Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 169/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    169 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ των κάτωθι αναφερομένων:

Α. Της αιτούσας: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πάρι Καραμήτσιο.

Β. Του κυρίως παρεμβαίνοντος: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τιμαγένη.

Των καθ’ων η κύρια παρέμβαση: 1) …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πάρι Καραμήτσιο, 2) …….., 3) ……….., 4) …………. και 5) ………… οι οποίοι ήταν απόντες και δεν εμφανίσθηκαν με, ούτε εκπροσωπήθηκαν από, πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 27.1.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./27.1.2021) αίτησή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 18ης.2.2021, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως 22.3.2021.

Ο κυρίως παρεμβαίνων ζήτησε να γίνει δεκτή η ασκηθείσα ομοίως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 4.2.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………/4.2.2021) κύρια παρέμβασή του στην εκκρεμή επί της ανωτέρω αίτησης δίκη, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση επίσης για τη δικάσιμο της 18ης.2.2021, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως 22.3.2021.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ.89/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.4786/2021, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής τους κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο και την εκφώνησή τους με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκαν οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι, οι οποίοι και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η κατά το άρθρο 758 του ΚΠολΔ από 27.1.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./27.1.2021) αίτηση περί μεταρρύθμισης της εκδοθείσας κατά η διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας υπ’αριθμ.647/2020 οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, και β) η από 4.2.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../4.2.2021) κύρια παρέμβαση του …………… στην εκκρεμή επί της ανωτέρω αίτησης δίκη με αίτημα της απόρρριψη της αίτησης, τα οποία, υπαγόμενα στην ίδια διαδικασία, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ.1, 246 και 741 του ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 758 παρ.1 του ΚΠολΔ, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση οριστικής απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι η ύπαρξη νέων πραγματικών περιστατικών, ήτοι περιστατικών που προέκυψαν μετά τη δημοσίευση της κρίσιμης απόφασης, της οποίας ζητείται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση, ή η μετά τη δημοσίευση αυτής μεταβολή των συνθηκών, βάσει των οποίων αυτή εκδόθηκε. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι παρέχεται η δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της οριστικής απόφασης, που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, από το δικαστήριο που την εξέδωσε και μετά από αίτηση διαδίκου, αν προκόψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση. Τούτο δε διότι στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας δε γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού ή νομικού προσώπου. Συνεπώς, ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις, προς πραγμάτωση του σκοπού των ρυθμιστικών μέτρων, δηλαδή για την επέλευση του ρυθμιστικού αποτελέσματος (βλ. και Αρβανιτάκη σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ιί, έκδοση 2000, άρθρο 758, σελ. 1502, Κώστα Ε. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Εκούσια Δικαιοδοσία, έκδοση 1991, άρθρο 758, σελ. 320). Ως νέα πραγματικά περιστατικά νοούνται και γεγονότα, τα οποία, αν και υπήρχαν κατά την προηγούμενη δίκη, δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου (βλ. σχετ. και ΑΠ 1133/1994, ΕλλΔ/νη 37 (1996), σελ. 1069-1070). Ο όρος μεταβολή των συνθηκών είναι ευρύτερος, γιατί η μεταβολή μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από την επιγένεση νέων περιστατικών, αλλά και από άλλες αφορμές ή αιτίες, όπως από την εξέλιξη ενός θεσμού, την εμφάνιση νέων αναγκών κλπ. Ειδικότερα ως μεταβολή των συνθηκών, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, νοείται δηλαδή η μεταγενέστερη επίκληση νέων πραγματικών γεγονότων, τα οποία ανατρέπουν ή διαφοροποιούν σημαντικά τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση, διότι ήδη διαφοροποιείται με το ρυθμιστικό μέτρο που διατάχθηκε η εξυπηρέτηση είτε του συμφέροντος του αιτούντος είτε και του γενικότερου συμφέροντος. Επιπλέον, τα νέα πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι, κατ’ εύλογη κρίση, σημαντικά, με ουσιώδη και αποφασιστική επιρροή στην έκβαση της δίκης, να προσδίδουν διαφορετική πραγματική εικόνα από εκείνη που είχε δεχθεί το Δικαστήριο και να αποτρέπουν ή να διαφοροποιούν σημαντικά τη βάση, επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφασή του (ΕφΠειρ 678/2014 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος). Κατά την αληθή έννοια της ως άνω διάταξης, σε περαιτέρω ανάκληση ή μεταρρύθμιση υπόκεινται, όταν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, οι κατά την προαναφερόμενη διαδικασία εκδιδόμενες οριστικές αποφάσεις, ακόμη και όταν αυτές είναι ανακλητικές ή μεταρρυθμιστικές προηγούμενων ανακλητικών ή μεταρρυθμιστικών αποφάσεων, διότι με την εν λόγω διάταξη επιδιώχθηκε η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση όλων των αποφάσεων, έστω και τελεσιδίκων ή αμετακλήτων της παραπάνω διαδικασίας και τούτο ως εκ της φύσης τους και, ειδικότερα, ως εκ του δυναμικού χαρακτήρα των ρυθμιστικών μέτρων που διατάσσονται με τέτοιες αποφάσεις, ως μέτρων παρεμφερών με εκείνα που διατάσσει η δημόσια διοίκηση. Συνεπώς, σε ανάκληση – μεταρρύθμιση υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις κάθε βαθμού δικαιοδοσίας και ανεξαρτήτως βαθμού δικονομικής ωριμότητας, δηλαδή ακόμα και οι τελεσίδικες ή οι αμετάκλητες αποφάσεις (βλ.σχετ.ΕφΑθ 4418/2010 ΕλλΔνη 2013.162, ΕφΘεσ 2801/2004 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2004.770). Προϋπόθεση, όμως, για το παραδεκτό της αίτησης για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση μιας τέτοιας απόφασης, πέραν του οριστικού της χαρακτήρα, είναι να δέχθηκε την αίτηση λήψης ορισμένου μέτρου ή διάπλασης ορισμένης νόμιμης κατάστασης. Επομένως, δεν τίθεται θέμα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης οριστικής απόφασης που εκδόθηκε για υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη η σχετική αίτηση. Και τούτο, διότι η απόφαση αυτή ως έχουσα αμιγώς διαγνωστικό χαρακτήρα, δεν διατάσσει κάποιο ρυθμιστικό μέτρο και συνακόλουθα δεν συντρέχει λόγος προσαρμογής της στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες, πραγματικές καταστάσεις. Στην περίπτωση που ασκηθεί αίτηση ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση απορριπτικής οριστικής απόφασης, που εκδόθηκε κατά την εκουσία διαδικασία, τότε η αίτηση αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 218/2021, ΑΠ 1395/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕΠΟΛΔ 2019.313, ΑΠ 1003/2013 ΝοΒ 2014.29). Περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης υποβάλλεται μόνο από πρόσωπο, που απέκτησε στην αρχική δίκη την ιδιότητα του διαδίκου και γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 781 του ΚΠολΔ, αφού κληθούν υποχρεωτικά οι διάδικοι της αρχικής δίκης, καθώς, επίσης, και τα πρόσωπα, τα οποία είχαν διορισθεί ή είχαν αντικατασταθεί ή παυθεί από την κρίσιμη απόφαση (Μπέης ό.π., σελ. 325, Αρβανιτάκης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, ό.π., σελ. 1504, βλ. σχετ. και σε ΕφΑθ 9707/1999, ό.π, ΕφΑθ 10382/1997, ό.π.). Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται, μεταξύ άλλων ότι απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό της συζήτησης της αίτησης ανάκλησης οριστικής απόφασης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι η κλήτευση στη δίκη της ανάκλησης και μάλιστα υποχρεωτικά, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν τούτο διατάχθηκε από τον αρμόδιο δικαστή κατά τον προσδιορισμό της δικασίμου επί της αίτησης ανάκλησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, όλων των διαδίκων της αρχικής δίκης, καθώς και των προσώπων που είχαν διορισθεί, αντικατασταθεί ή παυθεί από την άσκηση λειτουργήματος (ΕφΑθ 9707/1999 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ως κλητευόμενος διάδικος θεωρείται κάθε πρόσωπο, που έλαβε μέρος στη δίκη και απέκτησε την ιδιότητα αυτή, κατά τον τρόπο, που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας του ΚΠολΔ. Εξάλλου, η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 του ΚΠολΔ διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου με τους εξής τρόπους: α) με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 752 ΚΠολΔ), δ) με την προσεπίκληση που γίνεται είτε με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 753 του ΚΠολΔ, βλ.ΑΠ 2130/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 335/2005 ΕλλΔνη 2006. 1363, ΑΠ 41/2003 ΕλλΔνη 2003. 434, ΑΠ 1076/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔνη 37. 638, ΕφΑθ 211/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 74/2013 Δικογραφία 2013.279, ΕφΛαρ 252/2012 Δικογραφία 2012.585, ΕφΘεσ 1458/2011 ΕΕμπΔ 2012.123, ΕφΑιγ 273/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 29/2010 ΕφΑΔ 2010. 725). Συνεπώς, κατά την εκούσια δικαιοδοσία, ο καθ’ου η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του αν δεν κλητεύθηκε κατόπιν διαταγής του δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (ΑΠ 41/2003, ό.π., ΑΠ 1305/1994, ΕλΔ/νη 1996, 638, ΕφΘεσ 1458/2011, ΤΝΠ – Νόμος), ενώ αν δεν παραστεί, δεν δικάζεται ερήμην (Ν. Λεοντής, Εκούσια Δικαιοδοσία, εκδ. 2018, σελ. 88).  Ούτε άλλωστε, ο από το δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ορισμός, κατά την κατάθεση της αίτησης, απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίησή της στον Εισαγγελέα και στους καθ’ων για να ασκήσουν παρέμβαση ή να προστατεύσουν κατά άλλο, ενδεχομένως, τρόπο τα πιθανά συμφέροντά τους, συνιστά ή μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ.3 του ΚΠολΔ κλήτευση, με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθ’ου η αίτηση ιδιότητα διαδίκου (βλ. ΑΠ 41/2003 ΝοΒ 2003.1619, ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔνη 1996.638, ΑΠ 646/1975 ΝοΒ 24.50, ΕφΑθ 171/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4941/2009 ΕλλΔνη 2013.159, ΕφΑθ 9707/2000 ΕλλΔνη 2000.1398, ΕφΠειρ 798/2010 ΠΕΙΡΝΟΜ 2010.423, ΕφΠειρ 736/2010 ΔΕΕ 2011.455). Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η, κατά το άρθρο 69 του ίδιου κώδικα, διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στη δίκη της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης, με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ΑΠ 1076/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4238/2010, ΔΕΕ 2011/312, ΕφΑθ 4749/2009, ΕλλΔ/νη 2009/1489, ΕφΔωδ 120/2004 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, από τις διατάξεις των άρθρων 79 και 80 ΚΠολΔ, με τις οποίες προσδιορίζεται η έννοια της κύριας και της πρόσθετης παρέμβασης, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς το σύνολο των διατάξεων της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκύπτει, ότι, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση εκείνου που κίνησε τη διαδικασία, πρόκειται για άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, ενώ, αν αυτός αντιδικεί με τον αιτούντα, είτε ζητώντας μόνο την απόρριψη της αίτησης, δίχως την υποβολή νέου αυτοτελούς αιτήματος, είτε ζητώντας, εκτός από την απόρριψη της αίτησης και την παραδοχή νέου, αυτοτελούς, αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002 ΕλλΔνη 43.1689, ΕφΑθ 4749/2009 ΕλλΔνη 2009.1489, ΕφΑθ 8214/2006 ΕλλΔνη 43.842, ΕφΑθ 8297/2003 ΔΕΕ 2004.284).  Πάντως, σε οποιοδήποτε είδος παρέμβασης, ο παρεμβαίνων πρέπει να ήταν έως το χρονικό σημείο της παρέμβασης του, τρίτος, μη διάδικος σε σχέση με την εκκρεμούσα δίκη της κύριας αίτησης. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 69 του ΑΚ, προσωρινή διοίκηση σε νομικό πρόσωπο μπορεί να διορισθεί από το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι μέτοχοι (ΕφΑθ 1282/2007, ΕλλΔ/νη 2007/894, ΕφΑθ 1491/2007, Αρμ. 2008/1057, ΜΠρωτΑθ 1882/2011, ΧρΙΔ 2011/612), αλλά και τρίτα πρόσωπα, τα οποία επιδιώκουν την άσκηση των δικαιωμάτων τους κατά της εταιρείας (ΕφΑθ 8084/1986, ΕλΔνη 1987, 1094, ΜΠρΑθ 3295/2003, ΤΝΠ – Νόμος, Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Θεωρία – Νομολογία, τόμος II, έκδοση 2012, αριθ. 9, σελ. 340),κ αι υπό την προϋπόθεση ότι α) λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση ή β) τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου. Ο διορισμός γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 739 και 786 παρ.1 του ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία.

Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ισχυρίσθηκε ότι άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2019) αίτησή της, με την οποία, ως μέτοχος κατά ποσοστό 25% της ιδρυθείσας κατά το δίκαιο των νήσων Μάρσαλ και νομίμως εγκατασταθείσας στον Πειραιά σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, και 27/1975 και των Ν.814/1978 και 2234/2004 εταιρείας με την επωνυμία “…………”, επικαλούμενη, αφενός μεν έννομο συμφέρον και περίπτωση ανεπίδεκτη αναβολής, αφετέρου δε πρόδηλη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και του κατά το λοιπό ποσοστό του 75% μετόχου της ….. ., Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου αυτής, ζήτησε από το δικαστήριο το διορισμό προσωρινού νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, προκειμένου να υποβάλει για λογαριασμό της (της εταιρείας δηλαδή) δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς ότι επιθυμεί την πρόοδο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά του ανωτέρω προσώπου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, την οποία κατηγορείται αυτός ότι τέλεσε σε βάρος της περιουσίας της εταιρείας, καθώς και να ασκήσει κατά του ιδίου, επίσης για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας, αγωγή ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων με αίτημα την απόδοση του φερομένου ως υπεξαιρεθέντος απ’αυτόν ποσού των 480.004,59 ευρώ. Ότι επί της ανωτέρω αίτησης, καθώς και επί της ασκηθείσας ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου από 16.9.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2019) κύριας παρέμβασης στην εκκρεμή επ’αυτής δίκη (με αίτημα την απόρριψή της) του προαναφερθέντος ……….., στον οποίο, όπως και στην …………, ως μέλη του τελευταίου Δ.Σ. της εταιρείας, κοινοποίησε την αίτηση, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3566/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αμφότερα τα δικόγραφα κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, αφενός μεν έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και διορίσθηκε ο ……………. προσωρινός ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας, με αρμοδιότητες την εκπροσώπηση αυτής κατά την υποβολή έγκλησης σε βάρος του …………… για την σ’αυτόν αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, που φέρεται  ότι τέλεσε σε βάρος της εταιρείας, καθώς και στη δίκη επί της ασκηθησομένης αγωγής του ως άνω νομικού προσώπου κατά του ιδίου φυσικού προσώπου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, αφετέρου δε απορρίφθηκε η ασκηθείσα κύρια παρέμβαση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ότι στη συνέχεια, όταν ο διορισθείς δυνάμει της προαναφερόμενης απόφασης προσωρινός νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας αποποιήθηκε το διορισμό του λόγω διαγραφής του από τους καταλόγους πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πειραιώς, άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.10.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./2019) αίτησή της περί αντικατάστασης αυτού, επί της οποίας εκδόθηκε, επίσης κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η υπ’αριθμ.1402/2020 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση, εκτιμηθείσα ως στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 786 παρ.3 του ΚΠολΔ, και αντικαταστάθηκε το ανωτέρω πρόσωπο με το ………. Ότι κατά των ανωτέρω υπ’αριθμ.3566/2019 και 1402/2020 αποφάσεων ο ……….. άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εφέσεις, και συγκεκριμένα κατά της πρώτης εξ αυτών την από 28.11.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../2019  στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………./2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του και κατά της δεύτερης την από 30.6.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …./2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του αντίστοιχα, ζητώντας, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο εκάστης λόγους, την εξαφάνιση των προσβαλλομένων αποφάσεων και την απόρριψη των αιτήσεων της νυν αιτούσας, κατ’αποδοχήν της κύριας παρέμβασής του. Ότι επί των ανωτέρω εφέσεων εκδόθηκε, επίσης κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιδοσίας, η υπ’αριθμ.647/2020 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές και έγιναν τυπικά δεκτές, στη συνέχεια απορρίφθηκαν κατ’ουσίαν, με αποτέλεσμα οι εκκαλούμενες αποφάσεις να καταστούν τελεσίδικες. Ότι με το υπ’αριθμ.113/2019 ήδη αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς ο ανωτέρω ……… παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για να δικασθεί ως υπαίτιος – μεταξύ άλλων – και της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης κατ’εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, και το οποίο είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, συνολικού ποσού 480.004,59 ευρώ, που φέρεται τελεσθείσα στον Πειραιά Αττικής σε βάρος της προαναφερθείσας εταιρείας, και προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος. Ότι η κατηγορία που του αποδίδεται συνοπτικά διατυπωμένη συνίσταται στο ότι αυτός, εντός του χρονικού διαστήματος από 24.8.2005 έως 10.8.2017, ως Πρόεδρος/Διευθυντής του Διοικητικού Συμβουλίου και μεγαλομέτοχος (κάτοχος του 75% του μετοχικού κεφαλαίου) της εταιρείας ……., εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στις νήσους Μάρσαλ και στην πραγματικότητα στον Πειραιά Αττικής, έχοντας λόγω των ανωτέρω ιδιοτήτων του την εξουσία να διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία της ανωτέρω εταιρείας, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ανέλαβε παρανόμως από το ταμείο της εταιρείας, προς κάλυψη προσωπικών του εξόδων, αλλά και δαπανών συγγενικών του προσώπων, και παράλληλα μετέφερε από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας σε ατομικούς του τραπεζικούς λογαριασμούς χρηματικά ποσά, το συνολικό ύψος των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 480.004,59 ευρώ, το οποίο τοιουτοτρόπως ιδιοποιήθηκε παράνομα, όπως η ανωτέρω αξιόποινη πράξη, που κατηγορείται ότι τέλεσε, ειδικότερα περιγράφεται στο διατακτικό του προαναφερθέντος υπ’αριθμ.113/2019 παραπεμπτικού βουλεύματος. Ότι η εκδίκαση της της σε βάρος του ανωτέρω κατηγορίας έχει προσδιορισθεί μετ’αναβολήν για τη δικάσιμο της 16ης.3.2021. Ότι, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, προκειμένου η παθούσα εταιρεία κατά την εκδίκαση της ποινικής αυτής υπόθεσης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, στην ανωτέρω δικάσιμο, αλλά και σε κάθε μετ’αναβολήν δικάσιμο, να παραστεί προς υποστήριξη της κατηγορίας εναντίον του ……….. και να διορίσει προς τούτο πληρεξουσίους δικηγόρους της, διά του ήδη διορισθέντος ως προσωρινού νομίμου εκπροσώπου της ………, συντρέχει περίπτωση μεταρρύθμισης της υπ’αριθμ.647/2020 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, στην έννοια της οποίας (μεταρρύθμισης) υπάγεται και η συμπλήρωση της αρχικής απόφασης, λόγω μεταβολής των συνθηκών, που επικρατούσαν κατά την έκδοσή της, όπως είναι και η εμφάνιση νέων αναγκών, οι οποίες, για οποιοδήποτε λόγο, δεν τέθηκαν υπόψη του εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου, ούτως ώστε να χορηγηθούν στον προσωρινό νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας ….. και οι συγκεκριμένες εξουσίες/αρμοδιότητες. Mε βάση αυτό το ιστορικό ζητά να μεταρρυθμισθεί η κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας εκδοθείσα υπ’αριθμ.647/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να χορηγηθεί στον ήδη διορισθέντα προσωρινό νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας “……..” ………. η αρμοδιότητα, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας, αφενός μεν να δηλώσει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς στη δικάσιμο της 16ης.3.2021, καθώς και σε οποιαδήποτε μετ’αναβολήν ή μετά από διακοπή δικάσιμο, αλλά και ενώπιον κάθε άλλου Δικαστηρίου, του Αρείου Πάγου συμπεριλαμβανομένου, ότι η εταιρεία αυτή παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας εναντίον του ………….. κατά την εκδίκαση της σ’αυτόν αποδιδομένης αξιόποινης πράξης της σε βαθμό κακουργήματος υπεξαίρεσης κατ’εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικού ποσού 480.009,59 ευρώ, το οποίο του έχουν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του ως  διαχειριστή ξένης περιουσίας, ως άμεσα παθούσα από την ανωτέρω πράξη, που φέρεται τελεσθείσα σε βάρος της και ειδικότερα περιγράφεται στο διατακτικό του ήδη αμετακλήτου υπ’αριθμ.113/2019 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, αφετέρου δε να διορίσει ως συνηγόρους της εταιρείας για να την εκπροσωπήσουν στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου με την ιδιότητα της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας σε βάρος του ανωτέρω προσώπου τους δικηγόρους Αθηνών …….. και Πειραιώς ……….., με την εξουσία να διορίζουν για τον αυτό λόγο και άλλους δικηγόρους ως πληρεξουσίους δικηγόρους της εταιρείας. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση, κατά την εκδίκαση της οποίας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου παραστάθηκε, εκπροσωπηθείς από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο …………, στον οποίο κοινοποιήθηκε η αίτηση από την αιτούσα εντός της ορισθείσας από το Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου κατά την κατάθεσή της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών προ της συζήτησής της, και ο οποίος ως διάδικος στη δίκη (εκκαλών), επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, που ζητείται να μεταρρυθμισθεί, κλητεύεται υποχρεωτικά και στη δίκη επί της ένδικης αίτησης μεταρρύθμισης του άρθρου 758 του ΚΠολΔ, ήτοι ανεξάρτητα από το εάν τούτο διατάχθηκε από τον αρμόδιο δικαστή κατά τον προσδιορισμό δικασίμου για τη συζήτησή της ή όχι, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω διάταξη και αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, με αποτέλεσμα να καταστεί διάδικος και στη δίκη επί της κρινόμενης αίτησης (σε αντίθεση με τα λοιπά φυσικά πρόσωπα, κατά των οποίων επίσης απευθύνεται η αίτηση, μη διαδίκους στη δίκη επί των εφέσεων του …………, τα οποία, παρά την κοινοποίηση και προς αυτούς από την αιτούσα της αίτησης, δεν απέκτησαν την ιδιότητα του διαδίκου στην παρούσα δίκη, εφόσον δεν κλητεύθηκαν στη δίκη αυτή κατόπιν διαταγής του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 του ΚΠολΔ, ούτε άσκησαν παρέμβαση στην εκκρεμή δίκη), αρμοδίως καθ’ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την απόφαση, της οποίας ζητείται η μεταρρύθμιση, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 758 του ΚΠολΔ). Πλην όμως απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη διότι με αυτήν ζητείται, με την επίκληση μεταβολής των συνθηκών, η μεταρρύθμιση/συμπλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθου 758 του ΚΠολΔ, απόφασης, εκδοθείσας μεν κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, πλην όμως ανεπίδεκτης μεταρρύθμισης, καθόσον πρόκειται περί απόφασης δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμες εφέσεις του κυρίως στην πρωτόδικη δίκη παρεμβάντος, ασκηθείσες σε βάρος δύο (2) αποφάσεων του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες επίσης εκδόθηκαν κατά την ανωτέρω διαδικασία και με την πρώτη των οποίων διορίσθηκε προσωρινός νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου με τις ειδικότερα αναφερόμενες στο διατακτικό της εξουσίες, ενώ με τη δεύτερη αντικαταστάθηκε ο διορισθείς προσωρινός νόμιμος εκπρόσωπος, με αποτέλεσμα οι εκκαλούμενες αποφάσεις να καταστούν τελεσίδικες, δηλαδή όχι περί απόφασης, εκδοθείσας επί υπόθεσης εκουσίας δικαιοδοσίας, με την οποία έγινε δεκτή η σχετική αίτηση λήψης ορισμένου μέτρου ή διάπλασης ορισμένης νόμιμης κατάστασης, καθώς μόνο μίας τέτοιας απόφασης συντρέχει λόγος προσαρμογής στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες, πραγματικές καταστάσεις με την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της κατά την προαναφερθείσα διάταξη του ΚΠολΔ, και μάλιστα ανεξαρτήτως του βαθμού δικονομικής ωριμότητάς της, (αφού σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση υπόκεινται, όχι μόνον οι οριστικές, αλλά και οι τελεσίδικες και οι αμετάκλητες αποφάσεις), αλλά περί απορριπτικής απόφασης (εφέσεων εν προκειμένω), της οποίας θέμα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης δεν τίθεται, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επισημαίνεται ότι, μόνον όσον αφορά το έκτακτο ένδικο μέσο της αναίρεσης, σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης η πρωτόδικη απόφαση λογίζεται ότι ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με αποτέλεσμα η αναίρεση να στρέφεται πάντοτε κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, ενώ στην κρινόμενη περίπτωση τούτο δε ισχύει.  Η δικαστική δαπάνη του διαδίκου στη δίκη επί της κρινόμενης αίτησης πρώτου των καθ’ων απευθύνεται αυτή ……………, που υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις του, θα επιβληθεί σε βάρος της αιτούσας (άρθρα 191 παρ.2 και 754 του ΚΠολΔ).

Τέλος, επί της ασκηθείσας παρέμβασης του . ….., με αίτημα την απόρριψη της αίτησης, η οποία ως εκ τούτου στο πλαίσιο της προκείμενης ειδικής διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσης (της εκουσίας δικαιοδοσίας) έχει το χαρακτήρα κύριας παρέμβασης κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, λεκτέα τα κάτωθι: Κατά τη συζήτηση της ανωτέρω κύριας παρέμβασης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου παραστάθηκε μόνον η πρώτη των καθ’ων, ενώ οι λοιποί εξ αυτών ήταν απόντες και δεν εμφανίσθηκαν με, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, μολονότι εμπροθέσμως και νομοτύπως κλητευθέντες για την αρχικά προσδιορισθείσα για την εκδίκασή της δικάσιμο της 18ης.2.2021, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως 22.3.2021 (βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες από τον κυρίως παρεμβαίνοντα υπ’αριθμ. …./5.2.2022, …/5.2.2021, …./8.2.2021 και …/8.2.2021 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ………..), και ακολούθως προσδιορίσθηκε αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ. 89/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.4786/2021, για τη αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, με την επισήμανση ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της δικασίμου αυτής ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 21 εδαφ.β΄του ν.4786/2021). Πρέπει, επομένως, να δικασθούν ερήμην, αλλά η υπόθεση να εξετασθεί κατ’ουσίαν σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 754 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινόμενη κύρια παρέμβαση, η οποία αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη (άρθρο 31 παρ.1 του ΚΠολΔ), απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, καθόσον κατά το χρόνο της άσκησής της (κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 4.2.2021 κατά τα προεκτεθέντα και επιδόθηκε στην πρώτη των καθ’ων και αιτούσα στις 5.2.2021, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …./5.2.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ……………..) ο κυρίως παρεμβαίνων, κλητευθείς από την αιτούσα εντός της ορισθείσης κατά την κατάθεση της αίτησής της από το Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου προθεσμίας, ως διάδικος της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προς μεταρρύθμιση απόφαση, και συγκεκριμένα στις 28.1.2021, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……./28.1.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …………) είχε ήδη καταστεί διάδικος στην κύρια δίκη επί της αίτησης και, επομένως, δεν ήταν τρίτος σε σχέση με αυτήν, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο προς άσκηση από πλευράς του παρέμβασης, διότι η κύρια παρέμβαση προϋποθέτει, πλην άλλων, ότι ο παρεμβαίνων είναι τρίτος και όχι διάδικος στην εκκρεμή δίκη, ενώ στην περίπτωση που έχει αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου στη κύρια δίκη η παρέμβασή του αποκρούεται κατ’αυτεπάγγελτη έρευνα ως απαράδεκτη. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος του κυρίως παρεμβάντος ελλείψει υποβολής σχετικού αιτήματος από την πρώτη των καθ’ων η κύρια παρέμβαση (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 27.1.2021 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………/27.1.2021) αίτηση, και β) την από 4.2.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./4.2.2021) κύρια παρέμβαση, ερήμην των δεύτερης, τρίτης, τέταρτου και πέμπτου των καθ’ων η κύρια παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της αιτούσας τη δικαστική δαπάνη του …………, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 23-3-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ