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθ. 592 επ. Κ.Πολ.Δ) έχει ασκηθεί κατά της νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριάντα ημερών που άρχισε από την επίδοση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (βλ. Την σχετική από 30.7.2020 σχετική επισημείωση επί αυτής της δικαστικής επιμελήτριας, ………., άρθρα 495 παρ. 1, 518 παρ. 1, 147 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), ενώ για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 3Γ εδ.τελευταίο Κ.Πολ.Δ), όπως το άρθρο που είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 50 παρ. 1 του Ν. 3772/2009, 22 του Ν. 3811/2009, 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015 Έναρξη ισχύος 1.1.2016, άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015. Σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, εφόσον η κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης και η ερημοδικασθείσα εκκαλούσα αρνείται κατ’ ορθή νομική εκτίμηση, τους αγωγικούς ισχυρισμούς και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης καθ’ όλες τις διατάξεις της και την απόρριψη της αγωγής, πρέπει, γενομένης αυτής δεκτής ως τυπικά και κατ’ ουσίαν βάσιμης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη καθ’ όλες τις διατάξεις της, ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και να ανασυζητηθεί η ένδικη αγωγή.

Με την από 26.11.2018 (αριθ.καταθ. ………../2018) αγωγή ο ενάγων, ζητεί τη λύση του γάμου του με την εναγομένη, επειδή βρίσκονται σε διάσταση, με πρόθεση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τη διετία. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι, πλήρως ορισμένη και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 του ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των “χρηστών ηθών” χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού, ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκη από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη με εκείνη του δικαιούχου, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ. ΑΠ 8/2001, ΑΠ 1/1997, ΑΠ 62/1990 ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα  δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 1206/2008 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 718/2018 ό.π).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα, υποστηρίζει με την έφεσή της, ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε καταχρηστικά, αφού αυτή, κατόπιν συζητήσεων που είχαν προηγηθεί, είχε την πεποίθηση ότι επίκειτο η λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο και όχι η άσκηση και η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής. Τα εκτιθέμενα, όμως, περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δημιουργούν, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, κατάσταση υπέρμετρα σκληρή για την εναγομένη, ώστε να καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του προς διάζευξη δικαιώματος. Επιπλέον η επιδίωξη της λύσης του γάμου από μέρους του ενάγοντος συζύγου της με την υπό κρίση αγωγή, δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και ως εκ τούτου πρέπει η σχετική ένσταση ,που προβάλλεται με λόγο έφεσης, να απορριφθεί ως μη νόμιμη.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 3719/2008, “εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά τα πρόσωπα του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στους συζύγους”. Από τη διάταξη αυτή, που καθιερώνει ως λόγο διαζυγίου τον αντικειμενικό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως των συζύγων προκύπτει ότι, εφόσον αποδειχθεί η διετής διάσταση, η οποία υπολογίζεται αναδρομικά, όχι από το χρόνο που είχε προσδιοριστεί αρχικά να συζητηθεί η αγωγή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά από το χρόνο της μετ’ αναβολή πρώτης στο ακροατήριο κατ’ ουσίαν συζήτησης της αγωγής, κατά τον οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 69, 224, 269 και 281 Κ.Πολ.Δ, κρίνεται το κεκτημένο του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος, τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων των συζύγων και το δικαστήριο χωρεί, στη λύση του γάμου. Ως διάσταση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται εκείνη κατά την οποία οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το εάν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενός από τους συζύγους ή και των δύο και ανεξάρτητα από το εάν διαμένουν στην ίδια κατοικία αλλά υπό καθεστώς χωρισμούς από τραπέζης και κοίτης (ΑΠ 1068/2014, ΑΠ 1057/2012 ΝΟΜΟΣ, βλ.και Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη “Οικογενειακό δίκαιο”, τόμος Ι έκδ.β΄, 1998 σελ. 389). Εξάλλου, η έναρξη της διετίας τοποθετείται είτε στο χρονικό σημείο κατά το οποίο συμπίπτουν το εξωτερικό και το ψυχικό στοιχείο της διάστασης, είτε – στις περιπτώσεις που υφίσταται διάσταση παρά τη συγκατοίκηση – κατά το χρόνο που εκλείπτει η βούληση των συζύγων για έγγαμη συμβίωση (ΑΠ 292/2008 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 718/2018 ό.π, ΕφΑθ 1036/2012, ΕφΑθ 4591/2011 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Εν προκειμένω, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις ………….2007 στα …. Σαλαμίνας από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο τον …., που γεννήθηκε στις 12.4.2008, και συμβίωσαν μέχρι την 29.5.2017 οπότε διακόπηκε η έγγαμη συμβίωσή τους. Έκτοτε και μέχρι τη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι διάδικοι διαμένουν σε διαφορετικές οικίες και δεν μεσολάβησαν έστω και σύντομα διαστήματα επανασυμβίωσής τους. Καθ’ όλο δε αυτό το διάστημα της φυσικής και σωματικής απομακρύνσεώς τους δεν υπήρχε βούληση για κοινωνία βίου. Κατόπιν αυτών και αφού, όπως προεκτέθηκε, επί διετούς διαστάσεως ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, που αποτελεί αυτοτελή λόγο διαζυγίου, τεκμαίρεται αμάχητα, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να λυθεί ο μεταξύ των διαδίκων γάμος. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω της συζυγικής τους σχέσης (άρθρα 179 και 183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 24.9.2020 (αριθ.καταθ. ……../ 2020) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2435/7.7.2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 26.11.2018 (αριθ.καταθ. ………./2018) αγωγής.

Δέχεται την αγωγή.

Απαγγέλλει τη λύση του μεταξύ των διαδίκων θρησκευτικού γάμου, που τελέστηκε στις ……. στα …. Σαλαμίνας.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Ιουλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ