Αριθμός 138/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ», εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Μιχαήλ Δερμιτζάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……………….., εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ιωάννα Ασπρούδα.
Το εκκαλούν κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1070/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 8.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………./2019) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 8.11.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………/8.11.2019) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος νομικού προσώπου με την επωνυμία Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικός διάδοχος του νπδδ με την επωνυμία Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλισης – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών κατά της πρωτοδίκως νικησάσης εταιρίας με την επωνυμία Τράπεζα …… ανώνυμη εταιρία και της υπ΄αριθ. 1070/26.3.2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών – ανακοπές και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 14.5.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. …./15.5.2018) ανακοπή του ήδη εκκαλούντος, ασκήθηκε νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500,511, 513 παρ.1 περ. β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α, 518και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δηλαδή πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης, προκύπτει από την υπ΄αριθ. …/20.11.2019 έκθεση επίδοσης της εκκαλουμένης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών .. … σε συνδυασμό με την υπ΄άριθ. ……../8.11.2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 614 επ., 979 παρ. 2, 933 ΚΠολΔ), με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ) εν όψει του ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου έφεσης κατ΄αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, εν όψει της ιδιότητας του εκκαλούντος (διότι το ανακόπτον απολαμβάνει των απαλλαγών και ατελειών του Δημοσίου σύμφωνα με τα άρθρα 70 §1 εδ. β, 53 §1 Α ν. 4387/2016, σε συνδυασμό με τα άρθρα 21 §9 του ν. 1902/1990, 5 ν. 3210/1955 και 19 §1 α.ν. 1846/1951, άρα και της απαλλαγής που καθιερώνει το άρθρο 19 του Κ.Δ. της 16.6.1944 «Περί Κώδικος Νόμων Δικών του Δημοσίου» – βλ. Α.Π. 1697/2012, Εφ.Πειρ. 799/2014, ΝΟΜΟΣ και Εφ.Αθ. 5187/1999 Δ/νη 2000, σελ. 514).
Το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν νπδδ ΕΦΚΑ, με την από 15.5.2018 ανακοπή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά της ήδη εφεσίβλητης Τράπεζας, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα : Ότι με επίσπευση της καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης και με βάση ως εκτελεστό τίτλο την υπ΄αριθ. …../2011 διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε με αίτησή της, του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και δυνάμει της υπ΄αριθ. …../6.2.2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Π. Ραδιώτη, κατασχέθηκε αναγκαστικά η ευρισκόμενη στη Νίκαια Αττικής, ακίνητη περιουσία του (μη διαδίκου) καθ΄ου η εκτέλεση – οφειλέτη της ……… και διενεργήθηκε στις 13.9.2017, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., δημόσιος αναγκαστικός πλειστηριασμός, στον οποίο, τόσο το ανακόπτον εκκαλούν, όσο και η καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητη, είχαν αναγγελθεί νομίμως, το μεν εκκαλούν για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις ποσού 51.940,47 €, προερχόμενες από απαίτησή του κατά του οφειλέτη από ασφαλιστικές εισφορές, η δε καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητη, υπέρ της οποίας τελικά κατακυρώθηκαν τα πλειστηριασθέντα, ως ενυπόθηκη δανείστρια (και ως μη προνομιούχος δανείστρια) συνταχθείσας της υπ΄αριθ. …./13.9.2017 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… Ότι το επιτευχθέν διανεμητέο πλειστηρίασμα δεν αρκούσε για την πλήρη κάλυψη των απαιτήσεων, γι΄αυτό και η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο με την ανακοπή πίνακα κατάταξης, (υπ΄αριθ. …../2.4.2018) δυνάμει του οποίου, όλως εσφαλμένως και κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, 55 και 61 νδ 356/1974 (ΚΕΔΕ) όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 33 παρ. 2 ν. 4141/2013 και εφαρμόζεται για τους πίνακες κατάταξης που συντάσσονται μετά την 5.4.2013,977 παρ. 2 ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν τη μεταρρύθμισή του με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου ογδόου του ν. 4335/2015, κατέταξε στο διανεμητέο πλειστηρίασμα την καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητη για το ποσό των 6.812,68 €, ενώ θα έπρεπε να κατατάξει το ανακόπτον και για το ποσό αυτό, ως μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του, διότι η διαταγή πληρωμής που αποτελεί στον εκτελεστό τίτλο στην προκειμένη περίπτωση με επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στον οφειλέτη το έτος 2011 και επομένως, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις που ίσχυαν προ της ισχύος του ν. 4335/2015, δηλαδή με το εναπομείναν πλειστηρίασμα έπρεπε να εξοφληθεί μερικώς, με βάση την αναγγελία του, το ίδιο το ανακόπτον και ν΄αποβληθεί η καθ΄ης – εφεσίβλητη. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε όπως μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να αποβληθεί η απαίτηση της καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης και να καταταγεί το ανακόπτον – εκκαλούν, οριστικά και προνομιακά, στο απελευθερούμενο ποσό των 6.812,68 €.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω ανακοπή ως νόμω αβάσιμη καθόσον η έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας που οδήγησε σε αναγκαστική κατάσχεση και στον προσβαλλόμενο πλειστηριασμό έγινε με την επίδοση της ως άνω Διαταγής Πληρωμής για τέταρτη φορά στις 9/9/2016 και κατόπιν στη σύνταξη της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το ήδη εκκαλούν με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό όπως γίνει δεκτή η ως άνω ανακοπή του και μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης κατά τα ανωτέρω, εν όψει του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, αφού οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται μόνο εφόσον η επιταγή προς εκτέλεση έλαβε χώρα μετά την 1.1.2016, η δε καθ’ ης η ανακοπή, της επέδωσε την αρχική επιταγή προς εκτέλεση το έτος 2011.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρου ένατου παρ.3 και 4 του ν. 4335/2015 «3. Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016. 4. Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016». Στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ως επιταγή προς πληρωμή νοείται μόνον εκείνη που οδήγησε στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας με επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης (ΕφΘεσσαλ 49/2022, ΝΟΜΟΣ). Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης ακολούθησε τη βασική αρχή διαχρονικού δικαίου του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ επιλέγοντας την υπαγωγή της εκτελεστικής διαδικασίας στο σύνολό της στον νέο νόμο με κριτήριο τον χρόνο επίδοσης της επιταγής. Με τον κανόνα αυτόν αντιμετωπίσθηκε η διαδικασία εκτέλεσης ως οργανική ενότητα, ώστε το σύνολο της διαδικασίας να υπάγεται στο ίδιο καθεστώς (παλιό ή νέο) με γνώμονα τον χρόνο επίδοσης της επιταγής, που αποτελεί την έναρξη της διαδικασίας (άρθρο 924 του ΚΠολΔ) ή αντίστοιχα επί πτώχευσης τον χρόνο κήρυξης αυτής [βλ. Βασιλ. Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατά τους ν. 4335/2015, 4472/2017 και 4512/2018), ΕΠολΔ 2017, σελ. 587, 588]. Σε ό,τι αφορά, όμως, το διαχρονικό δίκαιο του πίνακα κατάταξης και των προνομίων, ο κανόνας διαχρονικού δικαίου του ν. 4335/2015 αλλά και του ν. 4512/2015, που επίσης τροποποίησε τους κανόνες των προνομίων, δεν περιλαμβάνει ειδικό κανόνα για τη ρύθμιση του δικαίου των προνομίων. Σε αντίστοιχη επιλογή, να μην περιλάβει τέτοιον ειδικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για τα προνόμια, είχε προβεί και ο νομοθέτης του ΚΠολΔ με το άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ κατά το οποίο: «Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του. Η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από τότε που επιδόθηκε η επιταγή σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση». Η παραπάνω επιλογή ήταν μάλλον αναμενόμενη, καθώς ήδη από την ΠολΔ/1835 είχε αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία ο κανόνας ότι η ύπαρξη του προνομίου και η σειρά κατάταξης του προνομιούχου δανειστή διέπονται από το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης (ΟλΑΠ 329/1937, ΕΕΝ 1937, σελ. 832, ΑΠ 402/1966, ΕλλΔνη 1967, σελ. 265, ΑΠ 49/1944, Θ ΜΔ, σελ. 245). Υπό το καθεστώς του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, με τον οποίο εισήχθη η αρχή της ενιαίας ρύθμισης του συνόλου της εκτελεστικής διαδικασίας με κρίσιμο τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, η αρχή αυτή επιβίωσε ως εξαιρετικός κανόνας. Με αυτόν τον τρόπο, διασπάται η εν λόγω αρχή και καθίσταται κρίσιμος για τη ρύθμιση των προνομίων όχι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής αλλά ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης, ως ειδική εκδήλωση της αντίθετης αρχής, ότι κάθε διαδικαστική πράξη κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει όταν επιχειρείται (Χατζηϊωάννου, ό.π., σελ. 596, 597). Τούτο, καθώς, δεδομένου ότι η σύνταξη πίνακα κατατάξεως αποτελεί άσκηση οιονεί δικαστικού έργου, πρέπει να υπόκειται σε κανόνες διαχρονικού δικαίου ανάλογους με εκείνους που ισχύουν στις δίκες περί την εκτέλεση (βλ. ΕφΑθ 830/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 224, 225). Έτσι, κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι κάθε διαδικαστική πράξη (όπως εν προκειμένω η σύνταξη του πίνακα κατάταξης) κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει όταν επιχειρείται, γίνεται δεκτό ότι τα προνόμια δεν κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο τον ισχύοντα κατά τον χρόνο γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της εκτελέσεως ή ακόμη αυτόν της κήρυξης της πτώχευσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών (ΟλΑΠ 21/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 574, Κουσούλης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, άρθρο 50 ΕισΝΚΠολΔ, σελ. 2082). Ειδικότερα, ως προς τη δικονομική φύση των γενικών προνομίων παρατηρείται ότι αυτά, όπως απαριθμούνται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ αίρουν τη μεταξύ περισσότερων ενοχικών δικαιωμάτων σύγκρουση και μάλιστα προς διπλή κατεύθυνση. Αφενός αποκλείουν ορισμένες ενοχικές απαιτήσεις (μη προνομιούχες) από την περιουσία εν γένει του οφειλέτη όταν δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα, αφετέρου δε ρυθμίζουν τη σειρά ικανοποιήσεως μεταξύ περισσότερων προνομιακών απαιτήσεων. Επιτελούν δηλαδή λειτουργία συγχρόνως αρνητική και θετική. Δεν προσπορίζουν όμως στο δικαιούχο τους ένα επιπλέον, σε σχέση με την απαίτηση δικαίωμα, ούτε έχουν κοινό με αυτήν γενεσιουργό λόγο, απλώς τη χαρακτηρίζουν, προσδίδοντάς της ορισμένη ιδιότητα που «ενοικεί (εμπεριέχεται)», σ’ αυτήν τούτη την απαίτηση, ή κατ’ άλλη ισοδύναμη διατύπωση αποτελούν εύνοια του νομοθέτη «απονεμομένην εις ορισμένην απαίτησιν». Η εκδήλωση, όμως, της συγκεκριμένης ιδιότητας- που συνίσταται στην εξουσία προτιμήσεως της απαιτήσεως έναντι άλλων μη προνομιακών ή λιγότερο προνομιακών- προϋποθέτει σύγκρουση, που εμφανίζεται το πρώτον στο στάδιο της εκτελέσεως, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: αναγγελία περισσότερων δανειστών, ανεπάρκεια πλειστηριάσματος και άρνηση του οφειλέτη να τους ικανοποιήσει εκούσια. Μετά την έναρξη της εκτελέσεως και την αναγγελία των δανειστών, τα γενικά και τα προνόμια εν γένει αποκτούν διαδικαστική αυτοτέλεια έναντι της απαιτήσεως, στην οποία αφορούν και επιτελούν δικονομική λειτουργία, απεξαρτημένη από την απαίτηση. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τα ειδικά προνόμια, χαρακτηριστικό τους είναι ότι προϋποθέτουν βέβαια την απαίτηση (βλ. λ.χ. άρθρα 1210, 1258 ΑΚ), παράλληλα όμως διατηρούν- ιδίως ως προς τη σύσταση και την απόσβεσή τους- ορισμένη αυθυπαρξία έναντι αυτής (βλ. λ.χ. 1211, 1240, 1243, 1257, 1267, 1318 ΑΚ, 1005 παρ.3 ΚΠολΔ), εισάγουν επομένως περιορισμένα παρεπόμενο, ανεξάρτητο κατά τα λοιπά επιπλέον δικαίωμα και δεν της προσδίδουν απλώς ορισμένη ιδιότητα. Απόλυτη εξάρτηση, όμως, έχουν να επιδείξουν τα ειδικά προνόμια σε σχέση με το βαρυνόμενο πράγμα, που εξακολουθεί, παρά τις ενδεχόμενες νομικές μεταβολές του να είναι υπέγγυο έναντι του συγκεκριμένου βάρους (εμπράγματος χαρακτήρας των προνομίων- άρθρο 973 ΑΚ- βλ. λ.χ. άρθρα 1223, 1237, 1287, 1288, 1294, 1295 ΑΚ), παρέχει δηλαδή δικαίωμα καταδιώξεως του πράγματος, στα χέρια όποιου κι αν βρίσκεται. Ωστόσο, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο, τα ειδικά προνόμια (ιδίως η εμπράγματη ασφάλεια) οφείλουν τον προνομιακό τους χαρακτήρα στην εξουσία καταδιώξεως συγκεκριμένου πράγματος, κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης λειτουργούν κατά το δικονομικό δίκαιο, σε σχέση με τις λοιπές απαιτήσεις (κυρίως τα γενικά προνόμια αλλά και με τα άλλα ειδικά προνόμια, στην τελευταία περίπτωση με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας), όταν οπλισθούν, όπως και τα γενικά προνόμια, με εξουσία προτιμήσεως, ακολουθώντας τη σειρά ικανοποίησης που ορίζουν τα καθαρά δικονομικού χαρακτήρα άρθρα 975-977 ΚΠολΔ (βλ. σχετικά Χαρ. Απαλαγάκη, Ζητήματα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνομίων, Δίκη 24, σελ. 843, ιδίως σελ. 855, 856, 858). Αντίθετα, αν γίνει δεκτός ο χαρακτηρισμός των προνομίων ως ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεως, τότε πρέπει αυτά να κρίνονται με βάση το δίκαιο που ίσχυε όταν γεννήθηκε η απαίτηση. Η λύση, όμως, αυτή θα οδηγούσε στην εφαρμογή, κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, διαφορετικού δικαίου για κάθε κατατασσόμενη απαίτηση, ανάλογα με τον χρόνο γενέσεώς της. (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα/Ειδικό μέρος, Β’ έκδοση, 2017, σελ. 720). Ομοίως, αν κριθεί ότι και στο στάδιο της κατατάξεως των δανειστών, πρέπει να εφαρμοστεί ο γενικός διαχρονικού δικαίου κανόνας που υιοθέτησε για τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και της πτώχευσης ο ν. 4335/2015 (άρθρο 1, άρθρο «ένατο», παρ.3: κρίσιμος για την μεν ατομική αναγκαστική εκτέλεση ο χρόνος της επίδοσης της επιταγής, για την δε πτώχευση ο χρόνος κήρυξης της πτώχευσης πριν την 1.1.2016), ερμηνεία που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην αρεοπαγητική θέση ότι η διανομή συνιστά τμήμα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΟλΑΠ 1/2010, στη Νόμος), η διανομή του πλειστηριάσματος ή του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, θα εξακολουθεί για απροσδιόριστο ακόμη χρόνο να πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τις καταργημένες πλέον ρυθμίσεις των άρθρων 975επ. του ΚΠολΔ (βλ. ερμηνεία που έδωσε η απόφαση της ΟλΑΠ 21/1994, όπως και η παγιωμένη έκτοτε νομολογία, υπό το πανομοιότυπο νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 50 ΕισΝΚΠολΔ, ότι η δηλαδή η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων πρέπει να κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών). Η λύση ότι η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης είναι και από τελολογική άποψη ορθή, καθώς ικανοποιεί πληρέστερα το σκοπό του ν. 4335/2015, που με τα νέα άρθρα 975επ. ΚΠολΔ, επιδιώκει την ορθολογικότερη και δικαιότερη διανομή του πλειστηριάσματος ή εν προκειμένω του ενεργητικού της πτώχευσης. Διαφορετικά, θα ματαιωνόταν ο σκοπός αυτός, καθώς για απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα θα εφαρμόζονταν οι προηγούμενες ρυθμίσεις (Φαλτσή, ό.π., σελ. 721, 722). Εξάλλου, αν ο δικονομικός νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει το ζήτημα διαφορετικά, θα το έπραττε ρητά, αφενός ενόψει αντίστοιχης νομοθετικής «πρακτικής» ήδη π.χ. με το άρθρο 41 παρ.5 του ν. 3863/2010 όταν προέβλεψε ειδικά για τον χρόνο εφαρμογής των προνομίων, αφετέρου, ενόψει της εν γνώσει του νομοθέτη κρατούσας ερμηνευτικής εκδοχής, όπως διαπλάσθηκε ήδη υπό την ισχύ του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, αλλά και της υπό το προϊσχύσαν δίκαιο της ΠολΔ [βλ. Χρήστο Δ. Ευθυμίου, Ζητήματα κατάταξης κατά τη «σύγκρουση» εμπραγμάτως εξασφαλισμένων- προνομιούχων και εγχειρόγραφων δανειστών σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου (Μετά τους Ν 4335/2015 και Ν 4512/2018), Δ.Ε.Ε. 2018, σελ. 1300επ., ιδίως σελ. 1304, 1305, αντίθετη η Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015 (2016), σελ. 61 επ. με επίκληση της απουσίας αντίθετης ειδικής ρυθμίσεως και λόγων επιείκειας, όπως και η ΜονΠρΒολ 99/2017 στη Νόμος]). Εξάλλου, επί μεταβολής του δικαίου των προνομίων σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης της εκτέλεσης, οι ρυθμίσεις που ίσχυαν κατά τη θέση σε κίνηση του μηχανισμού αναγκαστικής πραγμάτωσης, θεωρούνται καταργημένες και εφαρμόζονται αποκλειστικά οι ισχύουσες διατάξεις κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών, εκτός αν ο δικονομικός νομοθέτης επιλέξει διαφορετική ρύθμιση κατά τρόπο ρητό, με τη θέσπιση ειδικής διαχρονικού δικαίου διάταξης, όπως έπραξε με το άρθρο 41 §5 του ν. 3863/2010. Η τελευταία διάταξη όρισε ρητά ότι: «οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη ή σε πτωχεύσεις που έχουν ήδη κηρυχθεί μέχρι την ψήφιση του παρόντος νόμου». Επομένως, ελλείψει ειδικής διαχρονικού δικαίου πρόβλεψης, ισχύει ο κανόνας ότι, ενώ οι διαδικαστικές πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης οριοθετούνται και κρίνονται από το δίκαιο που ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης της επιταγής, ο κανόνας αυτός ισχύει για τις διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται έως την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας με τη διενέργεια αναγκαστικού πλειστηριασμού. Κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος στους μετέχοντες δανειστές, εφαρμόζεται το δίκαιο που ισχύει κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών. Η γενικότερη αυτή αρχή επιβεβαιώνεται, πρωτίστως, από την ταυτόσημη διατύπωση της μεταβατικής διάταξης του ν. 4335/2015 διάταξης με τη διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 50 §1 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. Πράγματι, η μεταβατικού δικαίου διάταξη του ν. 4335/2015 ορίζει ως γενική έναρξη ισχύος των νέων ρυθμίσεων την 1η.1.2016 και για την αναγκαστική εκτέλεση ειδικά ορίζει ως κρίσιμο χρόνο την επίδοση της επιταγής, χωρίς επιμέρους διαφοροποιήσεις, όπως αντίστοιχα έπραξε και ο δικονομικός νομοθέτης κατά τη θέσπιση του άρθρου 50 §1 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε αντίθεση με το άρθρο 41 §5 του ν. 3863/2010. Επομένως, κατ’ αρχήν, δεν προκύπτει βούληση του δικονομικού νομοθέτη να υπαγάγει τη διαδικασία διανομής στο σύστημα κανόνων δικαίου των άρθρων 975 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015, αποκλειστικά και μόνο για τις εκτελεστικές διαδικασίες που εκκινούν με επίδοση επιταγής μετά την 1η.1.2016. Αν ο δικονομικός νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει το ζήτημα κατά τρόπο διαφορετικό, θα το έπραττε ρητά, αφενός μεν, ενόψει αντίστοιχης νομοθετικής «πρακτικής» (άρθρο 41 §5 ν. 3863/2010), αφετέρου, ενόψει της εν γνώσει του νομοθέτη κρατούσας ερμηνευτικής εκδοχής, όπως διαπλάστηκε ήδη υπό την ισχύ του άρθρου 50 §1 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., αλλά και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο της ΠολΔ. Επομένως, ελλείψει νομοθετικής πρόβλεψης ειδικά για την έναρξη ισχύος των άρθρων 975 επ. του Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, οι παραδοχές περί του ότι εφαρμοστέο δίκαιο των προνομίων είναι αυτό που ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης δανειστών, λόγω της δικονομικής τους φύσης, υιοθετούνται απαρέγκλιτα, καθώς δεν υπάρχει νομοθετικό έρεισμα περί του αντιθέτου. Δηλαδή γίνεται δεκτό ότι τα προνόμια δεν κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε κατά τη γένεση του δικαιώματος ή την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους. Η σύγκρουση των απαιτήσεων που διεκδικούν ικανοποίηση, όπως ήδη αναφέρθηκε, επιλύεται από την υπάλληλο του πλειστηριασμού κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών, οπότε και ενεργοποιούνται οι εξαιρετικές ρυθμίσεις περί προνομίων. Επομένως, κρίσιμος χρόνος για την εξακρίβωση του εφαρμοστέου δικαίου των προνομίων, δεν είναι αυτός της επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή, η οποία καθορίζει το εφαρμοστέο πλέγμα διατάξεων για τις διαδικαστικές πράξεις έως και την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά ο χρόνος σύνταξης του πίνακα κατάταξης, αφενός μεν, λόγω της ενεργοποίησης των προνομίων στο σημείο αυτό, αλλά και του χαρακτήρα τους ως ύλης του δικονομικού δικαίου, αφετέρου δε, ενόψει του χαρακτήρα του πίνακα κατάταξης ως διαδικαστικής πράξης που προσδιορίζει τον τρόπο, τη σειρά και το ποσοστό ικανοποίησης των μετεχόντων στη διαδικασία διανομής δανειστών και ως εκ τούτου κρινόμενης κατά το δίκαιο του χρόνου διενέργειάς της (ΟλΑΠ 21/1994 Δ/νη 1995. 574, ΑΠ 1441/2017 και 724/2017, ΕφΠειρ 369/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 512/2019 και 434/2019, Τράπεζα αποφάσεων Εφετείου Πειραιώς, βλ. adhoc Μελέτες Χρ. Ευθυμίου Ζητήματα Κατάταξης κατά τη σύγκρουση εμπραγμάτως εξασφαλισμένων – προνομιούχων και εγχειρόγραφων δανειστών Εφ.Α.Δ. 2018, σελ. 1300, Βασ. Χατζηϊωάννου Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης Ε.Πολ.Δ. 2017, σελ. 587, ιδίως στοιχ. ΙΧ, σελ. 595 και Πάρι Αρβανιτάκη Διαχρονικό δίκαιο των προνομίων μετά τους ν. 4335/2015 και 4336/2015 Ε.Πολ.Δ. 2016, σελ. 373).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο μοναδικός λόγος έφεσης που επικαλείται το εκκαλούν είναι, σύμφωνα με αμέσως προηγουμένως αναφερθέντα μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος. Ειδικότερα, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, στην προκειμένη περίπτωση η έναρξη μεν της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας έγινε με την επίδοση του εκτελεστού τίτλου στις 9/9/2016 (βλ. υπ΄ αριθ. ………../9.9.16 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών. …….). Εφαρμοστέο δε δίκαιο των προνομίων, δεν είναι αυτό, που ισχύει κατά το χρόνο της επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή, η οποία καθορίζει το εφαρμοστέο πλέγμα διατάξεων για τις διαδικαστικές πράξεις έως και την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά το ισχύον κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης δανειστών. Η γενικότερη αυτή αρχή επιβεβαιώνεται και από την ταυτόσημη διατύπωση της μεταβατικής διάταξης του ν. 4335/2015 με τη διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 50 §1 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως αυτή είχε ερμηνευτεί από τη νομολογία και την Ολομέλεια του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται παραδεκτά με την παρούσα (534 ΚΠολΔ) και απέρριψε την ανακοπή, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει ν’ απορριφθεί η από 15.5.2018 ανακοπή και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (άρθρα 179 και 183ΚΠολΔ) σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 8.11.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………/8.11.2019) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 1070/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ