Αριθμός 180/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη (μεταφερθείσα στο Β΄ Πολιτικό Τμήμα για τη δικάσιμο της 13ης.1.2022 δυνάμει της υπ΄ αριθ. 2/2022 Πράξης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου) και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννη Γιαγτζόγλου.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.7.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 3161/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης για τους λόγους που σε αυτήν αναφέρονται και η υπ΄ αριθμ. 896/2020 απόφαση αυτού, που απέρριψε την αγωγή.
Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 5.1.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείου Πειραιώς ………../2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο εκκαλών, παραστάς αυτοπροσώπως, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 5.01.2020 με αριθμό κατάθεσης ……../2021 έφεση κατά της με αριθμό 896/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων επί της από 17.7.2017 με αριθμό κατάθεσης ………./2017 αγωγής, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς μη γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται ότι αυτή επιδόθηκε. Να σημειωθεί ακολούθως ότι η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 12.1.2021 ενώ η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 3.3.2020. Επιπλέον, έχει καταβληθεί το με αριθμό ………../2020 ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως, ποσού 100 ευρώ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά ουσιαστικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ΄ ιδίαν λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρ. 533 του ΚΠολΔ).
Με την από 17.7.2017 με αριθμό κατάθεσης ……../2017 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του ο ήδη εκκαλών ενάγων εξέθετε ότι είναι δικηγόρος-νομικός συνεργάτης του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Σύνδεσμος Δήμων Πειραιά και Δυτικής Αττικής για την ίδρυση κοινού νεκροταφείου». Ότι από το ανωτέρω Ν.Π.Δ.Δ. του διαβιβάστηκε το από 11-7-2017 και με αριθμό πρωτοκόλλου του ιδίου ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. 3519/12-7-2017 έγγραφο του ήδη εφεσίβλητου, το οποίο αυτός απηύθυνε προς τον κ. Πρόεδρο του ως άνω Συνδέσμου, και κοινοποιούσε σε πολλά άλλα πρόσωπα (μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής του Συνδέσμου, Δημάρχους, Εισαγγελείς κλπ), με τίτλο «Απάντηση στο από …./29-5-2017 έγγραφό Σας του ……………, Αρχιτέκτονα Ε.Μ.Π., υπαλλήλου του Συνδέσμου». Ότι στο έγγραφο αυτό γινόταν μεταξύ άλλων αναφορά στη «νομική υπεράσπιση» του Συνδέσμου σε αστική υπόθεση με αντικείμενο την κατάσχεση λογαριασμών του συνδέσμου εις χείρας Τραπέζης ως τρίτης, και στο έγγραφο αυτό ο ήδη εφεσίβλητος διατύπωνε το ερώτημα, πως δικαιολογείται το γεγονός η «νομική υπεράσπιση του Συνδέσμου να μην μετέρχεται των μέσων που δίνει η δικονομία» με συνέπεια «να χάνονται 800.000 Ευρώ», ενώ επίσης διατύπωνε και το ερώτημα πως δικαιολογείται η Διοίκηση του Συνδέσμου να έχει τυφλή εμπιστοσύνη σε αυτήν τη νομική υπεράσπιση. Ότι οι ως άνω χαρακτηρισμοί για τη νομική υπεράσπιση του Συνδέσμου αφορούσαν στο πρόσωπό του, διότι είναι γνωστό σε όλους ότι αυτός τυγχάνει ο νομικός συνεργάτης του Συνδέσμου και ότι όλες οι νόμιμες ενέργειες έγιναν με την δική του επιμέλεια, εφόσον ο ίδιος άσκησε όλα τα προβλεπόμενα δικονομικά ένδικα μέσα και δικαιώματα για την προάσπιση των συμφερόντων του εντολέως του Συνδέσμου. Ότι οι ως άνω χαρακτηρισμοί για πλημμέλειες στη νομική υπεράσπιση του ως άνω εντολέως του Ν.Π.Δ.Δ. -Συνδέσμου, για τις οποίες έλαβε γνώση ευρύτατος κύκλος προσώπων, στα οποία απευθύνθηκε το έγγραφο, ήταν ψευδείς και συκοφαντικοί για το πρόσωπό του και ικανοί να βλάψουν, όπως και πράγματι έβλαψαν, την τιμή και την υπόληψή του, καθόσον αυτός είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, με πολυετή υπεράσπιση θεμάτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και έχει υπηρετήσει σε αιρετές θέσεις, αλλά και επαγγελματικές, με την ιδιότητα του Προϊσταμένου Νομικών Υπηρεσιών νομικών προσώπων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, αφού τα παραπάνω ερωτήματα τον παρουσίαζαν ως υπαίτιο απώλειας ποσού 800.000 Ευρώ από τον εντολέα του Σύνδεσμο λόγω εσφαλμένων νομικών χειρισμών και ότι εσφαλμένα η Διοίκηση του Συνδέσμου εξακολουθεί να του δείχνει εμπιστοσύνη, εφόσον η υπεράσπιση των νομικών υποθέσεων δεν είναι η δέουσα, τη στιγμή που αυτός προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την υπεράσπιση των συμφερόντων του εντολέα του Συνδέσμου στη συγκεκριμένη υπόθεση, τις οποίες απαριθμούσε εκτενώς στο δικόγραφο της αγωγής του. Ακολούθως αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι ο ήδη εφεσίβλητος εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 100.000,00 Ευρώ από το οποίο είχε αφαιρέσει το ποσό των 44 ευρώ που θα αποζητούσε υποστηρίζοντας την κατηγορία στα ποινικά δικαστήρια, εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 22 και 37 ΚΠολΔ κατά την τακτική διαδικασία. Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή με έρεισμα στα άρθρα 57, 59, 914, 932 ΑΚ, 362- 363 ΠΚ και 70ΚΠολΔ, αλλά την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο ήδη εκκαλών ενάγων με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή στην ουσία της η αγωγή του.
Το άρθρο 914 του ΑΚ ορίζει ότι, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά δε το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά τη κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για να παραχθεί αδικοπραξία, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ και υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, απαιτείται, εκτός από την επέλευση της ζημίας: α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παράνομα, συγχρόνως δε και υπαίτια, ήτοι από δόλο ή αμέλεια(άρθρο 330 ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας(βλ. ΑΠ 81/2013, ΑΠ 114/2012, ΑΠ 541/2012, ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και την μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (Ολ ΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009 δημ. νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361. Ο παράνομος χαρακτήρας της κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 914 και 920 ΑΚ αδικοπραξίας κατά της προσωπικότητας, που τελείται με την προσβολή της τιμής και υπόληψης άλλου με εξύβριση ή δυσφήμηση, αίρεται κατά το άρθρο 367 ΠΚ, και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και, συνεπώς, παραμένει η παρανομία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η εκδήλωση αυτή αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση ή όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που, ως υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει τη τιμή άλλου (ΑΠ 1231/2004, 967/2011, 179/2011 δημ. νόμος). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ (ΑΠ 712/2016, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 354/2012 δημ. νόμος). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367 § 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005 δημ. νόμος).
Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που προσκομίστηκαν από τα διάδικα μέρη, τις με αριθμούς …. και …../16.11.2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………… και ………., που λήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών μετά από νομότυπη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ………./9-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………, καθώς επίσης και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο εκκαλών είναι δικηγόρος-νομικός παραστάτης του Ν.Π.Δ.Δ. με τη επωνυμία / «Σύνδεσμος Δήμου Πειραιά και Δυτικής Αττικής για την ίδρυση κοινού νεκροταφείου» ενώ ο εφεσίβλητος είναι αρχιτέκτων-μηχανικός και μόνιμος υπάλληλος του άνω Ν.Π.Δ.Δ. του κλάδου ΠΕ4. Στις 11.7.2017 ο εφεσίβλητος συνέταξε έγγραφο δέκα έξι σελίδων, το οποίο κατέθεσε στο πρωτόκολλο του ΝΠΔΔ, το οποίο έγγραφο έλαβε αριθμό ……/12.7.2017 το οποίο απηύθυνε στον Πρόεδρο του ως άνω Συνδέσμου, και κοινοποίησε και σε πολλά άλλα πρόσωπα (μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής του Συνδέσμου, Δημάρχους, Εισαγγελείς κλπ). Το έγγραφο αυτό είχε τον τίτλο «Απάντηση στο από …./29.5.2017 έγγραφό Σας του ……, Αρχιτέκτονα Ε.Μ.Π., υπαλλήλου του Συνδέσμου», με αφορμή συμβατική σχέση και τελικά δικαστική διένεξη μεταξύ του προαναφερομένου συνδέσμου και της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «……………….». Στο έγγραφο αυτό στον επίλογο ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Πως μπορεί να δικαιολογήσει κάποιος ότι μετά την επίθεση της Κ/Ξ στις καταθέσεις του λογαριασμού του Συνδέσμου στην Τράπεζα, η νομική υπεράσπιση του Συνδέσμου να μην μετέρχεται των μέσων που δίνει η δικονομία και να χάνονται 800.000 χιλ Ευρώ; Και η Διοίκηση του Συνδέσμου να συνεχίζει να έχει τυφλή εμπιστοσύνη σε αυτή τη νομική υπεράσπιση». Ο εφεσίβλητος προηγουμένως είχε υποβάλει αναφορά στον πρόεδρο του συνδέσμου καταγγέλλοντας οικονομικό σκάνδαλο. Ο προαναφερόμενος σύνδεσμος είχε αντιδικία με την κοινοπραξία των εταιριών “………………” η οποία μετά από δημοπρασία του έτους 1994 είχε αναλάβει την μελέτη και κατασκευή του νεκροταφείου συνδέσμου δήμων Πειραιώς και Δυτικής Αττικής στη θέση Λακώματα σχιστού Σκαραμαγκά. Ο ενδεικτικός προϋπολογισμός της από το 1994 σύμβασης παραχωρήσεως ανερχόταν σε 16.150,865 ευρώ και θα περιλάμβανε και άλλα ανταλλάγματα πλην της καταβολής του παραπάνω ποσού. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της συμβάσεως παραχώρησης, το οποίο αφορούσε τις υπερσυμβατικές εργασίες, αυτές θα πραγματοποιούνταν με τις τιμές των ισχυόντων τιμολογίων, μετά τη σύνταξη πρωτοκόλλου κανονισμού τιμής μονάδας νέων εργασιών και συμφωνίας ως προς τον τρόπο πληρωμής. Η πρόσθετη δε αυτή δαπάνη θα καλυπτόταν με επιλογή της αναδόχου ή με παράταση του χρόνου εκμετάλλευσης του ήδη κατασκευασθέντος τμήματος του κοιμητηρίου (τα λεγόμενα ανταλλάγματα) ή με καταβολή του οφειλόμενου ποσού από το σύνδεσμο. Πράγματι το έτος 1997 η κοινοπραξία ενημέρωσε με έγγραφο της το σύνδεσμο για την πραγματοποίηση κατά τα ανωτέρω πρόσθετων (υπερσυμβατικών) εργασιών ύψους 1.552.700 ευρώ. Ακολούθως συντάχθηκε ο πρώτος ανακεφαλαιωτικός πίνακας που περιελάμβανε εργασίες ποσού 1.797.775.907 δρχ., τον οποίο υπέγραψε ο εφεσίβλητος ως ο τότε προϊστάμενος των διοικητικών και τεχνικών υπηρεσιών του συνδέσμου. Με το με αριθμό ……/10.11.1998 έγγραφό του ο σύνδεσμος ενέκρινε τη δαπάνη, όμως στη συνέχεια ζήτησε από την κοινοπραξία να του γνωστοποιήσει τα ανταλλάγματα, με τα οποία αυτή θα ήταν σύμφωνη, λόγω αδυναμίας του να ανταπεξέλθει στη δαπάνη (αδυναμία καταβολής σε μετρητά). Με το με στοιχεία Ε69/ΑΠ120/22.12.1998 έγγραφό της, η κοινοπραξία γνωστοποίησε στο σύνδεσμο τα ανταλλάγματα που ζητούσε. Επειδή αυτά όμως δεν παραχωρήθηκαν λόγω έλλειψης ρευστότητας από μέρους του συνδέσμου, μετά από αυτό η κοινοπραξία υπέβαλε, όπως μπορούσε σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης, για έγκριση τον …../13.9.2002 λογαριασμό πρώτης πιστοποίησης εκτελεσθεισών εργασιών, με τον οποίο βεβαιώθηκε η εκτέλεση των πρόσθετων εργασιών και η αξία αυτών (ήδη κοστολογημένων στο ποσό των 5.960.912 Ευρώ). Στη συνέχεια επειδή ο λογαριασμός αυτός δεν εγκρίθηκε ρητά από το σύνδεσμο και δεν εξοφλήθηκε, η κοινοπραξία άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με τη με αριθμό 632/2005 απόφαση του αναγνώρισε την υποχρέωση του συνδέσμου ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην κοινοπραξία το ποσό των 5.275.877 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 14.2.2003 και μέχρι την εξόφλησή του. Κρίθηκε δε ότι το προαναφερόμενο ποσό αντιστοιχεί στον αυτοδίκαια εγκεκριμένο και μη εξοφλημένο ……./13.9.2002 λογαριασμό πρώτης πιστοποίησης εκτελεσθεισών εργασιών, με τον οποίο βεβαιώνεται η εκτέλεση πρόσθετων εργασιών και η αξία αυτών αναφορικά με την εκτέλεση του έργου κατασκευής του κοιμητηρίου που είχε αναλάβει η κοινοπραξία κατά τα προαναφερόμενα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι με την προαναφερόμενη απόφαση κρίθηκε ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/1984 και 40 του π.δ. 609/1985, η Διευθύνουσα Υπηρεσία του συνδέσμου υποχρεούτο μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή σε αυτή από τον ανάδοχο του λογαριασμού να προβεί στην έγκρισή του, γιατί διαφορετικά, αν δηλαδή η μηνιαία προθεσμία παρερχόταν άπρακτη, ο λογαριασμός που υποβλήθηκε θα θεωρείτο αυτοδικαίως εγκεκριμένος. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη με τη με αριθμό 828/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο ενδιάμεσο διάστημα η κοινοπραξία προκειμένου να πάρει το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό με την από 1.9.2009 σύμβασης εκχώρησης-ενεχύρασης απαίτησης εκχώρησε λόγω ενεχύρου στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ………… τη χρηματική απαίτηση κατά του άνω νπδδ μέχρι του ποσού των ευρώ πέντε εκατομμυρίων, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν και θα ίσχυε μετά το αμετάκλητο της κατά τα προαναφερόμενα απόφασης επί της αντιδικίας, δηλαδή με τη δημοσίευση της με αριθμό 828/2014 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η παραπάνω τράπεζα, μετά την σε αυτήν κοινοποίηση του άνω κατασχετηρίου, προέβη σε θετική δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 985 ΚΠολΔ και δέσμευσε τον τραπεζικό λογαριασμό, που διατηρούσε ο σύνδεσμος στην Τράπεζα ………… που περιείχε ποσό 800.000 περίπου ευρώ, και προοριζόταν για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του συνδέσμου, με αποτέλεσμα να σταματήσει έκτοτε η μισθοδοσία τόσο του εφεσιβλήτου όσο και των λοιπών υπαλλήλων του συνδέσμου. Η εμπλοκή του εφεσιβλήτου στην όλη ως άνω διαδικασία συνίστατο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο ότι ως προϊστάμενος του συνδέσμου συνέταξε ανακεφαλαιωτικό πίνακα για πρόσθετες εργασίες της εργολήπτριας, ποσού 5.000.000 ευρώ (1.797.775.907 δρχ), σύμφωνα με τον οποίο η κατασκευάστρια κοινοπραξία υπέβαλε στο σύνδεσμο λογαριασμό για πρόσθετες εργασίες του άνω ύψους και ζήτησε την εξόφλησή τους, ο οποίος πίνακας ενεκρίθη στη συνέχεια πλασματικά, όπως ήδη προαναφέρθηκε, λόγω παρόδου της προθεσμίας αμφισβητήσεως αυτού, γεγονός εμπεριέχεται στην αμετάκλητη δικανική κρίση των προαναφερόμενων αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων. Να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι ο εκκαλών που ήταν ο δικηγόρος του συνδέσμου προέβη προκειμένου να αποτρέψει την κατάσχεση εις χείρας τρίτου που επιβάλλετο δυνάμει επιταγής προς πληρωμή βάσει της προαναφερόμενης με αριθμό 632/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, στις εξής δικαστικές ενέργειες: α) κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς ανακοπή κατά της ………… και της από 19.12.2016 ως άνω επιταγής προς πληρωμή, αλλά και δικόγραφο προσθέτων λόγων, δικόγραφα τα οποία συνέταξε ο ίδιος, με τα οποία ζήτησε την ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή, β) κατέθεσε ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της …………… και κατά του κατασχετηρίου, αλλά και δικόγραφο προσθέτων λόγων, με τα οποία ζήτησε την ακύρωση του κατασχετηρίου της άνω τραπέζης, γ) κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς αίτησεις αναστολής κατά της άνω τράπεζας …………. και κατά της επιταγής προς πληρωμή με αίτημα να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως μέχρι να εκδικαστούν οι προαναφερόμενες δύο ανακοπές και να παύσει προσωρινά η δέσμευση του εις την εν λόγω αίτηση αναστολής τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε ο σύνδεσμος στην Τράπεζα …………. Τέλος συνέταξε σχέδιο μηνύσεως καταγγέλλοντας σε βάρος του Συνδέσμου κακουργηματικές πράξεις που τρίτοι τέλεσαν κατ’ αυτού, υπόθεση η οποία εκκρεμεί. Τόσο οι αιτήσεις αναστολής, όσο και οι ανακοπές απορρίφθηκαν από τα Δικαστήρια γεγονός το οποίο περιήλθε σε γνώση του εφεσιβλήτου. Ακολούθως δεν ήταν πλέον εφικτή η μισθοδοσία των υπαλλήλων του συνδέσμου, συμπεριλαμβανομένου του εφεσιβλήτου, λόγω της δέσμευσης του προαναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε ο σύνδεσμος στην προαναφερόμενη τράπεζα Τράπεζα ……………. ύψους 800.000 περίπου ευρώ, το οποίο προοριζόταν για μισθοδοσία των υπαλλήλων του Συνδέσμου. Επομένως όταν ο εφεσίβλητος συνέταξε και υπέβαλε στο πρωτόκολλο του συνδέσμου το παραπάνω δεκαεξασέλιδο έγγραφο στο οποίο περιλαμβανόταν και η φράση : «Πως μπορεί να δικαιολογήσει κάποιος ότι μετά την επίθεση της Κ/Ξ στις καταθέσεις του λογαριασμού του Συνδέσμου στην Τράπεζα, η νομική υπεράσπιση του Συνδέσμου να μην μετέρχεται των μέσων που δίνει η δικονομία και να χάνονται 800.000 χιλ Ευρώ; Και η Διοίκηση του Συνδέσμου να συνεχίζει να έχει τυφλή εμπιστοσύνη σε αυτή τη νομική υπεράσπιση», προφανώς και ήθελε να αναφέρει πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν τόνιζαν την επιστημονική επάρκεια του εκκαλούντος και έπλητταν σαφώς την επιστημονική του υπόληψη. Όμως αφενός λόγω της απόρριψης των παραπάνω ένδικων βοηθημάτων που είχαν ασκηθεί και μάλιστα ως απαράδεκτων, είχε την ακλόνητη πεποίθηση ότι τα όσα ανέφερε ήταν αληθή και συνεπώς αφενός δεν είχε δόλο να συκοφαντήσει τον εκκαλούντα. Αφετέρου όμως η διάδοση με τον παραπάνω τρόπο των πράγματι δυσφημιστικών για την επιστημονική υπόληψη του εκκαλούντος γεγονότων κατά το μέρος που δεν αποτελούν εκτιμήσεις του εφεσιβλήτου, έγιναν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον γεγονός που κατά τον ποινικό κώδικα αίρει το άδικο της πράξης (άρθρο 367 του ΠΚ), καθώς είχε δεσμευτεί ο λογαριασμός του συνδέσμου που αφορούσε τη μισθοδοσία του και συνεπώς είχε άμεση σχέση με το βιοτικό του επίπεδο και την επιβίωση του μισθοδοτούμενου υπαλλήλου και συνεπώς ο εφεσίβλητος είχε δικαιολογημένο ενδιαφέρον να συντάξει και να κοινοποιήσει το προαναφερόμενο έγγραφο με το παραπάνω περιεχόμενο. Σημειωτέον ότι ο εφεσίβλητος προέβαλε τη σχετική ένσταση περί άρσης του αδίκου τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου. Τέλος να σημειωθεί ότι οι εμπεριεχόμενες στο έγγραφο εκφράσεις δεν υπερβαίνουν του μέτρο ώστε να θεωρηθεί ότι ο εφεσίβλητος είχε σκοπό εξύβρισης του εκκαλούντος, και αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από τις ίδιες τις εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και από το γεγονός ότι στις δέκα έξι σελίδες αυτού του εγγράφου εμπεριέχεται όλο το παραπάνω ιστορικό της αντιδικίας του συνδέσμου με την κοινοπραξία και θίγονται πολλά ζητήματα που αφορούν και τρίτα πρόσωπα. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στους οκτώ συναφείς λόγους εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Περαιτέρω κατά, τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕΑ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016 δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται επειδή του επιβλήθηκε η δικαστική δαπάνη του άλλου διάδικου μέρους και ισχυρίζεται ότι η δικαστική δαπάνη θα έπρεπε να είχε συμψηφιστεί. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι παραδεκτός αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, όμως τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν προσδιορίζεται στο δικόγραφο της εφέσεως, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, που προσδιόρισε τη δικαστική δαπάνη σε βάρος του εδώ εκκαλούντος στο ποσό των 2.000 ευρώ συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) εσφαλμένα του επιδικάστηκε η προαναφερόμενη δικαστική δαπάνη. Να σημειωθεί βέβαια ότι σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4842/2021 (φεκ α 190) και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021 “Το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμψηφίσει ένα μέρος των εξόδων, εάν, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης.» και αυτή η διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1β του ν. 4842/2021 ισχύει από την 1η.1.2022, και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Αυτό όμως αφορά τα έξοδα της παρούσας δίκης, ή και αυτά της πρωτοβάθμιας δίκης μόνο αν εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε τα έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 176 εδ. Α του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο “ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα”, και εκ περισσού να αναφερθεί ότι πριν το ν. 4842/2021 το άρθρο 179 του ΚΠολΔ όριζε ότι “τα έξοδα συμψηφίζονται μόνο σε διαφορές μεταξύ στενών συγγενών ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.”.
Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, αφού δεν περιέχεται σ’ αυτήν άλλο ειδικό παράπονο που αποδίδεται στην εκκαλουμένη και δικαιολογεί, κατά το αίτημα της εφέσεως, την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμισή της και να καταδικαστεί ο εκκαλών λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο και κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του καταβληθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055 / 2012 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του ν. 4446/2016, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 5.01.2020 με αριθμό κατάθεσης …………/2021 έφεση κατά της με αριθμό 896/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων επί της από 17.7.2017 με αριθμό κατάθεσης …………/2017 αγωγής
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή τυπικά και την ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ΄ουσίαν
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος από τον εκκαλούντα ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………./2020 ποσού εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και τα καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ