Αριθμός 175/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Παπαδόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: 1) ……..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Παντελή Κοκοτό (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) ………….. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο καλών-εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.5.2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2010) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3818/2011 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη καλών-εκκαλών με την από 21.11.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2011) έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 775/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης ζήτησε ο πρώτος εκ των καθ΄ ων η ανακοπή-1ος εκ των ήδη καθ΄ ων η κλήση-εφεσιβλήτων με την σχετική από 27.1.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …/2014) αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο, συζητήσεως γενομένης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 536/2015 απόφασή του, με την οποία παράπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο παραπάνω Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 21.3.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2016) κλήση του πρώτου εκ των καθ΄ ων η ανακοπή-1ου εκ των ήδη καθ΄ ων η κλήση-εφεσιβλήτων, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 22.9.2016, οπότε συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 97/2017 απόφαση αυτού, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν.
Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 4.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) κλήση του ήδη καλούντος-εκκαλούντος, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού αρχικά στη δικάσιμο της 6ης.2.2020, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος-εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου εκ των καθ΄ ων η κλήση-εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ΄αριθ. …/12.11.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του από 4.1.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./11.1.2019) δικογράφου κλήσης προς συζήτηση της υπό κρίση έφεσης για την αρχική δικάσιμο της 6.2.2020, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο με κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον 2ο των εφεσιβλήτων, …………… Επίσης, από τις υπ΄αριθ. …./22.11.2011 και …/ 20.5.2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ….. και του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς …….., αντίστοιχα, αποδεικνύεται ότι στον ίδιο διάδικο είχε επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, όπως και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 22.9.2016, οπότε συζητήθηκε η κρινόμενη έφεση στο δικαστήριο αυτό, εκδοθείσας της υπ΄αριθ. 97/2017 μη οριστικής απόφασης με την οποία η έκδοση οριστικής απόφασης ανεβλήθη κατ΄άρθρ. 254 ΚΠολΔ. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην, γιατί η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήση όλων των διαδίκων (226 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ) αλλά σαν να ήταν παρών (524 παρ. 1,4 και 271 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την ως άνω, από 4.1.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. …./11.1.2019) κλήση του καλούντος – εκκαλούντος, ………, φέρεται προς συζήτηση η από 21.11.2011 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./21.11.2011) έφεσή του κατά των καθ΄ων η κλήση – εφεσιβλήτων, ……. και ……… και της υπ΄αριθ. 3818/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (591 παρ. 2, 635 επ. ΚΠολΔ, κατά τα ισχύοντα τότε), ερήμην των ήδη εφεσιβλήτων και τότε καθ΄ων η ανακοπή και απέρριψε την από 25.5.2010 (υπ΄αριθ. κατάθ. …../2010) ανακοπή του ήδη εκκαλούντος με την οποία ζητούσε για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους να ακυρωθεί η επισπευδόμενη, δυνάμει του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ΄αριθ. …./2009 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση και ειδικότερα να ακυρωθούν οι υπ΄αριθ. …./22.2.2010 και …./19.4.2010, κατασχετήρια έκθεση ακίνητης περιουσίας και Α΄ επαναληπτική περίληψη για τη διεξαγωγή πλειστηριασμού, αντίστοιχα, του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …… Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την ανακοπή για το 2ο των καθ΄ων ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης τούτου ως μη επισπεύδοντος την εκτέλεση, ενώ για το 2ο εξ αυτών απέρριψε την ανακοπή ως προς την ισχυριζόμενη καταχρηστική επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του ακινήτου του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος, για την οποία ο ανακόπτων ισχυριζόταν ότι μπορεί να επισπευσθεί εις βάρος ετέρου περιουσιακού στοιχείου (σκάφους αναψυχής) του 2ου των καθ΄ων η ανακοπή – 2ου εφεσιβλήτου, κρίνοντας ότι η επισπευδόμενη εκτέλεση δεν υπερβαίνει τα αξιολογικά όρια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Επίσης, η εκκαλουμένη απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό εικονικότητας και ως εκ τούτου ανυπαρξίας της αιτιώδους σχέσης μεταξύ των καθ΄ων η ανακοπή, που αποτέλεσε την αιτία έκδοσης και αποδοχής συναλλαγματικής η οποία στηρίζει τη διαταγή πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση.
Κατά της απόφασης αυτής, ο εκκαλών άσκησε την κρινόμενη έφεσή του, παραπονούμενος για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Επ΄ αυτής, εκδόθηκε η υπ΄αριθ. 775/2013 απόφαση του δικαστηρίου αυτού, ερήμην του 2ου των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δυνάμει της οποίας, αφού απερρίφθη ο 1ος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείτο ότι εσφαλμένα απερρίφθη ο 1ος λόγος ανακοπής περί καταχρηστικής επίσπευσης της αναγκαστικής εκτέλεσης και έτσι, επικυρώθηκε ως προς το λόγο αυτόν η πρωτοβάθμια απόφαση, στη συνέχεια εξαφάνισε αυτήν ως προς τον ισχυρισμό περί εικονικότητας και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την ανακοπή, έκανε δεκτή αυτήν ως προς τον παραπάνω λόγο και ακύρωσε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπευδόταν κατά τα ανωτέρω.
Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης και του ανακόπτοντος, ο 1ος των καθ΄ων η ανακοπή – 1ος εφεσίβλητος, άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 27.1.2014 αίτηση, ζητώντας την αναίρεση της ως άνω απόφασης, για λόγους που αφορούν αποκλειστικά την αποδοχή του ισχυρισμού περί εικονικότητας της αιτιώδους σχέσης που αποτέλεσε την αιτία έκδοσης και αποδοχής της συναλλαγματικής με βάση την οποία εξεδόθη η διαταγή πληρωμής που αποτέλεσε τον εκτελεστό τίτλο της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης. Δυνάμει της υπ΄ αριθ. 536/2015 απόφασης, (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄ αριθ. 383/2016 απόφαση), έγινε δεκτή η ως άνω αίτηση, αναιρέθηκε η ως άνω υπ΄αριθ. 775/2013 απόφαση στα πλαίσια της παράβασης που ελέγχθηκε από τον Αρειο Πάγο και κατά το μέτρο παραδοχής της αίτησης αναίρεσης και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο αυτό.
Στη συνέχεια, η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού με την από 9.6.2015 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./2015) κλήση του καλούντος – πρώτου εφεσιβλήτου, εξεδόθη δε, ερήμην του 2ουεφεσιβλήτου, η υπ΄αριθ. 97/2017 μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, κατ΄άρθρ. 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομισθούν από τον επιμελέστερο των διαδίκων τα έγγραφα που αναφέρονται στο διατακτικό της και αφορούν νομική πληροφορία από το Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου. Ηδη δε, η υπόθεση επανέρχεται με την προαναφερθείσα κλήση προς συζήτηση, θεωρουμένης της συζήτησης αυτής ως ενιαίας και αποτελούσας συνέχειας της προηγούμενης (254 παρ. 1 εδ. γ ΚΠολΔ). Στο σημείο αυτό πρέπει ν΄αναφερθεί ότι δεν είναι δυνατή η εκδίκαση της υπόθεσης από την ίδια σύνθεση με αυτήν που εξέδωσε την ως άνω μη οριστική απόφαση, δηλαδή την Εφέτη Ιωάννα Πέττα – Χριστοπούλου, λόγω προαγωγής αυτής (254 παρ. 3 εδ. β ΚΠολΔ, ΑΠ 1126/2019, ΝΟΜΟΣ).
Η κρινόμενη έφεση με την οποία ο εκκαλών παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης (495 παρ. 1, 511 επ., 518 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης). Πρέπει συνεπώς, να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, ερήμην του δευτέρου των εφεσιβλήτων, μετά και την προσκομιδή της νομικής πληροφορίας που διατάχθηκε με την ως άνω μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου αυτού.
Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και αυτές των μαρτύρων που περιέχονται στα πρακτικά της αναιρεσιβληθείσας υπ΄αριθ. 775/2013 απόφασης του δικαστηρίου αυτού, εκτιμώμενες καθαυτές και σε συνδυασμό μεταξύ τους κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, με τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (444 παρ.1 εδ. γ, 448 παρ. 2 ΚΠολΔ) και με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται στα οποία περιλαμβάνεται και το υπ΄αριθ. πρωτ. …. από 12.10.2018 έγγραφο του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που επιγράφεται «νομική πληροφορία» και υπογράφεται από την Εισηγήτρια – Επιστημονική Συνεργάτη …….., σύμφωνα με το διατακτικό της ως άνω μη οριστικής απόφασης του δικαστηρίου αυτού και τα οποία χρησιμεύουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο επισπεύδων, ………., το έτος 2002 απέκτησε, ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος καταπιστεύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αγγλικού δικαίου, τις 1.000 πλήρως καταβεβλημένες κοινές μετοχές, αξίας 1 λίρας στερλίνας η κάθε μία, της εγγεγραμμένης στα μητρώα τη Αγγλίας με αριθμό …… εταιρίας, με την επωνυμία …….., την οποία συνέστησε ο ίδιος, με έδρα το Λονδίνο στη διεύθυνση …………., οι οποίες καταχωρήθηκαν στην (διαχειρίστρια) εταιρία ……….., που εδρεύει στην ίδια διεύθυνση, συνταχθείσας σχετικής Δήλωσης Εμπιστοσύνης απευθυντέας στον επισπεύδοντα ως δικαιούχο των μετοχών με δικαίωμα να μεταβιβάζει τις μετοχές όπως εκείνος έκρινε. Η ανωτέρω εταιρία ……., στις 27.4.2002, απέκτησε με αγορά το υπό Ολλανδική σημαία και σήμα νηολόγησης ………, μηχανοκίνητο γιοτ, χρώματος λευκού, με αριθμό κινητήρων … και …., μάρκας Mercruiser και ισχύος αμφοτέρων 111KW, με την ονομασία M/Y B, το οποίο, σύμφωνα με το σχετικό πιστοποιητικό, ήταν εγγεγραμμένο στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών με αριθμό ταξινόμησης ……….. και έφερε ολλανδική σημαία και το οποίο μετονόμασε σε M/Y VCD. Για την αγοραπωλησία συντάχθηκε το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ αφ΄ενός των πωλητών (……. και ………, ιδιοκτητών κατά ποσοστό 70% και 30% αντίστοιχα) και αφ΄ετέρου της εταιρίας ……. νόμιμα εκπροσωπούμενης ως αγοράστριας και εγγυητή – εκ τρίτου συμβαλλόμενο, τον επισπεύδοντα. Το τίμημα συμφωνήθηκε στο ποσό των 43.112 €, το οποίο καταβλήθηκε εν μέρει με προηγούμενο προσύμφωνο και κατά το υπόλοιπο σε 12 μηνιαίες δόσεις, εκδοθεισών για το σκοπό αυτόν και προς διευκόλυνση της πληρωμής 12 επιταγών της Αγροτικής Τράπεζας, εκδόσεως της αγοράστριας και οπισθογραφημένες από τον εγγυητή, κατά τα αναφερόμενα στο ως άνω συμφωνητικό. Μάλιστα τέθηκε ο όρος ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης πληρωμής δύο εκ των συμφωνηθεισών δόσεων, τότε το συνολικό τίμημα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό με ενεργοποίηση των δικαιωμάτων των πωλητών κατά της αγοράστριας και του εγγυητή να επιδιώξουν δικαστικά τις απαιτήσεις τους, κατά τα ειδικότερα εκεί αναφερόμενα. [Σχετικά προσκομίζονται φωτογραφίες του σκάφους, το από 23.3.2002 πιστοποιητικό διαχείρισης των 1.000 μετοχών της …….. από την εγγεγραμμένη ως δικαιούχο εταιρία ……… …… το από 23.3.2002 έγγραφο καταπιστεύματος (declaration of trust), πιστοποιητικό εγγραφής στο νηολόγιο Κάτω Χωρών με τον αριθμό που προαναφέρθηκε (……….), από 19.9.1992 δήλωση προέλευσης κατασκευαστή (manufacturer’s statement of origin), τιμολόγιο (bill of sale), έγγραφα εκτελωνισμού, έγγραφο εθνικότητας, απόσπασμα νηολογίου Πειραιά με αριθμό 6588, εκ των οποίων τα ξενόγλωσσα σε νόμιμη ακριβή μετάφραση από τους δικηγόρους ….. και ……….]. Εξάλλου, προσκομίζονται οι από 27.3.2008, 27.3.2009 και 22.3.2011 ετήσιες δηλώσεις της ανωτέρω εταιρίας …………, ως ιδιωτικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με μετοχές από το Αρχείο Εταιριών, καθώς και οι ετήσιοι ισολογισμοί της εταιρίας από 31.3.2008, 31.3. 2009 και 31.3.2011 και το από 9.8.2017 έγγραφο της Κρατικής Υπηρεσίας Οδικής Κυκλοφορίας της Ολλανδίας, όλα σε νόμιμη μετάφραση. Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του εγγράφου νομικών πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο προσκομιζόμενο έγγραφο του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, προκύπτουν τα ακόλουθα : Η ανωτέρω εταιρία ……….., πλοιοκτήτρια του σκάφους αναψυχής VcD, είναι βρετανική εταιρία τύπου ιδιωτική περιορισμένης ευθύνης με μετοχές (άρθρο 3[2] αγγλ ΕΝ), η λειτουργία της οποίας διέπεται από το «νόμο περί εταιριών 2006», ο οποίος τροποποίησε και αναθεώρησε τους περί εταιριών νόμους 1985 και 1989 και περιέχεται στο κεφάλαιο 46 της αγγλικής νομοθεσίας και ρυθμίζει τις εγγεγραμμένες στα μητρώα εταιριών εταιρίες και εφαρμόζεται στις υπεράκτιες εταιρίες, πλοιοκτήτριες ή μη. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων, για την έγκυρη κατάρτιση σύμβασης πωλήσεως μετοχών της εταιρίας δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου και τούτο, παρά το γεγονός ότι η πώληση μετοχών ιδιωτικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με μετοχές είναι πιο περίπλοκη σε σχέση με την πώληση μόνο των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω πώληση μπορεί να γίνει και προφορικά, στην πράξη συνήθως καταρτίζεται έγγραφη συμφωνία πώλησης μετοχών, μετά από σχετική απόφαση της εταιρίας. Ως πωλητής έρχεται ο καταχωρημένος κάτοχος των μετοχών που συνήθως καλείται εκχωρητής ή ο δικηγόρος του ή το πρόσωπο που έχει νόμιμη ή καταστατική εξουσία μεταβίβασης, ο οποίος παραδίδει τον τίτλο και το πιστοποιητικό μετοχών στον αγοραστή και διευκολύνει τον τελευταίο που είναι επιφορτισμένος να εγγράψει την εταιρία στο μητρώο. Εάν όμως η εταιρία αρνηθεί, τότε ο εκχωρητής ή το πρόσωπο που ενεργεί αντ΄αυτού, ειδοποιεί τον αγοραστή για την άρνηση. Για τη μεταβίβαση δεν ειδοποιείται το Γραφείο Εταιριών (πρώην Μητρώο Εταιριών), αλλά η εταιρία κρατά στο αρχείο της το έντυπο μεταβίβασης και το παλαιό πιστοποιητικό μετοχών, ενώ το Γραφείο Εταιριών ενημερώνεται σχετικά, όχι κατά το χρόνο της μεταβίβασης αλλά όταν υποβληθεί η ετήσια δήλωση της εταιρίας, οπότε εμφανίζονται τα ονόματα των νέων μετόχων της, όπως και άλλες πληροφορίες διοικητικού ενδιαφέροντος, όπως η διεύθυνση του καταχωρημένου γραφείου της εταιρίας, ο τύπος αυτής, οι δραστηριότητές της, τα στοιχεία των διοικητών, το μετοχικό κεφάλαιο, οι μέτοχοι (άρθρα 786, 770, 771, 772, 776, 854, 855, 856 αγγλ ΕΝ). Η προπεριγραφείσα μεταβίβαση μετοχών δεν επεκτείνεται στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων όπως σκαφών υπό ξένη σημαία, όπως εν προκειμένω η ολλανδική, αλλά ο νέος πλοιοκτήτης, εφόσον επιθυμεί να συνεχίσει το σκάφος να καλύπτεται υπό ολλανδική σημαία, οφείλει, σύμφωνα με την ισχύουσα ολλανδική νομοθεσία (Ολλανδικός Εμπορικός Κώδικας, Βιβλίο 8 Ολλανδικού Αστικού Κώδικα – Ναυτικό Δίκαιο) αυτός να ακυρώσει το παλαιό ολλανδικό πιστοποιητικό καταχώρησης σκάφους και να εκδώσει νέο με τα δικά του στοιχεία. Τέλος, οι διατάξεις των άρθρων 394 και 444 του αγγλ ΕΝ επιβάλλουν στους διοικητές της εταιρίας (και της μικρής εταιρίας όπως η …………..) να προετοιμάζουν ετήσιους ατομικούς λογαριασμούς της εταιρίας (που περιλαμβάνουν και τους ισολογισμούς σύμφωνα με το άρθρο 396 αγγλ ΕΝ που πρέπει να κατατίθενται στο Μητρώο Εταιριών) και να μην εγκρίνουν ετήσιους λογαριασμούς, όταν οι ατομικοί λογαριασμοί δεν δίνουν αληθινή εικόνα του ενεργητικού, των υποχρεώσεων, της οικονομικής θέσης, των κερδών ή των ζημιών της εταιρίας. Τα «πάγια περιουσιακά στοιχεία» της εταιρίας είναι δυνατόν να καταχωρούνται στον ισολογισμό, αλλά δεν εντοπίστηκε ειδική διάταξη που να επιβάλλει στην εταιρία να το συμπεριλαμβάνει στον ισολογισμό της. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προαναφερθέντα προσκομιζόμενα έγγραφα της εταιρίας ……….., προκύπτει επιπλέον ότι καταχωρημένος κάτοχος των μετοχών αυτής και ικανός για μεταβίβασή τους κατά την επιθυμία του ήταν ο επισπεύδων, το σκάφος VCD – πρώην B – πρώην Κ – πρώην PΙΙ, ανήκε στην εταιρία …….. μετά από νόμιμη αγορά από τους αδελφούς ……….. που το είχαν αποκτήσει καινούργιο από τον κατασκευαστή από το 1992 και το είχαν εγγράψει στο νηολόγιο Πειραιώς με αριθμό …., ενώ η εταιρία το ενέγραψε στο νηολόγιο Κάτω Χωρών και έκτοτε έφερε σημαία Ολλανδίας ως άνω, διαχειρίστρια ήταν εταιρία η ……………, αξιωματούχος η εταιρία ………., ενώ υποβάλλονταν ετήσιες δηλώσεις μέχρι και το 2011, από τις οποίες προκύπτει μοναδική μεταβολή το 2010 – 2011 λόγω της συμμετοχής του Bρεταννού …….. ως εταιρικού διευθυντή, καθώς και ετήσιοι ισολογισμοί για το ίδιο χρονικό διάστημα, από τους οποίους φαίνεται ότι δεν επήλθε αλλαγή στο μετοχικό κεφάλαιο και η εταιρία δεν εμπορεύτηκε. Συνεπώς, ο επισπεύδων ήταν νόμιμος κάτοχος των μετοχών της εγγεγραμμένης στα Μητρώα Εταιριών της Αγγλίας ιδιωτικής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με μετοχές με την επωνυμία …….. και έδρα το Λονδίνο, η οποία απέκτησε με νόμιμη αγορά το σκάφος αναψυχής VCD, το οποίο καταχώρισε στην αρμόδια υπηρεσία Κάτω Χωρών, φέροντος έκτοτε σημαία Ολλανδίας και το οποίο η ανωτέρω πλοιοκτήτρια επε, δεν ήταν υποχρεωμένη να αναφέρει ως πάγιο περιουσιακό στοιχείο στους ετήσιους ισολογισμούς που υπέβαλλε μέχρι και το έτος 2011.
Περαιτέρω, στην Αθήνα, το έτος 2008, μεταξύ του επισπεύδοντος και του 2ου των καθ΄ων η ανακοπή – 2ου εφεσιβλήτου, υπογράφηκε το από 28.7.2008 ιδιωτικό προσύμφωνο πώλησης μετοχών, στο οποίο αναφέρεται ότι ο επισπεύδων συμβάλλεται ως αποκλειστικός κύριος και κάτοχος του συνόλου των μετοχών της εταιρίας ………., που έχει ως περιουσιακό στοιχείο το σκάφος M/C VCD, ότι συμφωνούν να μεταβιβαστεί το σύνολο των μετοχών στον αγοραστή…………….. – 2ο των καθ΄ων η ανακοπή – 2ο εφεσίβλητο, με τίμημα 70.000 € που ανταποκρίνεται στην εμπορική αξία των μετοχών και που συμφωνήθηκε να καταβληθεί με δόσεις, της πρώτης, ποσού 20.000 € και των επόμενων ποσού 5.000 € η κάθε μία στις 30 κάθε μήνα από το μήνα Δεκέμβριο 2008, μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο 2009, εκδοθεισών 11 ισόποσων με τις δόσεις συναλλαγματικών, τις οποίες ο αγοραστής αποδέχθηκε αυθημερόν, μία προς μία, ότι η οριστική πώληση και μεταβίβαση των μετοχών θα πραγματοποιηθεί μετά την πληρωμή της τελευταίας δόσης και υπό την προϋπόθεση πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης του τιμήματος, που θα αποδεικνύεται με σχετική εξοφλητική απόδειξη του πωλητή, οπότε θα πωληθούν και μεταβιβαστούν οριστικά και θα παραδοθούν οι μετοχές στον αγοραστή, ενώ σε περίπτωση μη εξόφλησης δύο συνεχόμενων δόσεων θα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του τιμήματος, τέλος δε ότι από το τέλος Σεπτεμβρίου 2008, ο αγοραστής αναλαμβάνει το σύνολο των παγίων, ετησίων εξόδων λειτουργίας και διατήρησης της εταιρίας και το σύνολο της δαπάνης της ασφαλιστικής κάλυψης του σκάφους που δεν συμπεριλαμβάνονται στο τίμημα. Στο τέλος του ανωτέρω συμφωνητικού αναφέρεται σε χειρόγραφη σημείωση που καλύπτεται από τις υπογραφές των συμβαλλομένων ότι οι συμβαλλόμενοι παρατείνουν το χρόνο καταβολής της 1ης δόσης του τιμήματος και ορίζουν αυτήν τη 15η Νοεμβρίου 2008. Στη συνέχεια, στις 2.12.2008, οι συμβαλλόμενοι, επισπεύδων ………. και 2ος των καθ΄ων η ανακοπή – 2ος εφεσίβλητος …………..…, κατήρτισαν το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης μετοχών, σε συνέχεια του ανωτέρω προσυμφώνου, με το οποίο ο πωλητής μεταβίβασε και παρέδωσε στον αγοραστή το σύνολο των μετοχών της εταιρίας και το προαναφερθέν σκάφος το οποίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της εταιρίας, έναντι του τιμήματος των 70.000 € όπως είχε οριστεί στο από 28.7.2008 προσύμφωνο. Η δε πρώτη δόση των 20.000 €, που είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί στις 15.9.2008, δοσοποιήθηκε σε 4 ισόποσες δόσεις των 5.000 € εκάστη, καταβλητέες στις 15 καθενός από τους επόμενους 4 μήνες, δηλαδή στις 15.12.2008, 15.1.2009, 15.2.2009 και 15.3.2009, των λοιπών δόσεων μη μεταβληθεισών, εξεδόθησαν δε σχετικά από τον πωλητή και έγιναν αποδεκτές από τον αγοραστή ισόποσες (4) επιπλέον συναλλαγματικές ποσού 5.000 € εκάστη με ημερομηνία λήξεως της κάθε μίας τη 15η ημέρα των επόμενων 4 μηνών, μετά την αποπληρωμή των οποίων ο πωλητής θα επέστρεφε στον αγοραστή την αρχική συναλλαγματική των 20.000 €. Στο ίδιο συμφωνητικό επανέλαβαν τον όρο ότι σε περίπτωση μη πληρωμής δύο συνεχόμενων δόσεων το συνολικό τίμημα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και πρόσθεσαν ότι πέραν των εξόδων λειτουργίας και διατήρησης της εταιρίας και δαπάνης ασφαλιστικής κάλυψης του σκάφους που εξαιρούνται από το τίμημα και ανέλαβε ο αγοραστής από το τέλος Σεπτεμβρίου 2008, προστίθενται τα έξοδα μεταβίβασης των μετοχών που επίσης αναλαμβάνει ο αγοραστής. Ετσι, στις 10.12.2008, με το σχετικό έντυπο μεταβίβασης μετοχών, η διαχειρίστρια εταιρία …………. αποφάσισε και μεταβίβασε μέσω του εκδοχέα έναντι 1.000 λιρών στερλινών τις 1.000 μετοχές της εταιρίας …….. και παρήγγειλε, ως είχε υποχρέωση κατά τα ανωτέρω την εγγραφή της μεταβίβασης στα Μητρώα Εταιριών προκειμένου να ισχυροποιηθεί, (βλ. από 10.12.2008 μεταβίβασης μετοχών – Stocktransfer Form, από 10.12.2008 πιστοποιητικό (με αριθμό 2) ως νέας εγγεγραμμένης δικαιούχου της εταιρίας ………., τo από 10.12.2008 έγγραφο καταπιστεύματος (declaration of trust) της εταιρίας ………. προς το 2ο των καθ΄ων η ανακοπή – 2ο εφεσίβλητο – αγοραστή . …………….. σε νόμιμη μετάφραση εκ του πρωτοτύπου του ίδιου ως άνω μεταφραστή – δικηγόρου ……….). Τέλος, στις 12.12.2008, δηλαδή 3 ημέρες πριν τη δήλη ημέρα καταβολής της 1ης εκ των 4 δόσεων στις οποίες δοσοποιήθηκε η αρχική δόση των 20.000 € της 15.12.2008, οι συμβαλλόμενοι, με νέο συμφωνητικό τροποποίησαν το από 2.12.2008 τέτοιο, δηλώνοντας και συνομολογώντας ότι σε περίπτωση μη καταβολής δύο συνεχόμενων δόσεων θα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το υπόλοιπο του τιμήματος, επαναλαμβάνοντας το σχετικό όρο που περιείχετο στα δύο προηγούμενα συμφωνητικά, προσθέτοντας ότι το υπόλοιπο θα είναι είτε το σύνολο του οφειλομένου τιμήματος ή το υπόλοιπο εναπομείναν εκ του συνολικού τιμήματος το οποίο θα δικαιούται ο αγοραστής να απαιτήσει από τον πωλητή. Επίσης, ότι για το λόγο αυτόν ο πωλητής εξέδωσε και ο αγοραστής αποδέχθηκε μία επιπλέον συναλλαγματική, η οποία θα παρέμενε στα χέρια του πωλητή, ασυμπλήρωτη στο πεδίο του ποσού του υπολοίπου οφειλομένου τιμήματος και της ημερομηνίας λήξης, για να συμπληρωθεί αναλόγως από τον πωλητή και δη, μέχρι 5 ημέρες μετά τη λήξη της δεύτερης οφειλόμενης δόσης, η μη πληρωμή της οποίας θα μετατρέψει το σύνολο του υπολοίπου τιμήματος σε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά τα προαναφερθέντα. Όμως, παρά τις διευκολύνσεις και παρατάσεις πληρωμής ακόμη και αυτής της 1ης δόσης και ενώ ο αγοραστής είχε παραλάβει τις μετοχές και το σκάφος, λόγω οικονομικής αδυναμίας του αγοραστή, αυτός δεν κατέβαλε την 1η δόση της 15ης. 12.2008, ποσού 5.000 €, με αποτέλεσμα, πριν τη λήξη της επόμενης δόσης της 30.12.2008, δηλαδή στις 29.12.2008, ο επισπεύδων αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της υπ΄αριθ. …./30.12.2008 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με βάση την αντίστοιχη συναλλαγματική της 1ης δόσης, την οποία κοινοποίησε στον αγοραστή .. …………….. με επιταγή προς πληρωμή στις 13.2.2009. Κατόπιν, αφού ούτε η 2η δόση της 30.12.2008 πληρώθηκε από τον αγοραστή, ο επισπεύδων, αφού ανέμενε 5 ημέρες κατά τα συμφωνηθέντα, ενεργοποίησε τον όρο του από 12.12.2008 συμφωνητικού, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση μη πληρωμής δύο συνεχόμενων δόσεων, [εν προκειμένω των δόσεων της 15.12.2008 (1η δόση της δοσοποιημένης αρχικής 1ης δόσης των 20.000 €) και της 30.12.2008 (της εξ αρχής 1ης δόσης των 5.000 €], καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το υπόλοιπο (συνολικό ή υπολειπόμενο) τίμημα της πώλησης και τότε δύναται ο πωλητής να συμπληρώσει με το υπόλοιπο αυτό ποσό και την ενδεικνυόμενη ημερομηνία (έως 5 ημέρες μετά τη λήξη της 2ης μη καταβληθείσας δόσης) την τελευταία συναλλαγματική, όπως και έκανε στις 5.1.2009, εν όψει της κακής εξέλιξης της αγοραπωλησίας των μετοχών και του σκάφους, έχοντας αυτός εκπληρώσει τις από τα συμφωνητικά υποχρεώσεις του με παράδοση και μεταβίβαση των μετοχών και του σκάφους στον αγοραστή, ο οποίος καμία υποχρέωσή του δεν τήρησε. Στις 7.1.2009 ο πωλητής, το μεν ενέγραψε προσημείωση υποθήκης σε βάρος του αγοραστή επί ακινήτου διαμερίσματός του που βρίσκεται στον 4ο όροφο της επί της οδού …………… πολυκατοικίας, με βάση την ως άνω συναλλαγματική των 5.000 € λήξεως στις 15.12.2008, το δε αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τη συναλλαγματική λήξεως 5.1.2009, (5 πλήρεις ημέρες μετά τη λήξη της 2ης συνεχόμενης μη εξοφληθείσας δόσης που είχε οριστεί η 30.12.2008) για ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος (65.000 €) που λόγω ακριβώς της μη πληρωμής 2 συνεχόμενων δόσεων είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά τα προαναφερθέντα. Οσο για την ανεύρεση του ανωτέρω ακινήτου διαμερίσματος εκ μέρους του επισπεύδοντος, ο ίδιος ανέφερε κατά την απολογία του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, μετά από άσκηση ποινικής δίωξης εκ μέρους του ήδη ανακόπτοντα κατ΄αυτού και του . …………….. για απάτη ενώπιον του δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ότι ενώ ανέμενε την πληρωμή της πρώτης συναλλαγματικής και επέμενε γι΄αυτήν, ο αγοραστής, (που είχε ήδη μεταφέρει την πληρωμή της 1ης δόσης από τις 15.9.2008 στις 15.11.2008 και κατόπιν στις 15.12.2008), του είπε ότι θα τον πληρώσει «μόλις πουλήσει ένα σπίτι», οπότε ο επισπεύδων, που είχε αποξενωθεί από τις μετοχές της εταιρίας και από το σκάφος από τις αρχές Δεκεμβρίου 2008, οπότε είχε διενεργήσει τις απαραίτητες ενέργειες κατά τα ανωτέρω, ανέθεσε στο δικηγόρο του να ελέγξει εάν πράγματι ο αγοραστής είχε «ένα σπίτι», όπως και έγινε. Ετσι, στις 7.1.2009 ενέγραψε την προσημείωση για το ποσό των 5.000 € (βλ. σχετικό πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά), παρέχοντας έτσι τη σχετική δημόσια πληροφορία στους υποψήφιους αγοραστές. Επίσης, δεν παρίσταται αδικαιολόγητος ο εφοδιασμός του με την από 10.12.2008 έγγραφη εντολή του . …………….. προς τη μεσιτική εταιρία …………… για την πώληση του ανωτέρω διαμερίσματος, την οποία ο επισπεύδων (μέσω του δικηγόρου του) χρησιμοποίησε ώστε να πετύχει, μετά από σχετική αίτησή του, προτίμηση ως προς την έκδοση διαταγής πληρωμής (βλ. την από 29.1.2009 σχετική αίτησή του για κατά προτίμηση έκδοση στις 2.2.2009), αναφέροντας και την προηγούμενη εγγραφή προσημείωσης για το ποσό των 5.000 € και την προσπάθεια μεταβίβασης του διαμερίσματος. Τελικά, εξεδόθη κατά προτίμηση, η υπ΄αριθ. ……./16.2.2009 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για ποσό 65.000 € με βάση την ισόποση ως άνω συναλλαγματική που ενσωμάτωνε το υπόλοιπο τίμημα, της οποίας αντίγραφο από το α΄εκτελεστό απόγραφο με επιταγή προς πληρωμή για το συνολικό ποσό των 69.551,25 € επέδωσε με στον οφειλέτη Δ. …………….. στις 3.3.2009 (βλ. σχετική υπ΄αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……..). Εν τω μεταξύ, ο ανακόπτων, ο οποίος από τον Ιανουάριο 2009 αναζητούσε διαμέρισμα προς πώληση μέσω αγγελιών (βλ. κατάθεση της αδελφής του …….. στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 6304/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών), ανηύρε στην εφημερίδα «………..» καταχώριση για το παραπάνω διαμέρισμα, το οποίο επισκέφθηκε στις 10.2.2009 σε συνάντηση με τον πωλητή .. …………….. και τη μητέρα του ………….., (βλ. κατάθεση του ίδιου στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 32524/2014 απόφασης του Α΄Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με κατηγορούμενους τους .. …………….. και .. …………….. για απάτη στο Δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά συναυτουργία επί της υπ΄ΑΒΜ ………. μήνυσης του ανακόπτοντος) και την επομένη ημέρα (11.2.2009) ανέθεσε στο δικηγόρο του ……… τον έλεγχο τίτλων του ακινήτου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι δεν υφίστατο τουλάχιστον βάρος ή προσημείωση επί του ακινήτου παρά το γεγονός ότι είχε ήδη (στις 7.1.2009) εγγραφεί η προσημείωση για το ποσό των 5.000 € λόγω μη πληρωμής της 1ης δόσης του τιμήματος στις 15.12.2008. Παράλληλα και ο πωλητής του διαμερίσματος, …………., στον οποίο από 13.2.2009 είχε ήδη κοινοποιηθεί η ίδια διαταγή πληρωμής (υπ΄αριθ. ………../2009) και με βάση αυτήν είχε εγγραφεί η προσημείωση από 7.1.2009, διαβεβαίωσε τον ανακόπτοντα ότι στο διαμέρισμα δεν υφίσταται εμπράγματο βάρος ή προσημείωση και έτσι, οδηγήθηκαν στην υπογραφή του υπ΄αριθ. …../19.2.2009 μεταβιβαστικού συμβολαίου (αγοραπωλησίας) του ανωτέρω διαμερίσματος που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Πειραιά …….., στο οποίο ο πωλητής ………. δήλωσε ότι η πωλούμενη ιδιοκτησία είναι «ελεύθερη και απαλλαγμένη από κάθε βάρος, χρέος, προσημείωση, από εκνίκηση από τρίτο πρόσωπο … … … αμφισβήτηση, διαφορά και κάθε άλλο νομικό ελάττωμα». Υπογράφτηκε δε το ανωτέρω συμβόλαιο από τους συμβαλλομένους, πωλητή και αγοραστή και τους δικηγόρους τους, ……… και ………, αντίστοιχα. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι από την υπ΄αριθ. …./18.3.2020 πράξη εγκρίσεως του συμβολαιογράφου Πειραιά ….. ., προκύπτει ότι ο πωλητής ………. είχε αποκτήσει ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω πωληθέντος διαμερίσματος, ως κληρονόμος εκ διαθήκης του αποβιώσαντος στις 24.12.1994 πατέρα του . …………….., ο οποίος με την από 10.7.1994 ιδιόγραφη μυστική διαθήκη του, νομίμως δημοσιευθείσα, είχε εγκαταστήσει το γιό του .. …………….. μοναδικό του κληρονόμο, ο οποίος είχε αποδεχθεί νόμιμα την κληρονομία με την υπ΄ αριθ. …/1999 πράξη αποδοχής κληρονομίας του ίδιου συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσα. Με την ως άνω διαθήκη του ο κληρονομηθείς …………., είχε ορίσει εκτελεστές με δικαίωμα διαχείρισης της κληρονομιαίας περιουσίας, τους .. …………….. και ………, οι οποίοι είχαν αποδεχθεί νόμιμα το λειτούργημα αυτό, αλλά δεν είχαν συμπράξει στη μεταβίβαση του διαμερίσματος (και ειδικότερα του 1/3 εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος) την οποία ενέκριναν αργότερα με την ως άνω πράξη έγκρισης και ολοκλήρωσαν τη μεταβίβαση προς τον ανακόπτοντα – αγοραστή. Η μεταγραφή του ανωτέρω μεταβιβαστικού συμβολαίου στον τόμο …. υπ΄αριθ. …. των οικείων βιβλίων του υποθηκοφυλακείου Πειραιά, έγινε στις 23.2.2009 (υπ΄αριθ. Γ.Β.Ε. ….), ωστόσο μεταγενέστερα από την εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης που ενέγραψε ο 1ος των καθ΄ων η ανακοπή – 1ος εφεσίβλητος ………… με βάση την ανωτέρω διαταγή πληρωμής υπ΄αριθ. …/2009 που εκδόθηκε επί της συναλλαγματικής των 65.000 € (υπ΄αριθ. Γ. Β. Ε. …) στα βιβλία του ίδιου Υποθηκοφυλακείου, (βλ. υπ΄αριθ. …./ 30.3.2010 πιστοποιητικό Υποθηκοφύλακα Πειραιά). Η προσημείωση αυτή τράπηκε σε υποθήκη στις 13.7.2009. Συνεπώς, με βάση τον κανόνα του άρθρου 1207 ΑΚ, ο ανακόπτων απέκτησε το διαμέρισμα επιβαρυμένο με προσημείωση υποθήκης, εν όψει του ότι η εγγραφή της στις 23.2.2009, προηγήθηκε της μεταγραφής έστω και κατ΄ελάχιστον. Επίσης, το γεγονός ότι η πρώτη, από 7.1.2009 προσημείωση για το ποσό των 5.000 € με βάση την υπ΄αριθ. …../2009 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά δεν μετατράπηκε σε υποθήκη με ενέργειες του επισπεύδοντος, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός ενήργησε κατά συμπαιγνία με τον. …………….., ώστε να εξαπατήσουν τον ανακόπτοντα, εν όψει αφ΄ενός του μικρού ποσού αυτής και της δυσαναλογίας των εξόδων τροπής της σε υποθήκη και επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης και αφ΄ετέρου ότι ενεγράφη στις 7.1.2009, ήτοι περίπου ενάμισυ μήνα πριν την υπογραφή του συμβολαίου (19.2.2009), οπότε ο ανακόπτων είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί ότι το μεταβιβαζόμενο ακίνητο δεν ήταν ελεύθερο της προσημείωσης αυτής αλλά και να ζητήσει εξηγήσεις από τον πωλητή …………….. τόσο για την πηγή του χρέους, όσο και για τη δήλωσή του κατά τις διαπραγματεύσεις και την υπογραφή του συμβολαίου ότι το ακίνητο είναι «ελεύθερο». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο επισπεύδων πίστευε ότι ο αγοραστής του σκάφους …………. θα καταβάλει το τίμημα και ότι η ασυνέπειά του ήταν προσωρινή, εφόσον από το μήνα Ιούλιο 2008 μέχρι και το Δεκέμβριο του ίδιου έτους κατήρτισαν τη βασική και περισσότερες επί μέρους συμφωνίες ως προς την καταβολή του τιμήματος για τις οποίες συντάχθηκαν έγγραφες συμφωνίες, ο αγοραστής παρείχε διαβεβαιώσεις ότι θα καταβάλει το τίμημα που ήταν εξασφαλισμένο με συναλλαγματικές και ο επισπεύδων διευκόλυνε τον αγοραστή ώστε να ολοκληρωθεί η συναλλαγή, παρά την οικονομική δυσπραγία του αγοραστή για την οποία πίστευε ότι ήταν προσωρινή, διαφορετικά δεν θα ενεργούσε προς ευόδωση της συναλλαγής, πράγμα που δεν είναι ασύνηθες στις συναλλαγές. Εξάλλου, η διαδικασία της μεταβίβασης των μετοχών της εταιρίας ………….. στο . …………….. ώστε ν΄αποκτήσει αυτός το ανωτέρω σκάφος έγινε νόμιμα και σύμφωνα με τις διατάξεις του αγγλικού δικαίου, όπως είχε γίνει και η μεταβίβαση των μετοχών στον πωλητή – επισπεύδοντα, με επιμέλεια του τελευταίου που διεξήλθε τις σχετικές νομικές διαδικασίες, γι΄ αυτό και στο από 2.12.2008 συμφωνητικό, συμπεριλήφθηκε συμφωνία ότι πέραν των εξόδων ασφαλιστικής κάλυψης του σκάφους και διατήρησης και λειτουργίας της εταιρίας, που είχε αναλάβει ο αγοραστής …………. ήδη με το από 28.7.2008 προσύμφωνο, ο τελευταίος αναλαμβάνει και τα έξοδα μεταβίβασης των μετοχών. Επίσης, δεν αποδείχτηκε ότι ο επισπεύδων ενήργησε πέραν της εξασφάλισης των περιουσιακών δικαιωμάτων του και με σκοπό να βλάψει τον ανακόπτοντα, έχοντας σχετική πληροφόρηση για τις ενέργειες του τελευταίου εκ μέρους του οφειλέτη . …………….. και σε συνεργασία με αυτόν, διότι, εάν υπήρχε εξ αρχής γνώση του επισπεύδοντος περί των διαπραγματεύσεων με τον ανακόπτοντα και κατόπιν της προετοιμασίας της υπογραφής του μεταβιβαστικού ως άνω συμβολαίου στις 19.2.2009 και ότι κινδυνεύει για το λόγο αυτόν να απωλέσει την εμπράγματη εξασφάλισή του επί ακινήτου του οφειλέτη . …………….., τότε θα ενεργούσε άμεσα και δεν θα ανέμενε να εγγράψει την προσημείωση από την υπ΄αριθ. ……/2009 διαταγή πληρωμής στις 23.2.2009, αλλά θα το έπραττε αμέσως μετά την έκδοσή της στις 16.2.2009 ή στις 17.2.2009 οπότε ελήφθη το εξ αυτής απόγραφο (με καταβολή της ανάλογης δαπάνης την οποία δεν θα κατέβαλε εάν η αιτιώδης σχέση της συναλλαγματικής, ήτοι η αγοραπωλησία ήταν εικονική και συμπαικτική μεταξύ του επισπεύδοντα και του αγοραστή του σκάφους .. …………….., καθώς το τίμημα της πώλησης του διαμερίσματος δεν είχε καταβληθεί ακόμη στον πωλητή του .. …………….., αλλά ήταν απλώς πιθανό ότι θα καταβληθεί) και όχι στις 23.2.2009. Εξάλλου, η ενέργεια του επισπεύδοντος να εγγράψει, στις 7.1.2009, την προσημείωση από την υπ΄αριθ. …/2009 διαταγή πληρωμής ποσού 5.000 €, δηλώνει ότι ενεργούσε για να εξασφαλίσει τις αξιώσεις του κατά του αγοραστή .. …………….. και όχι σε συνεργασία με αυτόν ώστε να βλάψουν τον ανακόπτοντα, ο οποίος θα μπορούσε να πληροφορηθεί από την εγγραφή τουλάχιστον ότι το ακίνητο δεν είναι ελεύθερο βαρών, προσημείωσης, κλπ. και να ματαιωθεί η αγοραπωλησία. Επίσης το γεγονός ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύστηκε επί του διαμερίσματος που μεταβιβάστηκε στον ανακόπτοντα και όχι επί του σκάφους, σε καμία περίπτωση δεν υποδεικνύει εικονικότητα της αγοραπωλησίας του σκάφους, αφού αυτό ανήκε πλέον στην προαναφερθείσα αλλοδαπή εξωχώρια εταιρία. Το γεγονός ότι δεν επελήφθη του σκάφους που αγόρασε και ακόμη δεν έχει πληρώσει το χώρο στάθμευσης σκαφών (βλ. υπ΄αριθ. …/20.12.2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών …….. ποσού 3.198 €) δεν συνηγορεί στο ότι η αγοραπωλησία ήταν εικονική. Τέλος, το γεγονός ότι ο αγοραστής του σκάφους ……….., στις 14.4.2010 κατέβαλε στον επισπεύδοντα (μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου του) το ποσό των 1.000 € έναντι εξόδων εκτέλεσης της υπ΄αριθ. …../2009 διαταγής πληρωμής και της υπ΄αριθ. …../2020 προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι αποδέχεται ως ισχυρή και απρόσβλητη την ως άνω διαταγή πληρωμής, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αγοραπωλησία του σκάφους που αποτέλεσε την αιτία έκδοσης και αποδοχής της συναλλαγματικής επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι εικονική, αφού, αφ΄ενός μεν αναιρείται από το γεγονός ότι προηγουμένως, ο ίδιος είχε ασκήσει την από 3.2.2010 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/4.2.2010) ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί ακύρωσης του εκτελεστού τίτλου, ισχυριζόμενος ότι η συναλλαγματική δεν ενσωματώνει αξίωση αλλά εκδόθηκε και έγινε αποδεκτή για να καταστεί δυνατή η προεξόφλησή της από τον επισπεύδοντα, ενώ το σκάφος αγοράστηκε μεν αλλά από ένα φίλο του ονόματι …………., τα οποία δεν αποδεικνύονται από κανένα στοιχείο, (βλ. και από 27.3.2012 σημείωμα εξηγήσεων του …………….. σε προκαταρκτική εξέταση επί της μήνυσης του ανακόπτοντα) οι δε ανωτέρω δηλώσεις του αλληλοαναιρούνται. Συνεπώς, η σύμβαση αγοραπωλησίας του σκάφους VCD, μεταξύ του επισπεύδοντος και του. …………….. ήταν αληθής και οι συμβαλλόμενοι την κατήρτισαν με σοβαρές και όχι φαινομενικές δηλώσεις, χωρίς να υποκρύπτεται ούτε άλλη δικαιοπραξία, ούτε άλλη πρόθεσή τους. Εν όψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του ανακόπτοντα ότι η αγοραπωλησία του σκάφους μεταξύ του επισπεύδοντα και του. …………….. ήταν εικονική (ΑΚ 138) πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που συμπληρώνεται παραδεκτά με την παρούσα, (534 ΚΠολΔ) δεν έσφαλε και ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 579 παρ.1 Κ.Πολ.Δ αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθ. 524 παρ.Ί β`. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια, (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής. Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτό εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 14/2021, 679/2011, 493/2011, ΑΠ 614/2009, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπ΄αριθ. 775/2013 απόφαση του δικαστηρίου αυτού, αναιρέθηκε δυνάμει της υπ΄αριθ. 536/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, (όπως αυτή διορθώθηκε) ως προς το ουσιώδες ζήτημα της εικονικότητας και ως εκ τούτου ανυπαρξίας της αιτιώδους σχέσης με βάση την οποία εκδόθηκε η συναλλαγματική με βάση την οποία εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε, το αντικείμενο της δίκης αυτής μετά τη μετ΄αναίρεση παραπομπή της υπόθεσης περιορίζεται στο θέμα αυτό της εικονικότητας που αποτέλεσε το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης (και ανακοπής). Εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται λόγω του είδους της διαδικασίας των πιστωτικών τίτλων. Η δικαστική δαπάνη του 1ουεφεσιβλήτου πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ δεν ορίζεται δαπάνη για το 2ο εφεσίβλητο λόγω της ερημοδικίας του εκ της οποίας δεν δημιουργήθηκαν έξοδα, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του 2ου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 21.11.2011 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ………../2011 έφεση).
Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ΄αριθ. 3818/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του 1ουεφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ