Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 17/2019

Aριθμός   17 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ. Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 29.4.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …………..), έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄αριθ. 1041/27.3.2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, (Τακτική Διαδικασία), που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή την από 30.5.2013, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……..), αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω ως προς του παραδεκτό και ουσιαστικά βάσιμο των λόγων της, δοθέντος ότι για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το παράβολο έφεσης, (.. και .. ΤΑΧΔΙΚ και …… Δημοσίου). Με την ως άνω αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε τα εξής : Ότι δυνάμει των από 25.1.2005 και 18.4.2005 ιδιωτικών συμφωνητικών, αλλά και με τις περαιτέρω μεταξύ τους άτυπες συμβάσεις, η εναγομένη του ανέθεσε την ανέγερση του Β και Γ ορόφου επί οικοδομής στη Δραπετσώνα, έναντι συνολικής αμοιβής 248.000 €. Ότι στις 18.4.2005, συμφωνήθηκαν επιπλέον προφορικά  πρόσθετες εργασίες, που αφορούν την κατασκευή πλήρους κατοικίας, επιφανείας 30 τ.μ., αποτελούμενης από κύριο χώρο, κουζίνα και μπάνιο,  στο δώμα της ως άνω οικοδομής, παραδοτέας «με το κλειδί στο χέρι», έναντι αμοιβής 24.000 €, δηλαδή 800 € ανά τ.μ. Ότι η ανωτέρω πρόσθετη συμφωνία δεν περιλήφθηκε στις ως άνω γραπτές συμφωνίες τους, ούτε στην, εκδοθείσα για τις λοιπές εργασίες, άδεια οικοδομής. Ότι η εναγομένη δεν έχει εξοφλήσει την αμοιβή του για την εργασία που αφορά στην ανωτέρω κατοικία του δώματος, αν και ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε σ΄αυτήν  το μήνα Σεπτέμβριο 2008. Με βάση τ΄ανωτέρω, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 24.000 €, νομιμοτόκως από την 1.10.2008, άλλως, από την επίδοση της αγωγής του, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και στις δύο περιπτώσεις μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής από τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, έκανε αυτήν δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το αιτούμενο ποσό των 24.000 €, (20.000 € για την κατασκευή και 4.000 € για τη μελέτη κατασκευής), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα, σε βάρος της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί όπως, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, καθώς και να της καταβάλει ο ενάγων τη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από το άρθρο 216 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 681 και 694 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται αμοιβή κατόπιν εκτέλεσης σύμβασης έργου, απαιτείται να αναφέρονται σε αυτήν σαφώς η σύναψη της σύμβασης έργου, το έργο που συμφωνήθηκε να εκτελεστεί, η αμοιβή που συμφωνήθηκε να καταβληθεί και η εκτέλεση και παράδοση του έργου, ή η προσφορά αυτού, (ΑΠ 590/2002, ΝΟΜΟΣ). Στην κρινόμενη περίπτωση, η εκκαλούσα παραπονείται με τον 4ο λόγο της έφεσής της με τον οποίο επαναφέρει σχετική ένστασή της που υπέβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι η ως άνω αγωγή είναι αόριστη, (216 ΚΠολΔ), καθώς δεν αναφέρονται, οι ειδικότεροι όροι της σύμβασης των διαδίκων, οι εργασίες που εκτελέστηκαν,  η συμφωνία για την αμοιβή του ενάγοντα, ή, σε περίπτωση που αυτή ήταν ακαθόριστη, με ποιο τρόπο συμφωνήθηκε να καθοριστεί. Ωστόσο, σύμφωνα με την προδιαληφθείσα νομική σκέψη, η αγωγή είναι σαφής και ορισμένη, αναφέρεται δε το είδος του έργου και η καθορισμένη αμοιβή που συμφωνήθηκε και η εκτέλεση και παράδοση του έργου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (4ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, (ειρηνοδικείων μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία με την επιφύλαξη των άρθρων, 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου “συμπληρωματικά” στην παράγραφο 2β του άρθρου 270 ΚΠολΔ, (AΠ 647/2016, NOMOΣ), όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 κι εφαρμόζεται λόγω του χρόνου δημοσίευσης της εκκαλουμένης, (533 παρ. 2 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα, με τον 6ο λόγο της κρινόμενης έφεσης παραπονείται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπ΄όψιν α) το από 19.7.2005 βιβλιάριο επιμετρήσεων επιχρισμάτων που προσκομίζει ο ενάγων διότι δεν πληρούσε τους όρους του νόμου  και β) την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης περί του ύψους της αμοιβής του ενάγοντα, διότι υπερέβαινε το επιτρεπόμενο τότε ποσό των 20.000 €. Ωστόσο, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομική σκέψη, το ως άνω έγγραφο, καλώς ελήφθη υπ΄όψιν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε, καθώς δεν απαγορευόταν να εκτιμηθεί και ν΄αξιολογηθεί και αυτό το αποδεικτικό μέσο εφόσον στην προκειμένη περίπτωση επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες. Περαιτέρω,  πρέπει να σημειωθεί ότι η ένδικη σύμβαση ήταν σαφώς εμπορική για τον εφεσίβλητο εργολάβο, δικαιολογείται η χρήση του αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων για την απόδειξη της σύμβασης, αν και αντικείμενό της υπερέβαινε το καθοριζόμενο κατά το χρόνο εκείνο ποσό, (393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 δ ΚΠολΔ, ΑΠ 1722/2014, ΕφΛαρ 78/2017, ΝΟΜΟΣ).  Συνεπώς, ο σχετικός (6ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, τόσο ως προς το σκέλος που αφορά τη λήψη υπ όψιν του ως άνω εγγράφου, όσο και ως προς αυτό που αφορά τη λήψη υπ όψιν της ως άνω μαρτυρικής κατάθεσης για την απόδειξη της σύμβασης των διαδίκων. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής και εκείνων των άρθρων 237, 262 παρ. 1, 259 και 527 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό της προβολής της από άποψη τρόπου, πρέπει, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 269 του ΚΠολΔ., να προβάλλονται κατά σαφή τρόπο κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση του γεγονότος ότι τά περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα, για την αιτία αυτή και όχι για ανυπαρξία του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 472/1983). Έτσι, η χωρίς δικαιολογημένη αιτία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 του ΚΠολΔ, παράλειψη προβολής, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και της διατύπωσης αιτήματος απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεται στην απόρριψη της ένστασης του άρθρου 281 του ΑΚ ως απαράδεκτης σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή για πρώτη φορά ενώπιον του     Εφετείου. Ο χαρακτηρισμός, εξάλλου, μιας διάταξης ως δημοσίας τάξης μόνη συνέπεια έχει ότι η εφαρμογή της δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την ιδιωτική βούληση (άρθρο 3 ΑΚ) και όχι ότι ο ισχυρισμός που στηρίζεται σε αυτή μπορεί, χωρίς τους περιορισμούς των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, να προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, (ΑΠ 523/2015, 2102/2007, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται (απλά ή αιτιολογημένα) να δεχθεί την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΜονΕφΑθ 2870/2018, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα, με τις κατατεθείσες ενώπιον του δικαστηρίου αυτού προτάσεις της, προτείνει την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος ως προς την άσκηση της αγωγής, καθώς, η μακροχρόνια αδράνειά του δημιούργησε στην εκκαλούσα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει την ένδικη αξίωσή του, και δεν υπάρχει ουδεμία οφειλή της προς τον ενάγοντα. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η εν λόγω ένσταση προτείνεται απαράδεκτα, καθόσον η εκκαλούσα δεν επικαλείται κάποιο λόγο για τη βραδεία υποβολή του ισχυρισμού αυτού, που δεν είχε προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πολλώ δε μάλλον, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν μπορεί να προταθεί σε περίπτωση γενικής άρνησης του δικαιώματος του ενάγοντα από τον εναγόμενο, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες που προσκομίζουν οι διάδικοι χωρίς να αμφισβητείται η γνησιότητά τους, καθώς και τις υπ΄αριθ. … και ….. ένορκες βεβαιώσεις του Ειρηνοδίκη Πειραιά και του συμβολαιογράφου Πειραιά Γ. Σ., αντίστοιχα, με τις καταθέσεις των μαρτύρων ……., (εναγομένης) και ……., (εφεσιβλήτου), που λήφθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα μετά από κλήση των αντιδίκων των διαδίκων να παραστούν κατά τη σύνταξή τους, (βλ. …… και ……. εκθέσεις επίδοσης του Δικ. Επιμελητή Πειραιά …… και Αθηνών, ……., αντίστοιχα), τα οποία εκτιμώνται καθ΄εαυτά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά, έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με το από 25.1.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπέγραψαν η εναγομένη ως εργοδότρια και ο ενάγων ως εργολάβος, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να αναλάβει ο ενάγων την εμφύτευση υποστυλωμάτων στο ισόγειο και στον 1ο όροφο, την προσθήκη κατ΄επέκταση στο ισόγειο και στον 1ο όροφο και την προσθήκη 2ου και 3ου ορόφου στην οικοδομή της εναγομένης που βρίσκεται στη Δραπετσώνα, (οδός ..  ..). Η αμοιβή του εργολάβου για τις ανωτέρω εργασίες συμφωνήθηκε κατ΄ αποκοπήν στο ποσό των 73.000 €, εκ των οποίων προκαταβλήθηκαν 20.000 €, ενώ το υπόλοιπο θα καταβαλλόταν τμηματικά μετά την αποπεράτωση κάθε τμήματος του έργου. Περαιτέρω, με το από 18.4.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπέγραψαν οι διάδικοι, η εναγόμενη ανέθεσε στον ενάγοντα την αποπεράτωση του 2ου  ορόφου, του 3ου  ορόφου και του δώματος, επίσης δε, την κατασκευή λεβητοστασίου και αποθήκης περίπου 15 τ.μ. στο δώμα, έναντι αμοιβής κατ΄ αποκοπήν ποσού  175.000 € εκ των οποίων προκαταβλήθηκε το ποσό των 100.000 €, το δε υπόλοιπο θα καταβαλλόταν ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών και τις οικονομικές δυνάμεις της εναγομένης. Εξεδόθη σχετικά η υπ΄αριθ. ……… άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας Πειραιά. Η εναγόμενη εξόφλησε τα ποσά των αμοιβών  με βάση τα ως άνω συμφωνητικά, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις και συνομολογείται από τους διαδίκους. Ωστόσο, οι διάδικοι τροποποίησαν τη συμφωνία τους σχετικά με το δώμα, ώστε να κατασκευαστεί επιπλέον, ένα διαμέρισμα ενός δωματίου με μπάνιο και κουζίνα. Αυτό προκύπτει από την υπογεγραμμένη και από τους δύο διαδίκους, συντετμημένη και χειρόγραφη καταγραφή διευκρινίσεων στο από 18.4.2005 ειδικό συμφωνητικό, όπου αναφέρεται ότι στο δώμα θα υπάρχει εγκατάσταση για πλυντήριο και στο λουτρό, καθώς και καλοριφέρ, δηλαδή χαρακτηριστικά που δεν ταιριάζουν με την κατασκευή αποθήκης όπως αναφέρεται στο δακτυλογραφημένο τμήμα ως άνω συμφωνητικού, αλλά υποδεικνύουν εγκαταστάσεις εξοπλισμού κύριας κατοικίας, η πρόβλεψη της οποίας δεν περιλήφθηκε στην ως άνω οικοδομική άδεια, όπως προκύπτει από το σκαρίφημα της οικοδομικής άδειας, και τη συνοδεύουσα αυτήν κάτοψη, σε συνδυασμό με την από 11.10.2013 κάτοψη δώματος των πολιτικών μηχανικών ….. και ….. …. που προσκόμισε η εναγομένη πρωτοδίκως και προσκομίζει εκ νέου στην παρούσα δίκη. Στην ανωτέρω κάτοψη, απεικονίζονται το κλιμακοστάσιο, βοηθητικός χώρος και λεβητοστάσιο, σύμφωνα με το από 18.4.2005 ως άνω συμφωνητικό και την οικοδομική άδεια, καθώς και επέκταση κτίσματος 6 μ. Χ 4 μ. περίπου, εντός του οποίου βρίσκονται α) αποθήκη 6,08 τμ και β) οικία 18,2 τ.μ., αποτελούμενη από δωμάτιο με κουζίνα 15,19 τ.μ. και λουτρό 3,04 τ.μ., δηλαδή συνολικά 24,31 τ.μ. Τις ανωτέρω επιπλέον κατασκευές τις οποίες η εναγομένη νομιμοποίησε, κάνοντας χρήση της σχετικής δυνατότητας του ν. 4178/2013, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη σχετική δήλωση,  κατασκεύασε ο ενάγων, μετά από συμφωνία με την εναγομένη, όπως προαναφέρθηκε, ανεξαρτήτως των ισχυρισμών της τελευταίας ότι στην κατασκευή αυτή δεν συμμετείχε ο ενάγων αλλά πραγματοποίησαν η ίδια και η αδελφή της και επιμελήθηκαν την ανεύρεση εργατών τους οποίους και πλήρωσαν, οι οποίοι κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι,  καθώς τα περιστατικά που τους συγκροτούν αναφέρονται γενικά, ενώ δεν προσκομίζονται περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία, όπως φωτογραφίες, αποδείξεις καταβολής στους εργάτες, ή αγοράς υλικών, πέραν από τις από 17.6.2005 απόδειξη της βιομηχανίας σκυροδέματος Αγγέλου από 508,27 € και του υπ΄αριθ. ………. τιμολογίου της μάντρας οικοδομών ……. από 2.698,92 € που αφορούν τσιμέντο και τούβλα. Από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται η κατασκευή του έργου από την ίδια την εκκαλούσα – εναγομένη, ιδίως δε, δεν αναφέρει καν σε ποιο ποσό ανήλθε η ισχυριζόμενη εξ ιδίων της κατασκευή, ούτε δικαιολογεί την έλλειψη σχετικών αποδεικτικών μέσων. Η αναφορά ότι είχε στη διάθεσή της «πράγματα» και «αντικείμενα» που απαιτούνταν για τον εξοπλισμό του χώρου και είχαν αφαιρεθεί από την πατρική της οικία, (ντουλάπια και πάγκος κουζίνας, δύο εσωτερικές πόρτες και τζαμαρία, τα οποία εμφαίνονται στις προσκομισθείσες εκ μέρους της φωτογραφίες), δεν αποδεικνύουν ότι επιμελήθηκε η ίδια την οικοδόμηση της οικίας του δώματος και όχι ο εναγόμενος, ανεξαρτήτως του αν τοποθετήθηκαν εξοπλισμοί και κινητά πράγματα που της ανήκαν από παλαιά, ή αγοράστηκαν νέα για το σκοπό αυτόν. Άλλωστε, η ανεύρεση και πρόσληψη εκ μέρους της εναγομένης και της αδελφής της εργατών, η οργάνωση και επίβλεψη της κατασκευής και η αγορά και μεταφορά εκ μέρους τους οικοδομικών υλικών, αφ΄ενός, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής στοιχίζουν περισσότερο από την ανάθεση των ενεργειών αυτών σε επαγγελματία που έχει δοσοληψίες με τους προμηθευτές και τους  επαγγελματίες του χώρου, αφ΄ετέρου δε, η ολοκλήρωση της κατασκευής αυτής από τον ενάγοντα, παρείχε και ασφάλεια κατασκευής και γινόταν στα πλαίσια της επέκτασης και τρέχουσας ανοικοδόμησης της πολυκατοικίας από εκείνον ως πολιτικό μηχανικό, ενώ δεν είναι λογικό να προσέλαβε η εναγομένη παράλληλα με το συνεργείο του ενάγοντα και άλλο συνεργείο, δοθέντος ότι η ίδια υποστηρίζει ότι τα τελευταία υλικά προσήλθαν στην οικοδομή στις 21.9.2005, δηλαδή την ημέρα που εκδόθηκε το ανωτέρω υπ΄αριθ. ….. τιμολόγιο. Εξάλλου, πέραν του ξυλουργού που αποκόμισε υλικά (πόρτες, ντουλάπια και τζαμαρία) από την πατρική της οικία και τα εγκατέστησε στην επίδικη οικία, (βλ. σχετικές φωτογραφίες), δεν αναφέρει άλλες ειδικότητες εργατών, οι οποίοι, εργαζόμενοι παράλληλα με τους εργάτες του ενάγοντα, μέχρι τις 21.9.2005, ολοκλήρωσαν τις οικοδομικές εργασίες, ήτοι υδραυλικά, πλακάκια, σκεπή, κλπ., δεδομένου ότι πρόκειται για πλήρως λειτουργική κατοικία. Περαιτέρω, η άποψη αυτή ενισχύεται και από το ότι, στις 12.9.2008, οπότε εκδίδεται η τελευταία απόδειξη είσπραξης και εξόφλησης της αρχικής σύμβασης που απορρέει από το από 18.4.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, (ποσού 175.000 €), αναφέρεται ότι η εξόφληση δεν συμπεριλαμβάνει τις εκτός σύμβασης διαφορές. Η τέτοια διευκρίνιση δεν ήταν αναγκαίο να τεθεί, καθώς, ούτε η εναγομένη αναφέρει συγκεκριμένα σε ποιες άλλες «διαφορές» αφορά, εκτός του νομιμοποιημένου κτίσματος, αλλά ισχυρίζεται αόριστα ότι αφορά σε ενδεχόμενες να προκύψουν και μη παρούσες κατά το χρόνο έκδοσης της απόδειξης διαφορές, (για τυχόν αξεσουάρ του εσωτερικού χώρου των οικιών), χωρίς να δικαιολογεί το λόγο που δεν αναφέρονται συγκεκριμένα, τρία έτη μετά την ισχυριζόμενη ολοκλήρωση του έργου από τον ενάγοντα. Αντίθετα, η αναφορά στις εκτός της σύμβασης διαφορές στην ως άνω απόδειξη, ενισχύει το συμπέρασμα ότι είχε συμφωνηθεί η μετατροπή του δώματος σε κατοικία, καθώς και  σχετική επιπλέον αμοιβή. Περαιτέρω, αν και στο από 18.4.2005 συμφωνητικό αναφέρεται κατασκευή αποθήκης περίπου 15 τμ, τελικώς, κατασκευάστηκε αποθήκη 9 τμ, εκ της οποίας τμήμα αποτελεί το λουτρό της κατοικίας και το υπόλοιπο αποτελεί αποθήκη, πράγμα που σημαίνει ότι η περιλαμβανόμενη στο ως άνω συμφωνητικό περιγραφή της κατασκευής του δώματος, τροποποιήθηκε ρητά από τους διαδίκους, οι οποίοι σκόπευαν πλέον και στην κατασκευή της κατοικίας που οικοδομήθηκε αυθαίρετα και εκτός της οικοδομικής άδειας. Εμφαίνεται δε το είδος του κτίσματος του δώματος, ως κύριος χώρος (και όχι βοηθητικός όπως ισχυρίζεται η εναγομένη – εκκαλούσα) και δη αμιγώς κατοικίας, στις προσκομιζόμενες από την ίδια και μη αμφισβητηθείσες φωτογραφίες. Για την αυθαίρετη αυτή κατασκευή κατοικίας στο δώμα, οι διάδικοι δεν συνέταξαν σχετικό έγγραφο συμφωνητικό, στο οποίο να αναφέρεται η αναδιαμόρφωση του δώματος και η αμοιβή του ενάγοντα για την επιπλέον κατασκευή, ούτε επίσης η εναγομένη διαμαρτυρήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο για τη μικρότερη επιφάνεια της αποθήκης (9 τμ αντί για 15 τμ). Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει ότι η αμοιβή του ενάγοντα για την κατασκευή της κατοικίας του δώματος θα ανερχόταν στο ποσό των 800 € ανά τετραγωνικό μέτρο, δηλαδή σε ποσό μικρότερο από τα συνηθισμένα για την εποχή εκείνη και με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες (βλ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης στα πρακτικά). Εν όψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι υπήρξε συμφωνία των διαδίκων για την κατασκευή επιπλέον κατοικίας στο δώμα από τον ενάγοντα, με μετατροπή των αρχικώς συμφωνηθέντων χώρων και επιπλέον αμοιβής του αυτού, ήτοι εκτός της έγγραφης σύμβασης, καθώς και ότι δεν αποδείχτηκε ότι η ίδια η εναγομένη, χωρίς συμμετοχή του ενάγοντα, προέβη στην κατασκευή της κατοικίας και ανακατασκευή του δώματος, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και οι σχετικοί 1ος και 7ος λόγος αντίστοιχα, καθώς και ο συναφής 5ος λόγος, με τους οποίους η εκκαλούσα παραπονείται ότι δεν συμφωνήθηκε ανακατασκευή, (1ος  λόγος), ούτε επιπλέον αμοιβή του ενάγοντα, (7ος λόγος) και ότι δεν εκτιμήθηκε ορθά ότι α) τα επί μέρους κονδύλια τα οποία συμποσούνται στο ποσό των 3.207,19 €, (231/2005 τιμολόγιο από 2.698,92 € και από 17.6.2005 απόδειξη από 508,27 €), προσκομίστηκαν από αυτήν μόνο για την απόδειξη του χρόνου παραλαβής των υλικών και όχι του κόστους που κατέβαλε εξ ιδίων της για την ισχυριζόμενη αποκλειστική εκ μέρους της επιμέλεια κατασκευής του δώματος και β) το γεγονός ότι η κατοικία του δώματος εξοπλίστηκε με υλικά και «πράγματα» που προήλθαν από την πατρική της  κατοικία, (5ος λόγος), πρέπει ν΄απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, παρά τ΄αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα – εναγομένη. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για κατασκευή 24,31 τ.μ, (όπως συνομολογεί και η εναγομένη, βλ. ενδεικτικά, σελ. 4 και 10 της κρινόμενης έφεσης, στιχ. 9 επ. και 11 προ του τέλους αντίστοιχα), ή 15, 19 τ.μ. με λουτρό 3,04 τ.μ, (ενδεικτικά, σελ. 5 των πρωτοδίκων προτάσεων, στιχ. 4 προ του τέλους και σελ. 6, στιχ. 3 επ., σελ. 14, στιχ. 4 επ., σελ. 1 της προσθήκης – αντίκρουσης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στιχ. 3 προ του τέλους), εκ των οποίων 9,12 τ.μ., (6,08 τ.μ. επιφάνεια αποθήκης και 3,04 τ.μ. επιφάνεια λουτρού), είχαν ήδη κατασκευαστεί από τον ενάγοντα, στα πλαίσια της αρχικής, από 18.4.2005 ως άνω συμφωνίας, (βλ. κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης …. .. στην υπ΄αριθ. …….. εν. βεβαίωση). Συνεπώς, ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβής για το μέρος αυτό του έργου, καθώς έχει εξοφληθεί πλήρως από την εναγομένη, ενώ δικαιούται αμοιβής για το υπόλοιπο έργο, ήτοι για επιφάνεια 15, 19 τ.μ. ( = 24,31 τ.μ., συνολική επιφάνεια κατοικίας δώματος  μείον 9,12 τ.μ. κατασκευασθέν έργο και εμπίπτον στη συμφωνηθείσα και καταβληθείσα αμοιβή). Έτσι, ο ενάγων δικαιούται αμοιβής 12.152 € (= 15,19 τ.μ. Χ 800/τ.μ.). Εν όψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχτηκε ότι ο ενάγων, για την κατασκευή  30 τ.μ., δικαιούται αμοιβής ποσού 24.000 €, (20.000 € για την κατασκευή και 4.000 € για τη μελέτη) την οποία και επιδίκασε, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με τους 3ο και το συναφή αυτού 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους παραπονείται ότι α) με την εκκαλουμένη επιδικάστηκε ποσό 20.000 € για την κατασκευή και 4.000 € για τη μελέτη, ενώ το τελευταίο αυτό κονδύλιο δεν εζητείτο για την αιτία αυτή και β) επιδικάστηκε στον ενάγοντα ποσό 24.000 € που αντιστοιχεί σε 30 τ.μ. κατασκευής, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε ότι η επιφάνεια κατασκευής ανέρχεται σε 24,31 τ.μ., αντίστοιχα. Πρέπει συνεπώς  να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση, (η από 30.5.2013 αγωγή, υπ΄αριθ. κατάθ. ……) από το παρόν δικαστήριο, να δικαστεί κατ΄ουσίαν και να γίνει δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεουμένης της εναγομένης  να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των 12.152 € (= 15,19 τ.μ. Χ 800/τ.μ.) και δη νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή  εξόφληση. Η δικαστική δαπάνη του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης αλλά μειωμένη, κατά το λόγο μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, (178 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και να αποδοθεί το παράβολο έφεσης στην εκκαλούσα, (495 παρ. 3Γ εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 29.4.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……..), έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 1041/27.3.2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (Τακτικής Διαδικασίας).

Κρατεί την υπόθεση και

Δικάζει κατ΄ουσίαν την από 30.5.2013, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……..), αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη.

Υποχρεώνει την εναγομένη- εκκαλούσα, ………, να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο, ……….., το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εκατόν πενήντα δύο ευρώ (12.152 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου έφεσης, (.. και … ΤΑΧΔΙΚ και ………Δημοσίου) στην εκκαλούσα.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, μέρος της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ, (1.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ