Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 103/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  103/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρίας περιορισμένης ευθύνης …………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Μάρκος Δάρας και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Οργανισμού με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΝΟΡΙΟΦΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΚΤΟΦΥΛΑΚΗΣ» [ΦΡΟΝΤΕΞ] (EUROPEAN BORDER AND COAST AGENCY [FRONTEX]), ………….. τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Αθανασία Αργυροπούλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/1.11.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 861/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε ως απαράδεκτη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 9.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./9.7.2020 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 18η.2.2021 και στη συνέχεια, κατόπιν ματαιώσεως της συζητήσεώς της κατ’ αυτήν, συνεπεία της εφαρμογής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της Χώρας εξαιτίας του ιού COVID – 19, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021, δυνάμει της με αριθμό 91/15.4.2021 Πράξεως της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις του και με σχετική δήλωσή της δήλωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παρασταθεί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Με την ένδικη από 9.7.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/9.7.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/4.9.2020 έφεση, η οποία δεν εκφωνήθηκε κατά την αρχικώς για τη συζήτησή της ορισθείσα δικάσιμο της 18ης.2.2021, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 και για το λόγο αυτό νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23.3.2021), η συζήτησή της επαναπροσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθμ. 91/15.4.2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, πλήττεται η υπ’ αριθμ. 861/27.2.2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας η από 30.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./1.11.2018 αγωγή της εκκαλούσας ημεδαπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης κατά του εφεσίβλητου Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εδρεύει στη Βαρσοβία της Πολωνίας και αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη της και στις συνδεδεμένες χώρες Σένγκεν για τη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων τους, με την οποία (αγωγή) ζητήθηκε α] η αναγνώριση της ακυρότητας της από 10.11.2017 καταγγελίας της αναφερόμενης σύμβασης παροχής υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών (υπαλλήλων του εναγομένου) δια θαλάσσης από τη Μυτιλήνη προς το Δικελί της Τουρκίας με πλοίο της ενάγουσας που είχε συναφθεί, κατόπιν πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών, στις 20.4.2017 για ελάχιστη χρονική περίοδο εικοσιτεσσάρων [24] μηνών, β] η νομιμότοκη αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας (διαφυγόντων κερδών συνολικού ύψους τριακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα επτά ευρώ και δεκαεπτά λεπτών [363.957,17 €]) και γ] η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (ύψους εκατό χιλιάδων ευρώ [100.000 €]), που υπέστη η ενάγουσα, της οποίας η επαγγελματική πίστη και το εμπορικό κύρος προσβλήθηκαν από την εκ μέρους του αντιδίκου της αναίτια και καταχρηστική ως άνω καταγγελία.

ΙΙ. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα, σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 495 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της, συνοδευόμενου από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 9.7.2020 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα …. ΑΕ»), στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9.7.2020 και εμπρόθεσμα, εντός εξήντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης που πραγματοποιήθηκε στις 10.6.2020 με παραγγελία του εφεσίβλητου προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας, που την είχε εκπροσωπήσει και πρωτοδίκως (βλ. την υπ’ αριθμ. …/2020 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Είναι, συνεπώς, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 143 § 1, 495, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ, τυπικά παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙΙ. Α] Επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου, αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, που εισάγονται προς εκδίκαση σε ελληνικό δικαστήριο και εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, επαφής δηλαδή με περισσότερες έννομες τάξεις, όπως συμβαίνει συνήθως όταν τα υποκείμενα της αντιδικίας έχουν διαφορετική κατοικία ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες, η διεθνής δικαιοδοσία του forum ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2012 («ΚανΒρΙα») «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 351/20.12.2012), που αναδιατύπωσε (ΑΠ 93/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) τον προγενέστερο Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 12/16.1.2001), που ονομάστηκε και Κανονισμός Βρυξέλλες Ι («ΚανΒρΙ») επειδή αποτελούσε, όπως και ο ισχύον, συνέχεια της προηγούμενης από 27.9.1968 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών [που είχε κυρωθεί με το Ν. 1814/1988, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί και αντικατασταθεί στη συνέχεια με μεταγενέστερες Συμβάσεις, που κυρώθηκαν με το Ν. 2004/1992]. Με τις διατάξεις των άρθρων 4 σημείο 1, 6 σημείο 1, 7 σημεία 1 και 2 και 63 του ΚανΒρΙα, που εκτοπίζει τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας εθνικές δικονομικές ρυθμίσεις (ΤριμΕφΠειρ. 245/2017, αδημ., ΕφΠειρ. 25/2003, ΔΕΕ 2003/634 = ΧρΙΔ 2004/250 = Αρμ. 2003/1153, Β. Κιάντος, Ιδιωτικό Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου, 2005, σελ. 1109) και στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του, κατά τα άρθρα 66 § 1 και 81 αυτού, εμπίπτουν οι αγωγές που ασκούνται κατά και μετά την 10η.1.2015, καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους και περαιτέρω θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά σ’ αυτόν. Ενόψει όμως του σεβασμού που αποδίδεται από τον Κανονισμό στην αυτονομία των μερών μιας σύμβασης όσον αφορά τον καθορισμό του αρμόδιου για την εκδίκαση των μεταξύ τους διαφορών δικαστηρίου (βλ. την αιτιολογική σκέψη 19 στο Προοίμιό του), προβλέπεται ότι, με την επιφύλαξη των καταναλωτικών, ασφαλιστικών και εργασιακών συμβάσεων, στις οποίες η ασθενέστερη θέση του ενός συμβαλλομένου επιτρέπει περιορισμένη μόνον αυτονομία, η γενική και οι συντρέχουσες ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις που θεσπίζονται, υποχωρούν εφόσον η βούληση των μερών επιλέγει ως αρμόδιο δικαστήριο άλλο από εκείνο που υποδεικνύεται κατ’ εφαρμογή του (ΑΠ 423/2018, ΧρΙΔ 2019/204 = ΔΕΕ 2019/405). Κατά την έννοια του Κανονισμού, η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, που έχει άμεσες, αποκλειστικά δικονομικές, συνέπειες, αφού αποκλείει ή θεμελιώνει την τοπική αρμοδιότητα και δι’ αυτής τη διεθνή δικαιοδοσία του επιλεγέντος δικαστηρίου (ΑΠ 1166/2019, ΧρΙΔ 2020/213 = ΕΠολΔ 2019/666, ΑΠ 948/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014, ΧρΙΔ 2015/205, Ν. Κλαμαρής – Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2012, κεφ. 9, αρ. 32.3, σελ. 130), με αποτέλεσμα κατά τη νομολογία του ΔΕΚ (ΔΕΚ 14.12.1976, C – 24/76, ……….. κατά ……….., Συλλογή 1976.1851, σκέψη 6, ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, ………. κατά ……….. ΕΕμπΔ 2000/813, σκέψη 13) κάθε σχετική ρήτρα να ερμηνεύεται στενά, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, η ύπαρξη της οποίας θα πρέπει επιπλέον να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια (ΑΠ 468/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) λαμβάνοντας συγκεκριμένες μορφές. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 25 του ΚανΒρΙα και υπό τον όρο (άρθρο 27) ότι δι’ αυτής δεν παρακάμπτεται η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία που απονέμεται κατά το άρθρο 24 αυτού (Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 3, αρ. 108, σελ. 164), η επιλογή δικαστηρίου μπορεί να γίνει με σύμβαση, καταρτιζόμενη κατά τις σ’ αυτό οριζόμενες αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις, δια της οποίας τα μέρη παρεκκλίνουν από τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του και αποφασίζουν έτσι να υποβάλουν τις διαφορές τους στο δικαστήριο της επιλογής τους, καθιστώντας αυτό με μόνη τη συμφωνία τους φορέα διεθνούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 468/2016, ο.π.). Ειδικότερα, στο άρθρο 25 σημείο 1 του ΚανΒρΙα ορίζεται ότι «Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση· β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις· ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Η διάταξη αυτή ρυθμίζει αυτόνομα (ΔΕΕ 18.11.2020, C – 519/19, ……. κατά ……., πρώην …………, curia.europa.eu [ψηφιακή συλλογή], σκέψη 38) τις προϋποθέσεις της τυπικής εγκυρότητας μιας ρήτρας επιλογής δικαστηρίου, δηλαδή χωρίς παραπομπή στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάποιου από τα κράτη της κατοικίας ή της έδρας των συμβαλλομένων αλλά με αναγωγή στο σύστημα και τη γενικότερη τελολογία του Κανονισμού (ΔΕΚ 10.3.1992, C – 214/84, ……….κατά …….., Συλλογή 1992.Ι.1745, σκέψη 13, ΤριμΕφΠειρ. 61/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Καΐσης, Ζητήματα από την παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 25, 29 και 31 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012, ΕφΑΔΠολΔ 2017/98 επομ. [111]), αποκλείοντας έτσι, αφενός, την προσφυγή στα εθνικά δίκαια για τη συμπλήρωσή τους και, αφετέρου, τη δυνατότητα των μερών να παρεκκλίνουν με συμφωνία τους από τις ρυθμίσεις αυτές (ΜονΕφΠειρ. 76/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το κύρος μιας τέτοιας συμφωνίας καταφάσκεται αν αυτή περιβληθεί έναν από τους προβλεπόμενους στον ΚανΒρΙα τέσσερις τύπους και, συνηθέστερα, όταν τηρείται ο έγγραφος τύπος. Η έγγραφη συμφωνία προκύπτει καταρχήν από το ίδιο έγγραφο, που υπογράφεται από κοινού και από τα δύο μέρη, ωστόσο έγκυρη θεωρείται και η ρήτρα, όταν η συμφωνία αποτυπώνεται σε ξεχωριστά έγγραφα, που ανταλλάσσονται, αρκεί να προκύπτει ότι αποτέλεσε αντικείμενο πραγματικής συναίνεσης των δύο συμβαλλομένων (ΔΕΕ, 8.3.2018, C – 64/17, ……… κατά ………, curia.europa.eu, σκέψη 25, Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια [1215/2012], 2016, άρθρο 25, αρ. 102, σελ. 404 επομ.), όπως συμβαίνει όταν η ρήτρα παρεκτάσεως τίθεται ως όρος σε σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου που καταρτίστηκε μετά από διαπραγμάτευση των μερών ή κατόπιν αποδοχής από το ένα προσκλήσεως προς σύναψη συμβάσεως με προδιατυπωμένους όρους που του απευθύνθηκε από το έτερο. Οι τύποι υπό τους οποίους μπορεί να καταρτιστεί εγκύρως μια συμφωνία παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας προβλέπονται υπαλλακτικά, υπό την έννοια ότι για τη διάγνωση του κύρους της θα εξεταστούν κατά σειρά ως προς την πλήρωση των προϋποθέσεών τους, με αποτέλεσμα, αν διαπιστωθεί η τήρηση του έγγραφου τύπου, να παρέλκει η έρευνα περί του αν λ.χ. η συμφωνία συνομολογήθηκε προφορικά και επακολούθησε γραπτή επιβεβαίωση ή αν ανταποκρίνεται στην πρακτική των συμβαλλομένων ή στις γνωστές συνήθειες του διεθνούς εμπορίου (ΑΠ 8/2015, ΧρΙΔ 2015/437, ΕφΠειρ. 149/1997, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Πάντως, η συμφωνία παρεκτάσεως, η οποία μπορεί να έχει ως αντικείμενο και μόνο τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας συγκεκριμένων δικαστηρίων, δηλαδή να αφορά όχι μόνον τις θετικές αλλά και τις αρνητικές ρήτρες παρέκτασης (ΔΕΚ 24.6.1986, C – 22/85, … κατά ……….., Συλλογή 1986.1951, σκέψη 13), είναι και ουσιαστικά έγκυρη υπό την τριπλή προϋπόθεση, αφενός, ότι δεν επιβάλλεται μονομερώς αλλά αποτελεί περιεχόμενο της βουλήσεως των μερών που ως προς την επιλογή δικαστηρίου ταυτίζεται (ΔΕΕ 7.2.2013, C – 543/10, …… κατά ………. curia.europa.eu, σκέψεις 26 – 28 = ΕφΑΔ 2013/88, ΔΕΚ  20.2.1997, C – 106/95, ………. κατά ……., Συλλογή 1997.2699, σκέψη 15), αφετέρου, ότι αφορά τις διαφορές, υπαρκτές ή μελλοντικές, που απορρέουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΔΕΕ 21.5.2015, C – 352/13, ……….. κατά ……….., curia.europa.eu, σκέψη 110), συμπεριλαμβανομένων και των συναφών με τη σύμβαση αδικοπρακτικών αξιώσεων των μερών, που απορρέουν μεν από το νόμο, πλην όμως έχουν αυτή ως αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο και συνδέονται στενά με τα βιοτικά περιστατικά της συμβατικής παράβασης, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη (ΑΠ 468/2016, ο.π., ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΤριμΕφΑθ. 4609/2012, ΝοΒ 2014/581, ΕφΑθ. 4467/2010, ο.π., ΕφΑθ. 2523/2005, Δνη 2005/1721) και, εκ τρίτου, ότι η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζει ως αρμόδιο ένα δικαστήριο ή δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους (ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, ………. κατά ………, ο.π., σκέψη 17, η οποία εφάρμοσε το αντιστοίχου περιεχομένου άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Ν. Νίκας, Ζητήματα παρεκτάσεως, εκκρεμοδικίας και συνάφειας κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι, σε ΕΠολΔ 2014/465 επομ. [468]), χωρίς να προσαπαιτείται οποιοσδήποτε άλλος σύνδεσμος της παραπεμπόμενης στο επιλεγόμενο δικαστήριο υπόθεσης με το κράτος στο οποίο αυτό εδρεύει (ΔΕΚ 16.3.1999, C – 159/97,  ……..  κατά …………, Συλλογή 1999.1597, σκέψη 50, ΔΕΚ 17.1.1980, C – 56/79,  …….. κατά ……., Συλλογή 1980.89, σκέψη 4, Ε. Σαχπεκίδου,  Συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 221). Πάντως, δεν είναι απαραίτητο η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας να περιλαμβάνει και προσδιορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας του επιλεγόμενου δικαστηρίου ούτε να καθορίζει επακριβώς το forum prorogatum, αφού αρκεί να προσδιορίζει τα αντικειμενικά στοιχεία, με βάση τα οποία θα καθοριστεί αυτό στη συνέχεια ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, όπως συμβαίνει όταν ο συμβατικός καθορισμός του επιλεγόμενου δικαστηρίου προκύπτει εμμέσως από τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου του παρεκτεινόμενου κράτους μέλους ή όταν επιλέγεται ως αρμόδιο forum αυτό του τόπου εγκατάστασης του ενός εκ των συμβαλλομένων (ΔΕΕ 7.7.2016, C‑222/15, …… κατά ………., curia.europa.eu, σκέψη 48, ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, ………. κατά …….., ο.π., σκέψη 15, ΑΠ 423/2018, ο.π., Ε. Σαχπεκίδου, Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ΕΠολΔ 2018/457 επομ. [464], Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, σελ. 308 – 310, Αθ. Καΐσης, ο.π., σελ. 109, πρβλ ΟλΑΠ 4/1992, Δνη 1992/749 = ΔΕΝ 1992/864 = ΕΕΔ 1993/275 = ΕΝαυτΔ 1992/193 = ΝοΒ 1992/707). Όπως γίνεται αντιληπτό, η συμφωνία που καταρτίζεται προς όφελος ενός μόνο μέρους σε χώρο οικείο γι’ αυτό είναι τελικά αποδεκτή από τους ευρωπαϊκούς κανόνες (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια [1215/2012], 2016, άρθρο 25, αρ. 155, σελ. 423). Αυτό σημαίνει ότι ισχυρισμοί περί ουσιαστικής ακυρότητας της ρήτρας παρεκτάσεως με την επίκληση καταχρηστικότητας ή αντίθεσής της στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη ή τη δημόσια τάξη, επειδή περιελήφθη στη σύμβαση χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση ή εξαιτίας του ότι το μέρος που την επέβαλε είχε υπέρτερη διαπραγματευτική ισχύ και δι’ αυτής δυσχέρανε τη δικονομική θέση του αντισυμβαλλομένου του, που αναγκάζεται να υποβληθεί σε δικαστικό αγώνα κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς γι’ αυτόν συνθήκες είτε λόγω αδυναμίας εξεύρεσης του κατάλληλου νομικού παραστάτη, για να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου είτε εξαιτίας της ανάγκης υποβολής του σε αυξημένες δαπάνες, συνεπεία της αποστάσεως του δικαστηρίου από τον τόπο της κατοικίας του είτε εξαιτίας της ύπαρξης διαδικαστικών ή άλλων εμποδίων ή μειονεκτημάτων, όπως η αδυναμία εξευρέσεως μαρτύρων, πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή με σκοπό τη διαφύλαξη της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη διατύπωση του άρθρου 25 του ΚανΒρΙα («εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη»), από την οποία συνάγεται ότι η ακυρότητα της συμφωνίας παρεκτάσεως για λόγους ουσιαστικούς αποτελεί την εξαίρεση (Στ. Καπακτσή, σε Π. Αρβανιτάκη – Ε. Βασιλακάκη [επιμ.] Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 Κανονισμός Βρυξέλλες Ια, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2020, άρθρο 25, αρ. 29, σελ. 497) και αυτός που την επικαλείται οφείλει να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της (Αθ. Καΐσης, ο.π., σελ. 117). Πάντως, η καταχρηστικότητα των συμφωνιών παρέκτασης, με την εξαίρεση αυτών που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις ασφαλίσεως, στις ατομικές συμβάσεις εργασίας και στις καταναλωτικές συμβάσεις, περί των οποίων ο Κανονισμός για την προστασία του ασθενέστερου μέρους περιέχει, όπως προαναφέρθηκε, ειδικές ρυθμίσεις (άρθρα 15, 19 και 23, βλ. και Ε. Βασιλακάκη, Η προστασία του ασθενέστερου διαδίκου κατά τον κανονισμό 1215/2012, σε ΝοΒ 2013/2671 επομ.), κρίνεται με βάση το δίκαιο του forum prorogatum. Σύμφωνα όμως με τη λογική του ΚανΒρΙα, δεν είναι καταχρηστική ή αντίθετη στα χρηστά ήθη συμβατική ρήτρα, που αποδεικνύεται ότι προτάθηκε εγκαίρως και αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης για επαρκές χρονικό διάστημα εκ μέρους της μιας πλευράς, μόνον επειδή η άλλη πλευρά είναι οικονομικά ισχυρότερη ούτε επειδή η παράσταση στα αλλοδαπά δικαστήρια συνεπάγεται αυξημένες δικαστικές δαπάνες για τον έναν εκ των συμβαλλομένων (Ε. Σαχπεκίδου, ο.α.π., άρθρο 25, αρ. 87, σελ. 400 επομ.).

Β] Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο στο οποίο εισάγεται η διαφορά δεν υποχρεούται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη συμφωνίας παρεκτάσεως εάν η υπόθεση συζητείται κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αφού αν αυτοί δεν επικαλεστούν τη ρήτρα που απονέμει διεθνή δικαιοδοσία σε δικαστήριο άλλου κράτους και δεν αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του forum αλλά αντιθέτως προβάλουν ισχυρισμούς επί της ουσίας, λαμβάνει χώρα σιωπηρή παρέκταση αυτής (ΔΕΚ 20.5.2010, C – 111/09, Ceska pondikatelska κατά Michal Bilas, curia.europa.eu = ΕφΑΔ 2010/600, σκέψη 21, ΔΕΚ 7.3.1985, C – 48/84, Hannelore Spitzley κατά  Sommer Exploitation SA, Συλλογή 1985.787, σκέψη 15, ΤριμΕφΔυτΜακ 23/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 357/2008, Αρμ. 2012/1901, ΕφΠειρ. 416/2004, ΠειρΝ 2004/444, Π. Αρβανιτάκης, Τροποποιήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, σε Αρμ. 2013/2063 επομ. [2067]), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 σημείο 1 του ΚανΒρΙα, που επιτρέπει στον εναγόμενο να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία οποιουδήποτε δικαστηρίου, έστω και αναρμόδιου, ενώπιον του οποίου ενάγεται με την απλή συγκατάθεσή του να δικαστεί επί της ουσίας από αυτό (Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 221), εφόσον βέβαια η διαφορά δεν υπάγεται στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου. Η σιωπηρή μάλιστα παρέκταση θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία ακόμη και αν προϋπήρξε ρητή παρέκταση κατά τους όρους του άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012, δηλαδή με συμφωνία υποδεικνύουσα άλλο δικαστήριο (ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, Elefanten Schuh GmbH κατά Pierre Jacqmain, Συλλογή 1981.1671, σκέψη 11, Ν. Νίκας, Οι συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 1998, σελ. 95). Πάντως, ο εναγόμενος που θέλει να αποκλείσει τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου δε χρειάζεται να περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο στην αμφισβήτησή της, αφού έχει τη δυνατότητα να προβάλει ισχυρισμούς και επί της ουσίας της υποθέσεως, αρκεί μόνο η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας να μην έπεται χρονικώς της ενέργειας, η οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (ΑΠ 1542/2014, ο.π., ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΕφΠειρ. 546/2006, ΔΕΕ 2007/338 = Αρμ. 2008/437, ΕφΠειρ. 369/2010, ΕΝαυτΔ 2011/32, με σημ. Α. Μαρκάκη, ΕφΑθ. 4467/2010, ΔΕΕ 2011/218 = ΕΠολΔ 2011/358 = ΕΕμπΔ 2011/829, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2002, σελ. 395, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 225). Σε κάθε περίπτωση, ο κανόνας του άρθρου 26 ΚανΒρΙα δεν εφαρμόζεται και σιωπηρή παρέκταση δε θεμελιώνεται για μόνο το λόγο ότι ο εναγόμενος, που αμφισβητεί πρωτίστως τη διεθνή δικαιοδοσία του forum, παραλείπει την επίκληση σχετικών δικαστικών αποφάσεων του κράτους στο οποίο εδρεύει το παρεκτεινόμενο δικαστήριο.

IV. Στην υπόθεση που επανακρίνεται, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι με τις από 8.3.2019 προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο εναγόμενος Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέταξε αμυνόμενος κατά της αγωγής σύντομο ιστορικό των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς και στη συνέχεια, πριν από κάθε άλλη άμυνά του, ζήτησε την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, επικαλούμενος σχετική ρήτρα που είχε περιληφθεί στην επίμαχη από 20.4.2017 έγγραφη Σύμβαση – Πλαίσιο, κατά την οποία δικαιοδοσία για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς από αυτήν θα είχαν τα δικαστήρια της Πολωνίας με βάση της έδρα της Frondex. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την προβληθείσα δικονομική ένσταση ως ουσιαστικά βάσιμη και με τις παραδοχές ότι η ως άνω ρήτρα, περιβληθείσα τον έγγραφο τύπο, είχε συναφθεί εγκύρως και ότι κάλυπτε και τις επίδικες απαιτήσεις της ενάγουσας, που προέκυψαν από την καταγγελία της επίμαχης Σύμβασης – Πλαισίου, επειδή αυτές απέρρεαν όλες από τη σύμβαση στην οποία είχε περιληφθεί και η συγκεκριμένη ρήτρα παρεκτάσεως, απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι διεθνή δικαιοδοσία είχαν τα τοπικά αρμόδια πολωνικά δικαστήρια, απορρίπτοντας παράλληλα και τους αντίθετους ισχυρισμούς της ενάγουσας, που υποστήριξε, μεταξύ άλλων και ότι η διεθνής δικαιοδοσία είχε παρεκταθεί σιωπηρά. Τους ισχυρισμούς αυτούς επαναφέρει ήδη η εκκαλούσα με τους δύο πρώτους λόγους της ένδικης έφεσής της. Με τον πρώτο από αυτούς παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων που οδήγησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην κατάφαση της εγκυρότητας της επίμαχης ρήτρας, την οποία θα έπρεπε να έχει θεωρήσει άκυρη επειδή α] τέθηκε στη Σύμβαση – Πλαίσιο χωρίς να προηγηθεί διαπραγμάτευση επ’ αυτής, β] δεν καταρτίστηκε υπό μορφή ανταποκρινόμενη σε πρακτική καθιερωθείσα στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις ούτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη σε συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, γ] ενώ η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, που τέθηκε στην τριακοστή σελίδα της Σύμβασης – Πλαισίου δε μπορεί να θεωρηθεί ότι κάλυπτε και την επίμαχη ρήτρα, που περιελήφθη στην έκτη σελίδα της, καθώς και επειδή δ] ήταν αόριστη, αφού δεν προσδιόριζε ως αρμόδιο δικαστήριο συγκεκριμένης πόλης της Πολωνίας, ε] είχε τεθεί προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων μόνον του εφεσίβλητου και στ] ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη και στην καλή πίστη, καθώς επέβαλε ιδιαίτερα δυσμενείς γι’ αυτήν (εκκαλούσα) συνθήκες διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα και της δημιουργούσε διαδικαστικά εμπόδια σχετιζόμενα με την αδυναμία εξεύρεσης κατάλληλου δικαστικού παραστάτη στην Πολωνία και μαρτύρων πρόθυμων να μεταβούν εκεί προς κατάθεση. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν. Καταρχάς, η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί το περιεχόμενο της επίμαχης ρήτρας (όρος Ι.12.2), που διελάμβανε ότι «Τα δικαστήρια της Πολωνίας που έχουν σχέση με την έδρα της Frontex έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την ερμηνεία, την εφαρμογή ή την εγκυρότητα της FWC (: Framework Service Contract, δηλαδή της από 20.4.2017 Σύμβασης – Πλαισίου)», ενώ καθ’ υποφορά με την αγωγή της παραδέχθηκε ότι ήδη από τις 7.2.2017 είχε υποβάλει προσφορά για την ανάληψη του συμβατικού έργου, ανταποκρινόμενη στην «Πρόσκληση προς Υποβολή Προσφορών» (Invitation to Tender), την οποία είχε δημόσια απευθύνει ο εναγόμενος στα πλαίσια διαγωνισμού που είχε προκηρύξει, χωρίς παράλληλα να αμφισβητεί ότι στο σχέδιο συμβάσεως που είχε επισυναφθεί στην πρόσκληση αυτή είχε περιληφθεί και η επίμαχη ρήτρα, όπως ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται. Επομένως, είχε η εκκαλούσα τον αναγκαίο χρόνο προς μελέτη των προτεινόμενων όρων της προτεινόμενης σύμβασης, τους οποίους αποδέχθηκε υποβάλλοντας λεπτομερή προσφορά. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ότι η ενδιαφέρουσα ρήτρα δεν ήταν προϊόν διαπραγμάτευσης των διαδίκων είναι αβάσιμος. Επιπλέον, η εκκαλούσα συνομολογεί ότι ο νόμιμος εκπρόσωπός της έθεσε την υπογραφή του στο τέλος του συμβατικού κειμένου, με αποτέλεσμα αυτή να καλύπτει το σύνολο των συμβατικών όρων και να πληρούται έτσι ο απαιτούμενος για την τυπική εγκυρότητα της ρήτρας έγγραφος τύπος. Συνεπώς, ο ανωτέρω υπό στοιχ. γ ισχυρισμός της είναι και αυτός αβάσιμος, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Μετά τη διαπίστωση αυτή παρέλκει η έρευνα της συμβατότητας της ρήτρας με την πρακτική που είχε καθιερωθεί στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις και με τις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, γεγονός που καθιστά απαράδεκτη και αλυσιτελή την ανωτέρω υπό στοιχ. β αιτίαση. Εξάλλου, η ίδια ρήτρα ναι μεν δεν προσδιόριζε επακριβώς το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο της Πολωνίας, με την αναφορά όμως της έδρας του εφεσίβλητου (στην Βαρσοβία της Πολωνίας) παρείχε το αντικειμενικό εκείνο στοιχείο με βάση το οποίο θα μπορούσε αυτό να προσδιοριστεί. Εφόσον, επομένως, επελέγησαν ως έχοντα δικαιοδοσία fora αυτά του τόπου της έδρας του εφεσίβλητου (τα δικαστήρια της Βαρσοβίας), ο προσδιορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου προκύπτει πλέον εμμέσως μεν αλλά εγκύρως από τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου της Πολωνίας, που καλούνται σε εφαρμογή. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί αοριστίας της ρήτρας παρεκτάσεως είναι και αυτός απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η ίδια ρήτρα προτάθηκε εγκαίρως από τον εφεσίβλητο και αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης για επαρκές χρονικό διάστημα εκ μέρους της εκκαλούσας, που είχε τη δυνατότητα ακόμη και μετά την υποβολή της προσφοράς της στις 7.2.2017 και μέχρι την υπογραφή της Σύμβασης – Πλαισίου που επακολούθησε στις 20.4.2017 να την αποκρούσει ή να μη συμβληθεί, δε μπορεί, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν να γίνει λόγος για καταχρηστικότητα ή αντίθεση στα χρηστά ήθη ή στην καλή πίστη και, εντεύθεν, για ακυρότητα της ρήτρας για μόνο το λόγο ότι η παράσταση της εκκαλούσας στα πολωνικά δικαστήρια συνεπάγεται αυξημένες δικαστικές δαπάνες ή διαδικαστικά μειονεκτήματα γι’ αυτήν. Ούτε το γεγονός ότι η ίδια ρήτρα εξυπηρετεί αντικειμενικά τα συμφέροντα του εφεσίβλητου συνιστά κατά την έννοια του ΚανΒρΙα λόγο ουσιαστικής ακυρότητάς της, η κατάφαση της οποίας άλλωστε θα παρέκαμπτε ανεπίτρεπτα την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης ως προς την επιλογή του αρμόδιου δικαστηρίου, απορριπτομένων ως αβασίμων των συναφών υπό στοιχ. ε και στ ανωτέρω ισχυρισμών της εκκαλούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια ορθώς το νόμο εφάρμοσε και κατ’ ουδέν έσφαλε, ο δε πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Εξάλλου, για όσους λόγους ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ Β της παρούσας αναφέρθηκαν, αβάσιμος και απορριπτέος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει τον ορθώς απορριφθέντα ισχυρισμό της περί της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, για την οποία υποστηρίζει ότι είχε παρεκταθεί σιωπηρά, επειδή ο αντίδικός της δεν επικαλέστηκε ενώπιόν του αποφάσεις των πολωνικών δικαστηρίων σχετικές με την εγκυρότητα της επίμαχης ρήτρας παρεκτάσεως. Άλλωστε, το κύρος μιας τέτοιας ρήτρας κρίνεται με βάση τον Κανονισμό και το ουσιαστικό δίκαιο του κράτους του forum prorogatum (και όχι βέβαια με βάση τα πορίσματα της νομολογίας των δικαστηρίων του) και με την απόδειξη της ακυρότητάς της είναι επιφορτισμένος αυτός που την επικαλείται, δηλαδή εν προκειμένω η ενάγουσα και εκκαλούσα, η οποία όμως επικαλέστηκε τις διατάξεις του ελληνικού και όχι του πολωνικού δικαίου, τις οποίες ο εναγόμενος και εφεσίβλητος δε χρειάστηκε να αντικρούσει, έστω και με προσκομιδή σχετικής πολωνικής νομολογίας, η οποία, ακόμα και αν θεωρούσε την επίμαχη ρήτρα άκυρη, δεν θα μπορούσε να μεταβάλει υπέρ της ενάγουσας την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού η εφαρμογή των παραδοχών της στην κρινόμενη περίπτωση θα οδηγούσε σε ευθεία καταστρατήγηση του Κανονισμού.

V. Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό των δικαστικών εξόδων ή για το ύψος τους είτε για το ότι τα έξοδα καταλογίστηκαν μεν υπέρ αυτού αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 2193/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 617/2008, ΕφΑΔ 2008/705). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 § 3 και 191 § 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν η αγωγή του απορρίπτεται στο σύνολό της, καταδικάζεται στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Κατά δε το άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 454/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1176/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 859/2002, Δνη 2003/1260, ΕφΑθ. 798/2007, Δνη 2008/239). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του Ν. 2915/2001, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην εξαιρετική αυτή περίπτωση ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 773/2009, ΑΠ 98/2009, ΤριμΕφΠειρ. 381/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 496/2011, ΕΕμπΔ 2011/355). Δυσχέρεια στην ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ανακύπτει όταν κυμαίνεται ή μεταστρέφεται η σχετική νομολογία, όταν το ζήτημα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Ακυρωτικού, όταν πρόκειται για νεαρή νομοθετική διάταξη που δεν έχει ακόμη τύχει ερμηνευτικής επεξεργασίας από τα δικαστήρια ή για διάταξη που επιδέχεται περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις ή όταν υφίσταται πλοκή των νομικών θεμάτων που συνάπτονται με την υπόθεση (ΤριμΕφΠειρ. 60/2015, ΤριμΕφΠειρ. 216/2014, ΤριμΕφΑθ. 4924/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 461/2010, ΕΠολΔ 2011/205, ΕφΑθ. 833/2009, Δνη 2010/1046, ΕφΑθ. 5540/2006, Δνη 2008/239), όχι δε και όταν παρίσταται δυσχερής η εκτίμηση του πραγματικού μέρους της υποθέσεως ή όταν αντιμετωπίζονται περίπλοκα και χρονικώς εκτεταμένα πραγματικά περιστατικά ή όταν η δυσχέρεια οφείλεται στην ιδιάζουσα φύση της διαφοράς που αφορά στην ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 1034/2012, ΧρΙΔ 2013/46 = ΕφΑΔ 2013/256, ΤριμΕφΑθ. 1115/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα, για τα οποία επικαλείται ότι εσφαλμένα καθορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (10.400 €), ενώ θα έπρεπε κατά παραδοχή και κατ’ ουσίαν της αγωγής να επιβληθούν αυτά στον αντίδικό της άλλως να συμψηφιστούν στο σύνολό τους κατόπιν υπαγωγής του νομικού ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στην έννοια του ιδιαιτέρως δυσχερούς κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε.

Ο λόγος αυτός παραδεκτώς μεν κατά τα ανωτέρω προβάλλεται, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως, είναι, όμως, απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, δεδομένου ότι δεν συνέτρεξε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, αφενός, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ευχερής, αφού ούτε η ερμηνευτική τους προσπέλαση απαιτούσε ιδιάζουσα προσπάθεια ούτε η νομολογιακή τους εφαρμογή, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί από το ΔΕΕ, εμφανίζει ταλάντευση ή διακύμανση και, αφετέρου, το χρηματικό αντικείμενο της αγωγής (463.957,17 €) δικαιολογεί τον προσδιορισμό των δικαστικών εξόδων του εναγομένου που νίκησε στο χρηματικό ποσό των πρωτοδίκως επιδικασθέντων, η δε καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

VI. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα δικαιοδοτικό βαθμό, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 861/2020 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τους τύπους και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 13 Ιανουαρίου 2022 και δημοσιεύθηκε στις  24  Φεβρουαρίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ