Αριθμός 174/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αριστείδη Τσαβδαρίδη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.12.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3015/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο καθ΄ ου η ανακοπή και ήδη εκκαλών με την από 24.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …………/2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο ………../2019) έφεσή του, καθώς και με τον από 3.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) πρόσθετο λόγο έφεσης. Δικάσιμος της ως άνω εφέσεως και του προσθέτου αυτής λόγου ορίσθηκε αρχικά η 6η.2.2020, μετά δε από αναβολή, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ΄αριθ. …/1.3.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς ………., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 6.2.2020, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη από τον εκκαλούντα. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η υπόθεση αναβλήθηκε για τη σημερινή. Η τελευταία όμως δεν εμφανίσθηκε στη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επίσης, από την υπ΄αριθ. …./3.1.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά …………, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του υπό κρίση δικογράφου πρόσθετου λόγου έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ως άνω αρχική δικάσιμο, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη σημερινή, επιδόθηκε ομοίως νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην γιατί η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήση όλων των διαδίκων (226 παρ. 4 ΚΠολΔ) και η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (937 παρ. 3, 614 επ. 595 ΚΠολΔ).
Τα κρινόμενα δικόγραφα α) της από 24.7.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./26.7.2018 – ………./22.2.2018) έφεσης και β) από 3.1.2020 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../3.1.2020 πρόσθετου λόγου έφεσης του πρωτοδίκως ηττηθέντος εκκαλούντος – καθ΄ου η ανακοπή κατά της νικήσασας ανακόπτουσας – εφεσίβλητης και της υπ΄αριθ. 3015/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών) που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και έκανε δεκτή την από 27.12.2007 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../5.1.2018) ανακοπή κατά της επισπευδόμενης με την υπ΄αριθ. …../2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών (αυτοκινήτου), ασκήθηκαν νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α και 520 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει ούτε ο ανακόπτων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης και πάντως η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε εντός μηνός από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, όπως προκύπτει από την ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλουμένης (29.6.2018) σε συνδυασμό με την από 26.7.2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), ενώ ο πρόσθετος λόγος έφεσης κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη 30 ημέρες πριν από την αρχική συζήτηση. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και ο πρόσθετος λόγος έφεσης, ο οποίος συνέχεται με το κεφάλαιο της απόφασης που έχει προσβληθεί με την έφεση (520 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αφού συνεκδικαστούν κατ΄άρθρ. 246 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης προσκομίζεται το υπ΄αριθ. …………/2018 ηλεκτρονικό παράβολο.
Με την κρινόμενη ανακοπή, η ανακόπτουσα ζήτησε την ακύρωση της επισπευδόμενης από τον καθ΄ου η ανακοπή και δυνάμει της υπ΄αριθ. …../23.11.2017 έκθεσης κατάσχεσης που συντάχθηκε με βάση α) το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄αριθ. 6041/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄αριθ. 5743/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τις από 9.11.2017 επιταγές προς πληρωμή κάτω από κάθε απόγραφο, αναγκαστικής εκτέλεσης επί του υπ΄αριθ. κυκλ. ……….. ΙΧΕ αυτοκινήτου της, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, καθώς και την καταδίκη του καθ΄ου η ανακοπή στη δικαστική της δαπάνη.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή ως προς το 2ο λόγο αυτής που στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στη συνέχεια, ως προς τον 1ο λόγο τη που αφορά στο αιτούμενο με τις ανωτέρω επιταγές ποσό αμοιβής για σύνταξη αυτών, έκανε δεκτό αυτόν, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 127 παρ. 1 ν.δ. 3026/1954 (Κώδικα περί Δικηγόρων). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων (ιδίως σε σχέση με την κατάργηση του νδ 3026/1954 και την εισαγωγή του άρθρου 72 ν. 4193/2014 – νέος Κώδικας περί Δικηγόρων) και ζητεί όπως, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί στο σύνολό της η ανακοπή.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ «Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους». Στα πλαίσια αυτά εξέτασης της υπόθεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποκτά την ίδια εξουσία που είχε και το πρωτοβάθμιο και επομένως μπορεί να ερευνά αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό ή το ορισμένο, καθώς και τη νομική βασιμότητά της και να την απορρίψει εφόσον είναι αόριστη ή απαράδεκτη ή δεν στηρίζεται στο νόμο, εφόσον αφορούν σε ζητήματα που και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως, υπό τον όρο ότι το σχετικό κεφάλαιο έχει μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και με τους περιορισμούς από το άρθρο 322 ΚΠολΔ (λειτουργία του δεδικασμένου) και 536 παρ. 1 ΚΠολΔ (απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος) αλλά δεν χειροτερεύει τη θέση του εκκαλούντος. Ειδικότερα, εάν η αγωγή ήταν για κάποιο λόγο νομικά αβάσιμη, έγινε όμως πρωτοδίκως δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη αυτήν και να την απορρίψει στο σύνολό της ή ως προς συγκεκριμένο αίτημα, αρκεί ο εκκαλών – εναγόμενος να ζητεί την απόρριψη και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη γι΄αυτόν απόφαση χωρίς έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος, (ΑΠ 248/2016, 1635/2008, ΝΟΜΟΣ). Εάν όμως λάβει χώρα εξαφάνιση της εκκαλουμένης, (επειδή στην περίπτωση αυτήν δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών (534 ΚΠολΔ) διότι οδηγεί σε διαφορετικό, κατ΄αποτέλεμα, αιτιολογικό και σε διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο) και ζητείται με την έφεση η απόρριψη της αγωγής, όπως εν προκειμένω με την έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής ζητείται η εν όλω απόρριψη της ανακοπής, για λόγους που αφορούν τη νομιμότητα της αγωγής, τότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν κωλύεται να απορρίψει τα επί μέρους αγωγικά αιτήματα ή και ολόκληρη την αγωγή ως μη νόμιμη, ακόμη και για άλλους λόγους από αυτούς που αναφέρονται στην έφεση, (ΑΠ 158/2021, 1216/1997, ΕφΠατρ 27/2022, ΕφΠειρ 376/2016, 90/2014, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 1ο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα εξιστορούσε ότι καθ΄ου η ανακοπή επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του υπ΄αριθ. κυκλ. ………. ΙΧΕ αυτοκινήτου της μάρκας Suzuki Ignis, δυνάμει της υπ΄αριθ. …../2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, με βάση α) το υπ΄αριθ. …../2017 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄αριθ. 6041/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο της επιδόθηκε στις 14.11.2017 με την κάτω από αυτό από 9.11.2017 επιταγή προς πληρωμή, για συνολικό ποσό απαίτησης 910 € και ειδικότερα, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη 500 €, για χαρτοσήμανση, τέλη επικύρωσης και αντιγραφικά δικαιώματα 10 € και για αμοιβή δικηγόρου λόγω σύνταξης επιταγής και παραγγελίας προς το δικαστικό επιμελητή 350 € και β) το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄αριθ. 5743/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο της επιδόθηκε στις 14.11.2017 με την κάτω από αυτό, από 9.11.2017 επιταγή προς πληρωμή, για συνολικό ποσό απαίτησης 2.013,73 € και ειδικότερα, για επιταχθέν ποσό 1.070 €, για νόμιμους τόκους 383,73 €, για χαρτοσήμανση τέλη επικύρωσης και αντιγραφικά δικαιώματα 10 € και για αμοιβή δικηγόρου λόγω σύνταξης επιταγής και παραγγελίας προς το δικαστικό επιμελητή 500 €. Ότι τα ανωτέρω ποσά για αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του επισπεύδοντος για τη σύνταξη της κάθε μίας από τις ανωτέρω επιταγές είναι υπέρμετρα διογκωμένο γιατί θα έπρεπε να υπολογιστεί, με βάση το άρθρο 127 παρ. 1 ν.δ. 3026/1954 του Κώδικα περί Δικηγόρων, σε 40 μεταλλικές δραχμές και χωρίς τη διαμόρφωση του ποσού αυτού με βάση το άρθρο 98 του ίδιου κώδικα, κατά τα ειδικότερα στην ανακοπή αναφερόμενα, ήτοι στο ποσό των 62 € (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) για κάθε μία από τις επιταγές. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε όπως μειωθούν τα ποσά των ως άνω επιταγών κατά 288 € για την πρώτη και κατά 438 € για τη δεύτερη, ήτοι συνολικά κατά 726 € και να ακυρωθεί η επισπευδόμενη εκτέλεση κατά το αντίστοιχο μέρος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθορίσει την εν λόγω αμοιβή ως διακριτό κονδύλιο στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο ισούται με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Γι΄αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται το ρήμα «ορίζεται» και η φράση «στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης», ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσδιορισμός του ποσού που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο, ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπάνης που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ). Ο τρόπος καθορισμού της δικαστικής δαπάνης σύμφωνα με το ν. 4194/2013 που εφαρμόζεται εν προκειμένω, έχει μεταβληθεί σε σχέση με τον παλαιότερα ισχύοντα Δικηγορικό Κώδικα (άρθρο 127 ν. 3026/1954) κατά τον οποίο, η ελάχιστη οφειλόμενη αμοιβή «κανονιζόταν» σε (μεταλλικές) δραχμές ανάλογα με το δικαστήριο που είχε εκδώσει τον εκτελεστό τίτλο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να υπερβαίνει το ¼ του ποσού της οφειλής που αφορούσε τον εκτελεστό τίτλο. Αντίθετα, με το ν. 4194/2013, δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής την οποία δεν μπορεί να υπερβεί ο δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται αποκλειστικά ως ταυτόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης (Εφ Δυτ Μακ 102/2018 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, στο ν. 4194/2013, η ελάχιστη αμοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, περιστάσεις, κλπ. Στη Νομολογία διατυπώθηκε προεχόντως η άποψη (βλ. ιδίως ΕφΘεσσ 22/2020, ΝΟΜΟΣ), ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, αφού ο ηττηθείς – καθ΄ου η εκτέλεση διάδικος έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο της απόφασης που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο και ν΄αποφύγει κάθε περαιτέρω επιβάρυνση από την επίσπευση της εναντίον του εκτέλεσης. Κατά την κρίση δε του δικαστηρίου αυτού, από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 72 ν. 4194/2013, αντλείται το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης επιθυμεί να διαλύσει κάθε πιθανή αμφιβολία για το νόημα της σχετικής διάταξης και έτσι να αποφύγει ερμηνευτικά ζητήματα που είχαν ανακύψει στο παρελθόν από το προαναφερθέν άρθρο 127 του ν. 3026/1954, όπου για τη σχετική αμοιβή προβλεπόταν ελάχιστο και ανώτατο όριο, όπως προεκτέθηκε και είχε σαν αποτέλεσμα τον καθορισμό από τα δικαστήρια με βάση την επιστημονική εργασία, το χρόνο που καταναλώθηκε, κλπ. (ΕφΘεσσ 187/2018, ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η σύνδεση του ύψους της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή με τα ανωτέρω κριτήρια δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία διάταξη νόμου. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται ούτε με βάση το άρθρο 58 παρ. 5 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με το οποίο «Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή είτε κατά την εκτίμησή του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του», καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για την οποία προβλέπει ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 72 του ίδιου νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 59 περί συμφωνίας και λήψης αμοιβής με χρονοχρέωση. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 72 το συμπέρασμα ότι με αυτήν εννοείται ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει ήδη συμπεριληφθεί στην επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη, αφ΄ενός μεν διότι η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει όσα ορίζονται στα άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ και αφορούν τις μέχρι τότε πραγματοποιηθείσες ενέργειες, αφ΄ετέρου δε διότι δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να καθορίζει αμοιβή για δικηγορικές ενέργειες που έπονται της έκδοσης της απόφασης μετά την οποία απεκδύεται της σχετικής εξουσίας, από μόνο το εικαζόμενο ενδεχόμενο της διενέργειάς τους, καθώς τυχόν μεταγενέστερες ενέργειες μόνο ενδεχόμενο είναι να λάβουν χώρα και το δικαστήριο, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 106 και 108 ΚΠολΔ, δεν μπορεί εκ των προτέρων ούτε να τις περιορίσει αλλά ούτε και να τις διατάξει ή να τις καθορίσει. Αλλά, επιπλέον, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αμοιβή για την επιταγή συμπεριλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη, αυτό θα σήμαινε ότι η αμοιβή αυτή θα επιβάρυνε τελικώς το δανειστή ή, αλλιώς, τον ίδιο το συντάξαντα δικηγόρο. Τέλος, η δυνατότητα αύξησης της αμοιβής ή μείωσης αυτής (άρθρα 98 παρ. 1 και 102 αντίστοιχα), προβλέπεται μεν στο ν. 4194/2013, αλλά η μείωση της αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αιτήματος της αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 127 παρ. 1 νδ 3026/1954 ως προς τον υπολογισμό της αμοιβής για σύνταξη επιταγής, πλην όμως εσφαλμένα, διότι οι διατάξεις του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, καταργήθηκαν από την εισαγωγή του ν. 4194/2013 – νέου Κώδικα Δικηγόρων στις 27.9.2013 (ΦΕΚ Α 208/27.9.2013) και στην προκειμένη περίπτωση, η επιταγή προς πληρωμή κοινοποιήθηκε στις 14.11.2017 (όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. ……./23.11.2017 έκθεση κατάσχεσης κινητών του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ………….. και συνομολογεί η ανακόπτουσα στην ένδικη ανακοπή της) δηλαδή με την έναρξη ισχύος του ν. 4194/2013 με τον οποίο καταργήθηκε το νδ 3026/1954 και ο οποίος ήταν εφαρμοστέος εν προκειμένω. Κατέληξε δε ότι η αμοιβή για τη σύνταξη κάθε μίας από τις ανωτέρω επιταγές δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα ποσά των 10,27 € και 16,43 € αντίστοιχα για κάθε μία επιταγή και επιπλέον ότι δεν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 98 για αύξηση του ποσού αυτού με βάση την επιστημονική εργασία, τη δυσκολία ως προς τη σύνταξη της επιταγής, κλπ. και ακύρωσε την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση με την υπ΄αριθ. ……/23.11.2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ως προς το επιπλέον ποσό των 823 €. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο η κρινόμενη ανακοπή είναι μη νόμιμη, διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη και με βάση τη διάταξη του άρθρου 72 ν.4194/2013 που εφαρμόζεται εν προκειμένω αφού η επιταγές προς πληρωμή επιδόθηκαν στην ανακόπτουσα μετά την έναρξη ισχύος του (στις 14.11.2017 όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. …./23.11.2017 έκθεση κατάσχεσης κινητών του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …………., η αμοιβή του συντάξαντος τις ως άνω επιταγές δικηγόρου, είναι ίσες με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης για κάθε μία από τις ως άνω αποφάσεις, δηλαδή 500 € για την επιταγή που συντάχθηκε κάτω από το κοινοποιηθέν απόγραφο της υπ΄αριθ. 6041/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και 600 € για την επιταγή που συντάχθηκε κάτω από το κοινοποιηθέν απόγραφο της υπ΄αριθ. 5743/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντίστοιχα, αφού τα παραπάνω ποσά επιδικάστηκαν αντίστοιχα σε κάθε μία απόφαση ως δικαστική δαπάνη. Τα παραπάνω ποσά δικαστικής δαπάνης υπερβαίνουν τα αιτηθέντα ως αμοιβή για τη σύνταξη των ανωτέρω από 9.11.2017 επιταγών προς πληρωμή (350 € και 500 € αντίστοιχα) και συνεπώς οι αιτούμενες αμοιβές για τη σύνταξη της επιταγής υπολείπονται των νομίμων που ανέρχονται σε 500 € και 600 € αντίστοιχα.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε το σχετικό λόγο ανακοπής ως νόμιμο και στη συνέχεια δέχτηκε αυτόν ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμο και ακύρωσε εν μέρει την υπ΄αριθ …./2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης με την οποία επισπευδόταν αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει των πρώτων εκτελεστών απογράφων των υπ΄αριθ. 6041/2013 και 5743/2011 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και των κάτω από αυτές δύο, από 9.11.2017 επιταγών προς πληρωμή, ως προς το επιπλέον συνολικό ποσό των 823,30 € έσφαλε, δεκτού γενομένου του πρόσθετου λόγου έφεσης. Εν όψει δε της υποβολής αιτήματος από τον εκκαλούντα προς εξαφάνιση της εκκαλουμένης και απόρριψης της υπό κρίση ανακοπής, η εκκαλουμένη πρέπει να εξαφανιστεί και αφού η υπόθεση (η από 27.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης ………../5.1.2018) ανακοπή, που ασκήθηκε εμπρόθεσμα και παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αρμόδιου καθ΄ύλην και κατά τόπο για την εκδίκασή της, κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο και δικαστεί από αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Πρέπει επίσης να αποδοθεί στον εκκαλούντα το παράβολο για την άσκηση έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος της εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, δεν ορίζεται παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης, διότι στη διάταξη του άρθρου 937 § 1 στοιχ. β ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο § 2 του Ν. 4335/2015, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1112/2020 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 24.7.2018 έφεση και το από 3.1.2020 δικόγραφο πρόσθετων λόγων.
Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 3015/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασίας περιουσιακών διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει επί της από 27.12.2017 και υπ΄αριθ. κατάθ. ………./5.1.2018) ανακοπής.
Απορρίπτει αυτήν.
Διατάσσει την επιστροφή του υπ΄αριθ. ………./ 2018 ηλεκτρονικού παραβόλου έφεσης στον εκκαλούντα.
Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό ευρώ (1.100 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ