Αριθμός 340/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αριστοτέλη Μερεκούλια (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ετερόρρυθμης εταιρείας ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Κατσαράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς 20.9.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 736/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 10.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 10-05-2021 (γεν.αριθμ.καταθ……./2021) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ΄αριθμ.736/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ`αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ.614 αρ.3,621 επ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 14-04-2021 όπως τούτο προκύπτει από την βεβαίωση επι της εκκαλουμενης του δικαστικού επιμελητη ………. και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 14-05-20121 (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 Κ.Πολ.Δ.) Για το παραδεκτό της δε, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή ( άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ.1του ίδιου Κώδικα), από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011). Σημειώνεται δε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495 – 590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα, μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Με την από 25-12-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2019) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι στις 11-01-2013 προσλήφθηκε από τον διαχειριστή της εναγομένης εταιρείας με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης με την ειδικότητα της βοηθού οδοντιάτρου, προκειμένου να εργαστεί στο οδοντιατρείο που αυτή (εναγομένη) διατηρεί στη Σαλαμίνα. Ότι το ωράριο εργασίας της συμφωνήθηκε να είναι μειωμένο και δη 5ωρο και να παρέχεται μία φορά σε εβδομαδιαία βάση, είτε την Τετάρτη είτε το Σάββατο, από ώρα 14.00 έως και ώρα 19.00 μμ αντι μηνιαίων μικτών αποδοχών ποσού 174,75 ευρώ. Ότι η εναγομένη πρώτη φορά την 1-6-2018 δήλωσε την απασχόλησή της στην Επιθεώρηση Εργασίας και στις υπηρεσίες του ΙΚΑ, ζημιώνοντας την ίδια (ενάγουσα) σε ασφαλιστικές εισφορές και ένσημα, με αποτέλεσμα να διαμαρτύρεται επανειλημμένα για την αδήλωτη παροχή εργασίας εκ μέρους της. Ότι οι διαμαρτυρίες της, οι οποίες εντάθηκαν στις 2-10-2018, σε συνδυασμό με μια διχογνωμία που είχε με την ετερόρρυθμη εταίρο της εναγομένης, η οποία κατέληξε σε μεταξύ τους διαπληκτισμό και τον χαρακτηρισμό της εκ μέρους της τελευταίας «τσουτσέκι», γεγονός που την πρόσβαλε ως άτομο και εργαζόμενη, αποτέλεσαν τις αιτίες, οι οποίες οδήγησαν στην εκδικητική και καταχρηστική απόλυσή της στις 22-10-2018. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη αφενός διότι δεν της καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση αφετέρου διότι δεν είχε δηλωθεί η εργασία της στο ΙΚΑ και επίσης διότι ήταν καταχρηστική καθώς έλαβε χώρα εκδικητικά, ως αντίδραση στη μη αρεστή στην εναγομένη νόμιμη συμπεριφορά της να διαμαρτυρηθεί για τη μη ασφάλισή της και λόγω της διαφωνίας της με την εταίρο της σε θέματα εργασίας. Ότι η αντίδρασή της υπήρξε άμεση, αιτούμενη την επαναπρόσληψή της, όμως ο διαχειριστής της εναγομένης δεν της έδωσε κάποια πειστική απάντηση. Ότι η εναγόμενη αρνούμενη να αποδεχθεί την προσφορά εργασίας της, έχει καταστεί υπερήμερη, ώστε της οφείλονται οι μισθοί υπερημερίας από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα, από την ημεροχρονολογία καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης, στις 22-10-2018 και μέχρι την άρση της υπερημερίας. Ότι, επικουρικώς, στην περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας κριθεί έγκυρη δικαιούται την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης ποσού 611,62 ευρώ. Ότι όλως επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθεί ότι με την εναγόμενη συνδεόταν με άκυρη σύμβαση εργασίας, τα ανωτέρω ποσά οφείλονται κατά τις διατάξεις περι αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της δια της αποδοχής των υπηρεσιών της και της μη καταβολής των αποδοχών, τις οποίες μετα βεβαιότητας θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε εργαζόμενο υπάλληλο προσλάμβανε με την ίδια ειδικότητα απασχολούμενο με τους ίδιους όρους και συνθήκες με αυτή. Ότι η συμπεριφορά του διαχειριστή της εναγομένης που προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας εξαιτίας της διαμαρτυρίας της για την ασφαλιστική της τακτοποίηση αλλά και λόγω της διαφωνίας της με τη συνέταιρό του για θέματα της εργασίας, η οποία μάλιστα την αποκάλεσε «τσουτσέκι» ήταν προσβλητική για την προσωπικότητά της και της προκάλεσε επαγγελματική δυσφήμηση ώστε δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, ποσού 10.000,00 ευρώ.
Επι της αγωγής αυτής, εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη υπ αριθμ.736/2021 απόφαση (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) η οποία αφου έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57 εδ.α΄,γ΄, 59, 297,298,299,330 εδ.α΄, 345,346,648 παρ.1,656,914, 932 εδ.α΄, β΄, ΑΚ, 1ν.2112/1920,1,2,5 παρ.3 ν. 3198/ 1955, 70,176,219 παρ.1και 2, 907,908 παρ.1ε΄ ΚΠολΔ, κατόπιν απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της την στηριζόμενη στις περι αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα καταβολής εκ μέρους της εναγομένης χρηματικής ποινής ποσού τριακοσίων (300,00) ευρώ για κάθε ημέρα που δεν θα αποδέχεται τις υπηρεσίες της (της ενάγουσας), μη συμμορφούμενη με το διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη τόσο ως προς τα κύρια αγωγικά αιτήματά της όσο και ως προς την επικουρική της βάση και τέλος καταδίκασε την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης την οποία καθόρισε στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ηττηθείσα ενάγουσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ΄αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.
Με το ως ανω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις προδιαληφθείσες ως ανω διατάξεις, πλην της επικουρικής βάσης στηριζόμενης στις περι αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον τα αναφερόμενα για τη θεμελίωση αυτής πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται με αυτά που στηρίζουν την κύρια αγωγική βάση της αφου η ενάγουσα δεν επικαλείται στοιχεία διαφορετικά, ενόλω ή εν μέρει της κύριας βάσης, όπως ακυρότητα της σύμβασης, παρα μόνο ότι η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της χωρις νόμιμη αιτία (ΑΠ 493/ 2010, ΑΠ 2212/2009, ΕφΠατρ 521/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο τυγχάνει και το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα καταβολής από την εναγομένη χρηματικής ποινής ύψους 300,00 ευρώ για κάθε ημέρα που δεν θα αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας μη συμμορφούμενη με το διατακτικό της απόφασης που θα εκδοθεί, αφού για την εκτέλεση απόφασης η οποία υποχρεώνει τον εργοδότη να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο όταν η απόλυση του τελευταίου κριθεί άκυρη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 947 του ΚΠολΔ το οποίο προϋποθέτει υποχρέωση παράλειψης ή ανοχής πράξης από την πλευρά του οφειλέτη, αλλά το άρθρο 946 του ίδιου Κώδικα, το οποίο όμως προβλέπει καταδίκη του εργοδότη – εναγομένου για την περίπτωση άρνησής του να απασχολήσει τον εργαζόμενο, σε εφάπαξ χρηματική ποινή μεχρι 50.000,00 ευρώ υπερ του τελευταίου και όχι σε χρηματική ποινή για κάθε ημέρα άρνησης, όπως αντίθετα, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ. και με την επισήμανση ότι κατά το άρθρο 946 ΚΠολΔ η χρηματική ποινή απαγγέλλεται και δεν απειλείται, όπως προβλέπει αντίθετα, το άρθρο 947 του ίδιου Κώδικα, οπότε και απαιτείται δεύτερη απόφαση περι βεβαίωσης της παράβασης και καταδίκης του εναγομένου σε καταβολή της χρηματικής ποινής (πρβλ. ΕφΑθ 315/ 019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός υποστηρίζων τα αντίθετα λόγος έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανω δικαστηρίου, από τις υπ΄αριθμ. ….. και …./ 26-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις της ενάγουσας, που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου της – εναγομένης, από τις υπ΄αριθμ….., …. και …./ 20-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης, που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, από την υπ΄αριθμ…../ 18-11-2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο δεδομένου ότι λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι οδοντοτεχνίτρια, απόφοιτη του ΙΕΚ Νέας Ιωνίας, όπου εκεί γνώρισε τον διαχειριστή της εναγομένης εταιρείας ο οποίος είναι οδοντίατρος- ορθοδοντικός και ανήκε στο διδακτικό προσωπικό της παραπάνω σχολής. Μετά δε την αποφοίτηση της ενάγουσας, ξεκίνησε μεταξύ τους μία συνεργασία υπο την μορφή της παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, στα πλαίσια της οποίας ο ανωτέρω, κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως οδοντίατρος- ορθοδοντικός, προέβαινε σε παραγγελίες κατασκευής ορθοδοντικών μηχανημάτων (εξωστοματικά, μασελάκια κλπ), τα οποία εφάρμοζε σε ασθενείς του στα οδοντιατρεία που διατηρούσε στη …….. Αττικής και στα ……., προς την ενάγουσα, η οποία τα κατασκεύαζε στο εργαστήριο του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ορθοδοντικού …………., με τον οποίο διατηρούσε συνεργασία. Το έτος 2005 ο διαχειριστής της εναγόμενης εταιρείας δραστηριοποιήθηκε πιο ενεργά στο οδοντιατρείο που διατηρούσε στη ………. και συνεχίζοντας τη συνεργασία του με την ενάγουσα (ως προς την κατασκευή των ορθοδοντικών μηχανημάτων), της πρότεινε να απασχοληθεί στο ιατρείο του, ως βοηθός οδοντιάτρου, γεγονός που συνέβη, οπότε αυτή προσλήφθηκε με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης μέχρι το έτος 2018, οπότε η σύμβασή της καταγγέλθηκε (βλ.σχετ. την από 1-2-2005 αναγγελία πρόσληψης, τα από 2-4-2015, 22-5-2015 και 31-3-2017 αντίγραφα εγγράφων όρων ατομικής σύμβασης μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, καθώς και το από 11-10-2018 έντυπο καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου χωρις προειδοποίηση). Με την πάροδο δε των ετών και καθώς μεταξύ των ανωτέρω αναπτύχθηκε εκτος από επαγγελματική σχέση και προσωπικός συναισθηματικός δεσμός, έτσι ώστε δημιουργήθηκε μεταξύ τους ισχυρό κλίμα εμπιστοσύνης και η ενάγουσα ανέλαβε επιπλέον την οργάνωση των προμηθειών του ιατρείου και την προώθηση των σχετικών παραγγελιών προς τους προμηθευτές, υπο την προηγούμενη έγκριση του ιατρού.
Στη συνέχεια από τα ίδια αποδεικτικά ως ανω μέσα αποδείχθηκε ότι δυνάμει του από 8-11-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίστηκε μεταξύ του ……., ορθοδοντικού και της ……….., ιδιωτικής υπαλλήλου, συστάθηκε η εναγομένη εταιρεία, με έδρα τη ……….. Αττικής, ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της οποίας τύγχανε ο πρώτος εξ αυτών.
Η εν λόγω εταιρεία όμως δεν ξεκίνησε αμέσως την παροχή των υπηρεσιών της αφου δεν είχε λάβει την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας, η οποία τελικά εκδόθηκε στις 14-01-2014 (βλ.σχετ. την υπ΄αριθμ…./2014 Βεβαίωση – Άδεια λειτουργίας της Οδοντιατρικής Εταιρείας του Οδοντιατρικού Συλλόγου Πειραιά). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη για να παρέχει τις υπηρεσίες της ως βοηθός οδοντιάτρου στις 11-01-2013, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επιπλέον δε, όπως προκύπτει και από την από 29-10-2012 βεβαίωση μητρότητας του Τμήματος Παροχών Ασθενείας του ΙΚΑ Νέου Κόσμου Αττικής και την υπ΄αριθμ. πρωτ. 101201/2/2013/033188/19-03-2013 απόφαση υπαγωγής στο πρόγραμμα «Ειδική Παροχή Προστασίας της Μητρότητας», η ενάγουσα επιδοτήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 22-12-2012 μέχρι 16-01-2013 για «μεταφορά κυοφορίας» και κατά το χρονικό διάστημα από 17-01-2013 μεχρι 16-07-2013 έλαβε άδεια μητρότητας επιδοτούμενη σχετικώς, έτσι ώστε ήταν αδύνατη η πρόσληψή της. Η σχέση δε συνεργασίας που συνέδεε την ενάγουσα με την εναγομένη εταιρεία μέχρι την 1-6-2018 οπότε πράγματι προσλήφθηκε ως βοηθός οδοντιάτρου, ήταν αυτή της παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, και συγκεκριμένα, αυτή (ενάγουσα) κατασκεύαζε τα οδοντοτεχνικά μηχανήματα των ασθενών, όπως έκανε για όλα τα οδοντιατρεία του διαχειριστή της εναγομένης. Στα πλαίσια δε της οργάνωσης των προμηθειών του οδοντιατρείου της ατομικής επιχείρησης του διαχειριστή της εναγομένης, κατά τα προαναφερθέντα, η ίδια είχε αναλάβει και την οργάνωση των προμηθειών του ιατρείου της εναγομένης και του υποκαταστήματός της στο Αιγάλεω Αττικής, καθόσον μεταξύ των δύο επιχειρήσεων υπήρχε μία άτυπη συνεργασία δεδομένου ότι ο βασικός ιατρός σε αμφότερες ήταν ο ίδιος, η δε ετερόρρυθμη εταίρος της εναγομένης ήταν συγχρόνως γραμματέας και υπεύθυνη για την οικονομική διαχείριση της ατομικής επιχείρησης του διαχειριστή της εναγομένης, δηλαδή του οδοντιατρείου της Νέας Σμύρνης.
Για όλα δε τα ανωτέρω, κατέθεσε με σαφήνεια και κατηγορηματικό τρόπο ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μάρτυρας ……………, για την αξιοπιστία του οποίου και το παρόν Δικαστήριο δεν έχει σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλει, ο οποίος είναι ασθενής της εναγομένης και κατέθεσε ότι κατά τις επισκέψεις του στο ιατρείο από το έτος 2014 εως το έτος 2016, δεν είχε αντιληφθεί ότι η ενάγουσα ασκούσε καθήκοντα βοηθού οδοντιάτρου, αλλά ότι την είχε δει να ασχολείται με τα εργαστηριακά, δηλαδή να εφαρμόζει ορθοδοντικά μηχανήματα σε κάποιους ασθενείς. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, τα πρώτα έτη λειτουργίας του, το ιατρείο στη ……. δεν είχε μεγάλο κύκλο δραστηριότητας και για τον λόγο αυτό η εναγομένη προσέλαβε μία γραμματέα στις 14-01-2014 (βλ.σχετ. τον από 15-01-2014 πίνακα προσωπικού), ενώ καθώς το πελατολόγιό της μεγάλωνε, προσέλαβε και άλλη υπάλληλο ως βοηθό οδοντιάτρου στις 01-03-2016 (βλ.σχετ. τον από 8-10-2016 πίνακα προσωπικού) και στις 01-06-2018 προσέλαβε την ενάγουσα (βλ. σχετ. το από 01-06-2018 έγγραφο όρων ατομικής εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης καθώς και τον από 23-10-2018 πίνακα προσωπικού). Σημειωτέον δε ότι λόγω της προσωπικής σχέσης που όπως αναφέρθηκε, διατηρούσε η ενάγουσα με τον διαχειριστή της εναγομένης, δεν δικαιολογείται ο τελευταίος να προβαίνει σε ενέργειες που ζημιώνουν την ίδια οικονομικά, όπως η αποδοχή παροχής αδήλωτης εργασίας εκ μέρους της. Η προσκόμιση δε εκ μέρους της ενάγουσας φωτογραφιών από λογαριασμό που η εναγομένη εταιρεία διατηρεί σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (facebook), στις οποίες η ίδια (ενάγουσα) απεικονίζεται μεταξύ των εργαζομένων σε ημεροχρονολογίες προγενέστερες του έτους 2018,δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου για τα ανωτέρω, αφου ουδόλως έτσι αποδεικνύεται η πραγματική απασχόλησή της στο ιατρείο με την ειδικότητα της βοηθού οδοντιάτρου, ενώ και το γεγονός της κατοχής εκ μέρους της του καταλόγου ασθενών και των προγραμματισμένων ραντεβού ουδεν αποδεικνύει ως προς τον ως ανω ισχυρισμό της, αφου αυτά ήταν απαραίτητα για την ίδια και υπο την ιδιότητα της οδοντοτεχνίτριας, προκειμένου να γνωρίζει τις τεχνικές εργασίες που έπρεπε να γίνουν καθώς και τις ημερομηνίες που έπρεπε να παραδώσει τα ορθοδοντικά μηχανήματα.
Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που έλαβε χώρα στις 22-10-2018 δεν είναι άκυρη από τυπικής απόψεως, δεδομένης της πρόσληψης της ενάγουσας στις 01-06-2018, μη δικαιουμένης τούτης καταβολής αποζημίωσης λόγω της απασχόλησής της για χρονικό διάστημα μικρότερο των 12 μηνών, αλλά και λόγω της δήλωσης της εργασίας της στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (βλ.σχετ.τα αντίγραφα αποδεικτικών ΑΠΔ για τους μήνες 6/2018, 7/2018, 9/2018 και 10/2018). Ενόψει αυτών, ο ισχυρισμός της ενάγουσας περι διαμαρτυριών της για τη μη νόμιμη ασφάλισή της πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, περαν και του ότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο πειστικό αποδεικτικό στοιχείο. Επίσης από κανένα πειστικό αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας γνωστοποιήθηκε σ΄αυτήν νωρίτερα από την ως ανω ημερομηνία. Το γεγονός δε της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας που είχε συνάψει με την ατομική επιχείρηση του διαχειριστή της εναγομένης στις 8-10-2018, δεν αναιρεί την ανωτέρω κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, αφου παρα την προαναφερόμενη συνεργασία των δύο εταιρειών, δεν παύουν να αποτελούν αυτοτελή νομικά πρόσωπα, για έκαστο εκ των οποίων πρέπει να τηρούνται όλες οι νόμιμες διατυπώσεις. Εξάλλου και το γεγονός της πρόσληψης άλλου υπαλλήλου προς αντικατάσταση της ενάγουσας στις 10-10-2018 δεν αποδεικνύει τη γνώση της περι της καταγγελίας της σύμβασής της.
Στη συνέχεια από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα λόγω των πολλών ετών που εργαζόταν στο ιατρείο της ……….., της εμπειρίας της στο αντικείμενο της εργασίας της, λόγοι για τους οποίους είχε εκπαιδεύσει αρκετούς από τους εργαζόμενους των παραπάνω οδοντιατρείων καθώς και της εμπιστοσύνης που επιδείκνυε στο πρόσωπό της ο διαχειριστής της εναγομένης, το τελευταίο εξάμηνο περίπου πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είχε απότομη και αυταρχική συμπεριφορά προς τους συναδέλφους της, απαιτούσε από αυτούς να ανταποκρίνονται στις κλήσεις και στα αιτήματά της την στιγμή που εκείνη επιθυμούσε, αδιαφορώντας εάν ήταν απασχολημένοι, ενώ σχολίαζε τους συναδέλφους της την ώρα εργασίας, ακόμη και ενώπιον των ασθενών. Ο διαχειριστής δε της εναγομένης αρκετές φορές δεχόταν παράπονα για την συμπεριφορά της τόσο από τους υπόλοιπους εργαζόμενους, όσο και από ασθενείς, και την είχε παροτρύνει να αλλάξει συμπεριφορά, ενώ είχε αναγκαστεί να απευθυνθεί και σε συγγενικά της πρόσωπα για να ζητήσει τη βοήθεια τους, κυρίως όταν πληροφορήθηκε ότι αυτή είχε απευθυνθεί σε ανταγωνιστή του προς ανεύρεση εργασίας (βλ.σχετ.το από 26-4-2018 μήνυμα προς την αδελφή της).
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι σημαντικό και καταλυτικό ρόλο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της αποτέλεσε και ένα περιστατικό που έλαβε χώρα μεταξύ της ενάγουσας και της ετερόρρυθμης εταίρου της εναγομένης εταιρείας, που συνέβη ενώπιον του διαχειριστή της και δη μέσα στο αυτοκίνητό του, όταν οι δύο γυναίκες διαπληκτίστηκαν αναφορικά με κάποιο εργασιακό θέμα, έτσι ώστε κατέστη πλεον πρόδηλο ότι δεν υπήρχαν περιθώρια συνεργασίας μεταξύ των διάδικων μερών. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι το περιστατικό της παραγγελίας υλικών εκ μέρους της ενάγουσας, η οποία δεν ήταν συνηθισμένη για τα δεδομένα του ιατρείου και έγινε χωρις την έγκριση του διαχειριστή της εναγομένης, ουδεμία επιρροή ασκεί για τον σχηματισμό της ανωτέρω δικανικής κρίσης, αφου αναφέρεται στην προσωπική του εταιρεία.
Κατ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η προαναφερθείσα καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας από την εναγομένη εταιρεία, δεν έγινε από λόγους εμπάθειας στο πρόσωπό της εξαιτίας των διαμαρτυριών της για τη μη ασφάλισή της, ούτε λόγω της προσβλητικής συμπεριφοράς της ετερόρρυθμης εταίρου της εναγομένης, όπως η ίδια αβασίμως ισχυρίζεται, και ως εκ τούτου δεν ήταν καταχρηστική και κατά συνέπεια άκυρη. Συνεπώς, η αγωγή ως προς τα κύρια αιτήματά της περι αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, επιδίκασης μισθών υπερημερίας και υποχρέωσης της εναγομένης να απασχολεί την ενάγουσα στην ίδια θέση και υπο τις ίδιες συνθήκες που την απασχολούσε πριν την καταγγελία, απορριπτέα τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Επίσης και το αγωγικό αίτημα περι επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμο δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έλαβε χώρα κάτω από συνθήκες προσβλητικές για την προσωπικότητα και το επαγγελματικό της κύρος, ως αβασίμως υποστηρίζει. Τέλος, η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και ως προς την επικουρική βάση της, διότι η ενάγουσα δεν δικαιούται αποζημιώσεως από την έγκυρη καταγγελία της συμβάσεώς της η οποία έλαβε χώρα κατά τα προεκτεθέντα, στις 22-10-2018, λόγω μη παρόδου έτους από τον χρόνο της πρόσληψής της στις 01-06-2018 και μετα από αυτά η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Συνακόλουθα των ανωτέρω, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περι του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας, που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ. αριθμ.736/ 2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών). ΚΑΙ Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Iουνίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ