Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 171/2022

EΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  171/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Xαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη και χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στις …………….. στον Πειραιά στην αίθουσα 716 του 7ου ορόφου του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιώς για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας ……………η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Γεώργιο Ψαράκη  (ΑΜ ΔΣΑ ……) και Χριστίνα Κολιάτου (ΑΜ ΔΣΑ ….).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  Φώτιο Γιαννούλα (ΑΜ ΔΣΑ ……)

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18-3-2022 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου (ΓΑΚ …../2022 και ΕΑΚ …../2022) και η συζήτησή της προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης. Η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από το σχετικό έκθεμα και οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω σημειώνεται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και υπέβαλαν έγγραφα σημειώματα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με  τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 στοιχ.β’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στη κρινόμενη περίπτωση: «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε [5] εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Από την άνω διάταξη προκύπτει σαφώς ότι αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 937 ΚΠολΔ είναι η αναστολή της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται σε βάρος εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο κατά της απόφασης που απέρριψε την κατά το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του ενδίκου μέσου, δεδομένου ότι το νέο άρθρο 938 ΚΠολΔ που προβλέπει τη δυνατότητα να υποβληθεί  αίτηση αναστολής ενώπιον του δικαστηρίου του ενδίκου μέσου μαζί με το ένδικο μέσο ή τις προτάσεις,  εφαρμόζεται στις κατασχέσεις ακινήτων στις οποίες η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4842/21, μετά την 1-1-2022 (άρθρο 116 παρ.6γ του νόμου, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, I, Γενικό Μέρος, 2017, § 32, αρ. 21, σελ. 737).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αίτησή της  η αιτούσα ανώνυμη εταιρεία, σε βάρος της οποίας επισπεύδεται διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρία, για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης της τελευταίας,  με εκτελεστό τίτλο την με αριθμ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκθέτει ότι με την με αριθμ. 791/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ανεστάλη η δίκη ως προς τους λόγους που αφορούσαν την απαίτηση και το κύρος του εκτελεστού τίτλου και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά, η ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, που άσκησε κατά της επισπεύδουσας τράπεζας ως προς τους λόγους που αφορούσαν την επιταγή προς εκτέλεση και την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης των εκπλειστηριαζόμενων ακινήτων, με την οποία ζητούσε την ακύρωση, αφενός της από 15-1-2020 επιταγής προς εκτέλεση, η οποία της επιδόθηκε στις 16-1-2020 μαζί με αντίγραφο του με αριθμ. ……/2014 πρώτου εκτελεστού απογράφου του προαναφερθέντος εκτελεστού τίτλου  και αφετέρου της  με αριθμό …../16-7-2021 έκθεσης κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείου Πειραιά ………………, δυνάμει της οποίας η καθ’ ης  επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί των περιγραφομένων στο δικόγραφο ακινήτων-οριζόντιων ιδιοκτησιών που βρίσκονται στο  Δήμο Πειραιά και επισπεύδει τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό τους την 1η Απριλίου 2022. Επικαλείται περαιτέρω ότι κατά της άνω  απόφασης έχει ασκήσει έφεση, το δικόγραφο της οποίας έχει περιλάβει αυτούσιο στο δικόγραφο της παρούσας αίτησης, την ευδοκίμηση του ως άνω ένδικου μέσου και την πρόκληση στην ίδια ανεπανόρθωτης βλάβης από την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας και τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ζητά, για τους αναφερόμενους στην υπό κρίση αίτησή της λόγους, που συνιστούν ταυτόχρονα και λόγους της έφεσής της, να διαταχθεί, όπως εκτιμάται το ένδικο δικόγραφο, η αναστολή του προσδιορισθέντος να διενεργηθεί πλειστηριασμού του ακινήτου της μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του κατά τα ανωτέρω ασκηθέντος ένδικου μέσου.

Η αίτηση, η οποία παραδεκτά φέρεται ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου, αφού αυτού εκκρεμεί η έφεση της αιτούσας κατά της άνω αναφερόμενης απόφασης (άρθρο 937 § 1 περ. β εδαφ. γ ΚΠολΔ),  προκειμένου να συζητηθεί κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επομ. του ΚΠολΔ), είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι κατατέθηκε στις 18-3-2022,  πλέον των πέντε [5] εργάσιμων ημερών πριν από την προσδιορισθείσα για τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρα, πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της από νομική και ουσιαστική άποψη, ενόψει και του ότι η έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης πιθανολογείται ότι έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως, όπως επίσης νομίμως και εμπροθέσμως είχε ασκηθεί και η (απορριφθείσα με την εκκαλούμενη απόφαση) ανακοπή. Ειδικότερα επί της ασκηθείσας έφεσης λεκτέα τα ακόλουθα: Από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης ανακοπής της αιτούσας εταιρίας προκύπτει ότι σ’ αυτό σωρεύονται λόγοι που συνιστούν αντικείμενο της εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπής και σκοπεύουν στην ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή και της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης,  όσο και λόγοι που συνιστούν αντικείμενο της εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ ανακοπής αφορώντες την απαίτηση και το κύρος του εκτελεστού τίτλου. Ως προς τους τελευταίους αυτούς λόγους το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ανέστειλε σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ την έκδοση απόφασης  μέχρι την εκδίκαση συναφούς ανακοπής εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ εκκρεμούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την κρίση του αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) αφού συνεκδίκασε τις ενώπιον του σωρευθείσες ανακοπές,  συμπεριέλαβε στην εκκαλουμένη διατάξεις οριστικές, που αφορούν την εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή και μη οριστικές όσον αφορά την εκ του άρθρου 632 ανακοπή. Επομένως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διεξήχθησαν  δυο αυτοτελείς δίκες ως προς την μία εκ των οποίων εκδόθηκε οριστική απόφαση και η οποία κατά συνέπεια υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση.

Από τα ενώπιον  του Δικαστηρίου προσκομισθέντα έγγραφα αποδεικτικά μέσα και την όλη συζήτηση της υπόθεσης πιθανολογούνται τα ακόλουθα:

Ι.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. α΄ΚΠολΔ όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και σύμφωνα με το άρθρο 73  ΚΠολΔ εξετάζεται σε κάθε στάση αυτής και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 693/2008).  Περαιτέρω, κατά την ταυτόσημη προς το καταργηθέν άρθρο 68 του ν. 3601/2007, διάταξη του άρθρου 145 ν. 4261/2014: 1 . «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (Α` 94) και του άρθρου 142 του παρόντος νόμου,  α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης.  β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. … δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δύναται να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο.». Από τις  άνω εκτεθείσες  διατάξεις προκύπτει ότι, τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως η καθ’ ης η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία, δεν κηρύσσονται σε πτώχευση αλλά μπορεί να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης η οποία, σ’ αντίθεση  με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσης, η οποία, κινούμενη από την εποπτεύουσα αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών,  οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Η δε θέση του πιστωτικού ιδρύματος σε εκκαθάριση δεν θίγει την ικανότητά του να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, κατά συνέπεια και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών του, εξάλλου δεν επιφέρει ούτε βίαιη διακοπή της δίκης και αυτό  διότι και μετά τη θέση του σε εκκαθάριση, η νομική προσωπικότητα του ιδρύματος λογίζεται υφιστάμενη εφόσον αυτό  απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής, το πιστωτικό ίδρυμα εκπροσωπείται από ειδικό εκκαθαριστή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο τελευταίος (υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα) λαμβάνει όλα τα αναγκαία εξασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και να προστατευθεί η αξία της υπό ειδική εκκαθάριση εταιρίας, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση της περιουσίας του νομικού προσώπου.    Επομένως, ο ισχυρισμός της αιτούσας που εμπεριέχεται στον πρώτο λόγο της έφεσής  της με τον οποίο παραπονείται για την μη ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή και την απόρριψη του οικείου δεύτερου λόγου της ανακοπής της από την εκκαλουμένη, ως προερχόμενη από μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο, και συγκεκριμένα την ίδια την καθ’ ης η οποία έχει τεθεί υπό εκκαθάριση και ο διορισθείς εκκαθαριστής αποτελεί όμοιο με τον σύνδικο όργανο, δεν πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει (σχετ. ΑΠ  348/2020, 822/2015   σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και όχι αναλογικά οι διατάξεις περί πτώχευσης στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, ΕΑ 42/2021 δημοσ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Αυτό  διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της αναιρεσείουσας τράπεζας και η θέση της σε ειδική εκκαθάριση, δεν συνεπάγεται έλλειψη της ικανότητάς της να είναι διάδικος, ούτε θεμελιώνει λόγο βιαίας διακοπής της δίκης.  Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο  απέρριψε ως μη νόμιμο τον άνω δεύτερο λόγο της ανακοπής ο οποίος αντιστοιχεί στον πρώτο λόγο της έφεσης της αιτούσας, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η αιτούσα με τον  λόγο αυτό,  πιθανολογείται ότι θα απορριφθούν ως αβάσιμα.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστούμενη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτέλεσης.  Συνεπώς αναγκαία προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός, στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, της έκτασης, του είδους και του περιεχομένου της αξίωσης που ενσωματώνει.  Σύμφωνα δε με την απολύτως κρατούσα άποψη, αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010 δημοσ. στην  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκκαθαρισμένη, ωστόσο, είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013.546) ενώ, εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, αρκεί ωστόσο ο περιορισμός να  είναι ορισμένος και να μην επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει ακόμα και στην περίπτωση όπου η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΕΑ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση.-.(κατ’άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποιά κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (Β. Βαθρακοκοίλης ό.π).

Η  ανακόπτουσα και ήδη αιτούσα με τον τρίτο  λόγο της ανακοπής της ισχυρίσθηκε ότι η σε βάρος του ακινήτου της επιβληθείσα  κατάσχεση, όπως και η επιταγή, είναι άκυρη, διότι ενώ  με την από 15-1-2020 επιταγή προς πληρωμή επιτάσσεται η ανακόπτουσα να πληρώσει 1.000.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής  μέχρι την εξόφληση, πλέον 17.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη,  με την από 12-7-2021 έγγραφη εντολή προς εκτέλεση ζήτησε την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης για το ποσό των 500.000 ευρώ, ήτοι για μέρος του συνολικού ποσού, που με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης,  χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συγκεκριμένα, για ποιο ή ποια από τα οφειλόμενα ποσά-ομολογίες  επισπεύδεται η αναγκαστική  εκτέλεση, όπως απαιτείται προκειμένου να συνάγεται σαφώς για ποια ακριβώς επιμέρους κονδύλια της συνολικής οφειλής της επισπεύδεται έκτοτε η εκτέλεση, με αποτέλεσμα η απαίτηση της αντιδίκου της τράπεζας να έχει καταστεί πλέον ανεκκαθάριστη.

Όπως προεκτέθηκε στην προκειμένη περίπτωση επισπεύδεται σε βάρος της αιτούσας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της με αριθμ.  ……../17-11-2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ανωτέρω υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ’ ης, σ’ ολόκληρον με τις  μη διάδικους στην παρούσα δίκη, 1. ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………..» με το διακριτικό τίτλο «……………..» και  2. «………………..» και τον διακριτικό τίτλο «……………..» …….. το ποσό του 1.000.000 ευρώ, μέρος της συνολικής οφειλής της ποσού   4.305.250,00 ευρώ, πλέον τόκων συμβατικών και υπερημερίας, εντόκως από την επόμενη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 17.000,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη της αιτούσας. Η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε ο ανωτέρω εκτελεστός τίτλος, απορρέει από το με ημερομηνία 16-6-2008 πρόγραμμα έκδοσης ομολογιακού δανείου, μεταξύ της δικαιοπαρόχου της καθ’ ης «…………………..»,  της «…………….» αφενός και της άνω με αριθμ. 2 εταιρίας ως εκδότη και της με αριθμ. 1 εταιρίας ως εγγυήτριας, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε η έκδοση από την «……….»  ομολογιακού δανείου  ποσού 4.500.000 ευρώ, τις από 28-5-2009 και  12-12-2011 πράξεις τροποποίησης, καθώς και το από 4-12-2013 Πρακτικό της Συνέλευσης των Ομολογιούχων με το οποίο αποφασίστηκε η καταγγελία του ομολογιακού δανείου από τον Εκπρόσωπο και το οριστικό κλείσιμο του ……………. χορηγιτικού λογαριασμού υποστήριξης του δανείου. Να σημειωθεί ότι με την τελευταία αυτή τροποποιητική πράξη η εδώ αιτούσα αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα όλους τους όρους του προγράμματος και των τροποποιήσεων του, παρέχοντας την ανεπιφύλακτη εγγύησή της για την πιστή, εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του ομολογιακού δανείου κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Η ανωτέρω εκτελεστική διαδικασία επισπεύσθηκε με την από 15-1-2020  προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στην αιτούσα στις 16-1-2020 (σχετ. η ……/16-1-2020 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ………….) και στη συνέχεια με την από 12-7-2021 εντολή προς εκτέλεση. Η εν λόγω επιταγή προς πληρωμή, με την οποία η αιτούσα επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 1.000.000 ευρώ, πλέον της δικαστικής δαπάνης και δαπάνης εκδόσεως αντιγράφου εκ του απογράφου, εμφανίζει πληρότητα του περιεχομένου της, καθώς η απαίτηση της καθ’ ης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, προσδιορίζεται σ’αυτήν με συγκεκριμένη αναφορά του ακριβούς ποσού κάθε επιμέρους κονδυλίου (του κεφαλαίου, των εξόδων της εκτέλεσης και της δικαστικής δαπάνης), η καταβολή των οποίων επιτάσσεται εντόκως, με διαφοροποίηση της χρονικής αφετηρίας της τοκοφορίας ανά κονδύλιο. Στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση με αριθμ. ……/16-7-2021 επιβλήθηκε κατάσχεση στο περιγραφόμενο σε αυτήν ακίνητο της αιτούσας εταιρίας. Η εν λόγω κατάσχεση επιβλήθηκε από την καθ’ ης δυνάμει της από 12-7-2021 εντολής προς τον ………….., δικαστικό επιμελητή του Εφετείου Πειραιά  για το ποσό των 500.000 ευρώ, δηλαδή για μέρος του συνολικού ποσού, που η αιτούσα επιτάχθηκε να της καταβάλει με την επιταγή προς εκτέλεση, με τη σαφή μνεία ότι ο περιορισμός αυτός «αφορά μέρος του κεφαλαίου της απαίτησης» και τη ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του υπόλοιπου ποσού. Συνεπώς, η κατάσχεση που επιβλήθηκε για το ποσό των 500.000 ευρώ, με προσδιορισμό από την καθ’ ης ότι το ποσό αυτό αποτελεί μέρος του κεφαλαίου της οφειλής της αιτούσας, που η τελευταία υποχρεώθηκε να της καταβάλει με τη διαταγή πληρωμής, δεν πάσχει από ακυρότητα, και δεν καθιστά ανεκκαθάριστη την απαίτηση της τραπεζικής εταιρίας, για την οποία επισπεύδεται έκτοτε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η αιτούσα με τον τρίτο λόγο της ανακοπή της, διότι ο περιορισμός αυτός είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένος, καθώς ρητά καθορίζεται στην κατασχετήρια έκθεση σε ποιο συγκεκριμένα από τα επιμέρους κονδύλια της επιταγής αφορά (στο κεφάλαιο της απαίτησης της καθ’ης), και δη κατά τρόπο σαφή, ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται περί του ακριβούς ποσού της οφειλής της αιτούσας, για το οποίο διενεργείται πλέον η εκτέλεση μετά τον κατά τα προεκτεθέντα περιορισμό. Η αναγραφή ξεχωριστά των  ομολογιών που εκδόθηκαν  στα πλαίσια του ομολογιακού δανείου δεν ήταν αναγκαία ούτε για την έκδοση της διαταγής πληρωμής πολλώ δε μάλλον και στην επιταγή καθώς η ένδικη οφειλή της αιτούσας προέρχεται από το ομολογιακό δάνειο, από τα κατάλοιπο αυτού, όπως αποτυπώνονταν  στα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της αιτούσας στα οποία  απεικονίζονται όλες οι κινήσεις του προαναφερόμενου λογαριασμού υποστήριξης του δανείου τα οποία και προσκομίστηκαν και λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση του εκτελεστού τίτλου.   Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως απέρριψε ως αβάσιμο κατά το νόμο τον τρίτο  λόγο της ανακοπής, ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η αιτούσα με τον αντίστοιχο δεύτερο λόγο της έφεσής της πιθανολογείται ότι θα απορριφθούν ως αβάσιμα.

ΙΙΙ. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της και τρίτο λόγο αντίστοιχα της έφεσής της,  ο οποίος απορρίφθηκε ως αόριστος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο   η αιτούσα ισχυρίζεται, όπως εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο το ένδικο δικόγραφο, ότι οι διενεργηθείσες πράξεις εκτέλεσης είναι άκυρες, διότι ελλείπει βασική προϋπόθεση για την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας και συγκεκριμένα η έγγραφη εντολή από την καθ’ ης προς το δικαστικό επιμελητή πάνω στο απόγραφο της  ………/2014 διαταγής πληρωμής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή  υπήρξε η  ως άνω εντολή όχι επί του σώματος του απογράφου αλλά σε ξεχωριστό έγγραφο έπρεπε η αιτούσα να επικαλεστεί για το ορισμένο του ως άνω λόγου, προβάλλοντας ακυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας, τη συνδρομή βλάβης από την εν λόγω έλλειψη. Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η έγγραφη από 12-7-2021 εντολή προς εκτέλεση της καθ’ ης προς τον αρμόδιο Δικαστικό Επιμελητή δόθηκε σε όλως χωριστό έγγραφο, όχι επισυναπτόμενο ώστε να αποτελούν ένα σώμα, το οποίο κατατέθηκε στον συμβολαιογράφο Πειραιά, …………… και υπάλληλο του ένδικου πλειστηριασμού  όπως αυτός βεβαιώνει στο προσκομισθέν ακριβές αντίγραφο το οποίο κατατέθηκε στον ίδιο με την ……../2021 Πράξη του.

Η κατά το άρθρο 927 ΚΠολΔ εντολή άλλως παραγγελία εκτέλεσης προς τον αρμόδιο κατά  τόπο επιμελητή, δίνεται, όμως, μόνο εγγράφως και υποχρεωτικά επί του απογράφου. Ο τύπος αυτός είναι συστατικός και μάλιστα πανηγυρικός,  ώστε εντολή εκτέλεσης, που δίνεται χωρίς τον έγγραφο αυτό τύπο, θεωρείται ανυπόστατη, με περαιτέρω συνέπεια πράξεις εκτέλεσης, που επιχειρήθηκαν χωρίς την ύπαρξη εντολής, να θεωρούνται άκυρες, ενώ η  βλάβη ενόψει του επισπευδόμενου πλειστηριασμού είναι αυταπόδεικτη (σχετ. Ν. Νίκα: Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως παρ. 23, ΕρμΚΠολΔ Β.Βαθρακοκοίλη, τόμ. Ε, άρθρο 927 αριθμ. 19).  Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως αόριστο διότι  η ανακόπτουσα δεν επικαλείται το στοιχείο της βλάβης της από την αναγραφή της εντολής προς εκτέλεση σε ξεχωριστό έντυπο, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και κατά συνέπεια πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει, γενόμενος δεκτός ως βάσιμος ο οικείος τρίτος λόγος της έφεσής της και συνακόλουθα και ο αντίστοιχος, τέταρτος, λόγος της ανακοπής της, με αποτέλεσμα να ακυρωθούν τόσο η εντολή προς πληρωμή όσο και η  έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι σε περίπτωση που επισπευσθεί η εκτελεστική διαδικασία δυνάμει των προαναφερόμενων έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και εντολής  προς πληρωμή και διενεργηθεί o ανωτέρω πλειστηριασμός, που ορίσθηκε για την 1-4-2022, θα υποστεί ανεπανόρθωτη οικονομική ζημία η αιτούσα, από την αναγκαστική  εκποίηση ακίνητου περιουσιακού της στοιχείου.

Ενόψει όλων των  ανωτέρω, πιθανολογηθείσας της ευδοκίμησης του ανωτέρου λόγου της έφεσης της αιτούσας, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής και θα  πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ, τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα  κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της αιτούσας  περιληφθέντος στο υποβληθέν σημείωμα της τελευταίας (άρθρα 176, 191 § 2 του ΚΠολΔ και 84 § 2 του Κώδικα Δικηγόρων), να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία τους διαδίκους

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από  18-3-2022 (ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …./2022 στο Πρωτοδικείο και  αντίστοιχα στο Εφετείο …./2022 και …./2022) έφεσης κατά της  με  αριθμ. 791/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών), την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της αιτούσας από την καθ’ ης η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την με  αριθμ. …/16-7- 2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας Εφετείου Πειραιώς ……… δυνάμει της οποίας διενεργείται πλειστηριασμός ηλεκτρονικά την 1η-4-2022 από τον πιστοποιημένο συμβολαιογράφο Πειραιά ……., κάτοικο ………. επί  του α΄ απογράφου εκτελεστού της με αριθμ. …../2014 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας σε βάρος της καθ’ ης και τα ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ,  αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά  σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  28 Μαρτίου 2022 και ώρα 12.00

                    Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                                                                     (Για τη δημοσίευση)