Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 360/2022

Αριθμός    360 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ:  …………ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου  Βασιλείου Μπραβάκου.

ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ:    Αλλοδαπής εταιρείας ……………. η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Δήμητρας Καλογεροπούλου.

Ο αιτών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς  Εφετείου Πειραιώς  την από   14.6.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2022)  αίτησή του με την οποία ζητά να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του, δυνάμει της με αριθμό …./15-11-2021 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή, στο Εφετείο Αθηνών, . …., μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης  ……./2022 έφεσης, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της υπ` αριθ. 1842/ 2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης ………../ 2021 ανακοπή του. Δικάσιμος της ως άνω αιτήσεως ορίσθηκε η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος, αφού έλαβε   τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στην από  14.6.2022 αίτηση και  ζήτησε να γίνει δεκτή για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν λόγους. Η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση, αφού έλαβε τον λόγο  από την Πρόεδρο, ζήτησε την απόρριψη της αίτησης για  τους λόγους που  αναφέρει στο έγγραφο σημείωμά της.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.1β ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, σε περίπτωση εκτέλεσης, που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παρ. 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το Δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με την παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά όταν η αίτηση αναστολής αφορά τη μη διενέργεια πλειστηριασμού, θα πρέπει με ποινή το απαράδεκτο να κατατεθεί 5 εργάσιμες ημέρα πριν την ημερομηνία πλειστηριασμού (η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως και του πλειστηριασμού δεν υπολογίζεται), η δε απόφαση δημοσιεύεται υποχρεωτικά την προηγούμενη του πλειστηριασμού Δευτέρα, μέχρι 12:00` μ.μ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών, με την κρινόμενη αίτηση, ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του, δυνάμει της με αριθμό …/ 15-11-2021 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή, στο Εφετείο Αθηνών , ……………., μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης  ../ …/ 2022 έφεσης, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της υπ` αριθ. 1842/ 2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης …/ …/ 2021 ανακοπή του. Η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη (άρθρο 937 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. …… 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). ……Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. …… 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄246). Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης.  Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β` 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος.

ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι η καθής αλλοδαπή εταιρία, της οποίας διαχειρίστρια είναι η εδρεύουσα στην ημεδαπή εταιρία με την επωνυμία «…………..»,  δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να επισπεύδει σε βάρος του την ένδικη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον αυτή δεν είναι δικαιούχος της επίδικης απαίτησης (η ικανοποίηση της οποίας επιδιώκεται εν προκειμένω) εκ της υπ’αριθμ. …… σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό. Και τούτο, διότι η από 21-7-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που συνάφθηκε μεταξύ της αρχικής δικαιούχου ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και της ως άνω επισπεύδουσας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, και περίληψη της οποίας επισυνάφθηκε ως νομιμοποιητικό έγγραφο στην κοινοποιηθείσα σε αυτόν επιταγή προς πληρωμή, δεν την περιλαμβάνει καθόσον αφορά αποκλειστικά και μόνον  στεγαστικά δάνεια εξασφαλισμένα με προσημείωση ή και υποθήκη, καθώς και άλλα δάνεια συνδεόμενα κατά κανόνα προς αυτά. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ουσία, διότι, από την εκτίμηση του συνόλου των εκατέρωθεν προσκομιζομένων με επίκληση εγγράφων, αποδεικνύεται ότι στο παράρτημα της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, παρατίθενται, κατά ρητή παραπομπή αυτής, αναλυτικά οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίδικη. Τόσο δε η ως άνω σύμβαση μεταβίβασης όσο και το  παράρτημα της δημοσιεύθηκαν νόμιμα σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …./22-7-2020, στον τόμο …. με αριθμό …., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν. 3156/2003, με συνέπεια  την, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, νόμιμη εκχώρηση της επίδικης απαίτησης στην καθής  και την αναγγελία της εκχώρησης αυτής στον οφειλέτη. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Εξάλλου, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένη μορφή έννομης προστασίας για την παροχή της οποίας προσβάλλονται επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα του οφειλέτη, διότι στη στάθμιση των αγαθών που επιχειρεί ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία και προέχουσα την ικανοποίηση του δανειστή. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα μέτρα εκτέλεσης θα πρέπει να υπόκεινται και να ελέγχονται με βάση την αρχή της αναλογικότητας η οποία απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 25 § 1 του Συντάγματος, από την ίδια δε την πρόβλεψη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος δεν επιτρέπεται η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Έτσι, οι πράξεις εκτέλεσης που παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας θα πρέπει να κηρύσσονται άκυρες μετά από την άσκηση ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η αρχή της αναλογικότητας, με τις επιμέρους αρχές στις οποίες αναλύεται, θέτει όρια τα οποία απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών πράξεων εκτέλεσης, όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν το σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλόλητας), όταν δεν είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και τρίτον όταν προκαλούν ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα, που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης, δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις τους για τον καθ` ου η εκτέλεση (αρχή αναλογικότητας υπό στενή έννοια – βλ. ΟλΑΠ 43/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως I, Γενικό Μέρος, Β` Έκδοση, 2017, § 9 IV, σελ. 177 επ.). V. Εν προκειμένω, με το δεύτερο (επικουρικό) λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται, ότι η επίδικη απαίτηση είναι  εξασφαλισμένη εμπραγμάτως με προσημείωση υποθήκης επί της ακίνητης περιουσίας του διαχειριστή της δανειολήπτριας ετερρόρυθμης εταιρίας, ………..,  και του αδερφού του, …………., συνεγγυητών του ιδίου (ανακόπτοντος), και ότι η καθής η ανακοπή καταχρηστικά ενεργώντας επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της δικής του περιουσίας, αντί να στραφεί κατά των τελευταίων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.  Ειδικότερα, όπως προέκυψε, δυνάμει της με αριθμό ……/2019 διαταγής πληρωμής της δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επι σχετικής αιτήσεως της Τράπεζας ……,  σε βάρος της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», με έδρα στη … Αττικής, του …………., του ανακόπτοντος και του ……….., διατάχθηκαν οι τελευταίοι να καταβάλουν στην αιτούσα εις ολόκληρον το ποσό των 149.834,06 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων ανατοκιζόμενων ανα εξάμηνο, προς εξόφληση της απορρέουσας απαίτησης απο την με αριθμό ………… σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, που συνήφθη στις 1-10-2008 μεταξύ της δικαιοπαρόχου της αιτούσας, τράπεζας με την επωνυμία …………., και της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρίας, με την προγενέστερη επωνυμία της  …….. Διακοσμήσεις Εσωτερικών και Εξωτερικών Χώρων και Υλικά Κατασκευών, Ετερόρρυθμη Εταιρεία» ενώ περαιτέρω στον ανακόπτοντα επιδόθηκε στις 19-7-2021 και επιταγή προς πληρωμή κάτωθεν αντίγραφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, για το ποσό των 149.834,06 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων από 30-1-2019   (βλ. την με αριθμό ………/ 19-7-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, …………). Ακολούθως δε, για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης επιβλήθηκε κατάσχεση με την προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή για το ποσό των 50.000 ευρώ, στο με αριθμό Γ4 διαμέρισμα, ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος, που ευρίσκεται  σε οικοδομή στον Πειραιά, επι της συμβολής των οδών ……….και ……….., στην θέση …………), στο οποίο σύμφωνα με το με αριθμό …./2021  απόσπασμα της ανωτέρω έκθεσης κατάσχεσης ενεγράφη στις 11-1-2021 προσημείωση υποθήκης υπέρ της επισπεύδουσας, καθής η ανακοπή, για το ίδιο ως ανω ποσό (149.834,06 ευρώ). Περαιτέρω, προέκυψε ότι  με τη με αριθμό 56955Σ/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπέρ της αρχικής πιστώτριας «…………..» και δικαοπαρόχου της Τράπεζας ….. έχει ομοίως εγγραφεί προς εξασφάλιση της επίδικης απαίτησης και μέχρι του ποσού των 112.500 ευρώ προσημείωση υποθήκης σε βάρος ακινήτου συγκυριότητας των ως άνω συνεγγυητών του ανακόπτοντος, ήτοι σε ένα οικόπεδο, μετα της υφιστάμενης επ΄ αυτού διόροφης οικοδομής, στην Αθήνα, θέση …, επι της οδού ……….. Το εν λόγω ακίνητο, ωστόσο, εκτιμώμενης αξίας 202.000 ευρώ, έχει ήδη κατασχεθεί για το ποσό των 450.000 ευρώ με την με αριθμό …./20-7-2018 κατασχετήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………,  για ικανοποίηση ισόποσης απαίτησης της επισπεύδουσας, Τράπεζας ……….. (ως διαδόχου της αρχικής πιστώτριας …………), που έχει ομοίως μεταβιβασθεί στην καθής, απορρέουσας από την με αριθμό . …../1-11-2007 σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, για την οποία έχει εκδοθεί η με αριθμό …./2018 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία στις 7-4-2022 ανερχόταν, μετά από  εν τω μεταξύ γενόμενες καταβολές στο ποσό των 287.293,51 ευρώ, πλέον τόκων από 16-3-2022 και εξόδων (βλ. τη σχετική επιστολή της νυν καθής η ανακοπή από 15-3-2022 προς τον ………..). Πλην της ανωτέρω προσημείωσης στην ως άνω 93/ 2018 κατασχετήρια έκθεση αναφέρεται και έτερη υφιστάμενη προσημείωση, ποσού 600.000 ευρώ, εγγραφείσα στις 27-11-2007 υπερ της …………., μνεία της οποίας όμως, δεν γίνεται στην από 30-3-2022 σχετική «έκθεση ελέγχου ύπαρξης ακινήτου», που συνέταξε για λογαριασμό της καθής η ανακοπή, δικηγόρος, …………….., και η οποία προσκομίζεται νόμιμα, ενώ δεν προσκομίζεται πρόσφατο πιστοποιητικό βαρών του  εν λόγω ακινήτου. Εκτός από το παραπάνω  ακίνητο, που ανήκει κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στους συνεγγυητές του ανακόπτοντος, ………………., δεν προέκυψε ότι αυτοί διαθέτουν αξιόχρεη ακίνητη περιουσία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ίδια ως άνω έκθεση αυτοί έχουν το ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος σε μια κάθετη ιδιοκτησία στις …. Αττικής  ….,  όπου  έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της … Τράπεζας δυνάμει της με αριθμό 18410Σ/ 2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για ποσό 708.000 ευρώ, ενώ επιπλέον ο …………… έχει στην συγκυριότητα του κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου  τις οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμερίσματα) με στοιχεία Α3, Β2 , Β3 καθώς και την με στοιχεία Υ1 αποθήκη, εμβαδού 10,50 τμ  και το δικαίωμα του υψούν σε οικοδομή στις …. Αττικής, (η αξία των οποίων δεν προέκυψε) όπου ομοίως υφίστανται έξι (6) προσημειώσεις υποθήκης υπέρ της ….. Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ,  για τα ποσά των 36.000 ευρώ, 120.000 ευρώ (για την με στοιχεία Α3 ιδιοκτησία), 72.000 ευρώ, 24.000 ευρώ (για την με στοιχεία Β2 ιδιοκτησία), 36.000 ευρώ και 120.000 ευρώ (για την με στοιχεία Β3 ιδιοκτησία). Σημειώνεται επιπλέον, ότι τα ανωτέρω ακίνητα σε ….. Αττικής  και ….. ουδόλως επικαλείται ο ανακόπτων στην ανακοπή του, για να στηρίξει τον ερειδόμενο επι του άρθρου 281 ΑΚ λόγο αυτής.  Σύμφωνα με τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η επιδίωξη της καθής η ανακοπή να ικανοποιηθεί για την απαίτηση της από την περιουσία του ανακόπτοντος, δεν γίνεται καταχρηστικά, διότι η υπέγγυα για την επίδικη απαίτηση περιουσία των συνοφειλετών του είναι ήδη κατασχεμένη για ικανοποίηση άλλης απαίτησης της καθής, την οποία δεν δύναται να εισπράξει από άλλα περιουσιακά αυτών στοιχεία, δεδομένης της αφερέγγυας οικονομικής κατάστασης στην οποία αυτοί έχουν περιέλθει. Κατόπιν τούτου, οι ως άνω λόγοι της ανακοπής, που νόμιμα επαναφέρονται με την έφεση του ανακόπτοντος, ορθώς απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, και συνακόλουθα, μη πιθανολογούμενης της ουσιαστικής ευδοκίμησης της έφεσης, η υπο κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθής η αίτηση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος, λόγω της ήττας του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήμα­τος (άρθρο 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση με την παρουσία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της καθής σε βάρος του αιτούντος , και τα ορίζει σε διακόσια (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Ιουνίου 2022 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα Γεωργία Λογοθέτη (για τη δημοσίευση).

      Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ